Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» (Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009)
Ας είμαστε ειλικρινείς. Το ασφαλιστικό είναι το πιο «αντιπαθητικό» από όλα τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση (στην Ελλάδα, αλλού είναι λίγο ευκολότερο). Ειδικά αυτή η κυβέρνηση. Όχι μόνο επειδή τα εκρηκτικά ελλείμματα και οι συνακόλουθες πιέσεις που δέχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από τις αγορές την υποχρεώνουν να κάνει κάτι για αυτό. Αλλά και επειδή βαθιά μέσα τους τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος θεωρούν το σύστημα συντάξεων κάτι σαν παιδί τους, και νοιώθουν άβολα που πρέπει να το μαζέψουν. Και δεν είναι μόνο η σκέψη του πολιτικού κόστους και η ανάμνηση του φιάσκου του 2001 που τους παραλύει. Είναι και ότι πιστεύουν, είτε το ομολογούν είτε όχι, ότι ένας πραγματικός σοσιαλιστής δεν έχει δουλειά να αγγίζει τις λαϊκές κατακτήσεις, ούτε να παίρνει μέτρα για το ασφαλιστικό μόνο και μόνο επειδή του το ζητά ο κ. Αλμούνια ή ο κ. Γιουνκέρ.
Για αυτό άλλωστε, αντί να έχει έτοιμο κάποιο σχέδιο μεταρρύθμισης, η κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα στην αφετηρία – και το κυριότερο, δεν δείχνει να ξέρει προς τα πού πρέπει να πάει, και πώς.
Ίσως τα πράγματα να ήταν απλούστερα εάν λέγαμε τα πράγματα με το όνομά τους. Πριν λίγα χρόνια, η τότε Επίτροπος Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων σε μια ημερίδα για το ασφαλιστικό είχε διηγηθεί μια διδακτική ιστορία. «Στην εκλογική μου περιφέρεια είναι τα μεταλλεία της ΔΕΗ. Εκεί μπορεί να συναντήσετε τρεις εργάτες να δουλεύουν μαζί. Ο πρώτος είναι μόνιμος υπάλληλος της ΔΕΗ: θα συνταξιοδοτηθεί στα 50 και θα παίρνει σύνταξη 1.800 ευρώ το μήνα. Ο δεύτερος είναι υπάλληλος του υπεργολάβου: θα συνταξιοδοτηθεί στα 65 και θα παίρνει σύνταξη 375 ευρώ το μήνα. Ο τρίτος, επίσης υπάλληλος του υπεργολάβου, είναι μετανάστης: κάποτε θα σταματήσει να δουλεύει, δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι θα πάρει ποτέ σύνταξη.» Τι σοσιαλιστικό έχει ένα τέτοιο σύστημα;
Είναι κρίμα – αν και μάλλον αναπόφευκτο – που η συζήτηση για το ασφαλιστικό ξανανοίγει σε συνθήκες δημοσιονομικής κατάρρευσης. Σε μια σοβαρή χώρα, που προσπαθεί να λύνει τα προβλήματά της αντί να σφυρίζει αδιάφορα, το ασφαλιστικό θα αντιμετωπιζόταν πρωτίστως ως πρόβλημα δικαιοσύνης.
Πράγματι, τη λύση του ασφαλιστικού δεν την οφείλουμε ούτε στον κ. Αλμούνια ούτε στον κ. Γιουνκέρ. Την οφείλουμε στους εκατοντάδες χιλιάδες σημερινούς εργαζόμενους που δεν είχαν την προνοητικότητα (ή απλώς το «μέσον») να μπουν εγκαίρως στο Δημόσιο, ή σε μια τράπεζα ή σε κάποια ΔΕΚΟ. Την οφείλουμε σε όσους δεν απολαμβάνουν τα φορολογικά προνόμια των γιατρών, ή των δικηγόρων, ή των μηχανικών (προνόμια του φορολογικού ή του «εθιμικού» δικαίου), ούτε είναι μέλη των «ευγενών» ταμείων τους – «ευγενή» με λεφτά δικά μας, εννοείται. Την οφείλουμε σε όσους δεν έγιναν δικαστές να επιδικάζουν ιλιγγιώδεις αυξήσεις στα εφάπαξ και στις άλλες «αποζημιώσεις» τους – ούτε βουλευτές να νομοθετούν σκανδαλώδεις «εξυπηρετήσεις» για τον εαυτό τους. Την οφείλουμε πάνω από όλα στα παιδιά μας, που δεν πρέπει να πληρώσουν τα σπασμένα της δικής μας ανευθυνότητας.
Όπως καταλαβαίνετε, εάν τα παραπάνω ισχύουν (πιστέψτε με: ισχύουν), τότε οι προοπτικές για την επίλυση του ασφαλιστικού δεν πρέπει να είναι και πολύ ρόδινες. Πράγματι, δεν είναι.
Το σημερινό ασφαλιστικό μπορεί να είναι χρεοκοπημένο (πρώτα ηθικά και μετά οικονομικά), αλλά όσοι ωφελούνται από αυτό είναι επαρκώς ισχυροί – και επαρκώς ανάλγητοι – ώστε να ματαιώσουν και αυτή τη μεταρρύθμιση. Στην προσπάθειά τους αυτή θα τους συνδράμει ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων. Κατ’ αρχήν η ΓΣΕΕ (που ελέγχεται από τα συνδικάτα των Τραπεζών και των ΔΕΚΟ) και η ΑΔΕΔΥ (που λόγω της ισχύος της μέσα στο ΠΑΣΟΚ θα είναι η αιχμή του δόρατος της αντιμεταρρύθμισης). Το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, που από τώρα κατήγγειλαν το διάλογο και αποχώρησαν – ας το λύσουν τα μονοπώλια το ασφαλιστικό. Οι Τράπεζες, που με το νόμο Πετραλιά ξεφορτώθηκαν τα ελλειμματικά ταμεία τους στο ΙΚΑ, χωρίς να θιγούν τα ασφαλιστικά προνόμια των τραπεζοϋπαλλήλων (εξ ου και η σιωπηρή συναίνεση της ΟΤΟΕ). Τα ελευθέρια επαγγέλματα της μεσαίας τάξης, που θεωρούν κεκτημένο τους π.χ. να πληρώνει ο κρατικός προϋπολογισμός στο ΤΣΜΕΔΕ το 1% των δαπανών εκτέλεσης δημοσίων έργων (μιλάμε για πολλά λεφτά). Όλοι αυτοί θα αντισταθούν στη μεταρρύθμιση με νύχια και με δόντια – συνεπικουρούμενοι από τους πρωινούς τηλεοπτικούς αστέρες και ραχάτ-ραντικάλ αναλυτές στον σοβαρό (...) Τύπο.
Δύσκολα τα πράγματα λοιπόν. Εκτός και εάν η κυβέρνηση κάνει αυτό που έκαναν οι άλλες σοσιαλδημοκρατικές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις (από την Ιταλία έως τη Σουηδία), που κατάφεραν να μειώσουν τα ελλείμματα αυξάνοντας τις χαμηλές συντάξεις και κάνοντας το σύστημα πιο δίκαιο, όχι μόνο πιο βιώσιμο. Τεχνικές λύσεις υπάρχουν. Αυτό που μέχρι τώρα έχει λείψει είναι το θάρρος και η αυτοπεποίθηση.
Ας κάνει διάλογο η κυβέρνηση με τους κοινωνικούς φορείς. Αρκεί να μην έχει αυταπάτες ότι η λύση θα έλθει συζητώντας με εκείνους που «θα βρεθούν για πολλοστή φορά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τελικό πάντα στόχο το πως ΔΕΝ θα αλλάξει το σύστημα», που λένε και τα παιδιά της Γενιάς των 700 ευρώ (http://www.newstime.gr/?i=nt.el.article&id=22631). Αρκεί να συνομιλήσει και με τους άλλους, εκείνους που έχουν συμφέρον να κινηθούμε προς ένα δικαιότερο και πιο βιώσιμο σύστημα. Αρκεί να απευθυνθεί σε όσους αποδέχονται την ανάγκη μεταρρύθμισης παρότι προσωπικά ωφελούνται από το σημερινό σύστημα. Ίσως τότε ανακαλύψει ότι όλοι αυτοί είναι περισσότεροι από ό,τι υποψιάζεται.