26 Αυγούστου 2022

Η ζήτηση για ενέργεια δεν είναι ανελαστική


Δημοσιεύθηκε ως ανάρτηση στο fb (Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022).

Η αλλεργία των οικονομολόγων (και ιδίως των φιλελεύθερων οικονομολόγων) στις επιδοτήσεις τιμών είναι γνωστή από καιρό. Άλλο είναι το ενδιαφέρον του χθεσινού άρθρου του Economist. Βλέπετε, δεν είναι τυχαίο περιοδικό: οι συντάκτες του παρακολουθούν τα πρόσφατα ευρήματα της επιστημονικής παραγωγής, αναλογίζονται τη σημασία τους για τη δημόσια πολιτική, και παρουσιάζουν τα κύρια σημεία με εύληπτο τρόπο σε ένα καλλιεργημένο μεν αλλά μη ειδικό (και πολυάσχολο) αναγνωστικό κοινό.
Το χθεσινό άρθρο λοιπόν σχολιάζει μια νέα γενιά οικονομικών ερευνών που χρησιμοποιούν νέες μεθόδους και νέα δεδομένα για να υπολογίσουν την ελαστικότητα της ζήτησης για καύσιμα ή για ενέργεια. Αυτό ακούγεται αφηρημένο, αλλά έχει μεγάλη σημασία. Εάν η ζήτηση είναι ανελαστική, καθώς οι τιμές αυξάνονται οι καταναλωτές κρατάνε σταθερή την ποσότητα που καταναλώνουν, συνεπώς επωμίζονται το σύνολο της επιβάρυνσης από την ακρίβεια. Όσο πιο ελαστική είναι η ζήτηση, τόσο περισσότερο μειώνουν οι καταναλωτές την ποσότητα που καταναλώνουν μετά από μια αύξηση της τιμής.
Τα πρόσφατα ευρήματα που παρουσιάζει το άρθρο του Economist ανατρέπουν προηγούμενες παραδοχές για τη δήθεν ανελαστικότητα της ζήτησης. Σύμφωνα με αυτά, όταν οι τιμές του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου αυξάνονται, οι καταναλωτές μειώνουν την κατανάλωση. Η ελαστικότητα δεν είναι μεγάλη: στις ΗΠΑ, μια αύξηση της τιμής κατά 10% υπολογίστηκε ότι έφερε μείωση της κατανάλωσης σε 3% (πετρέλαιο) ή 2% (φυσικό αέριο). Και το αντίστροφο: όταν η πολιτεία της Καλιφόρνιας μείωσε κατά 20% την οριακή τιμή του φυσικού αερίου για τα φτωχά νοικοκυριά, η κατανάλωση τους αυξήθηκε κατά 8,5%.
Όπως αναφέρει το άρθρο, το 2015 η ουκρανική κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει τις επιδοτήσεις των καυσίμων, με αποτέλεσμα διπλασιασμό της τιμής. Όσα νοικοκυριά δεν επένδυσαν σε καλύτερη μόνωση κτλ., αναγκάστηκαν να μειώσουν την κατανάλωση τους κατά 16%.
Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει στη χώρα μας το 2012, μετά από την εξίσωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης: ο λόγος που η αύξηση του φόρου απέδωσε πολύ λιγότερο από ό,τι ήλπιζε η κυβέρνηση (και η Τρόικα) ήταν ότι πολλά νοικοκυριά στράφηκαν από την κεντρική θέρμανση σε άλλες λύσεις (pellet, ξύλα, ηλεκτρική σόμπα, αερόθερμο), ή απλώς άρχισαν να ζεσταίνουν το σπίτι τους λιγότερο από πριν. Αυτό το προηγούμενο δείχνει πολλά για τις οικονομικές, κοινωνικές, και περιβαλλοντικές συνέπειες μιας απότομης μεταβολής των τιμών σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Διαψεύδει ωστόσο επίσης, και μάλιστα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, την υπόθεση ότι οι καταναλωτές αφήνουν αμετάβλητες τις συνήθειες τους ακόμη και όταν οι τιμές αυξάνονται σημαντικά. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: η ζήτηση για ενέργεια είναι κάθε άλλο παρά “ανελαστική”.
Εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενδιαφέρονται πραγματικά για την απεξάρτηση από τη Ρωσία, καθώς και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τότε θα πρέπει να διευκολύνουν τους καταναλωτές να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στην αύξηση των τιμών της ενέργειας καίγοντας λιγότερο ρεύμα ή πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Αντί να επιδοτούν τις τιμές της ενέργειας, θα πρέπει να επιδοτούν τις επενδύσεις σε μέτρα εξοικονόμησης, καθώς φυσικά και σε ανανεώσιμες πηγές. Βραχυπρόθεσμα, στη μεταβατική περίοδο, οι ενισχύσεις θα πρέπει να είναι εισοδηματικές (ώστε να μην επηρεάζουν τα κίνητρα εξοικονόμησης), και στοχευμένες (υπέρ φτωχών, ηλικιωμένων, κατοίκων ορεινών περιοχών κτλ).
Εάν, για πολιτικούς ή άλλους λόγους, προκρίνεται η επιδότηση των τιμών, τότε θα πρέπει να υπάρχει πλαφόν κατανάλωσης. Το άρθρο του Economist σχολιάζει ευνοϊκά την περίπτωση της Αυστρίας, όπου η επιδότηση δίνεται μόνο για το 80% της μέσης κατανάλωσης ενός νοικοκυριού. Υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα οι επιδοτήσεις αφορούν αντίθετα “όλες τις παροχές, κύριας και μη κύριας κατοικίας, για το σύνολο της μηνιαίας κατανάλωσης, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια”.

23 Αυγούστου 2022

Οι επιδοτήσεις των λογαριασμών και η ενεργειακή μετάβαση









Δημοσιεύθηκε ως ανάρτηση στο fb (Τρίτη 23 Αυγούστου 2022).

Το χθεσινό άρθρο μου στο Kreport, καθώς και η μετέπειτα ανάρτησή μου, πυροδότησαν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τους στόχους και τα μέσα της δημόσιας πολιτικής για την ενέργεια στις σημερινές δύσκολες συνθήκες. Παρόμοιες ανησυχίες είχαν διατυπώσει πριν από εμένα με άρθρα τους στην Καθημερινή ο Κώστας Κωστής (18 Ιουλίου 2022) και η Μιράντα Ξαφά (14 Αυγούστου 2022). Υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής, των επιδοτήσεων-βροχή, έγραψε ο Θάνος Πετραλιάς, γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής (26 Ιουλίου 2022). Έλαβα πολλά σχόλια, δημόσια ή ιδιωτικά, που σχολίαζαν ή διόρθωναν αυτά που έγραψα. Ευχαριστώ θερμά όσους και όσες μπήκαν στον κόπο.

Πολλά από τα επιμέρους θέματα είναι τεχνικά, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορεί να τα συλλάβει ο ενημερωμένος αναγνώστης. Η εναλλακτική επιλογή, να ασχολούνται με αυτά αποκλειστικά οι ειδικοί, εκεί όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, ερήμην της κοινής γνώμης, μου είναι απεχθής – και το λέω τόσο από πεποίθηση (μια δημοκρατική Πολιτεία χρειάζεται πολίτες που συμμετέχουν ενεργά στη δημόσια συζήτηση) όσο και από επαγγελματική διαστροφή (η οικονομική ανάλυση της δημόσιας πολιτικής είναι ο τομέας μου και επίσης το πάθος μου).

Πολλές πτυχές του ζητήματος (μου) είναι τώρα πιο σαφείς. Οι κυβερνητικές επιδοτήσεις στους λογαριασμούς χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από πόρους της ΕΕ (χάρη στους μηχανισμούς του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης), καθώς και από αυξημένα φορολογικά έσοδα (λόγω τουρισμού και λόγω πληθωρισμού). Συνεπώς, το κόστος των επιδοτήσεων, παρότι εξωφρενικό (1% του ΑΕΠ μόνο το μήνα Σεπτέμβριο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών) δεν θα εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό του 2022.

Όλα καλά λοιπόν; Κατά τη γνώμη μου όχι. Η επιλογή της κυβέρνησης να προστατεύσει τα νοικοκυριά από απότομες αυξήσεις είναι θεμιτή. (Είναι επίσης εκλογικά προσοδοφόρα, αλλά αυτό δεν την καθιστά λιγότερο θεμιτή.) Το πρόβλημα βρίσκεται στη δοσολογία της προστασίας. Η εποχή της φτηνής ενέργειας έχει παρέλθει οριστικά. Θα πρέπει όλοι να μάθουμε να ζούμε (και να παράγουμε) διαφορετικά. Είμαστε πολύ τυχεροί που υπάρχει το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (και που είμαστε στην ΕΕ). Εάν όμως σπαταλήσουμε τους πόρους του όχι για να προετοιμάσουμε την ενεργειακή μετάβαση, αλλά για να κρατήσουμε τεχνητά στη ζωή το σημερινό παρωχημένο μοντέλο, θα έχουμε χάσει άλλη μια μεγάλη ευκαιρία. Επίσης, θα έχουμε κάνει μια τρύπα στο νερό: η ενέργεια δεν πρόκειται να ξαναγίνει φτηνή, οι πόροι του Ταμείου δεν θα είναι απεριόριστοι για πάντα, η Ελλάδα δεν θα πάψει να έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ (193% του ΑΕΠ το 2021), με μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη Ιταλία (151%).

Χρειαζόμαστε λοιπόν λιγότερες επιδοτήσεις (άρα ακριβότερους λογαριασμούς), λιγότερη σπατάλη ενέργειας (αυτοβούλως αλλά και με κίνητρα για επενδύσεις εξοικονόμησης), περισσότερη ηλιακή και αιολική ενέργεια (αυτό είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα) – και λιγότερα ελλείμματα: μια χώρα με το δικό μας παρελθόν (και με το δικό μας δημόσιο χρέος) δεν έχει την πολυτέλεια να πετάει λεφτά, μόνο και μόνο επειδή η φετινή χρονιά ήταν λίγο καλύτερη. Δεν ζούμε μέρες του 2008 λοιπόν (το παίρνω πίσω αυτό), ζούμε μέρες του 2005, εφησυχασμού και αμεριμνησίας. Τα τελευταία 15 χρόνια ήταν δύσκολα. Είναι κρίμα να μην μάθουμε από αυτά.

Άλλες πτυχές του ζητήματος ελπίζω να αποσαφηνιστούν στη συνέχεια (από άλλους). Λειτουργεί σωστά η ρύθμιση της αγοράς ενέργειας; Γιατί καθυστερεί το νομικό πλαίσιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας; Η χωροταξική πολιτική της κυβέρνησης (π.χ. στα νησιά) ευνοεί την ενεργειακή μετάβαση; Προχωρούν ικανοποιητικά τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης για τις πράσινες επενδύσεις;

Από τέτοιου είδους ερωτήματα θα εξαρτηθεί η ευημερία μας, η δική μας και των παιδιών μας (και των παιδιών τους). Συνεπώς, η σιωπή γύρω από αυτά είναι το ίδιο καταστροφική (και το ίδιο ένοχη) όσο και η συνηθισμένη κακοφωνία της προεκλογικής δημαγωγίας.

22 Αυγούστου 2022

Η πολιτική της κυβέρνησης για τις τιμές της ενέργειας δεν είναι βιώσιμη









Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022). 

«Σε υψηλά επίπεδα, όπως αναμενόταν, διαμορφώνονται τα ονομαστικά τιμολόγια ρεύματος για τον Σεπτέμβριο που ανακοινώνουν από αργά χθες το βράδυ οι προμηθευτές. Το ενδιαφέρον στρέφεται τώρα στο ύψος της επιδότησης που θα ανακοινώσει η κυβέρνηση για τον επόμενο μήνα, με την οποία επιδιώκεται η διατήρηση των τελικών τιμών καταναλωτή κοντά στο επίπεδο του Αυγούστου» (Καθημερινή, 21 Αυγούστου 2022)

Είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε στα (κατά τεκμήριο) φιλελεύθερα στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης το αλφαβητάρι της οικονομίας της αγοράς; Όπως μάλλον γνωρίζουν και οι ίδιοι, οι τιμές ενσωματώνουν πολύτιμες πληροφορίες, που επιτρέπουν στη ζήτηση και στην προσφορά να ισορροπούν. Η αλλοίωση των τιμών, μέσω επιδοτήσεων ή φόρων κατανάλωσης, επιβάλλεται σε ειδικές συνθήκες, π.χ. όταν οι τιμές δεν περιλαμβάνουν το κόστος εξωτερικών επιδράσεων, θετικών (όπως η διάδοση της καινοτομίας) ή αρνητικών (όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος). Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η κυβέρνηση που επιλέγει να επιδοτήσει τις τιμές αλλοιώνει το σινιάλο, προκαλώντας σύγχυση στους καταναλωτές και στους παραγωγούς, και δυσχεραίνοντας την εξισορρόπηση των δυνάμεων της αγοράς.

Αυτό ακριβώς κάνει από την αρχή της ενεργειακής κρίσης η ελληνική κυβέρνηση: Δαπανά τεράστια ποσά για επιδοτήσεις τιμών, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να περιορίσει τη δυσαρέσκεια των καταναλωτών εν μέσω (;) προεκλογικής περιόδου.

Το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ότι αυτή η πολιτική δεν είναι βιώσιμη. Για τρεις λόγους:

Ο πρώτος είναι δημοσιονομικός. Το κόστος των επιδοτήσεων (περίπου 700 εκατ. ευρώ μόνο για τον Ιούλιο) είναι απλώς εξωφρενικό. Σε ετήσια βάση, θα φτάσει το 5% του ΑΕΠ, δηλ. θα ξεπεράσει τη δημόσια δαπάνη για την Υγεία ή για την Παιδεία. Εάν οι τιμές αυξηθούν και άλλο, το ίδιο θα συμβεί και με το κόστος των επιδοτήσεων (εάν η κυβέρνηση επιμείνει στη σημερινή πολιτική). Αυτά τα χρήματα η χώρα δεν τα έχει – και αν τα είχε θα όφειλε να τα ξοδεύει καλύτερα. Με αυτόν το ρυθμό, η έξοδος από την οικονομική επιτήρηση κινδυνεύει να αποδειχθεί σύντομη παρένθεση.

Ο δεύτερος λόγος είναι κοινωνικός. Με πρόσχημα τη φοροδιαφυγή, που θολώνει την εικόνα για τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των καταναλωτών, η κυβέρνηση επέλεξε οι επιδοτήσεις τιμών να είναι «οριζόντιες». Κατά συνέπεια, όσο μεγαλύτερο σπίτι (ή/και όσο περισσότερα σπίτια) διαθέτει κανείς, τόσο περισσότερο ρεύμα καταναλώνει, και τόσο περισσότερο ενισχύεται από το δημόσιο ταμείο. Ίσως είναι συμπτωματικό ότι οι πλέον ωφελημένοι τείνουν να υποστηρίζουν το κυβερνών κόμμα. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τυπικό παράδειγμα ιδιοποίησης του δημοσίου χρήματος από ομάδα πίεσης με δυσανάλογα μεγάλη πολιτική ισχύ. Ένας πραγματικός φιλελεύθερος οφείλει να νιώθει την ίδια αποστροφή για μια τόσο σκανδαλώδη προσοδοθηρία, είτε πρόκειται για το ΔΣ της ΓΕΝΟΠ–ΔΕΗ είτε για όσους δροσίζουν το θηριώδες εξοχικό τους στη Μύκονο με την ευγενική χορηγία όλων των υπολοίπων.

Ο τρίτος λόγος είναι γεωπολιτικός (και περιβαλλοντικός). Όπως και εάν εξελιχθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, η εποχή της φτηνής ενέργειας από τη Ρωσία έχει παρέλθει οριστικά. Επιπλέον, για να έχουμε την παραμικρή ελπίδα να παραδώσουμε στα παιδιά μας και στα παιδιά τους έναν πλανήτη που να μην είναι εντελώς αβίωτος, θα πρέπει να μειώσουμε την κατανάλωση ενέργειας, ιδίως όταν αυτή προέρχεται από ορυκτά καύσιμα. Για να το πετύχουμε, θα πρέπει όλοι (καταναλωτές, κατασκευαστές, καινοτόμοι επιχειρηματίες) να εξοικονομούμε ενέργεια. Για να έχουμε κίνητρο να το κάνουμε, θα πρέπει να επιτραπεί στις τιμές να φτάσουν στο επίπεδο που υπαγορεύουν οι συνθήκες της αγοράς, δηλ. να αυξηθούν πολύ. Μόνο έτσι θα κατεβάσουμε τον θερμοστάτη, θα βάλουμε ηλιακό θερμοσίφωνα, θα χτίζουμε σπίτια με καλύτερη μόνωση, θα αρχίσουμε να βλέπουμε χωρίς παρωπίδες τα πλεονεκτήματα της ανεμογεννήτριας.

Για τους λόγους αυτούς, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί (η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ) συνιστούν στις κυβερνήσεις να αποφεύγουν τις επιδοτήσεις τιμών. Το πρόβλημα είναι ότι οι επιδοτήσεις είναι τόσο εθιστικές που η κατάργησή τους προκαλεί βίαιες αντιδράσεις. Ιδίως όταν είναι απότομη, και όταν δεν συνοδεύεται από τις απαραίτητες εισοδηματικές ενισχύσεις των πιο ευάλωτων καταναλωτών. Όπως με κάθε τι το εθιστικό, είναι προτιμότερο να απέχει κανείς εντελώς.

«Και τι να γίνει; Να αφήσουμε τους λογαριασμούς να ξεφύγουν;»

Δεν είναι πολύ δύσκολο να σχεδιάσει κανείς μια εναλλακτική απάντηση στην ενεργειακή κρίση. Η ιταλική κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, ήδη πριν από την κυβερνητική κρίση, έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο με βασικούς πυλώνες (1) την έκτακτη φορολόγηση των έκτακτων κερδών (windfall profit tax) των εταιρειών παροχής και διανομής ενέργειας, (2) τη μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια (το μόνο οριζόντιο μέτρο), και (3) τη χορήγηση στοχευμένων εισοδηματικών ενισχύσεων στους πιο αδύναμους καταναλωτές. Παραλείπονται ως αυτονόητα τα συνοδευτικά μέτρα: η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης, ο περιορισμός της άσκοπης κατανάλωσης στα δημόσια κτίρια κτλ.

Στα καθ’ ημάς, το μόνο σίγουρο είναι ότι η εμμονή της κυβέρνησης στην επιδότηση των τιμών ενέργειας δεν είναι απλώς ανεύθυνη δημοσιονομικά, άδικη κοινωνικά, και κοντόφθαλμη περιβαλλοντικά: Έχει επίσης κοντινή ημερομηνία λήξης. Γι’ αυτό, ο προφανής, ανομολόγητος αντίλογος («εκλογές έρχονται») δεν στέκει – εκτός βέβαια εάν δεχθούμε ότι το εκλογικό σώμα είναι πολύ πιο ελαφρόμυαλο από ό,τι μέχρι τώρα νομίζαμε.

Πράγματι, δεν θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι από την επομένη των εκλογών οι επιδοτήσεις θα αρχίσουν να «μαζεύονται». Μια στοιχειωδώς επαρκής αντιπολίτευση, αντί να πλειοδοτεί σε υποσχέσεις, θα καλούσε την κυβέρνηση να σοβαρευτεί. Τώρα, όχι μετά τις εκλογές.


21 Αυγούστου 2022

Οι αθέατες παρενέργειες της «βαριάς βιομηχανίας» μας








Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 21 Αυγούστου 2022).

Ποιος δεν θα ήθελε να κερδίσει τον πρώτο λαχνό; Και όμως, όλες οι έρευνες δείχνουν ότι οι περισσότεροι κερδισμένοι του λαχείου γίνονται δυστυχέστεροι, όχι ευτυχέστεροι, σε σχέση με πριν. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με τις χώρες: τα κοιτάσματα πετρελαίου ή/και φυσικού αερίου έκαναν (πολύ) πλουσιότερους λίγους Ρώσους και Νιγηριανούς, αλλά συνολικά στη Ρωσία και στη Νιγηρία έκαναν περισσότερο κακό παρά καλό. Εξαιρέσεις υπάρχουν (π.χ. Νορβηγία), αλλά είναι εξαιρέσεις.

Οι οικονομολόγοι χρησιμοποιούν τον όρο «κατάρα των φυσικών πόρων» για να περιγράψουν το φαινόμενο. Η ανακάλυψη ενός νέου κοιτάσματος, μαζί με τα προφανή οφέλη, φέρνει αλλαγές που αλλοιώνουν και συχνά στρεβλώνουν την οικονομία, την κοινωνία και την πολιτική. Η εκμετάλλευση του νέου πόρου αποσπά κεφάλαιο και εργασία από άλλες δραστηριότητες, προκαλώντας το μαρασμό τους. Οι επιχειρηματικές ελίτ που τον ελέγχουν αποκτούν δυσανάλογη ισχύ, επηρεάζοντας προς όφελός τους τη δημόσια πολιτική. Η ευνοϊκή φορολογική μεταχείριση ανατροφοδοτεί την οικονομική στρέβλωση, αυξάνοντας το μειονέκτημα των άλλων κλάδων. Η πάση θυσία προστασία της κερδοφορίας του πόρου αναγορεύεται σε αυτονόητη ορθοδοξία, επισκιάζοντας π.χ. την προστασία του περιβάλλοντος. Ο εύκολος πλουτισμός ενθαρρύνει τον εφησυχασμό, καθυστερώντας την προσαρμογή στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων παραμελούνται, υποθηκεύοντας τη μελλοντική ευημερία της χώρας. Και ούτω καθεξής.

Ο αναγνώστης έχει ήδη καταλάβει «πού το πάει» ο συντάκτης αυτού του άρθρου. Ο δικός μας «πρώτος λαχνός» είναι ο τουρισμός: αυτή η πανέμορφη γωνιά της γης που κληρονομήσαμε, χωρίς (εδώ που τα λέμε) να έχουμε κάνει πολλά για να το αξίζουμε. Το 2019, ο τουρισμός στην Ελλάδα συνεισέφερε πάνω από 20% του ΑΕΠ και πάνω από 25% της απασχόλησης, πολύ περισσότερο από ό,τι στην Πορτογαλία, στην Ισπανία ή στην Ιταλία (στοιχεία του World Travel and Tourism Council).

Αυτή είναι η ευλογία. Υπάρχει όμως και η «κατάρα». Ο τουρισμός είναι ευπαθής δραστηριότητα: ένα θερμό επεισόδιο θα στείλει τους τουρίστες στο Algarve, η υπερθέρμανση του πλανήτη μπορεί να τους στείλει στις Εβρίδες. «Παράγοντες της αγοράς» ζητούν χαμηλή φορολογία (και χαμηλούς μισθούς) στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, όμως το εισιτήριο του πλοίου από τη Σίφνο στη Νάξο (απλή μετάβαση) κοστίζει 95 ευρώ. Η αλόγιστη ανάπτυξη πριονίζει το κλαδί όπου κάθεται: όταν κάθε σπιθαμή του νησιού καλυφθεί από τσιμέντο, η Μύκονος θα γίνει το νέο Benidorm. Τα τοπικά συμφέροντα λένε όχι στις ανεμογεννήτριες και ναι στις πισίνες, επιταχύνοντας τη διαδικασία που θα κάνει τον τόπο αβίωτο για τα παιδιά τους. Και ούτω καθεξής.

Τι μπορεί να γίνει; Πολλά, από την υπεράσπιση του φυσικού και οικιστικού περιβάλλοντος των νησιών  έως την ενθάρρυνση του ορεινού τουρισμού. Όμως πρώτα θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι το σημερινό μοντέλο τουριστικής ανάπτυξης, όσα (εύκολα) κέρδη και αν αποφέρει σε αρκετούς, έχει προ πολλού εξαντλήσει τη χρησιμότητά του για τη χώρα.

19 Αυγούστου 2022

The end of enhanced surveillance should accelerate reforms in Greece

Interview with Maria Caetano on Jornal de Negócios, Portugal, (Friday 19 August 2022).

Q. How will the end of the enhanced surveillance regime impact the course of reforms in Greece? Will this new relative freedom given to economic policy change anything?

A. It all depends on what one means by ‘reforms’. The bailout programmes from which Greece has now fully exited were relentlessly focused on fiscal savings, and that was also the case with most of the ‘structural reforms’ listed in those programmes. The savings were sometimes inevitable, or even necessary, but were so harsh that pushed the Greek economy to a lower growth path: lower-skilled / lower-pay / lower-value added.

The reforms the country now needs (shift to a less energy-intensive production model, modernise public administration, help firms respond to the digital transition, and upgrade workers’ skills), and which government policy at least partly addresses, aim to revive the economy, by raising exports and shifting the country’s growth model to a higher path. The end of enhanced surveillance is not going to slow down, and may even accelerate, the necessary reforms.

Exiting enhanced surveillance will also signal foreign investors that Greece is safe. This is crucial: according to Eurostat data, public investment in Greece was cut back in 2010-2014 by a staggering 47% in real terms. ‘Next Generation EU’ will also help bridge the investment gap, perhaps more than is the case in other EU member states also battered by the twin (Euro and pandemic) crises.

Q. Does Greece still have significant vulnerabilities? Which ones?

A. Of course it has. Debt is nearly 200% of GDP. Inflation is in double digits. The unemployment rate, although sharply reduced from the depths of the recession, remains twice as high as the EU average. The economy is too dependent on tourism, accounting for over 20% of GDP and over 25% of all jobs in 2019 (according to World Travel and Tourism Council estimates). The investment gap is yawning. Skills are dismally low, acting as a constraint on the bid to improve export performance – and so on. Nevertheless, the country has strengths, too: Greeks have proved to be resilient in the face of adversity. The key question therefore is not whether the country has vulnerabilities but if it can address them by building on its strengths. I think one can reasonably hope that it can.

Q. Greece has been able to reduce its debt burden significantly. Do you feel it is likely that Greece's sovereign bonds will be rated as investment grade next year?

A. Debt is still an issue: Greece today has the highest debt-to-GDP ratio in the EU (193% in 2021). However, debt servicing is not a real issue for the next few years, since the country’s debt is held mostly by institutional investors, and carries a low interest rate. The key challenge is boosting growth: if that is brought off, then debt will be less of a burden.

Q. The ECB has announced a new anti-fragmentation mechanism, while it prepares to speed up interest rate hikes. Do you feel it will be a good enough safety net for Greece and other Southern European countries?

A. This is what Greeks, and other Europeans, fervently hope. Next winter will be difficult, that’s for sure. Let us pray that the war in Ukraine will end soon, and that policy makers in Frankfurt and in Brussels (and in all European capitals) will handle the economic consequences as well as possible.