Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» (Κυριακή 6 Ιουλίου 2008)
Κάποτε, στη δυτική και βόρεια Ευρώπη της πρώτης μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας», για τους υπεύθυνους της δημόσιας πολιτικής καθώς και για τους θεωρητικούς της (βλέπε τη χαρισματική περίπτωση του Richard Titmuss, καθηγητή κοινωνικής πολιτικής στη London School of Economics), τα πράγματα ήταν καθαρά. Οι γιατροί του εθνικού συστήματος υγείας ή οι δάσκαλοι και οι καθηγητές κάθε βαθμίδας της δημόσιας εκπαίδευσης ήταν «ιππότες», δηλ. υψηλόφρονες δημόσιοι λειτουργοί, προσηλωμένοι σε μια απαιτητική δεοντολογία, με αυταπάρνηση ταγμένοι στο λειτούργημά τους και στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος – όπως, φυσικά, το ερμήνευαν οι ίδιοι. Εκείνοι ήταν οι ειδικοί, «ήξεραν καλύτερα», άρα για τους ασθενείς ή τους μαθητές και φοιτητές τους δεν έμενε παρά ο ρόλος του ευγνώμονα αποδέκτη αυτής της ιπποτικής «αρχοντιάς». Σύμφωνα με την κρατούσα τότε αντίληψη, οι χρήστες των δημόσιων υπηρεσιών ήταν – και ορθώς – άβουλα «πιόνια».
Όλα αυτά άλλαξαν γύρω στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: πρώτα στο επίπεδο των θεωρητικών επεξεργασιών, μετά στο επίπεδο της πολιτικής αλλαγής. Η σαρωτική νίκη της Margaret Thatcher το 1979 τερμάτισε τη μεταπολεμική συναίνεση στη Βρετανική πολιτική και αμφισβήτησε τα δύο βασικά συστατικά της: κεϋνσιανή οικονομική πολιτική και κοινωνικό κράτος. Είχε προηγηθεί μια «αλλαγή παραδείγματος» σε θεωρητικό επίπεδο, η οποία εξασφάλισε την ηγεμονία στις συντηρητικές ιδέες και προλείανε το έδαφος για τη κυριαρχία των Συντηρητικών κυβερνήσεων. Σύμφωνα με τη νέα αντίληψη, όσοι εργάζονται στο δημόσιο τομέα δεν είναι αλτρουιστές «ιππότες» αλλά εγωιστές «κατεργάρηδες», με τα δικά τους συμφέροντα και τη δική τους ατζέντα, η οποία μόνο συμπτωματικά μπορεί να περιέχει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του φορολογούμενου πολίτη. Μόνη λύση η κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων στους χώρους της υγείας και της παιδείας, και η «ενδυνάμωση» των χρηστών: όχι πια ανίσχυρα «πιόνια», αλλά πανίσχυρες «βασίλισσες», όπως στο σκάκι, όπως κάθε κυρίαρχος καταναλωτής στην ελεύθερη αγορά.
Τελικά, η αντοχή των θεσμών του κοινωνικού κράτους απεδείχθη ισχυρότερη των βλέψεων της κυρίας Thatcher και των κυβερνήσεων της. Το ΕΣΥ δεν ιδιωτικοποίηθηκε, ούτε η δημόσια εκπαίδευση έγινε λιγότερο δημόσια. Ακόμη και η «Σιδηρά Κυρία» αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τις εισηγήσεις των αδελφών Saatchi και των άλλων μάγων της πολιτικής διαφήμισης, καθώς και του Nigel Lawson και των άλλων υπουργών οικονομικών της, που την προειδοποιούσαν για τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της ιδιωτικοποίησης του σκληρού πυρήνα του κοινωνικού κράτους στη δημοτικότητα της κυβέρνησης και στα δημόσια οικονομικά αντιστοίχως. Η ιδιωτικοποίηση χρειάστηκε να εγκαταλειφθεί, και το Σχέδιο Β που τέθηκε σε εφαρμογή αμέσως μετά προέβλεπε απλώς τη θεσμοθέτηση «οιονεί αγορών» στο εσωτερικό της δημόσιας υγείας και της δημόσιας εκπαίδευσης: δωρεάν υπηρεσίες για όλους, δημόσια χρηματοδότηση εκείνων που τις παρέχουν, αλλά υπό τον όρο της επιλογής τους από τους χρήστες, δηλ. τους ασθενείς και τους μαθητές (ή μάλλον τους γονείς τους).
Σήμερα, τις σφοδρές θεωρητικές και πολιτικές συγκρούσεις των αρχών της δεκαετίας του ’90, όταν πρωτοτέθηκαν σε εφαρμογή οι «οιονεί αγορές», έχει διαδεχθεί ένας γενικευμένος πραγματισμός. Οι Νέοι Εργατικοί κράτησαν πολλές από τις καινοτομίες της προηγούμενης κυβέρνησης, κατήργησαν μερικές, εισήγαγαν κάποιες άλλες δικές τους. Η κοινή γνώμη δείχνει να έχει υιοθετήσει ένα επιλεκτικό μείγμα δοξασιών και από τις δύο «σχολές σκέψης»: υπηρεσίες καλύτερα δημόσιες παρά ιδιωτικές, αλλά κανένα ίχνος από το παραδοσιακό δέος μπροστά στην αυθεντία γιατρών και καθηγητών.
Το βιβλίο του Julian Le Grand, κατόχου της Έδρας Richard Titmuss στη London School of Economics, δεν περιγράφει απλώς τη «νέα συναίνεση». Από τη θέση του καθηγητή, αλλά και του αρθρογράφου και φυσικά του συμβούλου του Tony Blair, αυτός ο ακούραστος παραγωγός νέων ιδεών έχει συμβάλει όσο λίγοι στη διαμόρφωση της συναίνεσης αυτής. Το βιβλίο, γραμμένο με τρόπο συναρπαστικό και με ύφος γεμάτο χιούμορ, διερωτάται για τα κίνητρα όσων εργάζονται στο δημόσιο τομέα, και απαντά ότι πρόκειται για μείγμα όπου συνυπάρχουν «ιπποτικοί» και «κατεργάρικοι» υπολογισμοί. Για αυτό, προτείνει τον ανασχεδιασμό των δημόσιων πολιτικών ώστε να ενθαρρύνουν τους πρώτους και να περιορίζουν τους δεύτερους, αλλά και να επιτυγχάνουν την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος είτε οι πολιτικές αυτές υλοποιούνται από «ιππότες» είτε από «κατεργάρηδες». Τέλος, παρουσιάζει συγκεκριμένα παραδείγματα τέτοιων πολιτικών στους τομείς της υγείας, της παιδείας, αλλά και της φορολογίας, της κρατικής ενίσχυσης της ατομικής ασφάλισης, καθώς και των παιδικών ομολόγων ή «baby bonds» που με κρατική χρηματοδότηση εφαρμόζονται ήδη. Ένα βιβλίο που ακόμη και όταν δεν πείθει εντελώς, «ιντριγκάρει», και προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη. Δεν είναι και λίγο, αυτή την εποχή της ξηρασίας των ιδεών, ιδίως των ιδεών για μια προοδευτική διακυβέρνηση.
Κάποτε, στη δυτική και βόρεια Ευρώπη της πρώτης μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας», για τους υπεύθυνους της δημόσιας πολιτικής καθώς και για τους θεωρητικούς της (βλέπε τη χαρισματική περίπτωση του Richard Titmuss, καθηγητή κοινωνικής πολιτικής στη London School of Economics), τα πράγματα ήταν καθαρά. Οι γιατροί του εθνικού συστήματος υγείας ή οι δάσκαλοι και οι καθηγητές κάθε βαθμίδας της δημόσιας εκπαίδευσης ήταν «ιππότες», δηλ. υψηλόφρονες δημόσιοι λειτουργοί, προσηλωμένοι σε μια απαιτητική δεοντολογία, με αυταπάρνηση ταγμένοι στο λειτούργημά τους και στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος – όπως, φυσικά, το ερμήνευαν οι ίδιοι. Εκείνοι ήταν οι ειδικοί, «ήξεραν καλύτερα», άρα για τους ασθενείς ή τους μαθητές και φοιτητές τους δεν έμενε παρά ο ρόλος του ευγνώμονα αποδέκτη αυτής της ιπποτικής «αρχοντιάς». Σύμφωνα με την κρατούσα τότε αντίληψη, οι χρήστες των δημόσιων υπηρεσιών ήταν – και ορθώς – άβουλα «πιόνια».
Όλα αυτά άλλαξαν γύρω στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: πρώτα στο επίπεδο των θεωρητικών επεξεργασιών, μετά στο επίπεδο της πολιτικής αλλαγής. Η σαρωτική νίκη της Margaret Thatcher το 1979 τερμάτισε τη μεταπολεμική συναίνεση στη Βρετανική πολιτική και αμφισβήτησε τα δύο βασικά συστατικά της: κεϋνσιανή οικονομική πολιτική και κοινωνικό κράτος. Είχε προηγηθεί μια «αλλαγή παραδείγματος» σε θεωρητικό επίπεδο, η οποία εξασφάλισε την ηγεμονία στις συντηρητικές ιδέες και προλείανε το έδαφος για τη κυριαρχία των Συντηρητικών κυβερνήσεων. Σύμφωνα με τη νέα αντίληψη, όσοι εργάζονται στο δημόσιο τομέα δεν είναι αλτρουιστές «ιππότες» αλλά εγωιστές «κατεργάρηδες», με τα δικά τους συμφέροντα και τη δική τους ατζέντα, η οποία μόνο συμπτωματικά μπορεί να περιέχει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του φορολογούμενου πολίτη. Μόνη λύση η κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων στους χώρους της υγείας και της παιδείας, και η «ενδυνάμωση» των χρηστών: όχι πια ανίσχυρα «πιόνια», αλλά πανίσχυρες «βασίλισσες», όπως στο σκάκι, όπως κάθε κυρίαρχος καταναλωτής στην ελεύθερη αγορά.
Τελικά, η αντοχή των θεσμών του κοινωνικού κράτους απεδείχθη ισχυρότερη των βλέψεων της κυρίας Thatcher και των κυβερνήσεων της. Το ΕΣΥ δεν ιδιωτικοποίηθηκε, ούτε η δημόσια εκπαίδευση έγινε λιγότερο δημόσια. Ακόμη και η «Σιδηρά Κυρία» αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τις εισηγήσεις των αδελφών Saatchi και των άλλων μάγων της πολιτικής διαφήμισης, καθώς και του Nigel Lawson και των άλλων υπουργών οικονομικών της, που την προειδοποιούσαν για τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της ιδιωτικοποίησης του σκληρού πυρήνα του κοινωνικού κράτους στη δημοτικότητα της κυβέρνησης και στα δημόσια οικονομικά αντιστοίχως. Η ιδιωτικοποίηση χρειάστηκε να εγκαταλειφθεί, και το Σχέδιο Β που τέθηκε σε εφαρμογή αμέσως μετά προέβλεπε απλώς τη θεσμοθέτηση «οιονεί αγορών» στο εσωτερικό της δημόσιας υγείας και της δημόσιας εκπαίδευσης: δωρεάν υπηρεσίες για όλους, δημόσια χρηματοδότηση εκείνων που τις παρέχουν, αλλά υπό τον όρο της επιλογής τους από τους χρήστες, δηλ. τους ασθενείς και τους μαθητές (ή μάλλον τους γονείς τους).
Σήμερα, τις σφοδρές θεωρητικές και πολιτικές συγκρούσεις των αρχών της δεκαετίας του ’90, όταν πρωτοτέθηκαν σε εφαρμογή οι «οιονεί αγορές», έχει διαδεχθεί ένας γενικευμένος πραγματισμός. Οι Νέοι Εργατικοί κράτησαν πολλές από τις καινοτομίες της προηγούμενης κυβέρνησης, κατήργησαν μερικές, εισήγαγαν κάποιες άλλες δικές τους. Η κοινή γνώμη δείχνει να έχει υιοθετήσει ένα επιλεκτικό μείγμα δοξασιών και από τις δύο «σχολές σκέψης»: υπηρεσίες καλύτερα δημόσιες παρά ιδιωτικές, αλλά κανένα ίχνος από το παραδοσιακό δέος μπροστά στην αυθεντία γιατρών και καθηγητών.
Το βιβλίο του Julian Le Grand, κατόχου της Έδρας Richard Titmuss στη London School of Economics, δεν περιγράφει απλώς τη «νέα συναίνεση». Από τη θέση του καθηγητή, αλλά και του αρθρογράφου και φυσικά του συμβούλου του Tony Blair, αυτός ο ακούραστος παραγωγός νέων ιδεών έχει συμβάλει όσο λίγοι στη διαμόρφωση της συναίνεσης αυτής. Το βιβλίο, γραμμένο με τρόπο συναρπαστικό και με ύφος γεμάτο χιούμορ, διερωτάται για τα κίνητρα όσων εργάζονται στο δημόσιο τομέα, και απαντά ότι πρόκειται για μείγμα όπου συνυπάρχουν «ιπποτικοί» και «κατεργάρικοι» υπολογισμοί. Για αυτό, προτείνει τον ανασχεδιασμό των δημόσιων πολιτικών ώστε να ενθαρρύνουν τους πρώτους και να περιορίζουν τους δεύτερους, αλλά και να επιτυγχάνουν την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος είτε οι πολιτικές αυτές υλοποιούνται από «ιππότες» είτε από «κατεργάρηδες». Τέλος, παρουσιάζει συγκεκριμένα παραδείγματα τέτοιων πολιτικών στους τομείς της υγείας, της παιδείας, αλλά και της φορολογίας, της κρατικής ενίσχυσης της ατομικής ασφάλισης, καθώς και των παιδικών ομολόγων ή «baby bonds» που με κρατική χρηματοδότηση εφαρμόζονται ήδη. Ένα βιβλίο που ακόμη και όταν δεν πείθει εντελώς, «ιντριγκάρει», και προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη. Δεν είναι και λίγο, αυτή την εποχή της ξηρασίας των ιδεών, ιδίως των ιδεών για μια προοδευτική διακυβέρνηση.