28 Δεκεμβρίου 2022

Πρόσφατες επιδόσεις και άμεσες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας


Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022).

Μετά μια καταστροφική δεκαετία (όταν η χώρα φτώχυνε αισθητά, και μαζί της οι περισσότεροι από τους κατοίκους της), την οποία διαδέχθηκε μια πολύ δύσκολη διετία, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δείχνει απρόσμενα ισχυρή.

Πράγματι, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2021), ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2022 θα διαμορφωθεί σε 6,0% στην Ελλάδα έναντι 3,3% στο σύνολο της ΕΕ. Η πρόβλεψη για το 2023 – έτος κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης – είναι μικρή αύξηση (1,0%) του ΑΕΠ στη χώρα μας έναντι ακόμη μικρότερης (0,3%) στην ΕΕ. Αυτή η εικόνα αναμένεται να συνεχιστεί και το 2024, με την ελληνική οικονομία (2,0%) να «τρέχει» γρηγορότερα από την ευρωπαϊκή (1,6%).

Ακόμη πιο ελπιδοφόρο είναι ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας φαίνεται να στηρίζεται σε γερές βάσεις: η σύγκριση του πρώτου εννεάμηνου του 2022 με το αντίστοιχο του 2019 δείχνει σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγαθών (+19%) και των επενδύσεων (+30%), κρίσιμα μεγέθη και τα δύο για τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων υψηλής τεχνολογίας, είτε αυτό αφορά τη δημιουργία ερευνητικού κέντρου στη Θεσσαλονίκη από την Pfizer, είτε επενδύσεις σε cloud computing («υπολογιστικό νέφος») από κολοσσούς της Silicon Valley όπως η Microsoft και η Google, που αναμένεται να προσθέσουν μερικά δις ευρώ στο εθνικό εισόδημα και μερικές χιλιάδες (καλοπληρωμένες) θέσεις εργασίας.

Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας προς ένα πιο εξωστρεφές και πιο βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο είναι ακόμη απελπιστικά ημιτελής. Για την ακρίβεια, χωρίς γενναία αλλαγή προσανατολισμού στη δημόσια πολιτική κινδυνεύει να μείνει για πάντα ημιτελής. Παρά τις θετικές εξελίξεις σε επιμέρους σημεία, η ελληνική οικονομία δείχνει να παραμένει εγκλωβισμένη σε παραγωγικές δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, από επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας, που απασχολούν εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης, και πληρώνουν χαμηλούς μισθούς.

Ο πρώτος λόγος ανησυχίας αφορά το ρυθμό ανάπτυξης. Παρά την πρόσφατη επιτάχυνση, σε σύγκριση με την υποβάθμιση της προηγούμενης δωδεκαετίας η ανάπτυξη παραμένει θλιβερά αναιμική. Δεν πρόκειται για υποκειμενική εκτίμηση, του τύπου αν βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις του ECFIN, εάν επιβεβαιωθούν οι θετικές προβλέψεις για την επόμενη διετία (βλ. παραπάνω), το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων (σε όρους αγοραστικής αξίας) το 2024 θα είναι 32% χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών (δηλ. όπως ακριβώς το 2016). Το 2009 το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων ήταν μόλις 6% χαμηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Έχουμε αλήθεια συνειδητοποιήσει ότι, μετά τους Βούλγαρους και τους Σλοβάκους, είμαστε εδώ και καιρό οι φτωχότεροι στην Ευρώπη;

Ο δεύτερος λόγος ανησυχίας αφορά τις επενδύσεις. Παρά την πρόσφατη άνοδο, απέχουμε ακόμη πολύ από το να έχουμε αναπληρώσει το μεγάλο επενδυτικό κενό ολόκληρης της προηγούμενης δεκαετίας, όταν ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός της ελληνικής οικονομίας συρρικνωνόταν, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (αυτό που ονομάζουμε «επενδύσεις») δεν αρκούσε ούτε καν για να αντικαταστήσει την απαξίωσή του λόγω της φθοράς του χρόνου («αποσβέσεις»). Πράγματι, αν και σαφώς αυξημένες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, οι επενδύσεις σήμερα βρίσκονται ακόμη κάτω από το μισό του επιπέδου που είχαν φτάσει προ δεκαπενταετίας. Επιπλέον, μια προσεκτικότερη ματιά στο είδος των επενδυτικών αγαθών που αυξάνονται περισσότερο δείχνει κυριαρχία των μη παραγωγικών επενδύσεων. Τα τελευταία τρία χρόνια οι επενδύσεις σε οπλικά συστήματα υπερ-εξαπλασιάστηκαν, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες σχεδόν διπλασιάστηκαν. Αντίθετα, οι επενδύσεις σε τεχνολογικό, μεταφορικό ή μηχανικό εξοπλισμό (εκτός οπλικών συστημάτων) αυξήθηκαν ελάχιστα.

Ο τρίτος λόγος ανησυχίας αφορά τις εξαγωγές. Παρά την πρόσφατη βελτίωση, το μερίδιο των ευρωπαϊκών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που προέρχονται από την Ελλάδα είναι σήμερα καθαρά μικρότερο από ό,τι πριν 20 χρόνια (1,2% το 2021 έναντι 1,5% το 2000). Ακόμη χειρότερα, οι ατμομηχανές των ελληνικών εξαγωγών παραμένουν ο τουρισμός και τα καύσιμα (που εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται). Σε πιο σύνθετα προϊόντα, υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να σημειώνει απογοητευτικές επιδόσεις. Τα δεδομένα του Οργανισμού Βιομηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNIDO) δείχνουν ότι το μερίδιο των προϊόντων μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των εξαγωγών μεταποίησης έχει υποχωρήσει από 37% το 2007 σε 28% το 2019 (τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν δεδομένα σήμερα). Η Ελλάδα ήταν τελευταία στην ΕΕ, και 84η στον κόσμο (σε σύνολο 151 χωρών).

Ο τέταρτος λόγος ανησυχίας αφορά τις εισαγωγές. Τα τελευταία δεδομένα για το πρώτο εννεάμηνο του 2022 δείχνουν ότι σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019 οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι αυξημένες κατά 18%, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μόνο κατά 2%. (Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 19% το 2019-2022, όπως αναφέραμε παραπάνω, αλλά οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 11%. Το καλοκαίρι του 2022 ήταν εξαιρετικό για τον ελληνικό τουρισμό, αλλά λιγότερο προσοδοφόρο από εκείνο του 2019.) Και αφού η άνοδος των εισαγωγών είναι θεαματικότερη από εκείνη των εξαγωγών, το αποτέλεσμα είναι η διόγκωση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου: από μόλις 0,3% του ΑΕΠ το πρώτο εννεάμηνο του 2019 σε 6,2% το πρώτο εννεάμηνο της φετινής χρονιάς. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε (ή ίσως χρειάζεται;) ότι το θηριώδες εξωτερικό έλλειμμα ήταν το ένα από τα δύο «δίδυμα ελλείμματα» πριν το 2010 που καταδίκασαν τη χώρα στη διεθνή οικονομική επιτροπεία των Μνημονίων.

Φαίνεται λοιπόν ότι εάν ξύσουμε λίγο τη γυαλιστερή επιφάνεια των πρόσφατων (αναμφισβήτητων) επιτυχιών θα βρεθούμε και πάλι αντιμέτωποι με την παραδοσιακή μετριότητα των οικονομικών επιδόσεων της χώρας, από την οποία πασχίζουμε να ξεφύγουμε.

Οι βαθύτερες αιτίες της κακοδαιμονίας αναλύονται αλλού, σε υπό έκδοση μελέτη μας για το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Το βασικό συμπέρασμα εκείνης της μελέτης είναι ότι η υποτίμηση της εργασίας και η αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα έχουν εξαντλήσει τα όποια οφέλη τους, και πλέον λειτουργούν αντιπαραγωγικά. Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορεί να προκύψει με την απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς από τις ρυθμίσεις που τις περιορίζουν. Η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας έχει οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προαπαιτούμενα: συνεπάγεται βαθιές τομές στην παραγωγή δεξιοτήτων, στην κοινωνική προστασία, στη φορολογία, και στις εργασιακές σχέσεις.

24 Δεκεμβρίου 2022

Small antidotes to existential angst

 


Οriginally published in Greek in Kathimerini (24 December 2022) under the title "Partying in Kyiv".

Wasn’t it Alki Zei, the novelist, who’d said “The best parties in Athens took place during the Occupation”? That was definitely not the selfish reaction of an unreflective individual, who turned in on herself while all around her fell apart; only the vital urge of a young woman in love (she had just met Giorgos Sevastikoglou, her lifetime companion), who drew strength from the certainty that she did the right thing (she had already joined the Resistance), and resolved to live every day to the full, knowing it could be her last.

That phrase came to mind as I read of the parties thrown in Kyiv and Lviv. With power from makeshift generators, and no heating, dancing with determination, waiting for the next bomb. Knowing that free men and women around the world admire them, cheer their military successes, and pin their hopes on their perseverance, until the end of the nightmare. It’s the human condition: we lick our wounds, count our losses, and push on. What else can one do?

Is it morally suspect of us western Europeans to watch a terrible war unfold as if it were a spectacle, from our warm home, with our beloved ones nearby and safe? It can be – unless we too are prepared to do the right thing: keep our calm about the rising cost of energy, treat compassionately Ukrainian (and other) refugees, send our governments the signal that we too will persevere, until the end of the nightmare.

Meanwhile, the spectacle par excellence for me and many other people around the world had already been stained by reports of thousands of migrant workers losing their lives to build Qatar’s stadiums before the bribing scandal at the European Parliament, involving MEPs from my adopted as well my actual country, from a political family close to mine (how many more trials does this life have in store for me?)

And yet, amidst the gloom, how many of us, against their better judgement, did not feel gradually engrossed in the childish excitement of a tense, closely contested football match? For 90 or 120 minutes (plus injury time) we forgot the war, climate change, the vulgarity of much of public life, the mediocrity of most of its protagonists, and geared up to applaud a great goal, or to regret a lost penalty, by a random millionaire from a faraway country.

Or to share the joy of those who cheered their own country’s victories, like the Moroccans who celebrated in the streets of Milan, children sitting on their shoulders, holding hands with their women, them wearing headscarf or lipstick and light makeup (or all of these at once), for a night of pure bliss, and then another, on top of the world.

Or to laugh with the near triumph of Ghana’s forward, by the name of Inaki Williams, who in the tenth minute of injury time, lurking behind the post with deadly intent, as Portugal goalkeeper Diogo Costa, oblivious to his presence, dropped the ball in front of him, darted forward, stole the ball, only to slip as he turned to score an easy goal, missing the chance to become a national hero, but not before giving a few million people around the world the gift of a few seconds of authentic joy, taking them back to the time when, sweaty and bruised, carefree and unsuspecting, they chased a ball on a dusty field for hours on end.

Οι μικρές απολαύσεις αντίδοτο στην υπαρξιακή αγωνία


Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022) με τίτλο 
«Πάρτυ στο Κίεβο».

Η Άλκη Ζέη δεν είχε γράψει ότι «τα καλύτερα πάρτυ γίνονταν στη διάρκεια της Κατοχής»; Δεν επρόκειτο για εγωιστική αντίδραση αστόχαστου ανθρώπου, που κλείνεται στον εαυτό του ενώ έξω όλα καταρρέουν. Αλλά για τη ζωτική ανάγκη ενός νεαρού ερωτευμένου κοριτσιού (εκείνη την εποχή γνωρίζει τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, σύντροφο μιας ζωής), που αντλεί δύναμη και γαλήνη από τη συνείδηση ότι κάνει αυτό που πρέπει (έχει ήδη προσχωρήσει στην Αντίσταση), και αποφασίζει να ζήσει έντονα κάθε μέρα, γνωρίζοντας ότι μπορεί να είναι η τελευταία.

Αυτή η φράση και αυτή η ιστορία μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας για τα πάρτυ των κατοίκων του Κιέβου και του Λβυβ. Με ρεύμα από γεννήτριες, χωρίς θέρμανση, χορεύοντας με πείσμα, περιμένοντας την επόμενη βόμβα. Γνωρίζοντας ότι οι ελεύθεροι άνθρωποι όλου του κόσμου τους θαυμάζουν, πανηγυρίζουν για τις επιτυχίες τους, και προσεύχονται να αντέξουν, μέχρι το τέλος του εφιάλτη. Είναι η ανθρώπινη συνθήκη: γλύφουμε τις πληγές μας, μετράμε τις απώλειες μας, και προχωράμε, προσπαθώντας κάθε φορά να κάνουμε το σωστό. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;

Είναι ηθικά αμφίβολη η στάση μας αυτή, να παρακολουθούμε έναν ακόμη φριχτό πόλεμο σαν να είναι ψυχαγωγικό θέαμα, από το ζεστό μας σπίτι, με τους αγαπημένους μας κοντά μας και ασφαλείς; Ναι είναι – εκτός εάν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε και εμείς το σωστό, τηρουμένων των πολλών αναλογιών: κάνοντας υπομονή για το ρεύμα που ακρίβυνε, συμπεριφερόμενοι ανθρώπινα στους Ουκρανούς (και στους άλλους) πρόσφυγες, και στέλνοντας στις κυβερνήσεις που μας εκπροσωπούν το σινιάλο ότι είμαστε και εμείς έτοιμοι να αντέξουμε, μέχρι το τέλος του εφιάλτη.

Εν τω μεταξύ, το κατ’ εξοχήν ψυχαγωγικό θέαμα, για μένα και εκατομμύρια άλλους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, είχε από καιρό λεκιαστεί ανεξίτηλα, από την είδηση των χιλιάδων μεταναστών εργατών χωρίς δικαιώματα που έχασαν τη ζωή τους χτίζοντας τα γήπεδα όπου παίζεται το Μουντιάλ του Κατάρ. Ήδη προτού ξεσπάσει το σκάνδαλο χρηματισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και μάλιστα με πρωταγωνιστές πολιτικούς από τις δύο πατρίδες μου, και μάλιστα από συγγενική μου πολιτική οικογένεια (πόσες ακόμη δοκιμασίες μου επιφυλάσσει αυτή η ζωή;)

Και όμως, μέσα σε αυτό το ζόφο, πόσοι από εμάς δεν ένιωσαν, σχεδόν παρά τη θέλησή τους, να βυθίζονται σταδιακά στην παιδιάστικη απόλαυση ενός συναρπαστικού, αμφίρροπου αγώνα; «Τα λεπτά κυλούν, η αγωνία κορυφώνεται» - και για 90 ή 120 λεπτά (συν τις καθυστερήσεις) ξεχνάμε τον πόλεμο, την κλιματική αλλαγή, τη χυδαιότητα της δημόσιας ζωής, την ευτέλεια κάποιων πρωταγωνιστών της, και ετοιμαζόμαστε πάλι να πανηγυρίσουμε ένα γκολ, ή να λυπηθούμε για ένα χαμένο πέναλτυ, κάποιου άγνωστου σε εμάς εκατομμυριούχου από κάποια μακρινή χώρα.

Ή να μοιραστούμε τη χαρά όσων πανηγυρίζουν τις επιτυχίες της δικής τους χώρας, όπως οι Μαροκινοί του Μιλάνου, που βγήκαν με τις σημαίες τους, με τις καραμούζες τους, με τα παιδιά τους στους ώμους, κρατώντας από το χέρι τις γυναίκες τους, με μαντήλα ή με κραγιόν και ελαφρύ μακιγιάζ (ή με όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως), για μια νύχτα, και μετά άλλη μια, στην κορυφή του κόσμου: έρχονται άλλες εποχές.

Ή να γελάσουμε με το ημιτελές κατόρθωμα του επιθετικού της Γκάνας (Ινάκι Γουίλλιαμς το όνομά του), που στο δέκατο λεπτό των καθυστερήσεων του αγώνα με την Πορτογαλία κρύφτηκε πίσω από το δοκάρι, σαν τίγρης σε θανάσιμη ενέδρα, και όταν ο αντίπαλος τερματοφύλακας άφησε τη μπάλα στο χόρτο, τινάχτηκε μπροστά, του την έκλεψε, στράφηκε για να την σπρώξει στο άδειο τέρμα – και γλύστρησε, χάνοντας τη μεγάλη ευκαιρία να γίνει εθνικός ήρωας, έχοντας όμως προηγουμένως χαρίσει σε μερικά εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο λίγα δευτερόλεπτα αυθεντικής χαράς, ταξιδεύοντάς τους στα χρόνια που ιδρωμένοι και γρατζουνισμένοι, ξένοιαστοι και ανυποψίαστοι, έτρεχαν ώρες ατέλειωτες πίσω από μια μπάλα σε μια σκονισμένη αλάνα.

2 Δεκεμβρίου 2022

No, l’Europa sociale non è un miraggio



Ομιλία στην ημερίδα του Jobless Society Forum "Work in Regress: Ripensare il lavoro in tempo di crisi" του Ιδρύματος Giangiacomo Feltrinelli (Μιλάνο, Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022).

Il titolo di questa sessione è: L’Europa sociale è un miraggio?

La mia risposta è: no.

Forse dovrei fermarmi qui (è stata una giornata lunga, ed è già molto tardi), ma spiegherò brevemente perché la penso così.

1. Se prendiamo come criterio la quota di spesa nazionale dedicata alla protezione sociale, dobbiamo concludere che l’Europa non è mai stata così sociale. Nel 2020, la spesa sociale nell’UE (al netto delle spese amministrative) superava il 30% del Pil. Negli Stati Uniti (nel 2019) ammontava al 18%.

2. Ormai da parecchi anni, il campione europeo non è più la Svezia, ma la Francia (35,2%). L’Italia non è molto lontana da questo traguardo: la spesa sociale nel 2020 era pari al 33,3% del Pil. Certo, il 2020 era un anno anomalo, e nel 2019 la spesa sociale in Italia era ‘soltanto’ 28,3% del Pil. Ma questa cifra era a sua volta nettamente superiore a quella del 2007 (prima della crisi finanziaria, 24,3%), oppure a quella del 2000 (prima della moneta unica, 22,7%).

3. Si potrebbe obiettare che, se la spesa sociale è cresciuta negli ultimi decenni, i rischi e i problemi sociali sono cresciuti di pari passo, quindi dobbiamo correre di più per non rimanere indietro. Forse è così. Senz’altro oggi c’è più precarietà e povertà lavorativa rispetto agli anni Ottanta (quando avevo l’età che hanno oggi i miei due figli), e questo è uno dei motivi per cui bisogna ripensare le regole del mercato del lavoro e ribilanciare la spesa sociale a favore dei giovani.

4. Però, per altri aspetti, non ci stiamo necessariamente muovendo nella direzione sbagliata. Per esempio, la disuguaglianza non è in crescita dappertutto: lo è in Italia, ma nella metà degli stati membri oggi c’è meno disuguaglianza rispetto a prima della crisi finanziaria. Complessivamente nell’UE la disuguaglianza nel 2019 si attestava sul livello del 2007, quindi non mi sembra il caso di evocare un mitico passato in cui l’Europa era ‘più sociale’. Anzi, forse è il presente ad essere un po’ sorprendende: abbiamo avuto la crisi finanziaria, l’austerità, la pandemia, eppure lo stato sociale europeo è ancora fra noi ed è più forte che mai – stando ai livelli di spesa sociale. Forse dovremmo addirittura brindare. ('Count our blessings' come dicono gli anglosassoni.)

5. Se infatti è vero, come sostengo, che il modello sociale europeo – nonostante le apparenze – gode di ottima salute, dobbiamo piuttosto chiederci il perché. Qual è il segreto della sua resilienza (per abusare di una parola che va di moda ultimamente)?

6. A mio parere, la risposta va cercata in ciò che scrisse più di 30 anni fa, quando veniva abbattuto il Muro di Berlino, Ralf Dahrendorf (curioso intellettuale, che in una vita sola è riuscito a diventare parlamentare tedesco, Lord inglese e Commissario europeo). Scriveva Dahrendorf che quello che rende l’Europa unica al mondo è l'essere riuscita a quadrare il cerchio, cioè a coniugare (i) libertà politica, (ii) prosperità economica e (iii) coesione sociale. Due di questi tre aspetti sono riusciti a coniugarli altrove: gli Stati Uniti i primi due, la Cina gli ultimi due. Tutte e tre, invece, solo la nostra Europa. (Brindiamo ancora.)

7. Se il liberale Dahrendorf aveva ragione, per lo stesso motivo la democristiana Merkel aveva torto, quando faceva notare (a Davos, nel dicembre 2013) che il vecchio continente rappresenta il 7% della popolazione mondiale, il 25% del Pil mondiale e il 50% della spesa sociale mondiale, insinuando che in un’epoca di competizione globale una spesa sociale così elevata non fosse più sostenibile. Sbagliava: l’Europa è diventata ciò che è oggi proprio perché ha investito così tanto nella protezione sociale. E deve continuare a farlo (certo, in maniera intelligente) se intende mantenere la sua competitività economica oltre che la coesione sociale.

8. Per fare un altro esempio: è senz’altro vero che lo stato sociale danese è più forte di quello bulgaro, perché la Danimarca è più ricca della Bulgaria e perciò può permettersi di finanziare prestazioni sociali più generose. Ma è vero anche il contrario: l’economia danese è più competitiva di quella bulgara proprio perché può contare su una forza lavoro sana e ben istruita, su relazioni industriali non troppo conflittuali, su istituzioni del mercato del lavoro che coniugano flessibilità e sicurezza, e così via.

9. Detto fra parentesi, in una economia di mercato ignorare le esigenze legittime delle imprese non è una buona idea, se abbiamo nel cuore la coesione sociale. Quando il livello, la distribuzione e le regole della spesa sociale minano il buon funzionamento dell’economia, finisce male per tutti – a partire dai più deboli. Avendo osservato da vicino la crisi greca degli anni 2010, ve lo posso assicurare.

10. Cosa fare quindi? Investire, investire, investire: su programmi di sostegno al reddito efficaci (lo stress della povertà estrema danneggia le capacità cognitive delle persone e le induce a errori che ne peggiorano ulteriormente la situazione economica); su asili nido (il miglior investimento possibile e immaginabile, con un rendimento annuo pari al 13% secondo James Heckman, premio Nobel per l'economia nel 2000); sugli altri servizi di cura, aiutando sia i beneficiari sia i rispettivi familiari (di solito donne); e infine su sistemi di formazione che preparano le persone ad affermarsi nell’economia digitale.

Per un’Europa più libera, più prospera e più coesa.

10 Νοεμβρίου 2022

Η ελληνική οικονομία χρειάζεται μια αναπτυξιακή κοινωνική πολιτική












Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022). Το άρθρο βασίζεται στην ομιλία μου στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών (3-4 Οκτωβρίου 2022).

Το κοινωνικό κράτος βλάπτει την οικονομία; Μερικές φορές ναι: Η συνταξιοδοτική πολιτική μέχρι το 2010 έστειλε στην αποστρατεία εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες (και ιδίως Ελληνίδες) παραγωγικής ακόμη ηλικίας και συνέβαλε καθοριστικά στην χρεωκοπία της χώρας. Εξίσου βλαπτική για την οικονομία, και χωρίς κοινωνικό αντίκρυσμα, υπήρξε η σπατάλη και η κακοδιαχείριση στο σύστημα υγείας. Ή η χαριστική χορήγηση αναπηρικών συντάξεων.

Άρα, ωφελεί την οικονομία ένα μικρότερο κοινωνικό κράτος; Η διεθνής εμπειρία δείχνει πως όχι. Ανάμεσα στις δυναμικότερες οικονομίες του κόσμου φιγουράρουν χώρες με υψηλή φορολογία και ρωμαλέο σύστημα κοινωνικής προστασίας. Και αντιστρόφως: στις φτωχότερες χώρες του κόσμου η φορολογία είναι χαμηλή και η κοινωνική προστασία υποτυπώδης.

Η χώρα μας φτώχυνε πολύ την περασμένη δεκαετία, και η κοινωνική δαπάνη συρρικνώθηκε. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα δεν είναι ούτε μειώσεις φόρων, ούτε μέτρα αναστήλωσης του κοινωνικού κράτους που μας οδήγησε στη χρεωκοπία (όπως γίνεται με την ακύρωση των περικοπών συντάξεων των Μνημονίων). Αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία είναι μια αναπτυξιακή κοινωνική πολιτική.

Μερικά παραδείγματα:

Ένα καλοσχεδιασμένο επίδομα ανεργίας βοηθά τη σωστή αντιστοίχιση ανέργων και κενών θέσεων ανεργίας. (Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ για τη δουλειά του στο πρόβλημα των «τριβών αντιστοίχισης».) Όμως στη χώρα μας η συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων δεν δικαιούται κανένα επίδομα.

Η δημιουργία ενός δικτύου δωρεάν βρεφονηπιακών σταθμών για όλα τα παιδιά προσχολικής ηλικίας σε δωρεάν βρεφονηπιακούς σταθμούς είναι η καλύτερη επένδυση που υπάρχει. (Ο James Heckman, κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ, υπολόγισε ότι η ετήσια απόδοση της δημόσιας δαπάνης, εάν συνυπολογιστούν όλα τα μελλοντικά οφέλη, είναι της τάξης του 13%.) Όμως στη χώρα μας το ποσοστό κάλυψης των βρεφονηπιακών σταθμών είναι πολύ κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Η αναβάθμιση του αναπτυξιακού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας είναι απλώς ανέφικτη χωρίς αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων και των ανέργων - και των επιχειρηματιών! Όμως η χώρα μας σημειώνει τραγικές επιδόσεις: σύμφωνα με την τελευταία έρευνα PIAAC του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα το 18,6% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών είναι λειτουργικά αναλφάβητοι («στερούνται βασικών δεξιοτήτων κατανόησης κειμένου, αριθμητικής, και επίλυσης προβλημάτων»).

Η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο (με προσχολική αγωγή για όλα τα πιτσιρίκια, σχολικά γεύματα για όλους τους μαθητές, καλή περίθαλψη για όλους τους πολίτες, διά βίου μάθηση για όλους τους εργαζόμενους, ανέργους και επιχειρηματίες) είναι το κλειδί για την επιτάχυνση της βιώσιμης ανάπτυξης.

26 Σεπτεμβρίου 2022

Η «διάβρωση της μεσαίας τάξης» πίσω από το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία;











Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022).

Η νίκη της Δεξιάς στις χθεσινές εκλογές στην Ιταλία είχε προαναγγελθεί τόσο καθαρά από τις δημοσκοπήσεις (και τον «σφυγμό» της κοινής γνώμης) που η επόμενη μέρα προδιαγράφεται το ίδιο υποτονική όπως όλες οι προηγούμενες.

Σημάδι της υποτονικότητας το ρεκόρ αποχής: 36% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου έμειναν στο σπίτι τους, έναντι 27% το 2018.

Όπως αναμενόταν, ο συνασπισμός της Κεντροδεξιάς επικράτησε καθαρά (43,9%) έναντι εκείνου της Κεντροαριστεράς (26,5%), χωρίς πάντως να κερδίζει τα δύο τρίτα των εδρών που θα του επέτρεπαν να αλλάξει το Σύνταγμα, όπως τουλάχιστον φαίνεται μέχρι στιγμής.

Όπως μεταδίδουν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία, οι πρώτοι που συνεχάρησαν τους νικητές ήταν οι πρωθυπουργοί της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.

Σε επίπεδο κομμάτων, οι πρώην νεοφασίστες της Τζόρτζια Μελόνι (26,3%) άφησαν σε απόσταση το Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέττα (19,3%). Στο εσωτερικό της Κεντροδεξιάς, η λεπενική (και φιλοπουτινική) Λέγκα του Ματτέο Σαλβίνι καταποντίστηκε (8,9%), η Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι συγκράτησε τον κύριο όγκο των δυνάμεών της (8,0%). Εκτός των δύο συνασπισμών, το Κίνημα Πέντε Αστέρων υπό την ηγεσία του πρώην πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε ξεπέρασε τις προσδοκίες (15%), ενώ το κεντρώο σχήμα των Κάρλο Καλέντα και Ματτέο Ρέντσι που φιλοδοξούσε να αναδειχθεί σε Τρίτο Πόλο έμεινε τέταρτο (7,8%).

Στις μονοεδρικές περιφέρειες (λίγο πάνω από το ένα τρίτο όλων των εδρών), ο χάρτης βάφτηκε μπλε, με λίγες κόκκινες νησίδες στην Εμίλια-Ρομάνια και στην Τοσκάνη, και ακόμη πιο λίγες κίτρινες (Κ5Α) στην Απουλία και στην Καμπανία.

Στις μικρότερες εκλογικές περιφέρειες, όπου βουλευτές και γερουσιαστές εκλέγονται με απλή αναλογική (εάν το κόμμα τους περάσει το 3%), η εκλογική γεωγραφία παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στο κοσμοπολίτικο και δυναμικό Μιλάνο, η Κεντροδεξιά (34%) ηττήθηκε από την Κεντροαριστερά (38%), ενώ οι Καλέντα-Ρέντσι διπλασίασαν το εθνικό ποσοστό τους (16%). Αντίθετα, 770 χιλιόμετρα νοτιότερα, στη Νάπολι, όπου οι βασικοί εργοδότες είναι το Δημόσιο και η Καμόρρα, η Κεντροδεξιά έμεινε στο 21% και η Κεντροαριστερά στο 24%, ενώ το Κίνημα Πέντε Αστέρων θριάμβευσε (43%). Το μυστικό της δημοτικότητας του Κόντε, τον οποίο οι Ναπολιτάνοι υποδέχθηκαν περίπου σαν να ήταν ο μικρός αδελφός του Μαραντόνα, είναι το λαοφιλές «Εισόδημα του Πολίτη», που δίνει μέχρι 780 ευρώ το μήνα σε όσους δεν διαθέτουν (δηλωμένα) εισοδήματα. Ο σοφός Μάριο Ντράγκι είχε αναγνωρίσει ότι το «Εισόδημα του Πολίτη» συνιστούσε βήμα εξευρωπαϊσμού της ιταλικής πολιτικής κατά της φτώχειας, επέμενε όμως ότι έχρηζε επείγοντος ανασχεδιασμού. Μια τέτοια διάκριση παραείναι λεπτή για την Κεντροδεξιά, που έχει υποσχεθεί ότι θα το καταργήσει.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Federico Fubini, οικονομικού συντάκτη της Corriere della sera, το εκλογικό αποτέλεσμα αντανακλά την παρακμή της μεσαίας τάξης σε μια στάσιμη οικονομία. Η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ τόνωσε την αξία των περιουσιακών στοιχείων, και κατά συνέπεια τα εισοδήματα όσων διαθέτουν περιουσία, κινητή και ακίνητη. Στην άλλη άκρη της εισοδηματικής κατανομής, το «Εισόδημα του Πολίτη» βελτίωσε τη θέση των φτωχών. Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω. Η παρακμή της μεσαίας τάξης συμπαρέσυρε το Κέντρο, η κοινωνική πόλωση ενίσχυσε την εκλογική.

Τι θα γίνει τώρα; Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλλα θα δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη 45χρονη Τζόρτζια Μελόνι, που όταν γίνει πρωθυπουργός θα είναι η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της χώρας. (Στο νεαρόν της ηλικίας την είχε ξεπεράσει ο Ματτέο Ρέντσι, ο οποίος το 2014 ήταν 39 ετών.)

Κατά τα άλλα, αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί το 2018, όταν κυβέρνηση είχαν σχηματίσει η Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλλα είχε αναγκαστεί να βάλει βέτο στην επιλογή για τη θέση του υπουργού οικονομικών ενός οπαδού της εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ, οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τις εξελίξεις: το περιθώριο κινδύνου (spread) στα ιταλικά ομόλογα έχει ήδη αυξηθεί, και δεν προβλέπεται να αυξηθεί άλλο βραχυπρόθεσμα. Σε λίγους μήνες όμως, όταν η ΕΚΤ αρχίσει να εκχωρεί ομόλογα, το δυσθεώρητο χρέος της Ιταλίας (2 τρις 770 δις ευρώ, περίπου 15 φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας) θα ξαναμπεί στο μικροσκόπιο των αγορών, που ως γνωστόν έχουν την τάση να υπεραντιδρούν σε ο,τιδήποτε εκλαμβάνουν ως απειλή στη δανειοληπτική ικανότητα των κυβερνήσεων. Η συνέχεια αναμένεται με ενδιαφέρον.

25 Σεπτεμβρίου 2022

Η Ιταλία μπροστά στις κάλπες










Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022).

Όταν την περασμένη Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου τέθηκε σε ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η έκθεση της ειδικής επιτροπής για την κατάσταση στην Ουγγαρία – η οποία κατέληγε ότι αυτή η χώρα δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δημοκρατική, και για αυτό η χρηματοδότησή της από το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να ανασταλεί έως ότου αποκατασταθεί το κράτος δικαίου στο εσωτερικό της – εγκρίθηκε πανηγυρικά: 433 ευρωβουλευτές ψήφισαν υπέρ, 123 κατά, ενώ 28 απείχαν. Όμως τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της ιταλικής Δεξιάς, που αναμένεται να κερδίσει τις εκλογές της Κυριακής 25 Σεπτεμβρίου, οι πρώην νεοφασίστες της Τζόρτζια Μελόνι, και η λεπενική Λέγκα του Ματτέο Σαλβίνι, ψήφισαν κατά.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για στάση αρχής: η απροκάλυπτη δυσανεξία απέναντι στα συνταγματικά αντίβαρα (ανεξάρτητος Τύπος, ανεξάρτητη δικαιοσύνη), η επιθετική ξενοφοβία, η υστερική υπεράσπιση της «φυσικής οικογένειας» διά της αποκατάστασης των διακρίσεων κατά των γυναικών και κατά των ομοφυλοφίλων, καθώς και η περιφρόνηση των ευρωπαϊκών θεσμών (όχι όμως των ευρωπαϊκών κονδυλίων), δηλ. όσα χαρακτηρίζουν την «ανελεύθερη δημοκρατία» του Βίκτωρ Όρμπαν, απηχούν επίσης τις πιο μύχιες επιθυμίες της ιταλικής – και όχι μόνο - Δεξιάς.

Πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί στα πρόθυρα της εξουσίας σε μια χώρα που, μετά την καταστροφική εικοσαετία του μουσολινικού καθεστώτος, έγραψε τον αντιφασισμό στο σύνταγμά της; Καλή ερώτηση. Η απάντηση θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη σταδιακή φθορά των δημοκρατικών θεσμών από την κομματοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα, την μαύρη και κόκκινη τρομοκρατία, τη διάβρωση του κράτους - και κυρίως από την πρωτοφανή στασιμότητα της ιταλικής οικονομίας εδώ και 30 σχεδόν χρόνια, που έχει εμπεδώσει μια αίσθηση παρακμής και στενών οριζόντων.

Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα ανυποληψίας και χαμηλής εμπιστοσύνης, σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος αδιαφορεί, ή είναι έτοιμο να δοκιμάσει κάποιον «νέο και άφθαρτο» πολιτικό - Μπερλουσκόνι (43% στις εθνικές εκλογές του 1994), και πιο πρόσφατα: Ρέντσι (41% στις ευρωεκλογές του 2014), Γκρίλλο (32% στις εθνικές εκλογές του 2018), Σαλβίνι (34% στις ευρωεκλογές του 2019) – και αμέσως μετά να απογοητευθεί από αυτόν και να του γυρίσει την πλάτη. (Στις εκλογές της Κυριακής, οι παραπάνω τέσσερις αναμένεται να κινηθούν στο 10% ή και παρακάτω.)

Θα τα καταφέρει καλύτερα η Μελόνι; Όχι, εκτός και εάν πιστεύετε ότι οι εθνικοποιήσεις (π.χ. της Αλιτάλια), ο «ναυτικός αποκλεισμός» (που θα κρατήσει μακριά τους πρόσφυγες), η επιβολή έκτακτης φορολογίας στις ξένες επιχειρήσεις (!), και η επαναδιαπραγμάτευση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (191,5 δις ευρώ, περίπου όσο το ΑΕΠ της Ελλάδας) θα βάλουν την ιταλική οικονομία σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης. 

Στην πόλη όπου ζω, στο κοσμοπολίτικο και δυναμικό Μιλάνο, όπου ο πρώτος κινέζος μετανάστης άρχισε να πουλάει μεταξωτές γραβάτες στους φιλοπερίεργους αστούς με ρεντιγκότα και ημίψηλο καπέλο στην Πλατεία Ντουόμο στις αρχές του Εικοστού Αιώνα, όπου το 18% του πληθυσμού είναι ξένοι (ανάμεσά τους οι περισσότεροι φοιτητές μου), και όπου η εξωστρέφεια είναι το μυστικό της οικονομικής επιτυχίας, οι μουχλιασμένες συνταγές της Δεξιάς αντιμετωπίζονται με θυμηδία. Για αυτό άλλωστε, οι εύποροι αστοί της πόλης σνομπάρουν τον άξεστο Σαλβίνι, και πιθανότατα και τη Μελόνι, και είναι έτοιμοι να στραφούν προς το κεντρώο σχήμα των Κάρλο Καλέντα και Ματτέο Ρέντσι, καθώς και στο Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέττα (οι οποίοι βέβαια απέτυχαν να συνεργαστούν μεταξύ τους, σε άλλη μια θεαματική επίδειξη έλλειψης ενστίκτου αυτοσυντήρησης). Αντίθετα, οι λιγότερο μορφωμένοι (και φτωχότεροι) μικροαστοί και εργάτες θα εμπιστευθούν τη Δεξιά.

Αυτή δεν είναι η νέα πολιτική γεωγραφία της Δύσης; Νέα Υόρκη εναντίον Μεσοδυτικών Πολιτειών, Παρίσι εναντίον «Βαθιάς Γαλλίας», Μιλάνο εναντίον επαρχιακής Ιταλίας. Το χωριό περικυκλώνει την πόλη.

Αυτό είναι και το δράμα των οπαδών της ανοιχτής κοινωνίας. Εάν οι προοδευτικές και φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις δεν καταφέρουν να εκπροσωπήσουν όσους μένουν πίσω - να τους υποστηρίξουν ώστε να μπορέσουν και αυτοί να γευθούν τους καρπούς της οικονομικής επιτυχίας, και να προστατεύσουν όσους δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές –, ας ετοιμαστούν να υποστούν τις συνέπειες. Και μαζί τους και εμείς.

22 Σεπτεμβρίου 2022

Ενότητα και εξιλέωση

Δημοσιεύθηκε ως ανάρτηση στο fb (Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022).

Ευχαριστώ τον Νίκο Μπίστη για την αναφορά του στο άρθρο μου, και στη συζήτησή μας στο περιθώριο της παρουσίασης του ωραίου βιβλίου του Γιάννη Μπαλαμπανίδη "Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης: Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς" (εκδόσεις Πόλις).

Είναι ενδιαφέρουσα η αναφορά του Νίκου Μπίστη στη "λήθη", που φυσικά θυμίζει το σύνθημα του Κέντρου (κυρίως) την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο.

Η χώρα μας βίωσε μια βαθιά διαίρεση την προηγούμενη δεκαετία, και τώρα προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές της. Για να συμβεί αυτό, η πρώτη προϋπόθεση είναι να πέσουν οι τόνοι. (Ας είναι αυτή η ανταλλαγή απόψεων, και ελπίζω και τα σχόλια όσων μπουν στον κόπο να σχολιάσουν, μια συμβολή σε αυτό.)

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η ειλικρινής αυτοκριτική όλων των πλευρών. Φοβάμαι ότι αυτό, όπως σημείωσε και ο Παντελής Καψής στη δική του ανάρτηση, σημαίνει πριν από κάθε τι άλλο, αυτοκριτική του ΣΥΡΙΖΑ, αφού η διχαστική ρητορική, η απαξίωση του αντιπάλου, τα "Ή εμείς ή αυτοί", από αυτό το κόμμα προήλθαν.

Δεν εκπροσωπώ παρά μόνο τον εαυτό μου - και αυτόν όχι πάντα, όπως θα έλεγε ο Μαρξ (Γκράουτσο) - αλλά για μένα το ζητούμενο δεν είναι η ευκαιριακή ενότητα της αριστεράς και της κεντροαριστεράς εν όψει των εκλογών ή και μετά. Στην ισπανική Δεύτερη Δημοκρατία (1931-1936), η ενότητα αυτή ήταν ευρύτατη: από τους αναρχικούς έως τους ρεπουμπλικάνους, συστρατεύθηκαν όλοι στο Λαϊκό Μέτωπο - όμως η χώρα βυθίστηκε στο μίσος, και τελικά οδηγήθηκε σε εμφύλιο πόλεμο.

Συνεπώς, το ζητούμενο (πάντα για μένα) είναι πώς θα αποκατασταθεί ένα κλίμα συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων, για τα πολλά που έμειναν άλυτα μετά την κρίση, και για τα δύσκολα που έρχονται. Και κάτι τέτοιο μου φαίνεται δύσκολο χωρίς την "εξιλέωση" του ΣΥΡΙΖΑ. (Και, στη συνέχεια, χωρίς την απομόνωση των ακραίων φωνών στη ΝΔ.)

Είμαι βέβαιος ότι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι στο χώρο αυτό (και στους άλλους χώρους) καταλαβαίνουν τι εννοώ.

17 Σεπτεμβρίου 2022

Η ιταλική Δεξιά ετοιμάζεται να κυβερνήσει


















Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022).

Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ο δεξιός συνασπισμός των πρώην νεοφασιστών της Giorgia Meloni, της λεπενικής Λέγκας του Matteo Salvini, και του παρηκμασμένου «Φόρτσα Ιτάλια» του Silvio Berlusconi, θα κερδίσει τις εκλογές της Κυριακής 25 Σεπτεμβρίου στην Ιταλία.

Όλα δείχνουν ότι η νίκη της ιταλικής Δεξιάς θα είναι καθαρή. Οι πολιτικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο «bandwagon effect» για να περιγράψουν τη στοίχιση των αναποφάσιστων (ή των αδιάφορων, ή των απληροφόρητων) πίσω από το άρμα εκείνου που παίρνει αέρα νίκης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό ενισχύεται από την πελατειακή συναλλαγή: ομάδες συμφερόντων, στη νόμιμη οικονομία ή και όχι, στο Νότο αλλά όχι μόνο, προσφέρουν στον διαφαινόμενο νικητή τα πακέτα ψήφων που διατείνονται ότι ελέγχουν, με αντάλλαγμα κάποια χαριστική σύμβαση ή ευνοϊκή ρύθμιση μετά τις εκλογές.

Το προβάδισμα της Δεξιάς οριστικοποιήθηκε στις αρχές Αυγούστου, όταν η συμφωνία του Enrico Letta, ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος, και του Carlo Calenda, επικεφαλής ενός κεντρώου σχηματισμού, να συνεργαστούν στις μονοεδρικές περιφέρειες, κατέρρευσε μετά την ξαφνική αποχώρηση του τελευταίου. Είχε προηγηθεί η άρνηση του Letta να συνεργαστεί με τον Matteo Renzi, πρώην ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος, και νυν επικεφαλής άλλου κεντρώου κόμματος, επειδή το 2014 ο δεύτερος είχε ανατρέψει τον πρώτο για να γίνει πρωθυπουργός στη θέση του. Επιβεβαιώθηκε ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται υπερβολικά συχνά σε διάφορες χώρες για να είναι τυχαίο: στα δεξιά του πολιτικού φάσματος ακόμη και οι βαρύτερες προσβολές παραμερίζονται προκειμένου οι πρώην αντίδικοι να συνεργαστούν προς το κοινό τους συμφέρον (την κατάληψη της εξουσίας), ενώ αντίθετα στα αριστερά οι πολιτικές στρατηγικές επικαθορίζονται από προσωπικές αντιπάθειες.

Βρισκόμαστε λοιπόν στα πρόθυρα της φασιστικής παλινόρθωσης; Όχι ακριβώς – παρά την ανατριχιαστική σύμπτωση της συμπλήρωσης ενός αιώνα από την Πορεία στη Ρώμη και άνοδο του Mussolini στην εξουσία (28 Οκτωβρίου 1922). Η Meloni (που προαλείφεται για πρωθυπουργός) και το κόμμα της (που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις προηγείται με 25%) δεν είναι φασίστες, δεν ετοιμάζονται να βάλουν λουκέτο στο Κοινοβούλιο, ούτε να στείλουν τους αντιφρονούντες στα ξερονήσια. Δεν θα κάνουν χωριστή συμφωνία αγοράς αερίου από τη Ρωσία, παρότι ο Πούτιν είναι παλιός φίλος του Berlusconi (και έχει φιλοξενηθεί επανειλημμένως στη βίλα του στη Σαρδηνία), ενώ ο Salvini είναι φανατικός οπαδός του Ρώσου δικτάτορα (και μεγάλου χορηγού τη Λέγκας, σύμφωνα με αρκετές ενδείξεις). Δεν θα βγάλουν καν την Ιταλία από την ΕΕ, αντίθετα θα καταπιούν γρήγορα τις ανοησίες περί «ανάγκης αποκατάστασης της πρωτοκαθεδρίας των εθνικών έναντι των κοινοτικών κανόνων δικαίου» στις οποίες δείχνουν να πιστεύουν, τουλάχιστον μέχρι το 2026 που θα εισπραχθεί το τελευταίο από τα 191,5 δις ευρώ που αναλογούν στην Ιταλία από επιχορηγήσεις και δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Με τι θα ασχοληθεί λοιπόν μια πιθανή κυβέρνηση Meloni; Βραχυπρόθεσμα, με αυτά που αρέσουν στους απανταχού δεξιούς: επαναπροωθήσεις γυναικοπαίδων, διακρίσεις κατά μεταναστών, περιορισμούς στην πρόσβαση των γυναικών σε αντισύλληψη και εκτρώσεις, άρνηση αναγνώρισης αστικών δικαιωμάτων σε ζευγάρια ομοφυλοφίλων. Μεσοπρόθεσμα, με την πολιτειακή αλλαγή, από την Προεδρευομένη στην Προεδρική Δημοκρατία, ώστε να εκλέγεται απευθείας ο ισχυρός ανήρ (ή η ισχυρά γυνή), έτσι ώστε να κυβερνά με πυγμή, χωρίς τις περιττές δεσμεύσεις των ασφαλιστικών δικλείδων και των θεσμικών αντίβαρων του κοινοβουλευτισμού. Το μέλλον θα έχει ενδιαφέρον – και πολλή ξηρασία.

1 Σεπτεμβρίου 2022

«Εξοδόχαρτο»

Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στο βιβλίο του Βαγγέλη Σιαφάκα «Εξοδόχαρτο / Μοναστηράκι» (εκδόσεις «Πόλις», Σεπτέμβριος 2022).

Τα κείμενα που απαρτίζουν το «Εξοδόχαρτο» του Βαγγέλη Σιαφάκα είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση στον κύκλο των αναγνωστών του από την αρχή, όταν τα δημοσίευε ένα-ένα στο fb, τους μήνες του εγκλεισμού, από τα μέσα του 2020 έως τα μέσα του 2021. Υπήρξα ένας από εκείνους που τον ενθάρρυναν να τα δημοσιεύσει σε βιβλίο. Με μοναδικό προσόν αυτό, βρέθηκα να το προλογίζω.

Ο λόγος που είχα σκεφτεί ότι αυτά τα κείμενα πρέπει να κυκλοφορήσουν σε βιβλίο δεν είναι (τόσο) ότι για τους ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας ο τυπωμένος λόγος έχει πάντοτε μεγαλύτερη αξία από τα έπεα πτερόεντα του ψηφιακού. Είναι ότι μου είχαν φανεί «μικρά κοσμήματα», πρωτότυπα και απολαυστικά, με πρώτες ύλες μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων (τον έρωτα και το θάνατο, την πολιτική και το ποδόσφαιρο, την πόλη και το χωριό, το ευτελές και το πολύτιμο της ανθρώπινης κωμωδίας), με αναγνωρίσιμους ήρωες που μένουν μαζί μας αφού έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή, και με ενοποιητική ουσία τη μοναδική φωνή του αφηγητή-συγγραφέα, αυτοσαρκαστική και επιεική, κυνική και τρυφερή. Έχοντας μόλις ξαναδιαβάσει ολόκληρη τη συλλογή, αισθάνομαι ότι όσοι γοητεύτηκαν από αυτά τα κείμενα και προέτρεψαν τον συγγραφέα να τα τυπώσει δικαιώνονται διπλά: αφενός η γοητεία τους αντέχει στο χρόνο, αφετέρου το σύνολο έχει μεγαλύτερη αξία από το άθροισμα των μερών.

Ας ξεκινήσουμε από τη μορφή. Το «Εξοδόχαρτο», χωρίς να το επιδιώκει, διαφημίζει τα θέλγητρα της βραχείας φόρμας. «Χωρίς να το επιδιώκει», επειδή εύκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το μέγεθος των κειμένων (500 περίπου λέξεις το καθένα) δεν υπαγορεύθηκε από προγραμματικές φιλοδοξίες, τις οποίες ο ίδιος ο συγγραφέας μάλλον θα απέρριπτε ειρωνικά, αλλά κυρίως από το ένστικτο του παλιού δημοσιογράφου, παρότι το μέσο στο οποίο πρωτοεμφανίστηκαν (fb) καλλιεργεί πολύ λιγότερο την αυτοπειθαρχία από ό,τι η εφημερίδα ή το δελτίο ειδήσεων. Όπως και να έχει, ανεξαρτήτως προθέσεων, τη σπουδαία και κάπως παραγνωρισμένη παράδοση των «μικροδιηγημάτων» ακολουθεί το «Εξοδόχαρτο», παράδοση στην οποία διέπρεψαν ο Μπόρχες και άλλοι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς. Πόσο βραχεία μπορεί να είναι αυτή η φόρμα το έδειξε ο Αουγκούστο Μοντερόσο με τον περίφημο «Δεινόσαυρο», ένα μικροδιήγημα επτά μόλις λέξεων: «Όταν ξύπνησε, ο δεινόσαυρος ήταν ακόμη εκεί». Μεταξύ των θαυμαστών του ήταν και ο Ίταλο Καλβίνο, που γνώριζε καλά την ισπανόφωνη λογοτεχνία, και είχε έφεση στα λογοτεχνικά πειράματα (όπως άλλωστε δείχνει η δραστηριοποίησή του στο OuLiPo, το «Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας», μαζί με τον Ρεϊμόν Κενώ και άλλους). Τόσο πολύ θαύμαζε τον Μοντερόσο ο Καλβίνο που για να τον τιμήσει αφιέρωσε στο ίδιο θέμα ένα από τα κεφάλαια των «Κοσμοκωμικών» του («Οι δεινόσαυροι»).

Εάν όμως η μορφή «ιντριγκάρει» τον αναγνώστη, αυτό που τον συναρπάζει είναι το περιεχόμενο. Στην ταινία «Μπάρτον Φινκ» των αδελφών Κοέν, ο ομώνυμος ήρωας (τον υποδύεται ο Τζον Τορτούρο), συγγραφέας το επάγγελμα, άσημος ακόμη, συναντιέται με τον νέο του εργοδότη, έναν κινηματογραφικό παραγωγό, που τον υποδέχεται δίπλα στην πισίνα, λέγοντάς του: «Ένα μόνο πράγμα μας ενδιαφέρει, Μπαρτ. Μπορείς να πεις μια ιστορία; Μπορείς να μας κάνεις να γελάσουμε; Μπορείς να μας κάνεις να κλάψουμε;» Το «Εξοδόχαρτο» δείχνει ότι ο Βαγγέλης Σιαφάκας ξέρει να κάνει και τα τρία. Είναι fabulator: έμαθε να λέει ιστορίες με τον τρόπο του τεχνίτη, όπως οι «πετράδες» της Ηπείρου (και της Αλβανίας) έμαθαν να σμιλεύουν την πέτρα και οι ιστορίες που λέει είναι αστείες και συγκινητικές, διασκεδαστικές και σπαραχτικές, εναλλάξ και ταυτοχρόνως. Ο αναγνώστης του «Απαγορευμένο σεξ στον ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟ», ή του «Ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη μου», ή του «Δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες: με ταράζουν» διατρέχει τον κίνδυνο να αρχίσει ξαφνικά να γελάει φωναχτά, κάνοντας τους γύρω του να στραφούν προς το μέρος του απορημένοι. Και όταν φτάσει να διαβάζει το «Μη φοβηθείς», ή το «Το τελευταίο όνειρο», ή το «Εξοδόχαρτο» (που δίνει το όνομα στη συλλογή), πάλι θα πρέπει να προσέχει αν βρίσκεται σε δημόσιο χώρο εκτός αν φοράει γυαλιά ηλίου, ή έχει πρόχειρα χαρτομάντηλα. Όσο για «Το κλάμα του πατέρα», ή για το «Κατηγορώ» (με το οποίο κλείνει η συλλογή), αφήνουν τον αναγνώστη άναυδο, συγκλονισμένο, σαν να έχει γίνει μόλις μάρτυρας ενός οδυνηρού τραύματος, που ο συγγραφέας δεν έχει διστάσει να αποκαλύψει, και που έχει καταφέρει να μιλήσει για αυτό με μαστοριά, διαύγεια και εντιμότητα, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν (αρχίζοντας από τον εαυτό του), μετατρέποντας έτσι με τρόπο σχεδόν αλχημικό κάτι προσωπικό σε κάτι άλλο οικουμενικό. Αυτή δεν είναι η μαγεία της μεγάλης λογοτεχνίας;

Όλα αυτά και πολλά ακόμη με την αμίμητη αφηγηματική φωνή του συγγραφέα, η οποία είναι ανευλαβής (με την έννοια ότι δεν έχει ιερό και όσιο), αμείλικτα αυτοσαρκαστική, δυσανεκτική ως προς τα πολλά «δήθεν» του κόσμου γύρω μας, επιεικής με τους χαρακτήρες που επινοεί, φιγούρες της διπλανής πόρτας, παρά την ευτέλειά τους (ή μήπως εξαιτίας της;), με μια λέξη: μοναδική. Μια φωνή που μιλάει μια γλώσσα ζωντανή, αληθινή, χωρίς φτιασίδια, όπως οι γοητευτικές γυναίκες του συγγραφέα, που δεν νοιάζονται καθόλου αν έχουν λίγη κυτταρίτιδα παραπάνω, ξέροντας άλλωστε καλά ότι ούτε οι άνδρες νοιάζονται.

Δεν θα επεκταθώ στα άλλα που με συνδέουν με τους κόσμους που πλάθει ο Βαγγέλης Σιαφάκας, και που με κάνουν να τον αισθάνομαι σαν δικό μου άνθρωπο, παρότι δεν είχαμε γνωριστεί (και βέβαια τώρα δεν θα γνωριστούμε ποτέ): ο Ρήγας, η Ιταλία, η Ήπειρος, ο κινηματογράφος, το ποδόσφαιρο είναι το (σαθρό) υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Δεν θα επεκταθώ επειδή το «Εξοδόχαρτο» πάει πολύ πέρα από όλα αυτά, τα μεταχειρίζεται απλώς ως αφορμή, για να πει κάτι μεγαλύτερο, που «μιλάει» σε κάθε αναγνώστη, όποια και αν είναι η καταγωγή του, η ηλικία του, το φύλο του, τα πολιτικά ή ποδοσφαιρικά του φρονήματα.