Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008)
Η πρόσφατη αναζωπύρωση της συζήτησης για το ασφαλιστικό, με αφορμή τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης Καραμανλή (ο όρος «μεταρρύθμιση» δείχνει ακατάλληλος για μια τόσο περιορισμένης εμβέλειας απόπειρα νοικοκυρέματος), και η πεισματική άρνηση των συνδικάτων και των κομμάτων της αντιπολίτευσης να παραδεχθούν ότι το πρόβλημα υφίσταται (και να επεξεργαστούν προτάσεις επίλυσής του στη διαφορετική κατεύθυνση για την οποία υποτίθεται ότι αγωνίζονται), φαίνεται να διαψεύδει τις ελπίδες όσων εξακολουθούν να θεωρούν ότι η ουσιαστική και ταυτόχρονα συναινετική αντιμετώπιση του ασφαλιστικού προβλήματος είναι ακόμη εφικτή.
Και, δυστυχώς, το ασφαλιστικό πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό. Κατ’ αρχήν, λόγω των ελλειμμάτων. Ήδη η δαπάνη για συντάξεις στην Ελλάδα είναι υψηλότερη ως ποσοστό του ΑΕΠ από εκείνη άλλων χωρών, και μάλιστα χωρών πλουσιότερων, κοινωνικά προηγμένων, και με γηραιότερο πληθυσμό. Στα επόμενα 40-50 χρόνια, όπως μονότονα δείχνουν όλες οι αναλογιστικές μελέτες (και του ΙΝΕ ΓΣΕΕ), η δαπάνη αυτή σχεδόν θα διπλασιαστεί. Ένα τέτοιο βάρος καμιά κοινωνία δεν μπορεί να το αντέξει. Ιδιαίτερα μια κοινωνία όπως η δική μας, με τεράστια υστέρηση στις πολιτικές κοινωνικής προστασίας. Η δαπάνη για συντάξεις δεν μπορεί να αυξάνεται με τρόπο ανεξέλεγκτο. Η χρηματοδότηση ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους – αλλά και η χρηματοδότηση της έρευνας, της παιδείας κτλ. – αυτό απαιτεί.
Δεν πρόκειται, όμως, για μια θυσία της κοινωνικής αλληλεγγύης στο βωμό της μείωσης των ελλειμμάτων. Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας είναι ζήτημα κοινωνικής αλληλεγγύης, έναντι της γενιάς των παιδιών μας ή των παιδιών των παιδιών μας. Τα ανεξέλεγκτα ελλείμματα που το σύστημα κληροδοτεί στις επόμενες γενεές εργαζομένων υποσκάπτουν την αλληλεγγύη των γενεών. Επί πλέον, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι πελατειακό και κατακερματισμένο, έτσι ώστε άτομα με όμοια κατά τα άλλα χαρακτηριστικά να έχουν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Τα πολύ υψηλά ποσοστά ανισότητας και φτώχειας των ηλικιωμένων δείχνουν ότι το σημερινό σύστημα κάθε άλλο παρά υπηρετεί την κοινωνική αλληλεγγύη στο εσωτερικό της τωρινής γενιάς συνταξιούχων, παρά τους τεράστιους πόρους που απορροφά.
Το ερώτημα που τίθεται είναι: αφού το ασφαλιστικό είναι οικονομικά και, θα πρόσθετα, ηθικά χρεωκοπημένο, γιατί το υπερασπίζονται τα συνδικάτα; Η απάντηση που προτείνω είναι ότι οι ανισότητες στην πολιτική ισχύ και εκπροσώπηση των συμφερόντων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων αντανακλούν και αναπαράγουν τις ανισότητες στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που παρατηρούνται στο σημερινό σύστημα.
Να διευκρινίσω προκαταβολικά ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους μισθωτούς. Όπως άλλωστε φάνηκε στις κινητοποιήσεις εναντίον του ασφαλιστικού νομοσχεδίου της κυβέρνησης, οι σθεναρότεροι υπερασπιστές των «κεκτημένων» ήταν το τεχνικό επιμελητήριο και οι δικηγορικοί και ιατρικοί σύλλογοι. Όμως, η στάση των συνδικάτων είναι κρίσιμη, επειδή τα τελευταία χρόνια δεν απειλείται τόσο η αυτονομία των συνδικάτων από τα κόμματα, αλλά η αυτονομία των κομμάτων από τα συνδικάτα.
Είναι επίσης λιγότερο αυτονόητη από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αφού η διεθνής εμπειρία διαψεύδει την αντίληψη ότι τα συνδικάτα αποτελούν «φυσικό» εμπόδιο στη μεταρρύθμιση των συντάξεων. Πράγματι, τα σημαντικότερα παραδείγματα τέτοιας μεταρρύθμισης στη δεκαετία του ‘90, και σε «εξισωτική» μάλιστα κατεύθυνση (Ιταλία και Σουηδία), δείχνουν τι μπορεί να επιτευχθεί όταν τα συνδικάτα είναι σε θέση να εκπροσωπούν τα συμφέροντα του συνόλου των εργαζομένων, σημερινών και αυριανών, αντί απλώς να υπερασπίζονται τα «κεκτημένα» των μελών τους.
Αντίθετα, εάν κάτι απέδειξε η πρόσφατη διαμάχη για το ασφαλιστικό είναι ότι η επιρροή των συνδικάτων δεν οφείλεται στην οργανωτική τους δύναμη, στην παρουσία τους στους χώρους δουλειάς και στην ικανότητά τους να υπερασπίζονται τους εργαζομένους απέναντι σε εργοδότες σκληρούς και άπληστους – άλλωστε, εκεί όπου οι εργοδότες είναι όντως σκληροί και άπληστοι, τα συνδικάτα απουσιάζουν. Η αλήθεια, και πρόκειται για μια αλήθεια γνωστή όσο και πικρή, είναι ότι η επιρροή των συνδικάτων εξαρτάται από την εμμονή της εκάστοτε κυβέρνησης στην εξασφάλιση της συναίνεσής τους – είτε για λόγους πεποίθησης, όπως συνέβαινε επί κυβερνήσεων Σημίτη, είτε για λόγους ανάγκης, όπως συμβαίνει επί κυβερνήσεων ΝΔ. Εάν για κάποιο λόγο η κυβέρνηση πάψει να αναζητά ή να χρειάζεται τη συναίνεσή τους, τα συνδικάτα αποκαλύπτονται στην πραγματικότητα αδύναμα.
Η αδυναμία των συνδικάτων οφείλεται κυρίως στην ουσιαστική απουσία τους από τους περισσότερους χώρους δουλειάς. Ο συνδικαλισμός στη χώρα μας αναπτύσσεται κυρίως στη σχετική ασφάλεια της δημόσιας απασχόλησης: όχι μόνο στο Δημόσιο αυτό καθεαυτό, αλλά και στο χώρο των δημοσίων επιχειρήσεων και των (μέχρι πρόσφατα επίσης κρατικών) τραπεζών. Οι δύο τελευταίοι κλάδοι απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών που οργανώνονται στη ΓΣΕΕ, όμως η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ διαθέτουν απόλυτη πλειοψηφία στα όργανα της συνομοσπονδίας. Αντιστρόφως, η συνδικαλιστική πυκνότητα στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα είναι γύρω στο 10%.
Γενικά, η οργανωτική διείσδυση των συνδικάτων είναι χαμηλότερη στα πιο δυναμικά τμήματα της μισθωτής απασχόλησης. Η ισχνή παρουσία τους στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αναφέρθηκε ήδη. Το 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η «φυλετική» αναλογία στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ την περίοδο 1992-2004 ήταν κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη. Παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι μικρότερη κατά 5 φορές από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών. Τέλος, με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει οργανώσει τους ξένους εργάτες ή έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε ΔΣ ομοσπονδίας.
Το γεγονός ότι η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή (άνδρας, μεσήλικας, με μονιμότητα, 100% Έλληνας) μοιάζει όλο και λιγότερο με την εικόνα του μέσου μισθωτού (νεότερος, χωρίς μονιμότητα, με πιθανότητα 40% να είναι γυναίκα και 12% να είναι ξένος) δεν είναι άσχετο με τη μείωση της επιρροής των συνδικάτων. Ενώ εκείνα δίνουν μάχες οπισθοφυλακής για την διατήρηση της μονιμότητας και του «κεκτημένου δικαιώματος» όσων εργάζονται στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες να συνταξιοδοτούνται 10 ή και 20 χρόνια νωρίτερα από τους υπόλοιπους, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων αντιμετωπίζει εντελώς διαφορετικά προβλήματα: απλήρωτες υπερωρίες, ανασφάλιστη εργασία, χαμηλότερες αμοιβές, αβέβαιες προοπτικές.
Πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους. Όσο η πολιτική των συνδικάτων κυριαρχείται από την «ατζέντα» των εργαζομένων του προστατευμένου τομέα, τόσο δυσκολότερη θα είναι η αύξηση της επιρροής τους μεταξύ των γυναικών, των ξένων εργατών, των νέων – και τόσο δυσκολότερη θα είναι η συναινετική επίλυση του ασφαλιστικού στην κατεύθυνση της εξίσωσης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, σημερινών και αυριανών.