6 Δεκεμβρίου 2008

Έλλειψη γενναιοδωρίας και έλλειψη φαντασίας

Mια πρώτη αξιολόγηση των μέτρων της κυβέρνησης για τη στήριξη των ασθενών στρωμάτων. Γράφτηκε με αφορμή συνέντευξη στο βραδυνό δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης του «ΣΚΑΪ» (Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008), όπου αναγκαστικά συζητήθηκαν ελάχιστα από τα σχετικά ζητήματα.

Αυξάνονται οι κοινωνικές μεταβιβάσεις υπέρ των οικονομικά αδυνάμων με δύο δράσεις κόστους €300 εκατ. που χρηματοδοτούνται από το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής.

Η πρώτη δράση είναι η χορήγηση έκτακτου επιδόματος κοινωνικής συνοχής σε συνταξιούχους του ΟΓΑ, δικαιούχους του ΕΚΑΣ, και εγγεγραμμένους ανέργους. Το επίδομα διαφοροποιείται με το χωρισμό της χώρας σε τρεις ζώνες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και ανέρχεται σε €200 για την πρώτη ζώνη, σε €150 για τη δεύτερη και σε €100 για την τρίτη ζώνη. Το επίδομα θα χορηγηθεί εφάπαξ τον Ιανουάριο 2009.

Η δεύτερη δράση είναι η χορήγηση έκτακτου επιδόματος στεγαστικού δανείου σε δικαιούχους του ΕΚΑΣ και επιδοτούμενους ανέργους του ΟΑΕΔ που έχουν στεγαστικό δάνειο για κύρια κατοικία που έχει συναφθεί πριν από την αρχή του 2009. Το επίδομα ανέρχεται σε €500 και θα χορηγηθεί σε δύο δόσεις, τον Ιανουάριο και τον Ιούνιο του 2009.


Τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση δείχνουν όχι μόνο έλλειψη γενναιοδωρίας αλλά και έλλειψη φαντασίας. Πρώτον, η κρατική ενίσχυση έχει έκτακτο χαρακτήρα: οι μόνιμες, διαρθρωτικές αδυναμίες της πολιτικής κατά της φτώχειας δεν αντιμετωπίζονται. Δεύτερον, οι πρόσθετοι πόροι θα ενισχύσουν τους «εγγεγραμμένους φτωχούς»: τα υπόλοιπα νοικοκυριά που επίσης αντιμετωπίζουν οξείες δυσχέρειες μένουν αβοήθητα. Τρίτον, η σύλληψη των μέτρων προδίδει μια αντίληψη πιο πολύ επικοινωνιακής παρά ουσιαστικής παρέμβασης: το ποσοστό των ληπτών στεγαστικού δανείου που είναι άνεργοι ή χαμηλοσυνταξιούχοι είναι πολύ χαμηλό.

Η κύρια δυσκολία είναι ότι έχουμε ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που είναι εντελώς ακατάλληλο για την αντιμετώπιση κρίσεων όπως αυτή που περνάμε, επειδή δεν έχει ως προτεραιότητα την καταπολέμηση της φτώχειας. Πράγματι, η συνεισφορά των κοινωνικών παροχών στη μείωση της φτώχειας είναι απίστευτα μικρή, παρότι η συνολική δαπάνη είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ανάλογα με το εθνικό εισόδημα). Με άλλα λόγια, ενώ οι πόροι που διατίθενται δεν είναι ευκαταφρόνητοι, σπαταλώνται σε πολιτικές με ασήμαντο κοινωνικό όφελος, όπως είναι η κρατική επιδότηση των προνομιακών όρων συνταξιοδότησης εύπορων ομάδων.

Φυσικά, η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι δεν περισσεύουν πόροι για πολιτικές με απείρως σημαντικότερο κοινωνικό αντίκρυσμα. Εδώ αξίζει να αναφερθεί το μεγάλο κεφάλαιο της καταπολέμησης της φτώχειας (βλ. παρακάτω), καθώς και οι κοινωνικές υπηρεσίες τύπου «βοήθεια στο σπίτι» για τη στήριξη όσων ηλικιωμένων δεν θέλουν να ζουν σε ιδρύματα, οι βρεφονηπιακοί σταθμοί για μητέρες που εργάζονται (ή θα ήθελαν να εργαστούν), οι δράσεις για την προώθηση της απασχόλησης των νέων και των γυναικών, η πολιτική κατοικίας για την ενίσχυση της στεγαστικής αυτονομίας των νέων ζευγαριών κ.ο.κ.

Το βασικό πρόβλημα με τη στήριξη των ασθενών στρωμάτων είναι ότι το «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας» που έχουμε είναι διάτρητο: πολλές φτωχές οικογένειες δεν είναι επιλέξιμες για κοινωνικές παροχές αφού δεν ανήκουν σε κάποια από τις επιδοτούμενες κατηγορίες βάσει των στενών κριτηρίων που προβλέπονται.

Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι μακροχρόνια άνεργοι που έχουν εξαντλήσει το δικαίωμα επιδότησης, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας που ακόμη και όταν έχουν χαμηλό εισόδημα δεν δικαιούνται επίδομα ανεργίας επειδή δεν έχουν ακόμη εργαστεί, όσοι εργάζονται χωρίς ένσημα αφού μένουν ακάλυπτοι σε περίπτωση ανεργίας, ασθενείας ή μητρότητας («η γενιά των €700»), όσοι εισπράττουν μια πολύ χαμηλή σύνταξη (π.χ. ανασφαλίστων ή χηρείας) χωρίς να διαθέτουν άλλα εισοδήματα, άτομα ανίκανα να εργαστούν που όμως δεν στοιχειοθετούν δικαίωμα σε κάποιο από τα αναπηρικά επιδόματα, οικογένειες χαμηλού εισοδήματος με μόνο ένα ή δύο παιδιά κ.ά.

Εξαιτίας της ανορθολογικής δομής του συστήματος κοινωνικής προστασίας, υπάρχει μια έντονη αναντιστοιχία μεταξύ των κοινωνικών προβλημάτων και των μέτρων πολιτικής που (υποτίθεται ότι) έχουν προβλεφθεί για την αντιμετώπισή τους.

Το σύστημα εισοδηματικής στήριξης των ανέργων είναι προβληματική. Πολλοί άνεργοι δεν παίρνουν επίδομα ανεργίας, ενώ πολλοί επιδοτούμενοι άνεργοι είναι εποχικοί εργαζόμενοι. Το επίδομα ασφάλισης ανεργίας έχει υπερβολικά μικρή διάρκεια. Το επίδομα μακροχρόνια ανέργων έχει υπερβολικά αυστηρούς κανόνες επιλεξιμότητας και υπερβολικά χαμηλή αξία, ενώ οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας δεν το δικαιούνται καθόλου.

Παρά την ύπαρξη μιας πληθώρας μέτρων (κατώτατα όρια, συντάξεις ανασφαλίστων κτλ.), και παρότι το ΕΚΑΣ και οι αγροτικές συντάξεις έχουν βελτιωθεί πολύ τα τελευταία 10-12 χρόνια, εξακολουθεί να λείπει ένας συνεκτικός μηχανισμός στήριξης των χαμηλών συντάξεων. Από την άλλη, έχουμε το πιο άδικο σύστημα συντάξεων στην Ευρώπη – και ένα από τα πιο ακριβά. Το αποτέλεσμα είναι ότι η φτώχεια των ηλικιωμένων παραμένει υπερβολικά υψηλή.

Η ενίσχυση των ατόμων με ειδικές ανάγκες δεν είναι ενιαία, αλλά εξαρτάται από το είδος της αναπηρίας και τα χαρακτηριστικά των δικαιούχων. Χορηγούνται 23 διαφορετικά επιδόματα για 10 διαφορετικές κατηγορίες αναπηρίας. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: το ειδικό επίδομα «τυφλών ασκούμενων δικηγόρων» είναι τρεις φορές πιο γενναιόδωρο από το επίδομα των τυφλών που δεν είναι ασκούμενοι δικηγόροι.

Η στεγαστική πολιτική είναι κατά κανόνα ανταποδοτική, δηλ. απαιτεί σταθερή απασχόληση και προϋποθέτει ιστορικό ασφάλισης. Επίσης, προσανατολίζεται στην ιδιοκατοίκηση, όχι στην ενοικιαζόμενη κατοικία. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι στεγαστικές ενισχύσεις είναι βασικά απρόσιτες για τις φτωχές οικογένειες.

Οι οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά δικαιούνται γενναιόδωρες ενισχύσεις, μερικές φορές υπερβολικά γενναιόδωρες, παρότι τα περισσότερα παιδιά – και τα περισσότερα φτωχά παιδιά – ζουν σε μικρότερες οικογένειες που δεν δικαιούνται ενισχύσεις. Μόνο στη χώρα μας πλέον παρατηρείται αυτή η εμμονή στην ενίσχυση των πολύτεκνων οικογενειών (τυπικό δείγμα κοινωνικής πολιτικής των νοτιοευρωπαϊκών φασισμών της δεκαετίας του ’30).

Τέλος, η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 χωρών που δεν έχει θεσμοθετήσει ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα– ούτε καν σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, όπως είναι η περίπτωση της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ουγγαρίας.

Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση της ΝΔ «κληρονόμησε» αυτή την κατάσταση από τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια ότι όχι μόνο δεν έκανε σπουδαία πράγματα για να εκσυγχρονίσει το σύστημα κοινωνικής προστασίας και να ενδυναμώσει το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, αλλά επέτεινε κάποιες από τις παραδοσιακές στρεβλώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σπουδαιότερη δράση που έχει χρηματοδοτήσει μέχρι τώρα το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής είναι η επέκταση στους τρίτεκνους των συχνά σκανδαλωδών προνομίων που απολαμβάνουν οι πολύτεκνοι.

Είναι αλήθεια, τέλος, ότι σε αυτό το – εντελώς ακατάλληλο για την καταπολέμηση της φτώχειας – σύστημα κοινωνικής προστασίας παραμένει δέσμια η πολιτική ελίτ στο σύνολο της (κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κόμματα και συνδικάτα). Μια πολιτική ελίτ που βλέπει το αδιέξοδο αλλά πασχίζει να αποφύγει το περίφημο «πολιτικό κόστος» της αναγκαίας μεταρρύθμισης. Μεταθέτοντας έτσι το κοινωνικό κόστος της μη μεταρρύθμισης στα ασθενέστερα στρώματα, στους νέους, στις επόμενες γενιές ...