Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014)
Η χρονιά που πέρασε ίσως αποδειχθεί σημαδιακή. Το
εθνικό εισόδημα, μετά από μια πτώση της τάξης του 24% (χωρίς ιστορικό
προηγούμενο με εξαίρεση τη Μεγάλη Ύφεση του 1929-1932 στις ΗΠΑ), σταμάτησε να
μειώνεται και μπορεί φέτος να σημειώσει ελαφρά άνοδο. Η ανεργία, αφού έφτασε το
28% το φθινόπωρο του 2013, φαίνεται να έχει σταθεροποιηθεί γύρω στο 26%. Ίσως
λοιπόν τα χειρότερα να είναι πίσω μας. Εξ άλλου, όλες οι κρίσεις κάποτε
τελειώνουν, μερικές φορές από καθαρή εξάντληση.
Ίσως όμως και όχι. Οι εισοδηματικές ανισότητες
έχουν επιδεινωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια. Αυτό δεν συνέβη επειδή οι
πλούσιοι έγιναν πλουσιότεροι (για τα περισσότερα μέλη των εύπορων στρωμάτων
ισχύει το αντίθετο), αλλά επειδή οι φτωχοί έγιναν φτωχότεροι. Για τα χαμηλά
εισοδήματα, το σύστημα κοινωνικής προστασίας απέτυχε να μετριάσει τις συνέπειες
της ανεργίας, των περικοπών των αποδοχών (ή της μείωσης των εσόδων για τους
ελεύθερους επαγγελματίες). Πράγματι, το ελληνικό κράτος πρόνοιας, πανάκριβο και
αναποτελεσματικό πριν την κρίση, έχει γίνει στο μεταξύ λιγότερο ακριβό και –
παρά κάποιες βελτιώσεις – περισσότερο αναποτελεσματικό. Στο μεταξύ, ένα «νέο
κοινωνικό ζήτημα» έχει κάνει την εμφάνισή του. Ένας μεγάλος αριθμός ανέργων, συχνά
με οικογένεια και παιδιά, έχει πλέον μείνει χωρίς κανένα επίδομα, και χωρίς βιβλιάριο
ασθένειας.
Σαν να μην ήταν αρκούντως ανησυχητικά όλα αυτά,
φαίνεται ότι θα δυσκολευτούμε να απαλλαγούμε από τη βαριά κληρονομιά που αφήνει
πίσω της η κρίση. Οι πιο αισιόδοξες προβλέψεις κάνουν λόγο για αργή ανάκαμψη, με
την ανεργία να παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα για τα επόμενα χρόνια. Με αυτά
τα δεδομένα, κινδυνεύουμε να μπούμε σε έναν οδυνηρό φαύλο κύκλο, όπου οι
κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης υπονομεύουν την πολιτική σταθερότητα, η πολιτική
αστάθεια απειλεί τη βιωσιμότητα της ανάκαμψης, η αναιμική ανάπτυξη – ή, ακόμη
χειρότερα, μια νέα βουτιά της οικονομίας – παράγει και άλλη ανεργία και
φτώχεια, συνεπώς μια νέα φάση πολιτικής αναταραχής κ.ο.κ.
Το ερώτημα είναι: μπορούμε να βγούμε από έναν
τέτοιο φαύλο κύκλο; και αν ναι, πώς;
Ομολογώ ότι δεν πιστεύω στο «Θεό της Ελλάδας»,
ούτε μου φαίνεται τόσο καλή ιδέα να εμπιστευόμαστε το μέλλον μας σε αυτόν. Ίσως
είναι προτιμότερο να ζητήσουμε ένα δώρο από τον Άγιο Βασίλη – αν και, μετά, θα
πρέπει και εμείς να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να πιάσει τόπο.
Το δώρο που θα ζητούσα λοιπόν από τον Άγιο
Βασίλη για λογαριασμό της χώρας μου είναι να βάλει το χέρι του να δημιουργηθούν
κάθε χρόνο (επί 10+ χρόνια) 100.000 θέσεις εργασίας. Και μάλιστα όχι
οποιεσδήποτε: καλές δουλειές, με αξιοπρεπείς μισθούς, σε ένα περιβάλλον
συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού – για ανθρώπους που έχουν όρεξη να δουλέψουν,
όχι να οχυρωθούν πίσω από την ασφάλεια μιας σύμβασης.
Πώς θα γίνει αυτό; Μπορώ να σας πω πώς δεν θα
γίνει. Η ανεργία δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να αντιμετωπιστεί με μαζικές
προσλήψεις στο Δημόσιο. Όχι ότι δεν υπάρχουν ανάγκες και εκεί. Υπάρχουν – αλλά
μπορούν και πρέπει να καλυφθούν από εσωτερικές μετακινήσεις, με τη μεταφορά
θέσεων εργασίας από οργανισμούς χωρίς αντικείμενο σε επιλεγμένους τομείς του Δημοσίου
(όπως είναι η φροντίδα ηλικιωμένων ή οι παιδικοί σταθμοί). Η δημιουργία
άχρηστων θέσεων εργασίας (που αναπόφευκτα θα καλυφθούν κυρίως από όσους έχουν
τις καλύτερες διασυνδέσεις με την όποια εξουσία) δεν είναι η λύση που θα μας
βγάλει από την κρίση, είναι ένα από τα προβλήματα που μας οδήγησαν σε αυτήν.
Ούτε πρόκειται να βελτιωθούν οι αποδοχές των
εργαζομένων επειδή απλώς κάποια κυβέρνηση θα αποφασίσει να ανακοινώσει
αυξήσεις. (Εάν ήταν έτσι, θα το είχαν σκεφτεί όλες οι άλλες κυβερνήσεις.) Για
να αυξηθούν οι μισθοί ταυτόχρονα με την απασχόληση θα πρέπει προηγουμένως να
συμβούν δύο πράγματα. Πρώτον, θα πρέπει να βελτιωθούν οι εργασιακές σχέσεις
στον επιχειρηματικό τομέα – δηλ. να αποκατασταθεί ένα κλίμα διαλόγου και εμπιστοσύνης
μεταξύ εργαζομένων και εργοδοσίας. Και δεύτερον, θα πρέπει η οικονομία να μπει
σε μια σταθερή διαδρομή διατηρήσιμης ανάπτυξης.
Για αυτό, η μόνη μας ελπίδα είναι να δημιουργηθούν
οι συνθήκες εκείνες που θα επιτρέψουν σε χιλιάδες επιχειρήσεις να ανθίσουν, να
είναι κερδοφόρες, να παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες που οι καταναλωτές (ει
δυνατόν στις διεθνείς αγορές) να θέλουν να αγοράσουν, να δημιουργούν θέσεις
εργασίας, να σέβονται τους εργαζόμενους, να πληρώνουν καλούς μισθούς.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το πρόβλημα θα το λύσει μόνη
της η αγορά. Αντίθετα, η ανάδειξη ενός ισχυρού επιχειρηματικού τομέα, με
εξαγωγικό προσανατολισμό, όπου η αύξηση της κερδοφορίας δεν θα είναι αυτοσκοπός
αλλά μέσο για τη δημιουργία εκατοντάδων χιλιάδων καλών θέσεων εργασίας τα
επόμενα χρόνια, προϋποθέτει μεταρρυθμίσεις παντού. Για τη σύνδεση της έρευνας
και της εκπαίδευσης με την παραγωγή. Για την εξάλειψη των μονοπωλίων στις αγορές
προϊόντων. Για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων. Για τη ρύθμιση της αγοράς
εργασίας. Για την τραπεζική πίστη. Για τη φορολογία. Για τη δημόσια διοίκηση. Καθώς
και για την καταπολέμηση της διαφθοράς και της διαπλοκής, που δεν προσβάλλουν απλώς
την απαίτηση για ισονομία, αλλά καθηλώνουν επίσης την οικονομία σε χαμηλές
επιδόσεις.
Όλα αυτά δεν γίνονται από τη μια μέρα στην άλλη –
και, φυσικά, δεν γίνονται καθόλου εάν κινούμαστε σε λάθος κατεύθυνση. Εν τω
μεταξύ, θα πρέπει κάπως να αντιμετωπίσουμε το «νέο κοινωνικό ζήτημα» στο οποίο
αναφέρθηκα προηγουμένως. Αυτό είναι το δεύτερο δώρο που θα ζητούσα από τον Άγιο
Βασίλη. Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, με στόχο τη δημόσια εγγύηση μιας ελάχιστης
δέσμης εισοδηματικών ενισχύσεων και κοινωνικών υπηρεσιών. Με ουσιώδη περίθαλψη,
παιδική φροντίδα, σχολικά γεύματα, βασικές συντάξεις, ελάχιστο εγγυημένο
εισόδημα, στήριξη εισοδήματος των ανέργων. Πράγμα που απαιτεί αλλαγή
προτεραιοτήτων. Όχι στην πρόωρη συνταξιοδότηση των μητέρων ανηλίκων. Ναι σε
θέσεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς για όλα τα μικρά παιδιά. Λιγότερες συντάξεις
(με καλύτερη περίθαλψη), περισσότερη βοήθεια στις οικογένειες με παιδιά, στις
εργαζόμενες μητέρες, στους νέους άνεργους.
Δεν θέλω να καταχραστώ την καλοσύνη του Άγιου
Βασίλη, για αυτό δεν θα του ζητήσω το μεγαλύτερο δώρο που έχουμε ανάγκη. Να
αφήσουμε στην άκρη τα μίζερα πράγματα για τα οποία συνήθως μιλάμε όλοι μας – οι
πολιτικοί, τα μέσα ενημέρωσης, η κοινή γνώμη. Και να αρχίσουμε να συζητάμε για το
πιο σημαντικό από όλα: το πώς δηλ. θα γίνει η Ελλάδα ένας τόπος προκοπής και
δημιουργίας, όπου νέοι άνθρωποι με ιδέες και όρεξη για σκληρή δουλειά να
μπορούν να πάνε μπροστά, ακόμη και όταν δεν έχουν οικογενειακή περιουσία ή «τις
κατάλληλες γνωριμίες». Και ταυτόχρονα, πώς θα γίνει μια γαλήνια χώρα, όπου
πολίτες με αντίθετες ιδέες να μπορούν να συμβιώνουν ειρηνικά, παρά τις διαφορές
τους.