14 Ιουνίου 2015

Η κυβέρνηση δίνει μάχη (κατά των φτωχών, κατά των ανέργων, και κατά των νέων)

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Κυριακή 14 Ιουνίου 2015)

Μέρος Γ. Ποιον ωφελεί η απόφαση του ΣτΕ για την αντισυνταγματικότητα των περικοπών;

Στο προηγούμενο άρθρο («Ποιον ωφελεί η ακύρωση των «αντιασφαλιστικών μνημονιακών νόμων») εξηγούσαμε γιατί το σύστημα που προέβλεπαν οι νόμοι 3863/2010 και 4052/2012, για τις κύριες και επικουρικές συντάξεις αντιστοίχως, το οποίο η ελληνική κυβέρνηση θέλει να καταργήσει, εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα των φτωχών, των ανέργων και των νέων από το ασφαλιστικό που χάρη στο κατενάτσιο των κυβερνήσεων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ ισχύει ακόμη.
Η κυβέρνηση επικαλείται (ψευδώς, όπως θα δούμε) ανάλγητες περικοπές των χαμηλών συντάξεων για να διασώσει τις υψηλές συντάξεις των διαχρονικών πελατών του πολιτικού συστήματος. Οι υπερασπιστές των συντεχνιών, με μπροστάρη τον Στρατούλη, μάχονται για να διατηρήσουν εξωφρενικά προνόμια: συντάξεις που ξεπερνούν κατά πολύ τις εισφορές που πλήρωναν όταν δούλευαν, 10 και 15 χρόνια πριν από την υποτιθέμενη γενική ηλικία συνταξιοδότησης που ισχύει στην υπόλοιπη Ελλάδα (και στην υπόλοιπη Ευρώπη).
Τι λέει η κυβέρνηση; Βαρουφάκης στο Βερολίνο: «Δεν θα ψηφίσουμε περικοπές 40% σε συντάξεις των 350 ευρώ». Τσίπρας στην Corriere della Sera: «Σε πέντε χρόνια μειώσαμε τις συντάξεις 44%». (Κατά λέξη: «μειώσαμε». Με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στους δρόμους και την Αθήνα να καίγεται.)
Ποια είναι η πραγματικότητα; Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Υπουργείου Εργασίας, η σωρευτική μείωση τα τελευταία 5 χρόνια ήταν 14,3% για τις χαμηλές συντάξεις (600 ευρώ επί 14 μήνες το 2010). Η μόνη μείωση προήλθε από την περικοπή της 13ης και της 14ης σύνταξης. Δεν είναι λίγο το 14,3%, ειδικά για φτωχούς ανθρώπους. Αλλά απέχει πολύ από το 40% και 44% που διαδίδουν οι ηγέτες μας. Ίσως νομίζουν ότι οι κουτόφραγκοι δεν γνωρίζουν τι ακριβώς ισχύει με τις συντάξεις στην Ελλάδα. Εκ προσωπικής πείρας σας διαβεβαιώ ότι γνωρίζουν – καλύτερα από τους ίδιους.
Βέβαια, στα υψηλότερα κλιμάκια οι περικοπές ήταν μεγαλύτερες. Για παράδειγμα, όσοι το 2010 έπαιρναν σύνταξη 2.100 ευρώ (1.800 ευρώ κύρια συν 300 ευρώ επικουρική, επί 14 μήνες) υπέστησαν σωρευτική μείωση 34,9%. Πάνω από αυτά τα όρια βρίσκονται ελάχιστοι: μόνο 4,5% των κύριων συντάξεων σήμερα είναι πάνω από 1.500 ευρώ. Εκεί οι μειώσεις μπορεί όντως να φτάνουν τα ποσοστά που διαλαλούν οι Τσίπρας-Βαρουφάκης. Ίσως να μάχονται για αυτό το ανώτερο 4,5%. Σίγουρα ανήκουν σε αυτό.
Θα μου πείτε: «Πολλά είναι 1.500 ευρώ το μήνα;» Εξαρτάται. Σε σχέση με τους μισθούς που παίρνουν σήμερα όσοι εργάζονται, μάλλον αρκετά. Σε σχέση με τις εισφορές που πλήρωσαν οι ίδιοι οι συνταξιούχοι της κατηγορίας αυτής (και οι εργοδότες τους), εξωφρενικά πολλά.
Το πόσο ανταποδοτικές είναι οι συντάξεις ήταν ένα από τα ερωτήματα της διατριβής της Χρύσας Λεβέντη, τέως διδακτορικής φοιτήτριας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο, νυν ερευνήτριας στο Πανεπιστήμιο του Essex στην Αγγλία. Το απάντησε με την εξής μεθοδολογία.
1.    Ανέλυσε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα 4.800 ασφαλισμένων του ΙΚΑ που βγήκαν στη σύνταξη το 2008 (αντιστοιχεί στο 14,7% του συνόλου).
2.    Υπολόγισε το συνολικό ποσό που θα είχε συσσωρευθεί τη στιγμή της συνταξιοδότησης εάν οι εισφορές των ασφαλισμένων (και των εργοδοτών τους), αντί να καταβάλλονται στο ΙΚΑ, επενδύονταν με σταθερό ποσοστό απόδοσης 2% πάνω από τον πληθωρισμό (καλή απόδοση).
3.    Υπολόγισε το καθαρά ανταποδοτικό τμήμα της σύνταξης μετατρέποντας το συσσωρευμένο κεφάλαιο σε μηνιαία σύνταξη σύμφωνα με τους αναλογιστικούς κανόνες (δηλαδή ανάλογα με το προσδώκιμο επιβίωσης, εξισώνοντας τις διά βίου παροχές με τις διά βίου εισφορές).
4.    Σύγκρινε τη σύνταξη που πράγματι πήρε το 2008 κάθε συνταξιούχος με το καθαρά ανταποδοτικό τμήμα της.
5.    Εκτίμησε τη μεταβολή της αναλογίας του καθαρά ανταποδοτικού τμήματος στη συνολική σύνταξη λόγω των μνημονιακών περικοπών, για κάθε συνταξιούχο χωριστά.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έχουν νομίζω ενδιαφέρον. Το καθαρά ανταποδοτικό μέρος της σύνταξης το 2008 ήταν κατά μέσο όρο μόλις 50,7%. Το υπόλοιπο 49,3% ήταν κοινωνική μεταβίβαση, δηλαδή ένα είδος επιδότησης. Η συνολική αξία αυτής της επιδότησης: 114.543 ευρώ στη συνολική διάρκεια συνταξιοδότησης. Με τις μνημονιακές περικοπές, η αναλογία της επιδότησης έπεσε στο 35,8% (59.421 ευρώ στη συνολική διάρκεια).
Αυτά αφορούν το μέσο όρο. Πιο αναλυτικά, ανά κατηγορία συνταξιούχου, το ποσοστό επιδότησης ήταν ακόμη μεγαλύτερο για τους πρόωρα συνταξιοδοτούμενους (51,2% στις ηλικίες κάτω των 55 έναντι 30,5% για τους άνω των 65), για τις γυναίκες (46,5% έναντι 27,5% για τους άντρες), για τις μητέρες ανηλίκων (53,9%), καθώς και για όσους βγαίνουν στη σύνταξη με λιγότερα ένσημα (54,7% για 15 χρόνια εισφορών έναντι 26% για 35+ χρόνια).
Με άλλα λόγια, οι περικοπές της τελευταίας πενταετίας περιόρισαν κάπως το μέγεθος της επιδότησης που λαμβάνει κάθε συνταξιούχος από το κοινωνικό σύνολο (πάνω και πέρα από το ανταποδοτικό ποσό που κατέβαλε όσο εργαζόταν ο ίδιος και ο εργοδότης του), αλλά σε καμμία περίπτωση δεν το εξάλειψαν.
Να επαναλάβω ότι η έρευνα αφορούσε μόνο το ΙΚΑ και μόνο τις κύριες συντάξεις. Στα ειδικά ταμεία και στις επικουρικές συντάξεις (όπου για προφανείς λόγους τα στατιστικά στοιχεία φυλάσσονται με ζήλο ως κρατικό μυστικό), η αξία της επιδότησης είναι πολύ μεγαλύτερη.
Κάπου εδώ έρχεται η απόφαση της Ολομελείας του ΣτΕ που κρίνει αντισυνταγματικές τις περικοπές σε κύριες και επικουρικές συντάξεις μετά το 2012. Η απόφαση είναι αμετάκλητη, και δεν μεταβάλλεται με κάποιο ένδικο μέσο. Από τη δημοσίευσή της (9 Ιουνίου 2015), όλες οι συντάξεις, κύριες και επικουρικές, πρέπει να επανέλθουν στα επίπεδα του 2012. Για να περιοριστεί το δυσβάστακτο δημοσιονομικό κόστος που παράγεται από την απόφασή του, το ΣτΕ όρισε η αντισυνταγματικότητα των περικοπών στις συντάξεις να μην έχει αναδρομική ισχύ. (Πάλι καλά.)
Δεν θα σχολιάσω (ως αναρμόδιος) το εάν η νομοθετική εξουσία έχει ή όχι το δικαίωμα να τροποποιεί προηγούμενες ρυθμίσεις όταν αυτές αποδεικνύονται καταστροφικά ασύνετες (η περίπτωση των συντάξεων). Ούτε θα ζητήσω να μας πει το ΣτΕ που θα βρούμε τα χρήματα. Θα περιοριστώ σε ένα θέμα της δικής μου αρμοδιότητας. Με βάση τα στοιχεία που ανέφερα παραπάνω, το κύριο επιχείρημα του ΣτΕ ότι οι συντάξεις δεν πρέπει ποτέ να περικόπτονται επειδή οι ασφαλισμένοι τις πλήρωσαν με τις εισφορές τους είναι θεαματικά λανθασμένο.
Εάν υπήρχαν σοβαροί διανοούμενοι της αριστεράς με στοιχειώδη κατάρτιση (να κάνουν πράξεις δηλαδή) θα διαπίστωναν το προφανές «ταξικό πρόσημο» της απόφασης του ΣτΕ, καθώς και της κυβέρνησης που πανηγυρίζει για αυτήν. Δεν φαίνεται να υπάρχουν, οπότε αναγκάζομαι να το κάνω εγώ που είμαι μενσεβίκος. Η απόφαση του ΣτΕ συνιστά γιγαντιαία μεταφορά πόρων και δικαιωμάτων προς όφελος των ευπορότερων από τους σημερινούς συνταξιούχους, σε βάρος των φτωχών, των ανέργων και των νέων. Τα υπόλοιπα είναι θόρυβος.

12 Ιουνίου 2015

Η κυβέρνηση δίνει μάχη (κατά των φτωχών, κατά των ανέργων, και κατά των νέων)

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Παρασκευή 12 Ιουνίου 2015)

Μέρος Β. Ποιον ωφελεί η ακύρωση των «αντιασφαλιστικών μνημονιακών νόμων»;

Γράφαμε στο προηγούμενο άρθρο («Ποιον ωφελούν οι πρόωρες συντάξεις») ότι τα μέτρα των δανειστών για το ασφαλιστικό υπερτερούν σε σύγκριση με αυτά που προτείνει η ελληνική κυβέρνηση. Επειδή κοστίζουν λιγότερο και επειδή είναι πιο δίκαια. Δηλαδή επιβαρύνουν λιγότερο το κράτος και τις επιχειρήσεις (που εάν δεν κάνουν προσλήψεις θα μείνουμε για πάντα με 1,5 εκατομμύριο ανέργους), δεν γονατίζουν τη γενιά των παιδιών μας (που θα κληθούν να πληρώσουν το λογαριασμό), και επί πλέον απελευθερώνουν πόρους για την αντιμετώπιση πολύ πιεστικότερων κοινωνικών αναγκών.
Όπως δείχνουν τα επίσημα στοιχεία, η συνολική δαπάνη για τις πολύ πρόωρες συντάξεις (γήρατος, αναπηρίας και χηρείας στις ηλικίες κάτω των 55) φτάνει τα 125 εκατομμύρια ευρώ το μήνα. Συγκριτικά, το ποσό που αποφάσισε να διαθέσει η σούπερ κοινωνικά ευαίσθητη κυβέρνησή μας για να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική κρίση που μαστίζει τη χώρα δεν ξεπερνά τα 8 εκατομμύρια ευρώ και κάτι ψιλά (200 εκατομμύρια στη διετία 2015-2016). Ως γνωστόν, οι προτεραιότητες μιας κυβέρνησης αποτυπώνονται στο πώς κατανέμει τους κρατικούς πόρους: εκεί κρίνονται όλοι, όχι στη ρητορεία.
Όμως δεν είναι μόνο οι πρόωρες συντάξεις. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες κόκκινες γραμμές της κυβέρνησης στο ασφαλιστικό. Και εκεί τα μέτρα των δανειστών εξυπηρετούν καλύτερα τα συμφέροντα των φτωχών, των ανέργων και των νέων. Στο σημερινό άρθρο θα ασχοληθούμε με το θέμα της ακύρωσης των «μνημονιακών νόμων», όπως (μας) απειλεί η κυβέρνηση.
Ο Νόμος 3863 που ψηφίστηκε κόντρα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούλιο του 2010 ήταν η πρώτη αξιόλογη παρέμβαση στο ασφαλιστικό από τις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο νόμος όντως προέβλεπε χαμηλότερες συντάξεις και υψηλότερη ηλικία συνταξιοδότησης για όλους. Ειδικά για ορισμένες ευνοημένες ομάδες που στο παρελθόν εισέπρατταν παροχές δυσανάλογες των εισφορών τους. Όμως, παρά τις κραυγές και τις ανοησίες που ακούστηκαν τότε, και που εξακολουθούν να λέγονται σήμερα, η δομή του νέου συστήματος (που επρόκειτο να εφαρμοστεί από φέτος) ακολουθούσε σκανδιναβικά πρότυπα.
Συγκεκριμένα, η μεταρρύθμιση καθιέρωνε μια σχεδόν καθολική βασική σύνταξη και μια ανταποδοτική αναλογική σύνταξη. Ο Ν3863 όριζε βασική σύνταξη ύψους 360 ευρώ το μήνα, 720 ευρώ για ζευγάρι ηλικιωμένων (σε τιμές του 2010). Όσο για το ύψος της αναλογικής σύνταξης, αυτό εξαρτάται από τα έτη ασφάλισης και τις εισφορές (των ασφαλισμένων και των εργοδοτών τους). Για πρόσθετη εγγύηση, ο νόμος προέβλεπε κατώτατη σύνταξη (με 15+ χρόνια ασφάλισης) στα 15 κατώτατα ημερομίσθια. Δηλαδή σχεδόν 500 ευρώ το μήνα το 2010, σχεδόν 400 ευρώ σήμερα λόγω μείωσης των κατώτατων μισθών το 2012. Τα διπλά για ζευγάρι ηλικιωμένων.
Βασική σύνταξη σημαίνει σύνταξη για όλους, ακόμη και για τις νοικοκυρές. Και αναλογική σύνταξη σημαίνει ότι εάν σου έχουν κολλήσει ένσημα για 10 χρόνια (ή για 8, ή για 5, ή για 1), θα πάρεις το ανάλογο (αντί για μηδέν, όπως σήμερα). Αφήνω στους αναγνώστες να κρίνουν ποιο σύστημα προστατεύει καλύτερα τους φτωχούς ηλικιωμένους.
Βέβαια, χάρη στις άοκνες προσπάθειες της τότε κυβέρνησης Παπανδρέου διά του αρμόδιου υπουργού Λοβέρδου, η απαίτηση των «ευγενών ταμείων» των ιατρών, νομικών και μηχανικών, των υπαλλήλων της Τράπεζας της Ελλάδος και των εργαζόμενων στον Τύπο να διατηρήσουν τα συνταξιοδοτικά τους συστήματα μένοντας εκτός νέου συστήματος έγινε τελικά σεβαστή. Επί πλέον, η μεταρρύθμιση προστάτευσε τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ, των τραπεζικών υπαλλήλων που είχαν προσληφθεί πριν από το 1983, καθώς και των ένστολων ανεξάρτητα από το έτος πρόσληψης. Τέλος, η μεταρρύθμιση δεν επηρέασε καθόλου τους αγρότες, οι οποίοι από το 1998 και μετά εισπράττουν κύρια σύνταξη με ευνοϊκότερους όρους.
Όλα αυτά παρά τις αντιρρήσεις της τρόικας. (Αλήθεια, αυτή η νίκη της κατά τα άλλα προδοτικής κυβέρνησης Παπανδρέου δεν έχει αναγνωριστεί όσο θα έπρεπε.) Με άλλα λόγια, το γνωστό μοτίβο σύμφωνα με το οποίο οι ισχυρές ομάδες εξασφαλίζουν ευνοϊκή μεταχείριση σε βάρος των λιγότερο ισχυρών επαναλήφθηκε ακόμη και υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ο Ν3863/2010 ήταν ένα σοβαρό βήμα εξυγίανσης, αλλά δεν «έλυσε το ασφαλιστικό». Άρα μια νορμάλ κυβέρνηση (ιδίως μια νορμάλ κυβέρνηση που διατείνεται ότι κόπτεται για την κοινωνική δικαιοσύνη), όχι μόνο θα δεχόταν την πρόταση των δανειστών (να μην καταργηθεί ο Ν3863), αλλά θα υπερθεμάτιζε προχωρώντας στην ολοκλήρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Με πλήρη ενοποίηση του συστήματος συντάξεων μέσω της άμεσης ένταξης όλων των κατηγοριών, με τους ίδιους ακριβώς όρους, χωρίς καμμία εξαίρεση. Και με πλήρη κατάργηση όλων των ενισχύσεων (κρατικών επιχορηγήσεων και κοινωνικών πόρων) στα ταμεία. Με περιορισμό δηλαδή της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση της βασικής σύνταξης και στη χρηματοδότηση προνοιακών μηχανισμών τύπου κατώτατης σύνταξης ανεξαρτήτως επαγγελματικού κλάδου.
Κάτι παρόμοιο ισχύει με τις επικουρικές συντάξεις, όπου οι παθογένειες είναι ακόμη σοβαρότερες. Πράγματι, η σημερινή κατάσταση είναι εντελώς προβληματική. Κατ’ αρχήν, επικουρική σύνταξη εισπράττουν οι μισοί περίπου συνταξιούχοι. Εισφορές για επικουρική σύνταξη πληρώνουν όλοι οι ασφαλισμένοι στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, οι περισσότεορι στο ΙΚΑ, οι μισοί αυτοαπασχολούμενοι, και ελάχιστοι αγρότες. Από εκεί και πέρα, σε πολλά επικουρικά ταμεία οι κανόνες είναι σκανδαλωδώς ευνοϊκοί. Με ποσοστό εισφοράς 3% + 3% (ασφαλισμένοι / εργοδότες) το ποσοστό αναπλήρωσης φτάνει σε ορισμένες περιπτώσεις το 40% και το 45%. Ούτε στις πυραμίδες του Μπερίσα (ή του Τροχανά) δεν έπαιρναν τόσα λεφτά βάζοντας τόσο λίγα. Οι δειλές προσπάθειες προηγούμενων κυβερνήσεων για πλαφόν 20% προσέκρουαν στις αντιδράσεις των ενδιαφερομένων και έπεφταν τελικά στο κενό. 
Το εντελώς προβλέψιμο αποτέλεσμα ήταν τεράστια ελλείμματα τώρα, με συσσώρευση θηριωδών υποχρεώσεων στο μέλλον. Και να σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για επικουρικές συντάξεις, που είχαν θεσμοθετηθεί με τη λογική «πρόσθετη σύνταξη από πρόσθετες εισφορές, χωρίς ανάμειξη του κράτους».
Με πίεση της Τρόικας (πώς αλλιώς;) η προηγούμενη κυβέρνηση ψήφισε τον Ν4052/2012, χωρίς να τον εφαρμόσει ποτέ! Η αρχική πρόταση προέβλεπε ενιαίο ταμείο με σταδιακή αποκατάσταση της πλήρους ανταποδοτικότητας, με σταδιακή εφαρμογή διανεμητικού συστήματος «προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση». Στο σύστημα αυτό, παρόμοιο με εκείνο της Σουηδίας, κάθε ασφαλισμένος έχει έναν ατομικό ασφαλιστικό λογαριασμό. Εκεί καταγράφονται όλες οι ασφαλιστικές εισφορές του, που στη συνέχεια τοκίζονται με ένα προσυμφωνημένο επιτόκιο, ώστε τελικά να σχηματίσουν το ασφαλιστικό κεφάλαιό του. Τη στιγμή της συνταξιοδότησης το κεφάλαιο αυτό μετατρέπεται σε μηνιαία σύνταξη που είναι «αναλογιστικά δίκαιη», δηλαδή εξισώνει τις διά βίου εισφορές με τις διά βίου παροχές.
Στο κείμενο του νόμου τελικά πέρασε ένας πιο μπερδεμένος (και προβληματικός) τρόπος υπολογισμού. Η εξίσωση εισφορών και παροχών δεν αφορά πλέον αποκλειστικά κάθε ασφαλισμένο ατομικά, σε διά βίου χρονική κλίμακα. Αφορά επίσης ολόκληρο το ενιαίο ταμείο σε ετήσια βάση (συντελεστής βιωσιμότητας). Η «ρήτρα μηδενικού ελλείμματος» προστέθηκε για να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα, και το πετυχαίνει – αλλά με ισοπεδωτικό τρόπο, στρεβλώνοντας την ανταποδοτικότητα.
Ούτως ή άλλως, η προηγούμενη κυβέρνηση δεν εφάρμοσε ποτέ τον Ν4052. Αντίθετα, έπαιξε επιτυχώς κατενάτσιο, μέχρι τις καθυστερήσεις. Μετά ήρθαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Οι οποίοι τώρα έχουν αναγάγει την κατάργηση του νόμου σε ύψιστο εθνικό συμφέρον.
Πίσω στο προηγούμενο καθεστώς λοιπόν. Οι κανόνες του οποίου, θυμίζω, ευνοούν τα υψηλότερα εισοδήματα σε βάρος των χαμηλών, τους ελεύθερους επαγγελματίες και τους αγρότες σε βάρος των μισθωτών, τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και στις ΔΕΚΟ σε βάρος εκείνων του ιδιωτικού τομέα, τους άνδρες σε σχέση με τις (περισσότερες) γυναίκες, όσους πλησιάζουν στη συνταξιοδότηση σε βάρος των νέων ασφαλισμένων. Και κυρίως ευνοούν τις σημερινές γενιές σε βάρος της γενιάς των παιδιών μας. Με δυο λόγια, πίσω σε ένα σύστημα που αναδιανέμει πόρους και δικαιώματα, αλλά σε λάθος κατεύθυνση: από τους αδύναμους στους ισχυρούς. Αυτό το σύστημα υπερασπίζεται η πρώτη-φορά-αριστερά. Για να χαρούν οι συντεχνίες που έφεραν τον Στρατούλη από τον ΟΤΕ στο υπουργείο εργασίας.
Όσο για τον απλό πολίτη, εάν το σκεφτεί λίγο θα δει ότι το συμφέρον του είναι η εφαρμογή και επέκταση των μνημονιακών ασφαλιστικών νόμων, όχι η κατάργησή τους. Αλλά φυσικά δύσκολα θα το σκεφτεί, όταν σχεδόν οι πάντες (ΜΜΕ, κόμματα, συνδικάτα), εδώ και πολλές δεκαετίες, του λένε ότι η καλή, η φιλολαϊκή και η κιμπάρικη πολιτική είναι να κάνει όποιος μπορεί πλιάτσικο στο κοινό ταμείο. Και οι υπόλοιποι να κυττάζουν με θαυμασμό και ζήλεια.
Ε, οι φτωχοί, οι άνεργοι και οι νέοι είναι στους υπόλοιπους.

10 Ιουνίου 2015

Η κυβέρνηση δίνει μάχη (κατά των φτωχών, κατά των ανέργων, και κατά των νέων)

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015)

Μέρος Α. Ποιον ωφελούν οι πρόωρες συντάξεις;


Μια πανικόβλητη κυβέρνηση, μετέωρη ανάμεσα στο Κούγκι και στον έντιμο συμβιβασμό, απρόθυμη – προς το παρόν – να αναλάβει την ιστορική ευθύνη της εθνικής καταστροφής, θερίζει τις θύελλες της προεκλογικής της δημαγωγίας και αναζητά επειγόντως το πρόσχημα που θα της επιτρέψει να φέρει κάποια συμφωνία στη Βουλή. (Ή, αναλόγως, να ανάψει με καθαρή τη συνείδηση το φυτίλι της μπαρουταποθήκης, καταγγέλλοντας τους ανάλγητους ξένους που μας πίνουν το αίμα με το μπουρί της σόμπας.) Αυτή είναι η ουσία των τελευταίων εξελίξεων.

Και ποιο μπορεί να είναι αυτό το πρόσχημα; Οι συντάξεις, φυσικά. Μπορεί να δεχτεί ο ελληνικός λαός (και ο επί γης εκπρόσωπός του, η συγκυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου) τις παράλογες απαιτήσεις των δανειστών για νέες περικοπές, εν μέσω ανθρωπιστικής κρίσης; Είναι δυνατόν ο Υπουργός Οικονομικών να ζητήσει από τη Βουλή των Ελλήνων να ψηφίσει περικοπές 40% σε συντάξεις των 350 ευρώ (όπως είπε στην πρόσφατη ομιλία του στο Βερολίνο); Τολμά η αντιπολίτευση, όπως είπε ρίχνοντας το γάντι ο Πρωθυπουργός την περασμένη εβδομάδα, να υποστηρίξει τέτοιες προτάσεις; Όχι βέβαια. Για αυτό η κυβέρνηση δεν πρόκειται να κάνει πίσω. Και για αυτό κανείς εθνικόφρων Έλλην δεν μπορεί παρά να σταθεί δίπλα της. Από εκεί και πέρα, εάν οι δανειστές υποχωρήσουν έχει καλώς. Εάν όχι, αποθανέτω η ψυχή μας μετά των αλλοφύλων (ή και άνευ).
Είναι αλήθεια ότι στο θέμα αυτό η κυβερνητική δημαγωγία επικρατεί κατά κράτος στη δημόσια συζήτηση (ή μάλλον σε αυτό που περνιέται για δημόσια συζήτηση στη χώρα μας). Απέναντι σε τηλεδημοσιογράφους αδαείς ή βολικούς (ή και τα δύο). Και, το κυριότερο, απέναντι σε μια αντιπολίτευση που συμμερίζεται κατά βάση την αντίληψη ότι το άκρον άωτο της φιλολαϊκής πολιτικής είναι να παίρνεις δανεικά και να τα μοιράζεις σε διάφορες ισχυρές ομάδες-πελάτες του πολιτικού συστήματος, μη δίνοντας δεκάρα για το αύριο.
Είναι έτσι όμως, όπως τα λένε;
Κατηγορηματικά όχι. Αν συγκρίνει κανείς τα μέτρα που μας πιέζει να εφαρμόσουμε η τρόικα με τις αντίστοιχες θέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, εύκολα θα διαπιστώσει ότι τα μέτρα της τρόικας υπερτερούν. Και όχι μόνο επειδή κοστίζουν λιγότερο. Αλλά και επειδή είναι πιο δίκαια. Είναι δηλ. καλύτερα για τους φτωχούς, για τους ανέργους και για τους νέους.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τις αγεφύρωτες ακόμη διαφορές μεταξύ των δύο πλευρών. (Στο σημερινό άρθρο θα περιοριστούμε στο θέμα των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.)
Λοιπόν, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία (Έκθεση συστήματος Ήλιος, Φεβρουάριος 2015, Πίνακας 9), το 32% των δημοσίων υπαλλήλων βγαίνει στη σύνταξη σε ηλικία χαμηλότερη των 55 ετών. Σήμερα. Μετά από 5 χρόνια μνημόνια.
Μήπως μιλάμε για συντάξεις πείνας; Όχι ακριβώς. Σύμφωνα με τα ίδια επίσημα στοιχεία (Πίνακας 7), η μέση σύνταξη γήρατος στις ηλικίες κάτω των 55 είναι 46% υψηλότερη από ό,τι στις ηλικίες άνω των 70 (1.177 έναντι 808 ευρώ το μήνα).
Σε ποια άλλη χώρα της ΕΕ γίνεται αυτό; Πώς θα πείσουμε τους δανειστές ότι ο λόγος που τους ζητάμε κι άλλα χρήματα είναι για να συνεχίσουμε να ξοδεύουμε 125 εκατ. ευρώ το μήνα σε συντάξεις στις ηλικίες κάτω των 55; Ενώ έχουμε διαλαλήσει σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της υφηλίου ότι η χώρα μαστίζεται από «ανθρωπιστική κρίση»; Για την αντιμετώπιση της οποίας η κοινωνικά υπερευαίσθητη κυβέρνησή μας νοιάζεται τόσο πολύ που μόλις ανακοίνωσε μέτρα συνολικού προϋπολογισμού 200 εκατ. ευρώ τη διετία;
Τι έχει να πει για όλα αυτά η κυβέρνηση; Η αντιπρότασή της είναι η σταδιακή εξίσωση της μέσης ηλικίας συνταξιοδότησης εργαζομένων δημοσίου-ιδιωτικού τομέα. Πολύ σταδιακή όμως: αρχίζουμε πολύ μαλακά με μέση ηλικία τα 56,3 (στο Δημόσιο) έναντι 60,3 (στο ΙΚΑ) το 2016, και φτάνουμε στα 64,4 έναντι 67,0 το 2040. Αυτά λέει η κυβέρνηση – και περιμένει να γίνει πιστευτή ότι θα τηρηθούν αυτά από τις επόμενες κυβερνήσεις (όταν η ίδια έχει μόλις ακυρώσει τις δεσμεύσεις των προηγουμένων). Αυτές είναι οι «μεταρρυθμίσεις» για τις οποίες ο Υπουργός Οικονομικών έσκιζε τα ρούχα του τις προάλλες στο Βερολίνο ότι η κυβέρνησή του θέλει πώς και πώς να εφαρμόσει αλλά βλέπετε δεν μας αφήνει η λιτότητα ...
Έστω όμως ότι βρίσκουμε δανειστές πρόθυμους να μας δανείσουν για να συνεχίσουμε στο γνωστό βιολί. Χαρές και πανηγύρια για την περιφανή νίκη της κυβέρνησης. Αλλά μισό λεπτό: ποιον ακριβώς ωφελούν οι πρόωρες συνταξιοδοτήσεις;
Οπωσδήποτε όχι την πλειονότητα των εργαζομένων, που δεν είχαν την ευκαιρία (ή την προνοητικότητα, ή τις κατάλληλες γνωριμίες) για να μπούν στο Δημόσιο (ή σε κάποια ΔΕΚΟ ή Τράπεζα). Οπωσδήποτε όχι τους χαμηλοσυνταξιούχους, αφού αυτοί δεν βγαίνουν πρόωρα στη σύνταξη, και παίρνουν τα μισά από όσους βγαίνουν. Οπωσδήποτε όχι τους ανέργους, που μόνο εάν σταθεροποιηθεί η οικονομία (και τα ελλείμματα) μπορούν να ελπίζουν ότι θα βρουν δουλειά. Και οπωσδήποτε όχι τους σημερινούς νέους, που δουλεύουν με μισθό 600 ευρώ και πληρώνουν εισφορές και φόρους ώστε να συνεχίσουν μερικοί 40ρηδες να παίρνουν τα διπλάσια για να κάθονται. (Η μέση σύνταξη τρόπος-του-λέγειν γήρατος στις ηλικίες 26-50 είναι 1.277 ευρώ το μήνα). Στο όνομα πάντοτε της αλληλεγγύης των γενεών.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ενδιαφέρεται για την «ανθρωπιστική κρίση» μόνο ως ρητορικό πυροτέχνημα. Νοιάζεται για τους φτωχούς, τους ανέργους και τους νέους μόνο ως ψηφοφόρους της. Επείγεται πραγματικά για ένα και μόνο πράγμα: να δείξει στις συντεχνίες των ευνοημένων ομάδων που την στηρίζουν ότι είναι ικανή να προστατεύσει τα συμφέροντά τους καλύτερα από ό,τι οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Οι οποίες προηγούμενες κυβερνήσεις το ίδιο πάνω-κάτω προσπάθησαν. Σε κάποιον βαθμό το πέτυχαν κιόλας: για αυτό άλλωστε οι ομάδες αυτές υπέστησαν μικρότερες απώλειες από ό,τι όλοι οι υπόλοιποι. Εκείνες φυσικά εγκατέλειψαν π.χ. το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ, προς όφελος του αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ που τους υποσχέθηκε και άλλα προνόμια, και άλλους διορισμούς, και άλλους χαριστικούς μισθούς και συντάξεις. Και τώρα ψάχνει απεγνωσμένα δανεικά για να πληρώσει το λογαριασμό.
Για τον ίδιο λόγο η αντιπολίτευση βρίσκεται σε τόσο αμυντική θέση. Γιατί δεν τολμά να πει το αυτονόητο: «Εμείς συμφωνούμε να βάλουμε φρένο στις πρόωρες συντάξεις. Όχι επειδή μας το ζητάνε, αλλά επειδή είναι το σωστό. Όχι άλλα ρουσφέτια στις ευνοημένες ομάδες. Θέλουμε να προστατεύσουμε τους φτωχούς, να δώσουμε προοπτική στους ανέργους, να εκπροσωπήσουμε τους νέους.»
Μέχρι να το πάρει αυτό απόφαση, η ηγεμονία των Τσίπρα-Καμμένου είναι εξασφαλισμένη.

1 Ιουνίου 2015

Μιλώντας στα παιδιά μας για την κρίση

Παρουσίαση του βιβλίου του Κώστα Μποτόπουλου «Ο Βασίλης και η κρίση». Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015. Δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιούνιος 2015).

1.

Νομίζω ότι είναι τυχερό παιδί ο Βασίλης Μποτόπουλος, μαθητής γυμνασίου, στον οποίον απευθύνεται το απολαυστικό αφήγημα του πατέρα του Κώστα «Ο Βασίλης και η κρίση». Όχι ότι τον γνωρίζω προσωπικά. Αλλά πάντοτε πίστευα ότι πρέπει να μιλάμε στα παιδιά μας για δύσκολα πράγματα, φροντίζοντας φυσικά να μην τους μαυρίζουμε την ψυχή, αλλά αποφεύγοντας επίσης τις περιττές απλουστεύσεις ή τις άχρηστες ωραιοποιήσεις – και κυρίως χωρίς να υποκρινόμαστε ότι έχουμε έτοιμες απαντήσεις σε όλες τις ερωτήσεις. Ναι, ξέρω: κάθε παιδί σε αυτή την ηλικία έχει το μυαλό του σε χίλια δυό άλλα πράγματα (και ευτυχώς). Όταν είσαι στην εφηβεία ακόμη και τα πιο τρομακτικά συμβάντα σε αγγίζουν κάπως επιδερμικά. Η ζωή είναι ακόμη όλη μπροστά σου. Αλλά, εάν ήμουν στη θέση του Βασίλη, θα μου φαινόταν συναρπαστικό να ακούω τον πατέρα μου να μου μιλάει (και να γράφει) για όσα συμβαίνουν γύρω μας, για όσα τον απασχολούν και τον τρομάζουν, και για όσα αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα βρω μπροστά μου. Ακόμη περισσότερο εάν μου μίλαγε ως ίσος προς ίσον, χρησιμοποιώντας όσο το δυνατόν απλούστερα λόγια για να περιγράψει τα πιο σύνθετα ζητήματα, σίγουρος ότι ο συνομιλητής του είναι απολύτως ικανός να παρακολουθήσει τη συζήτηση (και ενίοτε να συμμετάσχει σε αυτήν, έστω και με ένα εύστοχο σχόλιο). Αυτό θα μου φαινόταν η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση. Ειλικρινά δεν μπορώ να σκεφτώ καταλληλότερη προετοιμασία για την ενηλικίωση από αυτό το παρατεταμένο μάθημα αναστοχασμού, κριτικής ενατένισης, ατομικής ευθύνης, αυτογνωσίας.

Και το λέω αυτό με πλήρη συναίσθηση ότι μια τέτοια φράση σε αυτό το βιβλίο θα κόστιζε τουλάχιστον τρεις χαμένους πόντους (βλ. παρακάτω).

 

2.

Καλύτερα όμως να σταματήσω να παριστάνω τον ειδικό σε θέματα ανατροφής ή τον βαθύ γνώστη της ψυχής των εφήβων (τα δικά μου παιδιά θα είχαν διάφορα να πουν στα δύο αυτά σημεία), και να περάσω στο ίδιο το βιβλίο. Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στον αναγνώστη είναι η αίσθηση ότι στην εποχή της ισοπέδωσης και της διαστρέβλωσης, της υπερφίαλης μεγαλοστομίας και της εμπρηστικής ρητορείας, της υποτίμησης της κοινής γνώμης και της ευφυΐας του μέσου πολίτη, ένα από τα βασικότερα πράγματα που έχουμε ανάγκη είναι η επανάκτηση της «κουλτούρας της συνθετότητας»[1]. (Δεν γνωρίζω εάν εκτός από αίσθηση του αναγνώστη πρόκειται και για πεποίθηση του συγγραφέα. Εάν όντως έτσι είναι, πρόκειται ασφαλώς για ανομολόγητη, υπόρρητη πεποίθηση.) Εννοώ την αίσθηση ότι τα δύσκολα προβλήματα δεν επιδέχονται εύκολες λύσεις. Ότι εάν πραγματικά θέλουμε να τα λύσουμε θα πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι οι λύσεις θα είναι σύνθετες, δηλ. δύσκολες και οδυνηρές, αν και τελικά (ας ελπίσουμε) λυτρωτικές. Και φυσικά δεν υπάρχει συνθετότερο πρόβλημα (για εμάς, σήμερα) από αυτό για το οποίο μιλάει το βιβλίο: η καθήλωση της χώρας στην οικονομική υποβάθμιση, στην πολιτική αστάθεια και στην κοινωνική κρίση των τελευταίων 5 χρόνων, και η συλλογική μας αδυναμία να βγούμε από αυτήν.

Αυτά σκεφτόμουν καθώς διάβαζα το βιβλίο του Μποτόπουλου (σε έναν υποτροπικό κήπο, κάπου στην Καλιφόρνια). Και αμέσως, μέσα από κάποιον όχι και τόσο δυεσεξήγητο συνειρμό, άρχισα να φαντάζομαι με τι θα έμοιαζε ένα αντίστοιχο βιβλίο, γραμμένο από κάποιον αντιμνημονιακό εθνοσωτήρα. Σίγουρα, θα ήταν πολύ μικρότερο από 140 σελίδες. Πόσες σελίδες χρειάζεσαι για να λες συνεχώς τα ίδια και τα ίδια, χωρίς να επαναλαμβάνεσαι κάθε τρεις και λίγο; (Αν και, θα μου πείτε, κάτι τέτοιο δεν εμπόδισε το Mein Kampf να φτάσει αισίως τις 800 σελίδες.)

Υποθέτω πάντως ότι θα πήγαινε κάπως έτσι:

«Λοιπόν παιδί μου, όπως ξέρεις ότι οι καπιταλιστές / οι Γερμανοί / οι Εβραίοι μας ζηλεύουν γιατί είμαστε ο πιο έξυπνος / αντιστασιακός / αγανακτισμένος λαός του κόσμου. Αλλά εμείς δεν μασάμε [«We don’t chew»]: θα τους πούμε ότι εάν τολμήσουν να πάψουν να μας δίνουν δανεικά κι αγύριστα θα το κάνουμε Κούγκι. Και τότε θα μάθουν.»

Οπότε το παιδί θα βρισκόταν αντιμέτωπο με το δίλημμα είτε να σταδιοδρομήσει ως κουκουλοφόρος (ή επαναστάτης-ληστής), είτε να αναρωτηθεί μήπως ο πατέρας του είναι τελικά πιο ανώριμος από τον έφηβο γιο του.

 

3.

Η δομή του βιβλίου ακολουθεί την ιστορία μιας παρατεταμένης συνομιλίας μεταξύ πατέρα και γιου. Η συζήτηση κρατά λίγα λεπτά (μισή ώρα; μια ώρα;) κάθε φορά, και συνεχίζεται την επόμενη μέρα:

«Δε νομίζω να μας πάρει περισσότερες από δέκα–έντεκα μέρες. Ας πούμε έντεκα, σα μια ολόκληρη εντεκάδα.» (σελ. 5)

Έντεκα σύντομα κεφάλαια λοιπόν, 6-7 αραιές σελίδες (2.000 λέξεις) περίπου το καθένα, έντεκα μονολεκτικοί τίτλοι, από «Κρίση» έως «Ελπίδα».

Παρά τη βλοσυρότητα των θεμάτων που θίγονται, και της σοβαρής προσέγγισής τους από τον συγγραφέα, το ύφος του βιβλίου είναι παγνιώδες, το χιούμορ είναι υποδόριο, ενώ η σοβαροφάνεια τιμωρείται με αφαίρεση βαθμών:

«Κάθε φορά που θα ξεφεύγω ή θα λέω κάτι με τρόπο που δεν καταλαβαίνεις, θα μου το λες και θα μου αφαιρείς έναν πόντο. Όταν θα με διορθώνεις ή θα κάνεις μια παρατήρηση που θα πηγαίνει τη κουβέντα μας μπροστά, θα παίρνεις εσύ τον πόντο. Απολύτως δίκαιος κανόνας: κορώνα χάνω, γράμματα κερδίζεις.» (σελ. 4)

Φανταστείτε πώς θα ήταν η δημόσια συζήτηση εάν κάθε φορά που κάποιος καταφεύγει σε κλισέ ή χρησιμοποιεί βαρύγδουπες εκφράσεις έχανε πόντο: οι περισσότεροι πολιτικοί, τηλεπαρουσιαστές, δημοσιολόγοι και λοιπές συμπαθείς κατηγορίες θα έπεφταν ολόκληρη κατηγορία.

Οι αναφορές στα σπορ (ιδίως στο ποδόσφαιρο) λειτουργούν ως κώδικας επικοινωνίας μεταξύ του συγγραφέα και του έφηβου γιου του, αλλά πάντοτε με σκοπό να ειπωθούν σοβαρά πράγματα με κάπως πιο ανάλαφρο τρόπο:

«[Δ]εν θα πρέπει να υποτιμούμε όσα έγιναν στην Ευρώπη από το 2010, με ξεκίνημα αλλά όχι κατάληξη την Ελλάδα. Εκεί που δεν υπήρχαν καθόλου θεσμοί «βοήθειας» σε χώρες με μεγάλα προβλήματα, φτιάχτηκαν «μηχανισμοί», δηλαδή θεσμοί που δεν προβλέπονταν. Στην αρχή ειδικά για την Ελλάδα, ύστερα προσωρινά και για άλλες χώρες, τελικά μόνιμοι και για όλη την ευρωζώνη. Εκεί που δεν υπήρχε καθόλου «οικονομική διακυβέρνηση» δημιουργήθηκε μια έστω άνιση κοινή διαχείριση, που προς το παρόν είναι πιο αυστηρή και με λιγότερη τόλμη από ό,τι πρέπει, κάτι όμως που μπορεί να αλλάξει. Εκεί που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορούσε να κάνει σχεδόν τίποτα για τις χώρες που είχαν υιοθετήσει το ευρώ και βρίσκονταν στην καταιγίδα εξαιτίας αυτού, άρχισε να κάνει κάτι μαραντόνιες ντρίμπλες με εξωτικά ονόματα («αουτράιτ μόνεταρι τρανσάξιονς» και «τίλτρος», αν θες οπωσδήποτε να μάθεις), που τελικά ίσως έσωσαν το ευρώ.» (σελ. 20)

Και αμέσως μετά, βάζοντας τα πράγματα στις αληθινές τους διαστάσεις:

«Βέβαια, οι μεσαίοι και μικροί ηγέτες δεν έγιναν ξαφνικά μεγάλοι. Ούτε η ισότητα αποκαταστάθηκε, ούτε η πολιτική εγκαταστάθηκε. Όλη αυτή η προσπάθεια είχε ένα αποτέλεσμα και έναν νικητή: η Ευρώπη απέδειξε ότι είναι ικανή, έστω στο ενενήντα, να διασώζει τα παιδιά της. Και το βασικό της παιδί [...] είναι το ευρώ.» (σελ. 20)

Ένα ολόκληρο κεφάλαιο (5. «Λινεκερία») συνιστά ένα παρατεταμένο ευφυολόγημα, η κατανόηση του οποίου εξαρτάται από το εάν ο αναγνώστης γνωρίζει ποιος είναι ο Gary Lineker και τι είπε στη διασημότερη δήλωσή του.[2] Εντελώς χαρακτηριστικά για το ύφος και τη δομή του βιβλίου, το κεφάλαιο ανοίγει με την εισαγωγή του όρου «Λινεκερία», και κλείνει με μια σειρά από μετρημένες, στοχαστικές και ακριβοδίκαιες διαπιστώσεις:

«[Η] πράξη έδειξε ότι ο Τιτανικός, με τρεις-τέσσερις στο τιμόνι, κατάφερε τελικά να στρίψει, να μην καρφωθεί στο παγόβουνο, που για την Ελλάδα θα μπορούσε να λέγεται χρεοκοπία ή κοινωνική καταστροφή και για την Ευρώπη διάλυση της Ευρωζώνης, ίσως και της κοινής πορείας. Κατάφερε επίσης να συνεχίζει, τη στιγμή που μιλάμε, μια δύσκολη και αβέβαιη αλλά προς τα μπροστά πορεία. Καθώς η Λινεκερία ήταν ανάμεσα στους τιμονιέρηδες, δεν μπορεί να μην της πιστωθεί μέρος της «διάσωσης». Τι οδυνηρή διάσωση, ωστόσο, και πόση κατάχρηση δύναμης από το δυνατό της Ευρώπης. Κάποια πράγματα έριξαν και μάλλον θα ρίχνουν για πάντα τη σκιά τους [...]. Και, από πολιτική άποψη, το ότι δεν έγιναν αντιληπτές οι αντοχές μιας κοινωνίας και ενός συστήματος, ότι τα νούμερα επικράτησαν της λογικής, ότι το υψωμένο δάχτυλο και η αλαζονεία του δασκάλου έκανε ακόμα πιο δύσκολα προσαρμόσιμο τον προβληματικό μαθητή. Ότι, ακόμα και σήμερα, που είναι πασιφανή τα λάθη και οι αστοχίες, η Λινεκερία επιμένει ότι είχε σε όλα δίκιο. Επί του γενικού, η Ιστορία πιθανότατα να έχει ήδη αποφανθεί: η Λινεκερία μαζί έσωσε και ταπείνωσε την Ελλάδα.» (σελ. 32-33)

 

4.

Το βιβλίο κυλάει στο ίδιο ύφος, της γαλήνιας αποτίμησης των όσων συνέβησαν, της ειλικρινούς αναγνώρισης των δικών μας ευθυνών, της επισήμανσης των ευθυνών των άλλων, με καίριες διαπιστώσεις που τονίζουν την αντιφατική (και σύνθετη) όψη των πραγμάτων.

Για το Μνημόνιο:

«Σαν αυτοκίνητο με γερμανική μηχανή, γαλλικό σχεδιασμό και αμερικανικά ηλεκτρικά (ή, σε ένα σενάριο καταστροφής, με γαλλική μηχανή, γερμανικά ηλεκτρικά και αμερικανικό σχεδιασμό), οδηγούμενο από εναλλασσόμενους πρωτάρηδες πιλότους. Που ήταν λογικό να μην πάει πολύ γρήγορα και πολύ ίσια. Και που όμως πήρε μπροστά: σχεδόν ένα μικρό θαύμα. Που, όπως όλα τα θαύματα, δεν κράτησε πολλές μέρες και άφησε πίσω του μπόλικα θύματα. Στην περίπτωση της τρόικας, το θαύμα ήταν ότι η Ελλάδα, και στη συνέχεια η Ιρλανδία και η Πορτογαλία, σχεδόν η Ισπανία, και τελευταία, προς το παρόν, η Κύπρος, πήραν λεφτά που δεν θα έβρισκαν αλλού και έκτοτε παλεύουν να βγάλουν το κεφάλι από το νερό. Τα βασικά θύματα ήταν η λογική, η πολιτική και μια πολύφερνη νύφη, που όλοι την επικαλούνται χωρίς κανείς να την έχει δει, και που τη λένε «ανάπτυξη».» (σελ. 38-39)

Και πάλι αργότερα:

«Το Μνημόνιο –κι εδώ κάνουν λάθος όσοι το βλέπουν ως ευκαιρία- δεν μπορεί να νοηθεί σαν ένας τρόπος να γίνουν με καταναγκασμό αυτά που δεν μπορούν να επιτύχουν μόνοι τους ένα πολιτικό σύστημα και μια κοινωνία. Το Μνημόνιο είναι το ίδιο ένας καταναγκασμός, λόγω ειδικών περιστάσεων και ενόψει ενός ειδικού και περιορισμένου στο χρόνο σκοπού. Το ότι έφθασε μια χώρα σε Μνημόνιο αποτελεί εξ ορισμού ήττα για το πολιτικό της σύστημα, ιδίως σε περιπτώσεις σαν την ελληνική, όπου η ήττα εκτείνεται σε πολλά πεδία και την μοιράζονται όλοι όσοι άσκησαν εξουσία. Και μια ήττα, το ξέρεις καλά, δεν την λες ποτέ ευκαιρία, ιδίως όταν σε ρίχνει κατηγορία. Άλλο αυτό, όμως, και άλλο να ισχυρίζεσαι, κατόπιν εορτής, ότι μια χώρα σαν την Ελλάδα θα μπορούσε να αποφύγει το Μνημόνιο και να μη χρεοκοπήσει ή να μην το ακολουθεί και να συνεχίσει να χρηματοδοτείται. [...] Το πρόβλημα με το Μνημόνιο δεν είναι λοιπόν τόσο η ίδια η ύπαρξή του, αλλά οι εγγενείς αδυναμίες στη σύλληψή και την εφαρμογή του, οι εξαρχής ανέφικτοι στόχοι του. Μια χώρα –ειδικά σαν την Ελλάδα, αλλά ισχύει και για τις άλλες- δεν διορθώνεται και, ιδίως, δεν μεταρρυθμίζεται με το βούρδουλα, ανά τρίμηνο και με ορίζοντα δύο ή τριών χρόνων.» (σελ. 55-56)

Για τις πολιτικές ανακατατάξεις των τελευταίων 5 ετών:

«Ειδικά στην Ελλάδα, η κρίση διέλυσε το παλιό κομματικό σύστημα, κάτι που θα μπορούσε να είναι καλό, αφού είπαμε ότι ευθύνεται για πολλά από αυτά που δημιούργησαν την κρίση. Όμως φέρνει στη θέση της κάτι χειρότερο, που, σαν τη Λερναία Ύδρα, βγάζει διαρκώς κεφάλια. Προς το παρόν, έχει τουλάχιστον τρία: την ισοπέδωση (όλοι οι πολιτικοί είναι ίδιοι και κακοί), τον εθνικισμό (παρότι μας λέτε χειρότερους, είμαστε οι καλύτεροι) και τη μισαλλοδοξία (έξω οι ξένοι, οι διαφορετικοί, οι αδύναμοι και οι ευαίσθητοι). Όλα αυτά μαζί γέννησαν και έθρεψαν το τέρας μιας βίαιης ακροδεξιάς.» (σελ. 62)

Για την αγανάκτηση (θέμα ενός ολόκληρου κεφαλαίου):

«Θα έλεγα ότι υπάρχει αγανάκτηση τεσσάρων ειδών: η αγανάκτηση [...] που χρησιμοποιεί το λόγο και το συναίσθημα για να καλέσει σε εγρήγορση και στοχασμό· η αγανάκτηση τύπου Πλάθα ντελ Σολ, από το όνομα της πλατείας της Μαδρίτης στην οποία μαζεύονταν κατά καιρούς χιλιάδες Ισπανοί τραγουδώντας κατά της λιτότητας· η αγανάκτηση τύπου πλατείας Συντάγματος, το αντίστοιχο ελληνικό πανηγύρι, που συγκέντρωνε [...] από τσαντίρια έως διαδικασίες άμεσης δημοκρατίας, από εκκολαπτόμενους πολιτικούς έως μαθητευόμενους οικονομολόγους και αυτόκλητους συνταγματολόγους, από υπαίθριους πωλητές έως επαγγελματίες της μούντζας, από πραγματικούς αναξιοπαθούντες έως εκμεταλλευτές του πόνου των άλλων και της δυσκολίας όλων· και η αγανάκτηση τύπου κουκουλοφόρων, που αρκετές φορές [...] βγήκαν στους δρόμους της Αθήνας και έκαψαν και έσπασαν με ιερό αλλά και τυφλό μένος. Εγώ καταλαβαίνω, χρησιμοποιώ, αλλά σταματώ, από ιδιοσυγκρασία, στον πρώτο τύπο αγανάκτησης. Ο δεύτερος τύπος έδωσε καρπούς, κυρίως μιαν αίσθηση ενότητας και μοιράσματος, στην ιβηρική χερσόνησο, Ισπανία και Πορτογαλία. Ο τρίτος και ο τέταρτος αποτελούν, σε μεγάλο βαθμό, ελληνική πατέντα: είναι μια αγανάκτηση-εκτόνωση, καμιά φορά ως την καταστροφή, περισσότερο από ό,τι μια αγανάκτηση με στόχο την αναδημιουργία.» (σελ. 63-64)

 

5.

Το τελευταίο κεφάλαιο τιτλοφορείται «Ελπίδα». Πράγματι, η κατάληξη του βιβλίου είναι λελογισμένα αισιόδοξη (ίσως επειδή ο συγγραφέας έβαλε την τελευταία τελεία τον Οκτώβριο 2014). Πρώτα-πρώτα, επειδή τα χειρότερα είναι πίσω μας:

«Αν ήταν να καταστραφούμε από τις δυσκολίες που ολοένα γεννάνε νέες δυσκολίες και από την αγωνία που δημιουργεί όλο και μεγαλύτερη αίσθηση ασφυξίας, αυτό θα είχε ήδη γίνει. Μην ξεχνάς ότι η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα που μπήκε σε τέτοια δίνη και αυτή στην οποία ο στρόβιλος είχε τη μεγαλύτερη ένταση. Τίποτα δεν δικαιολογεί, αφού η κοινωνία άντεξε ως τώρα, να μην αντέξει για λίγο ακόμα, ή για όσο χρειάζεται, με δεδομένο ότι από εδώ και μπρος τα πράγματα, αργά και ατελώς, θα βελτιώνονται. Αλλά [...] βελτίωση δεν σημαίνει «πίσω στο παρελθόν» σα μην υπήρξε κρίση, όπως «έξοδος από το Μνημόνιο» δεν σημαίνει τέλος του συντονισμού και κάποιου είδους επιτήρησης.» (σελ. 67)

(Εάν βέβαια ο συγγραφέας γνώριζε τότε όσα συνέβησαν τους τελευταίους έξη μήνες, ίσως να μην ήταν τόσο κατηγορηματικός – και τόσο σίγουρος ότι «τα χειρότερα είναι πίσω μας».)

Έπειτα, επειδή ωρίμασε ο καιρός για αλλαγές:

«Η ίδια η ζωή κάνει κύκλους, πόσο μάλλον η κρίση [...]. Έχουν περάσει πέντε πολύ δύσκολα χρόνια, με τη μύτη προς τα κάτω. Οι πιθανότητες είναι ότι μπαίνουμε πια στη φάση μιας σχετικής ανάκαμψης. Και όχι μόνο οι πιθανότητες: οι χώρες του Μνημονίου βγαίνουν σιγά-σιγά από τα Μνημόνια τους. Η Ιρλανδία πρώτη, μετά η Ισπανία (από το μισό της «πακέτο»), η Πορτογαλία χωρίς καν υποσημειώσεις. Η Ελλάδα δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει –πόσο μάλλον που οι περίφημες Αγορές, οι ίδιες που έσπρωξαν αυτές τις χώρες στο γκρεμό, κάθε άλλο παρά αντιστέκονται στην επιστροφή των παραστρατημένων και τιμωρημένων στην αγκαλιά τους. Αλλά και η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο σύνολό της, έχει καταλάβει πως η σκέτη λιτότητα δεν μπορεί να κρατήσει επ’ άπειρον και πως υπάρχουν και άλλοι τρόποι δημοσιονομικής σταθεροποίησης και επιτήρησης των οικονομιών.» (σελ. 67-68)

(Πολύ σωστά όλα αυτά. Αλλά το πιο χειροπιαστό μέχρι τώρα αποτέλεσμα της πολιτικής της νέας κυβέρνησης, αυτής «που θα άλλαζε την Ευρώπη», είναι η συσπείρωση όλων των υπολοίπων γύρω από τον Schäuble. Παρότι όλο και περισσότεροι αναγνωρίζουν ότι η Ευρώπη χρειάζεται λιγότερη λιτότητα και περισσότερη αλληλεγγύη, αν πρόκειται να διαλέξουν μεταξύ της Μέρκελ και των φίλων του Πούτιν, για τους προοδευτικούς Ευρωπαίους δεν τίθεται καν δίλημμα.)

Τέλος, επειδή η κρίση μπορεί να μας έκανε σοφότερους:

«Όμως [...] η ελπίδα [δεν] οφείλεται αποκλειστικά στους κύκλους της ζωής και στην αιώνια, στην ιστορία της ανθρωπότητας, πόσο μάλλον της Ευρώπης, ήττα του κατάμαυρου σεναρίου από το απλώς γκρίζο. Αν κάτι έχει σημασία σε αυτή την περιπέτεια, δεν είναι ότι η κρίση μάς έκανε ή θα μας κάνει πιο δυνατούς –πιο ευάλωτους μάς έκανε, στην πραγματικότητα, και πιο φοβισμένους. Αλλά ότι μας αναγκάζει να σκεφτούμε ξανά κάποια πράγματα και, ίσως, να τα εκτιμήσουμε διαφορετικά. [...] Μια άσκηση αυτογνωσίας με τον πιο δύσκολο και για πολλούς άδικο τρόπο. Αλλά που δίνει τη δυνατότητα να δούμε τον κόσμο με άλλα μάτια. Κι όταν λέω «κόσμο» εννοώ τη σχέση του ανθρώπου με το χρήμα, τη θέση των κρατών στο σύγχρονο κόσμο, τον τρόπο που ασκείται η πολιτική και το δέσιμο του ατόμου με το σύνολο.» (σελ. 68-69)

Ο συγγραφέας, φαντάζομαι και για λόγους βιογραφίας, ανήκει σε αυτό το είδος υπό εξαφάνιση των ευρωπαίων ελλήνων, και δεν απολογείται για αυτό:

«Το πεδίο της πραγματικής πολιτικής στις μέρες μας, για εμάς που ζούμε σ’ αυτή την ήπειρο, δεν μπορεί να είναι παρά η Ευρώπη.  Χρειάζονται άνθρωποι και ιδέες που θα φέρουν πάλι στην επιφάνεια το σχεδόν θαμμένο σχέδιο μιας ένωσης που είναι πάνω απ’ όλα ένωση αξιών [...]. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει να φύγουμε από την απόλυτη κυριαρχία της οικονομίας και να φτιάξουμε μεγάλα κοινά προγράμματα και δίκτυα. Τι θα έλεγες ν’ αρχίζαμε από τον πολιτισμό και την έρευνα; Όπως στην παλαιολιθική εποχή είχαμε τον «Έρασμο» [3], που έδωσε ευκαιρίες ταξιδιών και σπουδών και ωρίμανσης σε χιλιάδες φοιτητές, έτσι και τώρα τίποτα δεν μας εμποδίζει –στην πραγματικότητα όλα μας σπρώχνουν- να δημιουργήσουμε έναν «Ρέμπραντ» για την υποστήριξη και την άμιλλα των καλλιτεχνών, έναν «Κοπέρνικο» που θα διαλέγει, θα χρηματοδοτεί και θα υποδέχεται ερευνητές υψηλού επίπεδου από όλη την Ευρώπη. Και δεν μιλώ για απλά «προγράμματα», δηλαδή για μερεμέτια, αλλά για μεγάλα κοινά σχέδια, για αλλαγή προτεραιοτήτων. Γιατί να μένουμε κολλημένοι στην Αναγέννηση, δίκιο έχεις. Έναν «Πικάσο» κι έναν «Τούρινγκ», πρέπει να φτιάξουμε.» (σελ. 71)

Αλλά η τελευταία του κουβέντα («που δεν μπορεί να είναι, δυστυχώς, παρά μόνο κουβέντα») αφορά τη μοίρα της γενιάς του Βασίλη:

«Ξέρω πως όλα αυτά δεν θα λύσουν το μεγάλο πρόβλημα των νέων ανθρώπων [...]. Όμως η ανεργία –παιδί όχι μόνο της κρίσης αλλά και της παγκοσμιοποίησης και της τεχνολογικής επανάστασης- δεν σηκώνει ειδικές συνταγές. Μόνο ένας πιο στραμμένος στον άνθρωπο δημόσιος προσανατολισμός και μια πιο ανοιχτή, με μεγαλύτερη φαντασία και τόλμη Ευρώπη μπορεί να δημιουργήσει νέες δουλειές και να μοιράσει καλύτερα τις ήδη υπάρχουσες. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει γρήγορα, αφού οι αλλαγές που απαιτούνται θέλουν το χρόνο τους. Και, για να ολοκληρώσουμε την προσγείωση, δεν είναι καθόλου σίγουρες. Κάτι που όχι μόνο δεν μας απαγορεύει, αλλά αντίθετα μας επιβάλλει να τις απαιτούμε. Αυτό, όπως θα πούμε, ίσως, κάποια άλλη φορά, σημαίνει να είσαι «Αριστερός».» (σελ. 72)

Να ένα μάθημα υπερηφάνειας και αξιοπρέπειας, όχι μόνο για τον Βασίλη αλλά και για τις ηττημένες, ταπεινωμένες και αποδεκατισμένες δυνάμεις του προοδευτικού ευρωπαϊσμού στη χώρα μας σήμερα.

 



Σημειώσεις

 

[1] Δανείζομαι τον όρο από τον Nichi Vendola (αρχηγός του μικρού κόμματος «Αριστερά-Οικολογία-Ελευθερία» στα αριστερά του κυβερνώντος Δημοκρατικού Κόμματος, περιφερειάρχης Απουλίας από το 2005). Όταν κάποιος δημοσιογράφος τον ρώτησε τι πρέπει να κάνει η Αριστερά για να αντισταθεί στον λαϊκισμό του Silvio Berlusconi, είχε απαντήσει: «Για να περάσουμε τη νύχτα, θα πρέπει να αγκαλιάσουμε την κουλτούρα της συνθετότητας» («per passare la nottata, dobbiamo esaltare la cultura della complessità»).

 

[2] Άγγλος ποδοσφαιριστής της Everton, της Barcelona, της Tottenham, 80 συμμετοχές στην Εθνική, σκόρερ 4 κρίσιμων γκολ στο Μουντιάλ του 1990, στα ημιτελικά του οποίου η Αγγλία αποκλείστηκε από τη Γερμανία στα πέναλτυ, γεγονός που ώθησε τον συμπαθή στράικερ να δηλώσει: «Το ποδόσφαιρο είναι απλό παιγνίδι. Εικοσιδύο παίκτες κυνηγούν μια μπάλα για 90 λεπτά, και στο τέλος νικά η Γερμανία.»

 

[3] Να τι είχε πει σχετικά ο Umberto Eco (σε συνέντευξή του στη Monde, 26 Ιανουαρίου 2012): «Το πρόγραμμα Erasmus δημιούργησε την πρώτη γενιά Ευρωπαίων. Για μένα, είναι μια σεξουαλική επανάσταση: ένας νεαρός Καταλανός γνωρίζει μια νεαρή Φλαμανδή, ερωτεύονται, παντρεύονται, και γίνονται Ευρωπαίοι, το ίδιο και τα παιδιά τους. Το πρόγραμμα θα έπρεπε να είναι υποχρεωτικό για ταξιτζήδες, υδραυλικούς και εργάτες.»