15 Δεκεμβρίου 2008
11 Δεκεμβρίου 2008
Η βία ταιριάζει στους ποδηλάτες;
Είναι αλήθεια ότι το μόνο κοινό που έχουμε μεταξύ μας είναι ότι κάνουμε ποδήλατο.
Αυτό, όμως, που αρέσει εμένα στο ποδήλατο είναι ότι είναι ένα ειρηνικό εργαλείο: ούτε ρυπαίνει, ούτε θόρυβο κάνει, ούτε πεζούς πατάει.
Όταν είναι κανείς πεζός ή ποδηλάτης στην Αθήνα υφίσταται το νταηλίκι και τον τσαμπουκά του οδηγού ΙΧ ή του μοτοσυκλεττιστή που οδηγεί επικίνδυνα (για τους άλλους), μπαίνει κόντρα στο μονόδρομο, ανεβαίνει σε πεζοδρόμια, τρέχει κανονικά στον πεζόδρομο - και όλα αυτά επειδή απλώς έτσι τον βολεύει.
Για αυτό, παρότι συμμερίζομαι απολύτως την αγανάκτηση για την (όπως φαίνεται) εν ψυχρώ δολοφονία του πιτσιρικά, θεωρώ την τυφλή βία των διαδηλώσεων γλίστρημα στη βαρβαρότητα.
Το "όραμα" που δείχνουν να έχουν στο κεφάλι τους οι μπαχαλάκηδες μου φαίνεται εντελώς εφιαλτικό.
Εγώ θέλω έναν κόσμο όπου ο αστυνομικός σέβεται τον πολίτη, η κυβέρνηση σέβεται την κοινή γνώμη (από την οποία αναδείχθηκε) και ο πολίτης σέβεται τους άλλους πολίτες, ιδίως όταν έχουν διαφορετική γνώμη από τον ίδιον.
Α ναι, και όπου τα αυτοκίνητα σέβονται τις μοτοσυκλέττες, οι μοτοσυκλέττες τα ποδήλατα, και όλοι μαζί τους πεζούς.
Διαφορετικά, θα ζούμε σε μια ζούγκλα, όπου θα επικρατεί όχι το δίκαιο, αλλά το "δίκαιο" του ισχυροτέρου.
Ελαστικότερη αγορά εργασίας με ασφάλεια και κοινωνική προστασία
Η πρόταση του προέδρου του ΕΒΕΑ για ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας και συγκεκριμένα για εβδομάδα 3 ή 4 ημερών με ανάλογη μείωση αποδοχών και ενσήμων δέχθηκε πυρά πανταχόθεν και μάλλον πρόκειται να αποδειχθεί χαρταετός που τελικά δεν πέταξε. Όλοι, η ΓΣΕΕ, το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΜΕ, η υπουργός Εργασίας, ακόμη και ο πρωθυπουργός (που δήλωσε στη Βουλή: «Είμαστε υπέρ της ποιοτικής και πλήρους εργασίας») συμφώνησαν ότι η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας ισοδυναμεί με «εργασιακό μεσαίωνα».
Έτσι είναι; Και ναι και όχι. Όπως σίγουρα γνωρίζει ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, η ελαστικοποίηση όπως την εννοούν οι εργοδότες στη χώρα μας είναι κάπως ασύμμετρη. Όσοι φίλοι μου εργάζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, ακόμη και σε μεγάλες τράπεζες ή σοβαρές εταιρείες συμβούλων, έχουν να λένε για την αφόρητη πίεση που τους ασκείται για εργάσιμη ημέρα 10 ωρών και εβδομάδα 6 ημερών – εννοείται με απλήρωτες υπερωρίες. Εάν οι εργοδότες μας ενδιαφέρονται πραγματικά για μια ελαστικότερη αγορά εργασίας, θα πρέπει να το θυμούνται και όταν η αυξημένη ζήτηση απαιτεί εντατικότερους ρυθμούς δουλειάς, όχι μόνο όταν συμβαίνει το αντίθετο (όπως τώρα). Αλλιώς δεν πρόκειται για ελαστικότερη αγορά εργασίας αλλά απλώς για εργοδοτική αυθαιρεσία.
Είμαστε, όμως, σίγουροι ότι ελαστικότητα είναι εξ ορισμού αρνητική; Ότι η μερική απασχόληση είναι πάντοτε κακό πράγμα; Ότι η αγορά εργασίας που έχουμε σήμερα αξίζει την υπεράσπιση σύσσωμης της πολιτικής ελίτ; Τα ιλιγγιώδη ποσοστά ανεργίας των νέων και των γυναικών δείχνουν το αντίθετο. Το πρόβλημα με τις ανελαστικές αγορές εργασίας είναι ότι προστατεύουν τις θέσεις όσων εργάζονται, αλλά με τίμημα την έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης για όσους ψάχνουν για δουλειά.
Το ερώτημα είναι: μπορούμε να έχουμε τα πλεονεκτήματα της ελαστικότητας χωρίς τα μειονεκτήματά της; Η απάντηση είναι «ναι, υπό όρους». Χρειαζόμαστε μια μερική (και ελεγχόμενη) ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, και ταυτόχρονα αναπροσανατολισμό της κοινωνικής πολιτικής για περισσότερη απασχόληση με μεγαλύτερη κοινωνική ασφάλεια.
Δύσκολη στρατηγική. Προϋποθέτει πολιτικούς εμπνευσμένους, με κύρος (και φαντασία). Προϋποθέτει, επίσης, συνδικαλιστές που δεν εκπροσωπούν μόνο τις προνομιούχες ομάδες από τις οποίες οι ίδιοι προέρχονται αλλά όλους τους εργαζομένους (και άνεργους). Άλλος, όμως, δρόμος για μια δικαιότερη αγορά εργασίας και μια δυναμικότερη οικονομία δεν υπάρχει.
6 Δεκεμβρίου 2008
Έλλειψη γενναιοδωρίας και έλλειψη φαντασίας
Αυξάνονται οι κοινωνικές μεταβιβάσεις υπέρ των οικονομικά αδυνάμων με δύο δράσεις κόστους €300 εκατ. που χρηματοδοτούνται από το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής.
Η πρώτη δράση είναι η χορήγηση έκτακτου επιδόματος κοινωνικής συνοχής σε συνταξιούχους του ΟΓΑ, δικαιούχους του ΕΚΑΣ, και εγγεγραμμένους ανέργους. Το επίδομα διαφοροποιείται με το χωρισμό της χώρας σε τρεις ζώνες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και ανέρχεται σε €200 για την πρώτη ζώνη, σε €150 για τη δεύτερη και σε €100 για την τρίτη ζώνη. Το επίδομα θα χορηγηθεί εφάπαξ τον Ιανουάριο 2009.
Η δεύτερη δράση είναι η χορήγηση έκτακτου επιδόματος στεγαστικού δανείου σε δικαιούχους του ΕΚΑΣ και επιδοτούμενους ανέργους του ΟΑΕΔ που έχουν στεγαστικό δάνειο για κύρια κατοικία που έχει συναφθεί πριν από την αρχή του 2009. Το επίδομα ανέρχεται σε €500 και θα χορηγηθεί σε δύο δόσεις, τον Ιανουάριο και τον Ιούνιο του 2009.
Τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση δείχνουν όχι μόνο έλλειψη γενναιοδωρίας αλλά και έλλειψη φαντασίας. Πρώτον, η κρατική ενίσχυση έχει έκτακτο χαρακτήρα: οι μόνιμες, διαρθρωτικές αδυναμίες της πολιτικής κατά της φτώχειας δεν αντιμετωπίζονται. Δεύτερον, οι πρόσθετοι πόροι θα ενισχύσουν τους «εγγεγραμμένους φτωχούς»: τα υπόλοιπα νοικοκυριά που επίσης αντιμετωπίζουν οξείες δυσχέρειες μένουν αβοήθητα. Τρίτον, η σύλληψη των μέτρων προδίδει μια αντίληψη πιο πολύ επικοινωνιακής παρά ουσιαστικής παρέμβασης: το ποσοστό των ληπτών στεγαστικού δανείου που είναι άνεργοι ή χαμηλοσυνταξιούχοι είναι πολύ χαμηλό.
Η κύρια δυσκολία είναι ότι έχουμε ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που είναι εντελώς ακατάλληλο για την αντιμετώπιση κρίσεων όπως αυτή που περνάμε, επειδή δεν έχει ως προτεραιότητα την καταπολέμηση της φτώχειας. Πράγματι, η συνεισφορά των κοινωνικών παροχών στη μείωση της φτώχειας είναι απίστευτα μικρή, παρότι η συνολική δαπάνη είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ανάλογα με το εθνικό εισόδημα). Με άλλα λόγια, ενώ οι πόροι που διατίθενται δεν είναι ευκαταφρόνητοι, σπαταλώνται σε πολιτικές με ασήμαντο κοινωνικό όφελος, όπως είναι η κρατική επιδότηση των προνομιακών όρων συνταξιοδότησης εύπορων ομάδων.
Φυσικά, η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι δεν περισσεύουν πόροι για πολιτικές με απείρως σημαντικότερο κοινωνικό αντίκρυσμα. Εδώ αξίζει να αναφερθεί το μεγάλο κεφάλαιο της καταπολέμησης της φτώχειας (βλ. παρακάτω), καθώς και οι κοινωνικές υπηρεσίες τύπου «βοήθεια στο σπίτι» για τη στήριξη όσων ηλικιωμένων δεν θέλουν να ζουν σε ιδρύματα, οι βρεφονηπιακοί σταθμοί για μητέρες που εργάζονται (ή θα ήθελαν να εργαστούν), οι δράσεις για την προώθηση της απασχόλησης των νέων και των γυναικών, η πολιτική κατοικίας για την ενίσχυση της στεγαστικής αυτονομίας των νέων ζευγαριών κ.ο.κ.
Το βασικό πρόβλημα με τη στήριξη των ασθενών στρωμάτων είναι ότι το «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας» που έχουμε είναι διάτρητο: πολλές φτωχές οικογένειες δεν είναι επιλέξιμες για κοινωνικές παροχές αφού δεν ανήκουν σε κάποια από τις επιδοτούμενες κατηγορίες βάσει των στενών κριτηρίων που προβλέπονται.
Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι μακροχρόνια άνεργοι που έχουν εξαντλήσει το δικαίωμα επιδότησης, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας που ακόμη και όταν έχουν χαμηλό εισόδημα δεν δικαιούνται επίδομα ανεργίας επειδή δεν έχουν ακόμη εργαστεί, όσοι εργάζονται χωρίς ένσημα αφού μένουν ακάλυπτοι σε περίπτωση ανεργίας, ασθενείας ή μητρότητας («η γενιά των €700»), όσοι εισπράττουν μια πολύ χαμηλή σύνταξη (π.χ. ανασφαλίστων ή χηρείας) χωρίς να διαθέτουν άλλα εισοδήματα, άτομα ανίκανα να εργαστούν που όμως δεν στοιχειοθετούν δικαίωμα σε κάποιο από τα αναπηρικά επιδόματα, οικογένειες χαμηλού εισοδήματος με μόνο ένα ή δύο παιδιά κ.ά.
Εξαιτίας της ανορθολογικής δομής του συστήματος κοινωνικής προστασίας, υπάρχει μια έντονη αναντιστοιχία μεταξύ των κοινωνικών προβλημάτων και των μέτρων πολιτικής που (υποτίθεται ότι) έχουν προβλεφθεί για την αντιμετώπισή τους.
Το σύστημα εισοδηματικής στήριξης των ανέργων είναι προβληματική. Πολλοί άνεργοι δεν παίρνουν επίδομα ανεργίας, ενώ πολλοί επιδοτούμενοι άνεργοι είναι εποχικοί εργαζόμενοι. Το επίδομα ασφάλισης ανεργίας έχει υπερβολικά μικρή διάρκεια. Το επίδομα μακροχρόνια ανέργων έχει υπερβολικά αυστηρούς κανόνες επιλεξιμότητας και υπερβολικά χαμηλή αξία, ενώ οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας δεν το δικαιούνται καθόλου.
Παρά την ύπαρξη μιας πληθώρας μέτρων (κατώτατα όρια, συντάξεις ανασφαλίστων κτλ.), και παρότι το ΕΚΑΣ και οι αγροτικές συντάξεις έχουν βελτιωθεί πολύ τα τελευταία 10-12 χρόνια, εξακολουθεί να λείπει ένας συνεκτικός μηχανισμός στήριξης των χαμηλών συντάξεων. Από την άλλη, έχουμε το πιο άδικο σύστημα συντάξεων στην Ευρώπη – και ένα από τα πιο ακριβά. Το αποτέλεσμα είναι ότι η φτώχεια των ηλικιωμένων παραμένει υπερβολικά υψηλή.
Η ενίσχυση των ατόμων με ειδικές ανάγκες δεν είναι ενιαία, αλλά εξαρτάται από το είδος της αναπηρίας και τα χαρακτηριστικά των δικαιούχων. Χορηγούνται 23 διαφορετικά επιδόματα για 10 διαφορετικές κατηγορίες αναπηρίας. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: το ειδικό επίδομα «τυφλών ασκούμενων δικηγόρων» είναι τρεις φορές πιο γενναιόδωρο από το επίδομα των τυφλών που δεν είναι ασκούμενοι δικηγόροι.
Η στεγαστική πολιτική είναι κατά κανόνα ανταποδοτική, δηλ. απαιτεί σταθερή απασχόληση και προϋποθέτει ιστορικό ασφάλισης. Επίσης, προσανατολίζεται στην ιδιοκατοίκηση, όχι στην ενοικιαζόμενη κατοικία. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι στεγαστικές ενισχύσεις είναι βασικά απρόσιτες για τις φτωχές οικογένειες.
Οι οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά δικαιούνται γενναιόδωρες ενισχύσεις, μερικές φορές υπερβολικά γενναιόδωρες, παρότι τα περισσότερα παιδιά – και τα περισσότερα φτωχά παιδιά – ζουν σε μικρότερες οικογένειες που δεν δικαιούνται ενισχύσεις. Μόνο στη χώρα μας πλέον παρατηρείται αυτή η εμμονή στην ενίσχυση των πολύτεκνων οικογενειών (τυπικό δείγμα κοινωνικής πολιτικής των νοτιοευρωπαϊκών φασισμών της δεκαετίας του ’30).
Τέλος, η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 χωρών που δεν έχει θεσμοθετήσει ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα– ούτε καν σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, όπως είναι η περίπτωση της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ουγγαρίας.
Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση της ΝΔ «κληρονόμησε» αυτή την κατάσταση από τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια ότι όχι μόνο δεν έκανε σπουδαία πράγματα για να εκσυγχρονίσει το σύστημα κοινωνικής προστασίας και να ενδυναμώσει το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, αλλά επέτεινε κάποιες από τις παραδοσιακές στρεβλώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σπουδαιότερη δράση που έχει χρηματοδοτήσει μέχρι τώρα το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής είναι η επέκταση στους τρίτεκνους των συχνά σκανδαλωδών προνομίων που απολαμβάνουν οι πολύτεκνοι.
Είναι αλήθεια, τέλος, ότι σε αυτό το – εντελώς ακατάλληλο για την καταπολέμηση της φτώχειας – σύστημα κοινωνικής προστασίας παραμένει δέσμια η πολιτική ελίτ στο σύνολο της (κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κόμματα και συνδικάτα). Μια πολιτική ελίτ που βλέπει το αδιέξοδο αλλά πασχίζει να αποφύγει το περίφημο «πολιτικό κόστος» της αναγκαίας μεταρρύθμισης. Μεταθέτοντας έτσι το κοινωνικό κόστος της μη μεταρρύθμισης στα ασθενέστερα στρώματα, στους νέους, στις επόμενες γενιές ...
5 Δεκεμβρίου 2008
Ποιοι ωφελούνται από την φοροδιαφυγή;
«Αν οι φτωχοί είχαν περισσότερες ευκαιρίες φοροδιαφυγής από ό,τι οι πλούσιοι, ή ήταν ικανότεροι σε αυτήν, τότε ο προοδευτικός πολιτικός [the egalitarian policy maker] θα είχε έναν καλό λόγο να αντιμετωπίζει τη φοροδιαφυγή με χαμόγελο επιείκειας: μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον». Τάδε έφη Frank Cowell, καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στη London School of Economics.
Ενδιαφέρουσα ιδέα. Πράγματι, γνωρίζουμε τις αρνητικές παρενέργειες της φοροδιαφυγής: στερεί πολύτιμα έσοδα από το κράτος, διατηρεί τεχνητά στη ζωή μη βιώσιμες επιχειρήσεις, στρεβλώνει την αγορά εργασίας ωθώντας προς δραστηριότητες με μεγαλύτερες δυνατότητες απόκρυψης εισοδημάτων, εισάγει «οριζόντιες» ανισότητες διαφοροποιώντας το καθαρό εισόδημα φορολογουμένων με το ίδιο προ φόρου εισόδημα.
Γνωρίζουμε, επίσης, τις ευρύτερες τοξικές επιδράσεις της – ή θα έπρεπε: εάν είχε δίκιο ο Φ. Ρούζβελτ, ότι «οι φόροι είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας», τότε η φοροδιαφυγή (αγαπημένο χόμπυ των τζαμπατζήδων που ενώ απαιτούν τα προνόμια αρνούνται να πληρώσουν τα «τέλη συνδρομής») υποσκάπτει τα θεμέλια μιας τέτοιας κοινωνίας.
Μήπως, όμως, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η φοροδιαφυγή έχει τουλάχιστον αυτό το καλό: ότι βοηθά τους φτωχούς να τα βγάλουν πέρα, πράγμα δύσκολο ή αδύνατο εάν επρόκειτο να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν;
Ομολογουμένως, το ερώτημα έχει λογική βάση. Ανήκει στην κατηγορία των επιστημονικών ερωτημάτων, εκείνων δηλ. που μπορούν να επαληθευτούν ή να διαψευστούν διά της εμπειρικής έρευνας. Βέβαια, για να συμβεί αυτό θα πρέπει ο ερευνητής να έχει πρόσβαση σε δυσπρόσιτα ή / και εμπιστευτικά δεδομένα, π.χ. τις φορολογικές δηλώσεις των ατόμων.
Αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα που προσπαθήσαμε να απαντήσουμε – ο υπογράφων μαζί με την κ. Μαρία Φλεβοτόμου, ερευνήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος και διδακτορική φοιτήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών – με την πρόσφατη έρευνά μας για τις «διανεμητικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής». Η έρευνα είχε το πλεονέκτημα της πρόσβασης σε δεδομένα από 27.414 φορολογικές δηλώσεις (41.283 φορολογούμενοι συν 12.203 παιδιά και άλλα «εξαρτημένα μέλη») του οικονομικού έτους 2005, τα οποία μας παραχώρησε η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων σε ανώνυμη μορφή, αφού πρώτα αφαίρεσε οποιαδήποτε πληροφορία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση των φορολογουμένων.
Η εκτίμηση του μεγέθους και της κατανομής της φοροδιαφυγής προϋποθέτει γνώση του δηλωθέντος στην Εφορία εισοδήματος αλλά και του πραγματικού εισοδήματος των φορολογουμένων, περιλαμβανουμένου και του τμήματος που αποκρύπτεται. Έστω ότι το δείγμα μας (0,53% του συνόλου των φορολογουμένων) ήταν αρκετά αντιπροσωπευτικό ώστε να επιτρέπει την εκτίμηση του δηλωθέντος εισοδήματος με ικανοποιητική ακρίβεια. Γνωρίζουμε το πραγματικό εισόδημα για να το συγκρίνουμε με αυτό;
Εδώ η απάντηση είναι «και ναι και όχι». Χρησιμοποιήσαμε την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ, η οποία αποτελεί την κύρια πηγή πληροφόρησης για την κατανομή του εισοδήματος, και συνεπώς για την εκτίμηση της φτώχειας και της ανισότητας. Ναι μεν γνωρίζαμε ότι δεν υπάρχει καμμιά εγγύηση για το αληθές των εισοδημάτων που δηλώνει εκεί κάθε νοικοκυριό, αλλά δεχθήκαμε ως εύλογη την υπόθεση ότι τα κίνητρα απόκρυψης του εισοδήματος σε μια στατιστική έρευνα είναι ασθενή, ίσως και ανύπαρκτα, αφού τα οφέλη της απόκρυψης δεν είναι άμεσα και υλικά όπως με τη δήλωση στην Εφορία. Σε κάθε περίπτωση, το μόνο σίγουρο είναι ότι η ΕΟΠ μας παρέχει μια ελάχιστη εκτίμηση των πραγματικών εισοδημάτων, τα οποία παραμένουν άγνωστα. Συνεπώς, προχωρήσαμε εν πλήρει συνειδήσει ότι κάθε εκτίμηση (όπως η δική μας) που βασίζεται στη σύγκριση ΕΟΠ και φορολογικών δηλώσεων μοιραία υποτιμά το πραγματικό μέγεθος της φοροδιαφυγής.
Συγκρίναμε, λοιπόν, το δείγμα μας των φορολογικών δηλώσεων του 2005 με δεδομένα για 17.386 άτομα σε 6.555 νοικοκυριά από την τελευταία ΕΟΠ του 2004/5, η οποία καλύπτει την ίδια χρονική περίοδο απόκτησης των εισοδημάτων. Συγκεκριμένα, χωρίσαμε τον πληθυσμό σε 16 σχετικά ομοιογενείς κατηγορίες, ανάλογα με την κύρια πηγή εισοδήματος και τη γεωγραφική περιφέρεια. Στη συνέχεια, συγκρίναμε το εισόδημα της κάθε κατηγορίας όπως αναφέρεται σε κάθε μια από τις δύο βάσεις δεδομένων. Τέλος, χρησιμοποιήσαμε τον λόγο των δύο μεγεθών για να χωρίσουμε τα εισοδήματα που αναφέρονται στην ΕΟΠ στο τμήμα που δηλώνεται στην Εφορία και στο τμήμα που αποκρύπτεται. Με άλλα λόγια, δίπλα στην ήδη διαθέσιμη κατανομή του (υποτιθέμενου) «πραγματικού» εισοδήματος κατασκευάσαμε μια «συνθετική» κατανομή εισοδήματος: την κατανομή του δηλωθέντος εισοδήματος.
Τα αποτελέσματα, παρότι αναμενόμενα, ήταν μάλλον εντυπωσιακά. Πραγματικά και δηλωθέντα εισοδήματα ταυτίζονται κατά 100% στην περίπτωση των συντάξεων και κατά 99,5% σε εκείνη των μισθών. Αντίθετα, το ποσοστό των αγροτικών εισοδημάτων που δηλώνεται στην Εφορία μετά βίας φτάνει το 47%, ενώ εκείνο των εισοδημάτων από ελεύθερο επάγγελμα δεν υπερβαίνει το 76%. Όσον αφορά τη γεωγραφική περιφέρεια, το δηλωθέν εισόδημα υπολογίστηκε σε 94% του συνολικού στην Αττική, και από 84% έως 88% στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τέλος, ο συνολικός λόγος δηλωθέντος και πραγματικού εισοδήματος εκτιμήθηκε σε 90,1%.
Με βάση τα παραπάνω, και χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι μαζί με το εισόδημα αυξάνεται και το κίνητρο για φοροδιαφυγή, προέκυψε μια συνθετική κατανομή δηλωθέντος εισοδήματος που υπολείπεται της κατανομής του πραγματικού εισοδήματος κυρίως στα άκρα, και μάλιστα περισσότερο στην κορυφή παρά στη βάση. Το ποσοστό απόκρυψης εισοδήματος ήταν 15% στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού (και έφτανε το 24% στο πλουσιότερο 1%). Αμέσως μετά, το φτωχότερο 30% του πληθυσμού απέκρυπτε το 10-11% του εισοδήματός του. Τα δεκατημόρια 4 και 5 απέκρυπταν το 5-6%, και τα δεκατημόρια 6 έως 9 το 7-8% του εισοδήματος.
Χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα φόρων-παροχών Euromod «μεταφράσαμε» την απόκρυψη του εισοδήματος σε χρηματικό όφελος μείωσης φόρου. Λόγω της συγκεκριμένης κατανομής του δηλωθέντος εισοδήματος, σε συνάρτηση με την άνοδο των φορολογικών συντελεστών καθώς αυξάνεται το εισόδημα, η απόκρυψη του κατά μέσο όρο 10% του εισοδήματος προκαλεί απώλεια ίση με το 35% των σημερινών εσόδων από το φόρο εισοδήματος. Τέλος, όσον αφορά τις διανεμητικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής, εξ αιτίας της η κατανομή εισοδήματος γίνεται ανισότερη (κατά 3-9%), η φτώχεια υψηλότερη (κατά 1-2%), και η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος ασθενέστερη (κατά 10-24%, ανάλογα με τον δείκτη που χρησιμοποιείται).
Ας σταματήσουμε εδώ – άλλωστε η έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη. Όλα όσα, όμως, μας έμαθε για τη φοροδιαφυγή επιβεβαιώνουν την αρχική υποψία μας ότι όχι, ο προοδευτικός πολιτικός δεν έχει κανένα λόγο να αντιμετωπίζει τη φοροδιαφυγή με χαμόγελο επιείκειας. Αντίθετα, έχει κάθε λόγο να εργαστεί μεθοδικά για την καταπολέμηση αυτού του ευρύτατα διαδεδομένου αλλά βαθύτατα αντικοινωνικού χόμπυ.