Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008)
«Αν οι φτωχοί είχαν περισσότερες ευκαιρίες φοροδιαφυγής από ό,τι οι πλούσιοι, ή ήταν ικανότεροι σε αυτήν, τότε ο προοδευτικός πολιτικός [the egalitarian policy maker] θα είχε έναν καλό λόγο να αντιμετωπίζει τη φοροδιαφυγή με χαμόγελο επιείκειας: μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον». Τάδε έφη Frank Cowell, καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στη London School of Economics.
Ενδιαφέρουσα ιδέα. Πράγματι, γνωρίζουμε τις αρνητικές παρενέργειες της φοροδιαφυγής: στερεί πολύτιμα έσοδα από το κράτος, διατηρεί τεχνητά στη ζωή μη βιώσιμες επιχειρήσεις, στρεβλώνει την αγορά εργασίας ωθώντας προς δραστηριότητες με μεγαλύτερες δυνατότητες απόκρυψης εισοδημάτων, εισάγει «οριζόντιες» ανισότητες διαφοροποιώντας το καθαρό εισόδημα φορολογουμένων με το ίδιο προ φόρου εισόδημα.
Γνωρίζουμε, επίσης, τις ευρύτερες τοξικές επιδράσεις της – ή θα έπρεπε: εάν είχε δίκιο ο Φ. Ρούζβελτ, ότι «οι φόροι είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας», τότε η φοροδιαφυγή (αγαπημένο χόμπυ των τζαμπατζήδων που ενώ απαιτούν τα προνόμια αρνούνται να πληρώσουν τα «τέλη συνδρομής») υποσκάπτει τα θεμέλια μιας τέτοιας κοινωνίας.
Μήπως, όμως, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η φοροδιαφυγή έχει τουλάχιστον αυτό το καλό: ότι βοηθά τους φτωχούς να τα βγάλουν πέρα, πράγμα δύσκολο ή αδύνατο εάν επρόκειτο να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν;
Ομολογουμένως, το ερώτημα έχει λογική βάση. Ανήκει στην κατηγορία των επιστημονικών ερωτημάτων, εκείνων δηλ. που μπορούν να επαληθευτούν ή να διαψευστούν διά της εμπειρικής έρευνας. Βέβαια, για να συμβεί αυτό θα πρέπει ο ερευνητής να έχει πρόσβαση σε δυσπρόσιτα ή / και εμπιστευτικά δεδομένα, π.χ. τις φορολογικές δηλώσεις των ατόμων.
Αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα που προσπαθήσαμε να απαντήσουμε – ο υπογράφων μαζί με την κ. Μαρία Φλεβοτόμου, ερευνήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος και διδακτορική φοιτήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών – με την πρόσφατη έρευνά μας για τις «διανεμητικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής». Η έρευνα είχε το πλεονέκτημα της πρόσβασης σε δεδομένα από 27.414 φορολογικές δηλώσεις (41.283 φορολογούμενοι συν 12.203 παιδιά και άλλα «εξαρτημένα μέλη») του οικονομικού έτους 2005, τα οποία μας παραχώρησε η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων σε ανώνυμη μορφή, αφού πρώτα αφαίρεσε οποιαδήποτε πληροφορία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση των φορολογουμένων.
Η εκτίμηση του μεγέθους και της κατανομής της φοροδιαφυγής προϋποθέτει γνώση του δηλωθέντος στην Εφορία εισοδήματος αλλά και του πραγματικού εισοδήματος των φορολογουμένων, περιλαμβανουμένου και του τμήματος που αποκρύπτεται. Έστω ότι το δείγμα μας (0,53% του συνόλου των φορολογουμένων) ήταν αρκετά αντιπροσωπευτικό ώστε να επιτρέπει την εκτίμηση του δηλωθέντος εισοδήματος με ικανοποιητική ακρίβεια. Γνωρίζουμε το πραγματικό εισόδημα για να το συγκρίνουμε με αυτό;
Εδώ η απάντηση είναι «και ναι και όχι». Χρησιμοποιήσαμε την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ, η οποία αποτελεί την κύρια πηγή πληροφόρησης για την κατανομή του εισοδήματος, και συνεπώς για την εκτίμηση της φτώχειας και της ανισότητας. Ναι μεν γνωρίζαμε ότι δεν υπάρχει καμμιά εγγύηση για το αληθές των εισοδημάτων που δηλώνει εκεί κάθε νοικοκυριό, αλλά δεχθήκαμε ως εύλογη την υπόθεση ότι τα κίνητρα απόκρυψης του εισοδήματος σε μια στατιστική έρευνα είναι ασθενή, ίσως και ανύπαρκτα, αφού τα οφέλη της απόκρυψης δεν είναι άμεσα και υλικά όπως με τη δήλωση στην Εφορία. Σε κάθε περίπτωση, το μόνο σίγουρο είναι ότι η ΕΟΠ μας παρέχει μια ελάχιστη εκτίμηση των πραγματικών εισοδημάτων, τα οποία παραμένουν άγνωστα. Συνεπώς, προχωρήσαμε εν πλήρει συνειδήσει ότι κάθε εκτίμηση (όπως η δική μας) που βασίζεται στη σύγκριση ΕΟΠ και φορολογικών δηλώσεων μοιραία υποτιμά το πραγματικό μέγεθος της φοροδιαφυγής.
Συγκρίναμε, λοιπόν, το δείγμα μας των φορολογικών δηλώσεων του 2005 με δεδομένα για 17.386 άτομα σε 6.555 νοικοκυριά από την τελευταία ΕΟΠ του 2004/5, η οποία καλύπτει την ίδια χρονική περίοδο απόκτησης των εισοδημάτων. Συγκεκριμένα, χωρίσαμε τον πληθυσμό σε 16 σχετικά ομοιογενείς κατηγορίες, ανάλογα με την κύρια πηγή εισοδήματος και τη γεωγραφική περιφέρεια. Στη συνέχεια, συγκρίναμε το εισόδημα της κάθε κατηγορίας όπως αναφέρεται σε κάθε μια από τις δύο βάσεις δεδομένων. Τέλος, χρησιμοποιήσαμε τον λόγο των δύο μεγεθών για να χωρίσουμε τα εισοδήματα που αναφέρονται στην ΕΟΠ στο τμήμα που δηλώνεται στην Εφορία και στο τμήμα που αποκρύπτεται. Με άλλα λόγια, δίπλα στην ήδη διαθέσιμη κατανομή του (υποτιθέμενου) «πραγματικού» εισοδήματος κατασκευάσαμε μια «συνθετική» κατανομή εισοδήματος: την κατανομή του δηλωθέντος εισοδήματος.
Τα αποτελέσματα, παρότι αναμενόμενα, ήταν μάλλον εντυπωσιακά. Πραγματικά και δηλωθέντα εισοδήματα ταυτίζονται κατά 100% στην περίπτωση των συντάξεων και κατά 99,5% σε εκείνη των μισθών. Αντίθετα, το ποσοστό των αγροτικών εισοδημάτων που δηλώνεται στην Εφορία μετά βίας φτάνει το 47%, ενώ εκείνο των εισοδημάτων από ελεύθερο επάγγελμα δεν υπερβαίνει το 76%. Όσον αφορά τη γεωγραφική περιφέρεια, το δηλωθέν εισόδημα υπολογίστηκε σε 94% του συνολικού στην Αττική, και από 84% έως 88% στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τέλος, ο συνολικός λόγος δηλωθέντος και πραγματικού εισοδήματος εκτιμήθηκε σε 90,1%.
Με βάση τα παραπάνω, και χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι μαζί με το εισόδημα αυξάνεται και το κίνητρο για φοροδιαφυγή, προέκυψε μια συνθετική κατανομή δηλωθέντος εισοδήματος που υπολείπεται της κατανομής του πραγματικού εισοδήματος κυρίως στα άκρα, και μάλιστα περισσότερο στην κορυφή παρά στη βάση. Το ποσοστό απόκρυψης εισοδήματος ήταν 15% στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού (και έφτανε το 24% στο πλουσιότερο 1%). Αμέσως μετά, το φτωχότερο 30% του πληθυσμού απέκρυπτε το 10-11% του εισοδήματός του. Τα δεκατημόρια 4 και 5 απέκρυπταν το 5-6%, και τα δεκατημόρια 6 έως 9 το 7-8% του εισοδήματος.
Χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα φόρων-παροχών Euromod «μεταφράσαμε» την απόκρυψη του εισοδήματος σε χρηματικό όφελος μείωσης φόρου. Λόγω της συγκεκριμένης κατανομής του δηλωθέντος εισοδήματος, σε συνάρτηση με την άνοδο των φορολογικών συντελεστών καθώς αυξάνεται το εισόδημα, η απόκρυψη του κατά μέσο όρο 10% του εισοδήματος προκαλεί απώλεια ίση με το 35% των σημερινών εσόδων από το φόρο εισοδήματος. Τέλος, όσον αφορά τις διανεμητικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής, εξ αιτίας της η κατανομή εισοδήματος γίνεται ανισότερη (κατά 3-9%), η φτώχεια υψηλότερη (κατά 1-2%), και η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος ασθενέστερη (κατά 10-24%, ανάλογα με τον δείκτη που χρησιμοποιείται).
Ας σταματήσουμε εδώ – άλλωστε η έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη. Όλα όσα, όμως, μας έμαθε για τη φοροδιαφυγή επιβεβαιώνουν την αρχική υποψία μας ότι όχι, ο προοδευτικός πολιτικός δεν έχει κανένα λόγο να αντιμετωπίζει τη φοροδιαφυγή με χαμόγελο επιείκειας. Αντίθετα, έχει κάθε λόγο να εργαστεί μεθοδικά για την καταπολέμηση αυτού του ευρύτατα διαδεδομένου αλλά βαθύτατα αντικοινωνικού χόμπυ.