29 Ιανουαρίου 2013

Fiscal multipliers – oh yeah!

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «Protagon» (Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013).


Συμβαίνει σπάνια ένα επιστημονικό ζήτημα με περίεργες τεχνικές πτυχές να συζητιέται ξαφνικά στα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου. Αυτό ακριβώς φαίνεται να συμβαίνει τώρα, με τη διαμάχη γύρω από το ζήτημα των «δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών» - θέμα με το οποίο ομολογώ ότι και εγώ έχω ασχοληθεί ελάχιστα από τότε που ήμουν δευτεροετής φοιτητής ΑΣΟΕΕ.
Τι είναι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές; Με πολύ απλά λόγια, δείχνουν πόσο μειώνεται (αυξάνεται) το ΑΕΠ μετά από μια μείωση (αύξηση) του ελλείμματος. Όπως καταλαβαίνετε, το θέμα όμως είναι όντως ενδιαφέρον, αν και κατά τη γνώμη μου η πολιτική ερμηνεία θέλει προσοχή.
Λοιπόν, τα γεγονότα εν συντομία έχουν ως εξής:
Πριν 3 μήνες, ρεπορτάζ των Financial Times (9 Οκτωβρίου 2012) ανέφερε ότι οι αξιωματούχοι του ΔΝΤ δεν θεωρούν πλέον ότι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές είναι 0,5 (η υπόθεση εργασίας του ΔΝΤ στα Μνημόνια της Ελλάδας και των άλλων χωρών), αλλά πολύ υψηλότεροι: από 0,9 έως 1,7. Το ρεπορτάζ επιβεβαιώθηκε σε «κείμενο συζήτησης» που υπογράφουν οι Blanchard και Leigh (μεγάλα κεφάλια του ΔΝΤ, ιδίως ο πρώτος), και το οποίο κυκλοφόρησε λίγο πριν τις γιορτές με τη διευκρίνηση ότι πρόκειται για «προσωπικές απόψεις» των συγγραφέων.
Με λίγα λόγια, λένε οι συγγραφείς, μια μείωση του ελλείμματος κατά 5% (όπως συνέβη στην Ελλάδα το 2010) δεν προκαλεί ύφεση 2,5% (0,5 x 5%), αλλά 2 ή και 3 φορές παραπάνω. Πράγματι, η ύφεση στην Ελλάδα ήταν 7% το 2011, 6% το 2012, 4% με 4,5% το 2013 και πάει λέγοντας. Οι Blanchard και Leigh λένε ότι αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έπρεπε να μειωθεί το έλλειμμα, αλλά ότι η μείωση έπρεπε να γίνει αλλιώς (με άλλη αναλογία αύξησης φόρων και μείωσης δαπανών), μαζί με ουσιαστικές διαρθρωτικές αλλαγές (άλλοι προσθέτουν: με διαφορετικό timing) κτλ.
Συνεπώς; Τι συμπέρασμα βγάζουμε από όλα αυτά; Ότι το λάθος που έκανε το ΔΝΤ το πληρώνουμε εμείς; Ότι κακώς υπήρξε το Μνημόνιο; Ότι τζάμπα τραβάμε όσα τραβάμε τα τελευταία 3 χρόνια;
Κατά τη γνώμη μου, η πολιτική ουσία του πράγματος δεν είναι αυτή. Η Ελλάδα στις αρχές του 2010 είχε κατ’ ουσίαν χρεωκοπήσει, αφού δεν μπορούσε να δανειστεί από τις αγορές. Οι μόνοι που μας δάνειζαν ήταν η τρόικα (παραβιάζοντας μάλιστα την περίφημη ρήτρα μη διάσωσης, την οποία όλα τα μέλη της Ευρωζώνης - και η Ελλάδα - είχαν υπογράψει). Το να θεωρεί κανείς ότι επρόκειτο ποτέ να μας δάνειζαν άνευ όρων ανήκει στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Πολύ περισσότερο, όταν η εν λόγω χώρα έδινε την (εν πολλοίς ορθή) εντύπωση σπάταλης και διεφθαρμένης Μπανανίας που μαγειρεύει τα νούμερα σε τερατώδη κλίμακα. Ας θυμηθούμε ότι η πρόβλεψη Παπαθανασίου για το έλλειμμα του 2009 ήταν 3,7% του ΑΕΠ, ενώ η τελική εκτίμηση της Eurostat ήταν 15,6%!
(Παραβλέπω την τρέχουσα υπόθεση δικαστικής δίωξης Ζωής Γεωργαντά προς Ανδρέα Γεωργίου ως εμπίπτουσα στη σφαίρα της κοινωνικής ψυχολογίας, που άλλωστε δεν είναι ειδικότητά μου).
Συνεπώς, το θέμα ήταν (και παραμένει) άλλο: τι Μνημόνιο, ποιανού Μνημόνιο κτλ. Με κίνδυνο να γίνω κουραστικός, έχω γράψει επανειλημμένως ότι μια σοβαρή χώρα θα εκπονούσε μόνη της ένα εθνικό πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και μεταρρύθμισης των θεσμών, καθορίζοντας η ίδια τις δικές της προτεραιότητες. Δεν θα περίμενε να το κάνει για λογαριασμό της η τρόικα.
Πάντως, ακόμη πιο ενδιαφέρον μου φαίνεται ένα άλλο ζήτημα: Τι καθορίζει το μεγέθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών. Σε πρόσφατη εργασία τους οι Alcidi και Gros υπολογίζουν ότι στην Ελλάδα είναι 1,4 ενώ στις άλλες χώρες του Νότου (και στην Ιρλανδία) 0,8 με 1. Γιατί έχουμε μεγαλύτερους πολλαπλασιαστές από τα άλλα PIGS?
Όπως εξηγούν οι συγγραφείς, το μέγεθος των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών γενικά εξαρτάται από τρεις παράγοντες: (1) τη ροπή προς αποταμίευση, (2) το βαθμό εξωστρέφειας της οικονομίας, και (3) το (πραγματικό) φορολογικό βάρος. Αυτά τα τρία μαζί λειτουργούν ως βαλβίδες ασφαλείας: όσο μεγαλύτερο είναι το τμήμα του διαθέσιμου εισοδήματος που αποταμιεύεται, το τμήμα του παραγόμενου προϊόντος που εξάγεται και το τμήμα του ακαθάριστου εισοδήματος που πηγαίνει σε φόρους, τόσο χαμηλότεροι είναι οι δημοσιονομικοί πολλαπλασιαστές – δηλ. τόσο μικρότερη τελικά είναι η ύφεση μετά από μια μείωση του ελλείμματος κατά x%.
Με άλλα λόγια, η ύφεση στην Ελλάδα υπήρξε (και παραμένει) βαθύτερη από το αναμενόμενο κυρίως λόγω (1) υπερκαταναλωτισμού με δανεικά, (2) χαμηλής εξαγωγικής επίδοσης και (3) μεγάλης φοροδιαφυγής. Όλα εντελώς δικά μας προβλήματα, που καλό θα είναι κάποτε να αρχίσουμε να αντιμετωπίζουμε. Φυσικά, για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει πρώτα να αφήσουμε μια και καλή πίσω μας την αφόρητη συζήτηση για τις «προδοτικές ευθύνες» όσων υπέγραψαν το Μνημόνιο (αλλά όχι βέβαια όσων έστειλαν τα ελλείμματα στα ύψη, που συχνά είναι οι ίδιοι που φωνάζουν σήμερα).
Και ένα τελευταίο: Οι επιδράσεις των δημοσιονομικών πολλαπλασιαστών είναι προσωρινές. Άλλωστε, εάν δεν ήταν, θα μπορούσε μια χώρα να έχει ανάπτυξη με δανεικά επ’ αόριστον (ξέρω: αυτό ακριβώς πιστεύουν πολλοί ανάμεσα μας, ακόμη και τώρα ...)
Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι και η σημερινή ύφεση θα είναι προσωρινή. Αντίθετα, η δημοσιονομική εξυγίανση, εάν έχει διάρκεια (δηλ. εάν δεν ξανακυλήσουμε), θα αποκαταστήσει ένα μόνιμα βελτιωμένο περιβάλλον για την αποδοτικότερη λειτουργία της οικονομίας. Συνεπώς, η πικρή αλήθεια είναι ότι η «διόρθωση» μέσω της λιτότητας ήταν αφενός αναπόφευκτη - και μάλιστα, μετά από τόσο μεγάλο δημοσιονομικό εκτροχιασμό, αναπόφευκτα μεγάλη - και αφετέρου μακροπρόθεσμα χρήσιμη.
Υπάρχει όμως και η άλλη όψη της άλλης όψης (...) Η ύφεση μπορεί να είναι προσωρινή στη μακρά διάρκεια, αλλά στο παρόν (στο οποίο ζούμε) είναι ήδη βαθειά και παρατεταμένη. Αυτό, εάν δεν προσέξουμε, μπορεί να αφήσει μεγάλες πληγές που επουλώνονται δύσκολα.
Δεν αναφέρομαι εδώ στη διάλυση της κοινωνικής συνοχής που προκάλεσε το γενικευμένο «ο σώζων εαυτόν σωθείτω» (αντίδραση που πηγάζει από την παντελή έλλειψη αυτογνωσίας ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας). Αναφέρομαι στις άλλες τοξικές επιδράσεις μιας παρατεταμένης ύφεσης. Η μακροχρόνια ανεργία απελπίζει ανθρώπους και αχρηστεύει δεξιότητες. Η μετανάστευση των πιο μορφωμένων νέων μας είναι σωτήρια για τους ίδιους αλλά απώλεια για όσους μένουν πίσω. Η φτώχεια των παιδιών μας δεν έχει μόνο κοινωνικές συνέπειες, έχει και οικονομικές: φθείρει το μελλοντικό ανθρώπινο κεφάλαιο από το οποίο θα εξαρτηθεί η ανάκαμψη και η μελλοντική μας ευημερία. Για όλα αυτά – και ιδίως για το τελευταίο – μπορούμε να κάνουμε πολλά, ακόμη και εν μέσω λιτότητας και ύφεσης (ή μάλλον: ειδικά εν μέσω λιτότητας και ύφεσης).
Αυτό είναι το νόημα της δίκαιης λιτότητας: αναλογική κατανομή των βαρών, προστασία των ασθενέστερων. Ας αρχίσουμε να συζητάμε για αυτά. Έχουμε ήδη χάσει πολύ χρόνο συζητώντας για ανοησίες.

18 Ιανουαρίου 2013

Η συγκυβέρνηση και η αποκατάσταση της νομιμότητας – παντού!

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2013).

Καλή η ανακοίνωση της ΔΗΜΑΡ για την δολοφονία του μετανάστη στα Πετράλωνα, αλλά φοβάμαι ότι δεν αρκεί: με ένα τέτοιο θέμα δεν ξεμπερδεύει κανείς τόσο εύκολα.

Η καταδίκη της βίας «από όπου και αν προέρχεται» δεν είναι απλό σύνθημα. Το ότι η ρατσιστική βία έχει φτάσει σήμερα σε σημείο παροξυσμού δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στην οικονομική κρίση ούτε μόνο στην ανεξέλεγκτη λαθρομετανάστευση. Είναι προϊόν μιας γενικής εξαγρίωσης, η οποία δεν έχει πέσει από τον ουρανό. Συνέβαλαν πολιτικά κόμματα, μεμονωμένοι πολιτικοί, τηλεοπτικοί αστέρες, σχολιαστές στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και πολλοί άλλοι διαμορφωτές της κοινής γνώμης.

Για αυτό, η αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας απαιτεί πολιτικές πρωτοβουλίες μακράς πνοής, με την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Η απόρριψη της βίας και η επιδίωξη της ειρηνικής συμβίωσης όλων με όλους είναι αδύνατη όσο μια κουλτούρα απέχθειας ή και μίσους για τους ξένους κυριαρχεί στην οικογένεια και στα σχολεία. Η δίωξη του εγκλήματος - και του ρατσιστικού - είναι αδύνατη όσο τα σώματα ασφαλείας παραμένουν διαβρωμένα από παρακρατικούς μηχανισμούς «απονομής δικαιοσύνης» (μαφιόζικου τύπου). Η εμμονή στην αποκατάσταση της νομιμότητας είναι αδύνατη όσο η δικαιοσύνη παραμένει περιδεής ή αδιάφορη.

Ο συμψηφισμός της μιας μορφής βίας με την άλλη έχει γίνει πολύ της μόδας. Στα αριστερά μας ακούμε επιχειρήματα τύπου: «η Βίλλα Αμαλίας / η επίθεση στα γραφεία της ΝΔ τους ενόχλησε - δεν κυττάνε τη Χρυσή Αυγή που δρα ανεξέλεγκτη στις γειτονιές». Στα δεξιά μας επιχειρήματα δεν πολυακούγονται, αλλά η προπαγανδιστική γραμμή είναι έτσι κι αλλιώς γνωστή: «δεν ασχολούνται με τους κουκουλοφόρους / τους τρομοκράτες - ασχολούνται με εμάς που καθαρίζουμε τον τόπο».

Η επικράτηση της λογικής του συμψηφισμού είναι ο συντομότερος δρόμος προς την καταβύθιση των πόλεων σε εφιαλτικά πεδία σύγκρουσης αντίπαλων ένοπλων ομάδων. Για αυτό, η πρόσφατη επίδειξη πυγμής της αστυνομίας δεν μπορεί να παίρνει το χαρακτήρα βεντέτας με τους αντιεξουσιαστές. Η αποκατάσταση της δημοκρατικής νομιμότητας απαιτεί οπωσδήποτε αποφασιστικότητα. Απαιτεί όμως επίσης αυτοσυγκράτηση στη χρήση νόμιμης βίας εκ μέρους των σωμάτων ασφαλείας, αποσόβηση και όχι υποδαυλισμό των περιττών εντάσεων – και, κυρίως, εξίσου καλά ανακλαστικά προς όλες τις κατευθύνσεις, «από όπου και αν προέρχεται» η βία και η παρανομία.

Και ένα τελευταίο. Όταν ένα κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση μοιράζεται την ευθύνη για ο,τιδήποτε κάνει – ή δεν κάνει – οποιοσδήποτε υπουργός (και οποιοδήποτε άλλο πολιτικό στέλεχος της κρατικής μηχανής). Το κράτος δεν είναι χωρισμένο σε οικόπεδα για να το εκμεταλλεύεται το κόμμα ή ο συνασπισμός που κυβερνά (κατά 100%, ή με το σύστημα 4-2-1, αδιάφορο). Για την διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην αστυνομία θα δώσει λόγο και η ΔΗΜΑΡ, παρότι φυσικά κανείς εχέφρων άνθρωπος δεν μπορεί να αποδώσει στο κόμμα αυτό επιχειρησιακή ή άλλη άμεση ευθύνη.

Όμως η πολιτική ευθύνη παραμένει ενιαία. Για αυτό, η γενική κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής - και στο θέμα αυτό - απαιτεί συνεννόηση μεταξύ των εταίρων. Η προγραμματική συμφωνία του Ιουνίου γράφτηκε σαν να μην υπήρχε Μνημόνιο, και έτσι μετατράπηκε αμέσως σε κομμάτι χαρτί χωρίς αξία. Στη θέση της χρειαζόμαστε μιαν άλλη προγραμματική συμφωνία, ρεαλιστικότερη και ταυτόχρονα αποφασιστικότερη. Η ειρήνευση της χώρας είναι ευθύνη όλων, και πρώτα-πρώτα της κυβέρνησης.

17 Ιανουαρίου 2013

Πολύ λίγα, αλλά (ας ελπίσουμε) όχι πολύ αργά

Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο του περιοδικού «Μεταρρύθμιση» (Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013).

Η αμήχανη καταδίκη εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ της δολοφονικής επίθεσης στη Λεωφόρο Συγγρού («χρήσιμοι ηλίθιοι», «αποπροσανατολίζουν από τα επίδικα θέματα της συγκυρίας», «βλάπτουν το λαό» κτλ.) είναι θλιβερά ανεπαρκής. Απέχει μακράν από το να εκφράζει τον αποτροπιασμό που αισθάνεται κάθε δημοκράτης (και κάθε λογικός άνθρωπος), καθώς και την αποφασιστική απόρριψη της βίας από θέσεις αρχής. Προδίδει σχεδόν έναν κυνικό υπολογισμό. Είναι σαν να λένε στους παρανοϊκούς με τα καλάσνικοφ: «ρε παιδιά, δεν βοηθάνε κάτι τέτοια, αν βοηθούσαν κι εμείς μαζί σας». Αυτό εννοούν;

Επί τρία ολόκληρα χρόνια, το κόμμα αυτό συνέβαλε αποφασιστικά ώστε να δηλητηριαστεί η πολιτική ζωή του τόπου. Συναγελάστηκε με τον φασιστικής προέλευσης αντικοινοβουλευτισμό της Χρυσής Αυγής και των ΑνΕλ (καθώς και με τον ρατσιστικό ή απλώς αρρωστημένο εθνικισμό τους). Eπί μήνες συνυπήρξε μαζί τους αρμονικά στην ίδια πλατεία, με φόντο κρεμάλες και ελικόπτερα. Όσους υποστήριξαν το Μνημόνιο, ή απλώς το δέχθηκαν, δεν τους μεταχειρίστηκε ως πολιτικούς αντιπάλους στους οποίους έπρεπε να ασκηθεί κριτική (οσοδήποτε σκληρή). Τους αντιμετώπισε ως εχθρούς: ως δοσίλογους, προδότες και κουίσλιγκ. Κάποιοι άλλοι το πήραν αυτό και το πήγαν ένα μικρό αλλά «λογικό» βήμα πιο πέρα: με τους δοσίλογους, προδότες και κουίσλιγκ δεν ανοίγεις κουβέντα - τους εξοντώνεις.

Κάπως έτσι βέβαια κατάφερε να φτάσει στην αξιωματική αντιπολίτευση και στη διεκδίκηση της πρωτιάς: καταφέρνοντας να εκφράσει όσους ψηφοφόρους λάτρεψαν τους πάμπολλους πολιτικούς που τα χρόνια των παχιών αγελάδων εκτόξευσαν τα ελλείμματα (κάνοντας έτσι αναπόφευκτη τη σημερινή κρίση), και μίσησαν τους - πολύ λιγότερους - που προσπάθησαν αντίθετα να συμμαζέψουν τη χώρα.

Την ίδια στιγμή, αξιοποιώντας στην περίσσια αγανάκτηση (και την παντελή έλλειψη αυτογνωσίας) των εξαπατημένων πελατών του πελατειακού συστήματος, συνέχισε να κλείνει το μάτι στους άλλους: σε εκείνους που αποφάσισαν ότι είναι εντάξει να διαλύεις τα πανεπιστήμια, να καταστρέφεις δημόσια κτίρια, να καις την πόλη, να πετάς μολότωφ, να πυροβολείς με καλάσνικωφ, να ρίχνεις ρουκέτες. Σε αυτούς που όταν κάποιοι έχαναν τη ζωή τους, όπως οι άτυχοι εργαζόμενοι της Marfin, σήκωναν αδιάφορα τους ώμους («έχουμε πόλεμο», «παράπλευρη απώλεια»). Εάν ό μη γένοιτο κάποτε έχουμε και άλλους νεκρούς, και οι νεκροί αυτοί είναι αστυνομικοί, ή πολιτικοί, θα πανηγυρίζουν.

Θα μου πείτε: ο ΣΥΡΙΖΑ τους καθοδηγούσε όλους αυτούς; Όχι βέβαια. Απλώς, τους αντιμετώπισε με κατανόηση. Και, αν ποτέ τους άσκησε κριτική για κάτι, το έκρυψε επιμελώς. Όπως έλεγε και κάποιος: «αυτά τα συζητάμε σε εσωτερικές διαδικασίες κινήματος».

Και τώρα, τι κάνουμε; Κρίνοντας από όσα ψελλίζουν τις τελευταίες μέρες κάποια από τα στελέχη του (ούτε καν όλα), η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (ίσως, στο καλύτερο σενάριο) έχει αρχίσει να ανησυχεί για τις συνέπειες της - επί τρία ολόκληρα χρόνια - τραγικής ανευθυνότητάς της.

Πολλοί από εμάς τους είχαμε προειδοποιήσει: όσοι σπέρνουν ανέμους, θερίζουν θύελλες.

Τώρα τους λέμε: η αποκατάστηση της ομαλότητας περνάει αναγκαστικά μέσα από την ειρήνευση του πολιτικού κλίματος, μέσα από την επαναφορά της πολιτικής αντιπαράθεσης σε ένα πλαίσιο σεβασμού των κοινών κανόνων, περνάει μέσα από τη μεταχείριση του άλλου ως αντιπάλου αλλά ποτέ ως εχθρού.

Όποιος νοιάζεται για την Δημοκρατία, ο καιρός να την υπερασπιστεί είναι τώρα. Χωρίς μισόλογα.

Για τα υπόλοιπα - για όλα τα υπόλοιπα - υπάρχει χρόνος.

13 Ιανουαρίου 2013

Τι διάβασα στις γιορτές

Αναρτήθηκε στον ιστότοπο για τον πολιτισμό «dimart» (Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2013).

Το ξέρω ότι οι εκθέσεις ιδεών τύπου «τι έκανα στις διακοπές μου» είναι από αδιάφορες έως εντελώς εκνευριστικές. Αλλά επειδή ποτέ δεν κατάφερα να γίνω μέλος μιας λέσχης ανάγνωσης μου έχει μείνει το απωθημένο.
Λοιπόν, έχουμε και λέμε (κατά χρονική σειρά):

* Massimo Carlotto «Respiro corto» (Einaudi, 2012)
Συναρπαστικό noir μυθιστόρημα από τον δημιουργό του «Αλιγάτορα» (ιδιωτικού ντετέκτιβ στη βορειοανατολική Ιταλία, πολέμιου της νέας εγκληματικότητας των αδίστακτων μαφιόζικων οργανώσεων, με τη συνεργασία τέως αριστεριστών νυν άσσων της πληροφορικής αλλά και gentlemen του υποκόσμου), αρκετές ιστορίες του οποίου έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά. Το Respiro corto φαίνεται να εγκαινιάζει νέο κύκλο, με άλλους πρωταγωνιστές, σε άλλο τόπο: στη Μασσαλία - σταυροδρόμι μεταναστευτικών ροών, κέντρο του διεθνούς εμπορίου ναρκωτικών, πόλη των εκρηκτικών κοινωνικών προβλημάτων και πρωτεύουσα της πολιτικής διαφθοράς.

* Tony Judt «Ill fares the land» (Penguin, 2010)
Παθιασμένη κριτική των αποτυχιών του νεοφιλελευθερισμού και συνηγορία υπέρ της κεϋνσιανής-σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης της «χρυσής τριακονταετίας» 1945-1975. Το τελευταίο βιβλίο του μεγάλου Βρετανού ιστορικού (καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης), εάν εξαιρέσει κανείς το εντυπωσιακό αυτοβιογραφικό «The Memory Chalet». Πρόκειται για μια εκτεταμένη ανάλυση των θεμάτων που ο Judt είχε θίξει για πρώτη φορά στο θρυλικό άρθρο του «What is living and what is dead in social democracy?» στο περιοδικό The New York Review of Books τον Δεκέμβριο 2009, και το οποίο είχε δημοσιευθεί στα ελληνικά με τον τίτλο «Τι είναι ζωντανό και τι νεκρό στη σοσιαλδημοκρατία;» στο περιοδικό The Books' Journal (Δεκέμβριος 2010). Κυκλοφορεί και στα ελληνικά (αλλά κοστίζει αρκετά περισσότερο).

* Πέτρος Μάρκαρης «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία» (Γαβριηλίδης, 2012)
Στο τελευταίο - και καλύτερο - μέρος της «τριλογίας της κρίσης», ο Μάρκαρης μας μεταφέρει σε μια δυστοπική Ελλάδα του 2014: η χώρα έχει επιστρέψει στη δραχμή, οι συνεχείς υποτιμήσεις μειώνουν και άλλο το βιοτικό επίπεδο, επικρατεί πολιτική αστάθεια, ενώ στους δρόμους κάνουν κουμάντο οι συμμορίες της άκρας δεξιάς. Με υπόβαθρο το γενικευμένο χάος, κάποιος ή κάποιοι φαίνεται να έχουν βαλθεί να εξοντώσουν εμβληματικές φυσιογνωμίες της «γενιάς του Πολυτεχνείου»: έναν επιχειρηματία, έναν πανεπιστημιακό και έναν συνδικαλιστή, έντονα διαπλεκόμενοι και βαθειά διεφθαρμένοι και οι τρεις τους. Εν τω μεταξύ, παράλληλα τόσο με τη βασική αφηγηματική γραμμή όσο και με τη «μεγάλη ιστορία» της κρίσης, οι ήρωες του Μάρκαρη, μερικοί γνώριμοι (ο Χαρίτος, η Αδριανή, η Κατερίνα, ο Ζήσης) και μερικοί καινούριοι (τα παιδιά του Ασύλου και του internet radio της Ελπίδας), αποδεικνύουν ότι ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες μπορεί κανείς να επιβιώνει με αξιοπρέπεια.

* Heinrich A. Winkler «Βαϊμάρη: η ανάπηρη δημοκρατία» (Πόλις, 2011)
Διάβασα καθυστερημένα - και σχεδόν απνευστί - το εξαιρετικό αυτό βιβλίο (δείτε την παρουσίαση της Μαρίας Τοπάλη, από την οποία το δανείστηκα). Οι ανακλαστικές μεταφορές στην Ελλάδα του Μνημονίου δεν έχουν πολύ νόημα. Όμως, η εμπειρία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (1918-1933), όπως άλλωστε και εκείνη της Β' Ισπανικής Δημοκρατίας (1931-1939), δείχνουν τι μπορεί να συμβεί - και τι συνήθως συμβαίνει - όταν η κοινοβουλευτική δημοκρατία και η συνταγματική νομιμότητα διαθέτουν ασθενή υποστήριξη και αμφισβητούνται διαρκώς, όταν η υπονόμευση τους αποτελεί προγραμματικό - και ανοιχτά διακηρυγμένο στόχο - υπολογίσιμων πολιτικών δυνάμεων, και όταν η κοινή γνώμη σιγά-σιγά εξοικειώνεται με το συνδυασμό «νόμιμων» και βίαιων πρακτικών που απαιτείται για μια τέτοια υπονόμευση. Και οι δύο Δημοκρατίες του μεσοπολέμου κατέρρευσαν υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης που όξυνε τις κοινωνικές αντιθέσεις, της πολιτικής αστάθειας που δυσφήμησε τον κοινοβουλευτισμό, της προθυμίας των γαιοκτημόνων και (κάποιων) βιομηχάνων να «χρησιμοποιήσουν» τις συμμορίες της άκρας δεξιάς, αλλά και της ιδιοποίησης παραδοσιακών αντιλήψεων περί «εθνικής αποστολής» εκ μέρους των νέων εθνοσωτήρων. Κατέρρευσαν όμως επίσης υπό το βάρος της αδυναμίας των αστών φιλελεύθερων, καθώς και εξ αιτίας της διάσπασης της αριστεράς σε ένα επαναστατικό κομμάτι (που περιφρονούσε τη Δημοκρατία και δούλευε για την ανατροπή της) και ένα μετριοπαθέστερο (αλλά επιρρεπές στον τακτικισμό και ενίοτε υπερβολικά έτοιμο να προσφύγει στην κρατική βία κατά των αντιπάλων της νομιμότητας).

* Peter Bofinger «Επιστροφή στο μάρκο; Η Γερμανία χρειάζεται το ευρώ» (Πόλις, 2012)
Το τελευταίο βιβλίο του Γερμανού οικονομολόγου, καθηγητή στο Würzburg και μέλους του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων της Γερμανίας, απευθύνεται στο ευρύ κοινό: είναι γραμμένο απλά, αν και χωρίς καμμία έκπτωση επιστημονικότητας. Χάρη στη μετάφραση της Ελίζας Παπαδάκη, διαβάζεται και στα ελληνικά με μεγάλη ευκολία. Ο Bofinger βρίσκεται στον αντίποδα της οικονομικής ορθοδοξίας στη χώρα του (και στον υπόλοιπο κόσμο). Ως καλός κεϋνσιανός ασκεί σφοδρή κριτική στα προγράμματα λιτότητας, θυμίζοντας στους συμπατριώτες του ότι η εμμονή του καγκελαρίου Brüning (1931-1932) στη μείωση των κρατικών δαπανών αμέσως μετά το Κραχ του '29 οδήγησε σε απότομη αύξηση της ανεργίας και υπερπληθωρισμό. Ως καλός Ευρωπαίος, εξηγεί στους αναγνώστες γιατί η επιβίωση του ευρώ είναι προς το συμφέρον και της Γερμανίας, και γιατί αυτή μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με οικονομική ενοποίηση, όχι μόνο νομισματική: δηλ. με στενότερη συνεργασία και στη δημοσιονομική πολιτική. Η τελευταία – σημειωτέον – θα σημαίνει και αυστηρή (όχι όμως εκδικητική) επιτήρηση των χωρών που παραβιάζουν τις δεσμεύσεις που έχουν αναλάβει. Μάλιστα, το σχετικό κεφάλαιο για την Ελλάδα κάνει εντύπωση για την «ακριβοδικία» του: ούτε ανέχεται τα στερεότυπα και τις υπερβολές που χαρακτηρίζουν τη δημόσια συζήτηση (και) στη Γερμανία, ούτε όμως χαρίζεται στον δημοσιονομικό εκτροχιασμό από τις εγχώριες πολιτικές ελίτ (της Ελλάδας). Το βιβλίο καταλήγει με μια πειστική συνηγορία για μια καλύτερη αρχιτεκτονική της ζώνης του ευρώ, και περισσότερη αλληλεγγύη στην Ευρώπη.

Είναι ικανές οι πολιτικές δυνάμεις (και ιδίως εκείνες της αριστεράς) στην Ελλάδα να συστρατευθούν για την ενίσχυση του κύρους και της αξιοπιστίας των δημοκρατικών θεσμών, ακόμη και όταν συγκρούονται σφοδρά μεταξύ τους για το περιεχόμενο της πολιτικής που ακολουθείται;
Είναι ικανές οι πολιτικές δυνάμεις (και ιδίως εκείνες της αριστεράς) στην Ευρώπη να εργαστούν για να αλλάξει η agenda της δημόσιας πολιτικής, να αναχαιτιστεί η ύφεση και να αντιστραφεί η αυξανόμενη δυσπιστία και η αναζωπύρωση των στερεοτύπων μεταξύ των λαών της Ευρώπης;
Αυτά είναι τα κρίσιμα ερωτήματα στα οποία πρέπει να απαντήσουμε καταφατικά ώστε να αποφύγουμε τόσο την κατάληξη του δοκιμίου του Winkler όσο και τη δυστοπία του μυθιστορήματος του Μάρκαρη.