30 Δεκεμβρίου 2021

Η οικονομία το 2022 στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021) στο ένθετο του ΕΛΙΑΜΕΠ για τις προοπτικές της νέας χρονιάς.

Μετά από δύο δύσκολα χρόνια, η διεθνής οικονομία φαίνεται να βρίσκει ξανά το βηματισμό της και να ανακτά το χαμένο έδαφος. Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, ο ρυθμός ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να φτάσει ή να ξεπεράσει το 4,5% το 2022. Παρόμοια προβλέπεται να είναι η επίδοση και της ευρωπαϊκής οικονομίας, η οποία βέβαια είχε πληγεί περισσότερο από τους περιορισμούς για την αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας.

Σε αυτό το περιβάλλον, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας επιτρέπει συγκρατημένη αισιοδοξία. Από τη μια, η πανδημική κρίση κατάφερε νέο ισχυρό πλήγμα σε μια οικονομία ήδη εξασθενημένη. Από την άλλη, τα τελευταία δεδομένα αποκαλύπτουν αξιοσημείωτο δυναμισμό, με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ανάπτυξη το 2022 λίγο πάνω από 7% (δεύτερη υψηλότερη στην ζώνη του ευρώ μετά την Ιρλανδία).

Το εάν οι ευνοϊκές αυτές προβλέψεις επιβεβαιωθούν θα εξαρτηθεί μεταξύ άλλων από το πώς η πολιτική και η κοινωνία (στον κόσμο, στην Ευρώπη, και στην Ελλάδα) θα αντιμετωπίσουν τις διάφορες απειλές για την οικονομία.

Η πανδημία είναι μια από αυτές. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ (Οκτώβριος 2021), το ποσοστό των πλήρως εμβολιασμένων στο σύνολο του πληθυσμού ήταν 58% στις «ανεπτυγμένες», 36% στις «αναδυόμενες», και μόλις 4% στις «αναπτυσσόμενες» οικονομίες. Η εμφάνιση νέων μεταλλάξεων δείχνει ότι ο πόλεμος κατά του κορωνοϊού δεν θα κερδηθεί πουθενά προτού κερδηθεί παντού.

Η ταχύτατη ανάπτυξη αποτελεσματικών και ακίνδυνων εμβολίων υπήρξε θρίαμβος της επιστήμης και απόδειξη του δυναμισμού και της δημιουργικότητας των δυτικών δημοκρατιών. Στο εσωτερικό της Ευρώπης, η μεταβαλλόμενη γεωγραφία των εμβολιασμών ανέτρεψε κάποια στερεότυπα, και ενίσχυσε άλλα. Το υποτιθέμενο χάσμα αντιλήψεων και συμπεριφορών μεταξύ Βορρά και Νότου ανατρέπεται. Η Πορτογαλία και η Ισπανία βρίσκονται στην κορυφή της κατάταξης του ποσοστού πλήρως εμβολιασμένων. Η εμβολιαστική εκστρατεία προχωρά ταχύτερα και ομαλότερα στην Ιταλία παρά στη Γερμανία. Οι αντιδράσεις στις (επιβεβλημένες για την προστασία του κοινωνικού συνόλου) διακρίσεις εναντίον όσων αρνούνται να εμβολιαστούν είναι βιαιότερες στην Ολλανδία από ό,τι στην Ελλάδα.

Ταυτόχρονα, η γεωγραφία των εμβολιασμών φαίνεται να επιβεβαιώνει το πολιτισμικό χάσμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Σε όλες σχεδόν τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης το ποσοστό πλήρως εμβολιασμένων είναι χαμηλότερο από ό,τι σε όλες σχεδόν τις χώρες της δυτικής Ευρώπης. Η Ελλάδα, η οποία υστερεί έναντι των άλλων δυτικοευρωπαϊκών χωρών, υπερέχει καθαρά έναντι όλων των ανατολικοευρωπαϊκών πλην Λιθουανίας και Λετονίας.

Εν τω μεταξύ, η γοργή πρόοδος της επιστήμης στην κατεύθυνση της προσαρμογής των εμβολίων στις νέες μεταλλάξεις, και της ανάπτυξης φαρμάκων για την προστασία όσων νοσούν, δημιουργεί βάσιμες ελπίδες ότι ο κορωνοϊός μπορεί αν όχι να εξαφανιστεί ξαφνικά, να ξεθωριάσει σταδιακά, και να γίνει από πανδημικός ενδημικός, όπως π.χ. η γρίππη. Αυτό θα εξαρτηθεί και από την ωριμότητα των πολιτών. Η διαφαινόμενη ευρεία συναίνεσή τους, στην Ελλάδα και αλλού, σε μέτρα άσκησης πίεσης σε βάρος όσων δεν έχουν εμβολιαστεί ακόμη, ώστε να το κάνουν και αυτοί, δημιουργεί την εύλογη προσδοκία ότι οι νέες μεταλλάξεις θα αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά. Όσο μαζικότερη είναι η προσέλευση στα εμβολιαστικά κέντρα τόσο μικρότερο θα είναι το κόστος σε ανθρώπινες ζωές, και για την οικονομία.

Κληρονομιά της πανδημίας είναι και η απότομη διόγκωση του δημοσίου χρέους σε 99% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη συνολικά (206% του ΑΕΠ στην Ελλάδα). Όσο τα επιτόκια παραμένουν χαμηλά, η εξυπηρέτησή του θα είναι άνετη. Μεσοπρόθεσμα, το ερώτημα είναι πώς θα επιτευχθεί η αναγκαία μείωση του δείκτη δημοσίου χρέους στο ΑΕΠ χωρίς αυτό να υποσκάψει την ανάκαμψη. Πάντως, το 2022, χάρη και στην τόνωση των δημοσίων επενδύσεων από τα ευρωπαϊκά ταμεία, η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει επεκτατική. Βέβαια, η επανέναρξη της οικονομικής δραστηριότητας και η σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης θα περιορίσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Οι διεθνείς οργανισμοί και οι περισσότεροι αναλυτές συμφωνούν ότι στην Ευρώπη η άνοδος του πληθωρισμού θα είναι σε μεγάλο βαθμό παροδική. Εάν οι προβλέψεις τους επιβεβαιωθούν, και αν οι κεντρικές τράπεζες κρατήσουν την ψυχραιμία τους (όπως φαίνεται ότι συμβαίνει), η ανάκαμψη της οικονομίας δεν θα υπονομευθεί από τυχόν πρόωρες και απότομες αλλαγές στη νομισματική πολιτική.

Οι αναστατώσεις που προκάλεσε η πανδημία στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες θα επιβραδύνουν την ανάκαμψη βραχυπρόθεσμα, αναλογικά με την εξάρτηση κάθε οικονομίας από τις εισαγόμενες εισροές που υπολείπονται. Για παράδειγμα, ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι οι καθυστερήσεις στην τροφοδοσία της αυτοκινητοβιομηχανίας με τις απαιτούμενες ποσότητες ημιαγωγών (κυρίως από την Ταϊβάν) κόστισε στη γερμανική οικονομία πάνω από 1,5% του ΑΕΠ το 2021.

Το 2022 βρίσκει την Ελλάδα 25% φτωχότερη από ό,τι ήταν το 2007, ενώ στα χρόνια που μεσολάβησαν η ευρωπαϊκή οικονομία στο σύνολό της έγινε 11% πλουσιότερη. Για να καλύψει το χάσμα, η χώρα μας θα πρέπει να παίξει τα χαρτιά που διαθέτει όσο πιο επιδέξια μπορεί. Οι πόροι που θα εισρεύσουν μετά την ιστορική απόφαση των κρατών μελών της ΕΕ να χρηματοδοτήσουν με γενναιοδωρία ένα φιλόδοξο πρόγραμμα επούλωσης των πληγών της πανδημίας (και της κρίσης του ευρώ), αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, και προετοιμασίας της ψηφιακής επανάστασης, είναι το καλύτερο από τα χαρτιά μας. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να σπαταλήσουμε ούτε ευρώ. 

Economic prospects in 2022: in the world, Europe, and Greece

Part of 2022 Outlook: Special Edition – New Year Projections by the ELIAMEP experts. A Greek version was published in the daily «TA ΝΕΑ» (Thursday 30 December 2021).


After two difficult years, the international economy seems to be finding its feet again and making up for lost ground. According to the latest estimates by international organisations, the global economy is expected to grow by at least 4.5% in 2022. The European economy, which was hit hardest by the first wave of the pandemic, and by the lockdowns introduced to deal with it, is projected to grow almost as fast.

In this context, the outlook for the Greek economy is modestly optimistic. On the one hand, the pandemic crisis has dealt another severe blow to an economy already weakened by a deep and prolonged recession. On the other hand, the latest evidence reveals remarkable dynamism: European Commission forecasts put the growth rate in 2022 at just over 7% (the second highest rate in the euro area after Ireland).

Whether these favourable forecasts prove correct will depend, among other things, on how political and social actors (in the world, Europe, and Greece) deal with the various threats to the economy.

The pandemic is one of these threats. According to IMF estimates (October 2021), the percentage of the fully vaccinated as a share of total population was 58% in developed countries, 36% in emerging ones, and just 4% in developing economies. The spread of new mutations is a reminder that the war against the coronavirus will not be won anywhere before it is won everywhere.

The rapid development of effective and safe vaccines has been a triumph for science and a testament to the dynamism and creativity of Western democracies. Within Europe, the changing geography of vaccinations has rebutted some stereotypes and reinforced others. The alleged North-South gap in cultural beliefs and social attitudes has been turned upside down. Portugal and Spain top the vaccination league in Europe (and the world). The campaign to give everyone a jab is proceeding considerably more rapidly and more smoothly in Italy than it is in Germany. Reactions to the restrictions imposed on those who refuse to be vaccinated in order to protect society as a whole have been far more violent in the Netherlands than in Greece.

At the same time, the geography of vaccinations seems to confirm the political chasm separating East from West. In almost all Eastern European countries the share of fully vaccinated citizens is lower than it is in almost all Western European countries. Greece, even though lagging behind other Western European countries in this respect, does better than all Eastern European countries except Lithuania and Latvia.

Meanwhile, the rapid progress made by science in adapting the vaccines to new mutations, and in developing drugs to treat effectively those who have been infected, makes it reasonable to expect that the coronavirus will soon become endemic: not vanish, but gradually fade away — like, for instance, the flu. This will also depend on the maturity of the citizenry. The apparently broad consensus in Greece and elsewhere on measures to nudge those who have not yet had the jab to do so soon is ground for optimism that the new mutations will be dealt with effectively. The more people get vaccinated, the lower the cost in human lives, and for the economy.

Another legacy of the pandemic is the sharp increase in public debt, to 99% of GDP in the Euro Area as a whole (and to 206% of GDP in Greece). As long as interest rates remain low, debt service will be affordable. In the medium term, the question is how to achieve the necessary reduction in the debt-to-GDP ratio without fatally undermining the recovery. In 2022, fiscal policy will remain expansionary, while EU funds will boost public investment. In the meantime, the resumption of economic activity and the gradual withdrawal of relief measures will bring budget deficits down.

International organisations and most analysts agree that rising inflation in Europe will probably turn out to be temporary, largely caused by hikes in energy costs. If forecasts are confirmed, and if central banks retain their composure (as they seem to be doing), the economic recovery will not be undermined by premature and abrupt changes in monetary policy.

The disruption wrought by the pandemic on global supply chains will slow recovery down in the short term, in proportion to each economy's dependence on imported scarce inputs. For example, the OECD has estimated that delays in supplying the automotive industry with semiconductors (mainly from Taiwan) cost the German economy more than 1.5% of its GDP in 2021.

The new year finds Greece 25% poorer than it was in 2007; by comparison, the European economy has grown by 11% over the same period. To make up for lost ground, Greece needs to play its hand as skilfully as it can. The EU funds flowing into the economy, following the historic decision to launch an ambitious programme to heal the wounds left by the pandemic (and the Euro crisis), to tackle climate change, and to prepare for the digital revolution, are our best cards. The country cannot afford to waste a single euro.

18 Δεκεμβρίου 2021

Η Ιταλία από την αποθάρρυνση στην ανάταση

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 18 Δεκεμβρίου 2021). 

Παράξενη χρονιά για την Ιταλία το 2021. Έχοντας αφήσει πίσω της ένα ζοφερό 2020 (πρώτη ευρωπαϊκή χώρα που κλυδωνίστηκε από την πανδημία), εγκαινίασε το νέο χρόνο με μια κυβερνητική κρίση. Μέχρι εδώ τίποτε το αξιοσημείωτο: η πολιτική αστάθεια είναι το στερεοτυπικό χαρακτηριστικό της γειτονικής χώρας (67 κυβερνήσεις στα 75 τελευταία χρόνια). Όσα όμως ακολούθησαν ξάφνιασαν τους πάντες, με πρώτους τους ίδιους τους Ιταλούς.

Κατ’ αρχάς, η νέα κυβέρνηση που ανέλαβε στα μέσα Φεβρουαρίου, με πρωθυπουργό τον Μάριο Ντράγκι και πολιτική στήριξη από όλα σχεδόν τα κόμματα, εμφύσησε αμέσως ένα πνεύμα επαγγελματισμού και αποτελεσματικότητας στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, αρχίζοντας από την αποφασιστική αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι νέοι περιορισμοί απέσπασαν τη συναίνεση μιας ευρείας πλειοψηφίας βουλευτών (παρά την απρόθυμη συγκατάθεση του Ματτέο Σαλβίνι, ηγέτη της κεντροδεξιάς Λέγκας), και έπεισαν την κοινή γνώμη, προκαλώντας λιγότερες αντιδράσεις από ό,τι σε άλλες χώρες. Η εμβολιαστική εκστρατεία, που μέχρι τότε παρέπαιε, ανέβασε ταχύτητα υπό νέα διεύθυνση: μέχρι το τέλος του χρόνου η Ιταλία είχε ανέβει στις πρώτες θέσεις στην κατάταξη των χωρών σύμφωνα με το ποσοστό του πληθυσμού που είναι πλήρως εμβολιασμένοι, πίσω από την Πορτογαλία και την Ισπανία, και μπροστά από τη Γερμανία και την Γαλλία. Οι δηλώσεις της Άνγκελα Μέρκελ και των υπουργών της για την ανάγκη υιοθέτησης του «ιταλικού μοντέλου» αντιμετώπισης της πανδημίας προκάλεσαν χαμόγελα ικανοποίησης.

Το ίδιο απρόσμενη ήταν η ζωτικότητα της ιταλικής οικονομίας. Παρά την εικοσιπενταετή στασιμότητα των δεικτών, την καθήλωση της παραγωγικότητας και των αμοιβών, και την οπισθοχώρηση στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις του δυναμικού τριγώνου Μιλάνο-Μπολόνια-Βενετία διέψευσαν τις προβλέψεις, διατηρώντας τη θέση τους στις διεθνείς «αλυσίδες αξίας», και βελτιώνοντας τις εξαγωγικές τους επιδόσεις. Θα έλεγε κανείς ότι το σοκ της πανδημίας έβγαλε την οικονομία από το λήθαργό της, φέρνοντας στην επιφάνεια ξεχασμένα αποθέματα εργατικότητας και επιχειρηματικότητας.

Όπως συμβαίνει συχνά, το ηθικό των Ιταλών αναπτερώθηκε και άλλο από μια σειρά επιτυχιών στο πεδίο της μαζικής κουλτούρας. Οι Måneskin παρουσιάστηκαν στον τελικό της Eurovision με ένα τραγούδι ροκ - γκλαμ ροκ, και όχι ιδιαίτερα μελωδικό ίσως, αλλά πάντως εμπνευσμένο, και παιγμένο με όλο το πείσμα μιας παρέας πιτσιρικάδων από τις φτωχογειτονιές της Ρώμης. Η νίκη τους πανηγυρίστηκε από (σχεδόν) όλους, ακόμη και από όσους δεν τους είχαν μέχρι τότε ακουστά. Ακολούθησε ο θρίαμβος της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Euro, που κέρδισε στον τελικό την Αγγλία μέσα στο Γουέμπλεϋ, παίζοντας επιθετικά και φινετσάτα. Τέλος, στους Ολυμπιακούς του Τόκιο, μια νέα πολύχρωμη γενιά Ιταλών, που «φοράνε» τη φυλετική ή τη σεξουαλική τους διαφορετικότητα με υπερηφάνεια, ενσάρκωσαν έναν νέο πατριωτισμό, ακομπλεξάριστο και κοσμοπολίτικο, κερδίζοντας το ένα χρυσό μετάλλιο μετά το άλλο, αφήνοντας πίσω τα φαβορί στα 100μ, στο ύψος, στην σκυταλοδρομία 4x100 και αλλού.

Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Οι δομικές αδυναμίες δεν έχουν εξουδετερωθεί οριστικά, έχουν απλώς κατασταλεί προσωρινά, αρχίζοντας από την πολιτική αστάθεια. Η προεδρική εκλογή (Ιανουάριος 2022), και οι βουλευτικές εκλογές (άνοιξη 2023 το αργότερο), δεν απειλούν να βάλουν τέλος μόνο στην τεχνοκρατική παρένθεση, όπως είναι επιβεβλημένο σε μια δημοκρατία, αλλά και στην σπάνια έξαρση δημιουργικότητας που τόσο ευεργετική αποδείχθηκε για τη χώρα. Παρά τα σύννεφα στον ορίζοντα, μετά από πολύ καιρό οι Ιταλοί ατενίζουν ξανά το μέλλον με αισιοδοξία.

4 Δεκεμβρίου 2021

Η «Μεγάλη Παραίτηση» και οι αιτίες της

Συνυπογράφεται από τους Γιώργο Μανάλη και Μάνο Ματσαγγάνη. Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2021).

Σύμφωνα με τα τελευταία δεδομένα, 4.434.000 εργαζόμενοι στις ΗΠΑ (3% του συνόλου) παραιτήθηκαν από τη δουλειά τους τον Σεπτέμβριο 2021. Ο αριθμός αυτός είναι ιστορικό ρεκόρ: το Σεπτέμβριο 2020 ήταν 3.307.000. Οι κενές θέσεις εργασίας ήταν 10.438.000 (από 6.611.000 ένα χρόνο νωρίτερα). Το φαινόμενο δεν είναι μόνο αμερικανικό: ρεκόρ παραιτήσεων και κενών θέσεων εργασίας σημειώνεται στη Βρετανία, στη Γερμανία, και στην Ιταλία (όπου σχεδόν μισό εκατομμύριο εργαζόμενοι υπέβαλαν την παραίτησή τους στο διάστημα Απριλίου – Ιουνίου 2021).

Σε τι οφείλεται αυτό το απρόσμενο φαινόμενο; Οι αιτίες δεν έχουν ακόμη αποσαφηνιστεί πλήρως. Φαίνεται όμως ότι δεν είναι όλες παροδικές. Ας δούμε μερικές.

Πρώτον, η (επιβεβλημένη) κρατική επιδότηση της οικονομικής δραστηριότητας, σε συνδυασμό με τη μείωση της καταναλωτικής δαπάνης, αύξησε τις αποταμιεύσεις πολλών νοικοκυριών, ακόμη και στο κάτω μέρος της εισοδηματικής κλίμακας. Αυτό έδωσε κάποια σιγουριά σε εργαζόμενους σε κακοπληρωμένες – και επικίνδυνες, λόγω κορωνοϊού - θέσεις εργασίας να τις εγκαταλείψουν. Δεν είναι τυχαίο π.χ. ότι σε διάφορες χώρες οι επιχειρήσεις στον τομέα της εστίασης δυσκολεύονται να βρουν υπαλλήλους.

Δεύτερον, σε αρκετές χώρες (και στην Ελλάδα) η ενίσχυση των επιχειρήσεων συνοδεύτηκε από την υποχρέωσή τους να μην προχωρήσουν σε απολύσεις προσωπικού. (Στην Ιταλία απαγορεύτηκαν οι απολύσεις με νόμο που ίσχυε έως τον Απρίλιο 2021.) Σε αυτές τις συνθήκες, κάποιες από τις «παραιτήσεις» είναι στην πραγματικότητα απολύσεις, ενδεχομένως με άτυπα κίνητρα στο πλεονάζον προσωπικό. Αυτό βέβαια εξηγεί μόνο το μεγάλο αριθμό παραιτήσεων, όχι το μεγάλο αριθμό κενών θέσεων εργασίας.

Τρίτον, η ξαφνική (αναγκαστική) διόγκωση της εξ αποστάσεως εργασίας, σε συνδυασμό με τον εγκλεισμό λόγω καραντίνας, έδωσε την ευκαιρία σε πολλούς εργαζομένους να στοχαστούν πάνω στη δουλειά τους, στην καριέρα τους, και στη ζωή τους. Επίσης, μείωσε το κόστος της αλλαγής εργοδότη. Στο βαθμό που η υβριδική εργασία (κάποιες μέρες στο γραφείο, τις υπόλοιπες στο σπίτι) θα παραμείνει, όπως φαίνεται πιθανό, και μετά το τέλος της πανδημίας, ενδέχεται να γίνουμε μάρτυρες μιας περιόδου μεγάλων ανακατατάξεων στην αγορά εργασίας, καθώς η οικονομία προσαρμόζεται από το παλιό μοντέλο στο καινούριο.

Τέταρτον, η «Μεγάλη Παραίτηση» μπορεί απλώς να σημαίνει την αλλαγή του συσχετισμού ισχύος μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών. Η εξέλιξη αυτή είναι σχετικά ανεπαίσθητη: δεν φαίνεται πιθανό να επιστρέψουμε στην περίοδο της παντοδυναμίας των συνδικάτων, όπως στη δεκαετία του ᾽70. Όμως, έχουμε ίσως μετακινηθεί από την περίοδο της απόλυτης εργοδοτικής εξουσίας. Πέραν των πολιτικών παραγόντων (υποχώρηση του νεοφιλελευθερισμού), συμβάλλουν σε αυτό και οικονομικοί παράγοντες: η μείωση της ανεργίας πάντοτε βελτιώνει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων, ενώ η αύξηση της ανεργίας ενισχύει την εργοδοτική πλευρά. Αυτό εξηγεί γιατί η Ελλάδα και η Ισπανία, όπου τα ποσοστά ανεργίας είναι τα υψηλότερα στην ΕΕ, παρουσιάζουν τα χαμηλότερα ποσοστά κενών θέσεων εργασίας.

Γενικότερα, η συνύπαρξη ανέργων και κενών θέσεων εργασίας, που μέχρι κάποιο σημείο οφείλεται στην κινητικότητα στην αγορά εργασίας, πέρα από αυτό το σημείο μπορεί να έχει δομικές αιτίες: κάποιες νέες θέσεις εργασίας μπορεί να μένουν κενές επειδή απαιτούν δεξιότητες που οι άνεργοι δεν διαθέτουν. Όμως αυτό είναι άλλο (πολύ σημαντικό) θέμα: είναι ένα από αυτά που θα κρίνουν το δυναμισμό της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας, μετά τη συρρίκνωσή της κατά 30% την περίοδο 2007-2021.

1 Νοεμβρίου 2021

Άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ;

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Δευτέρα 1 Νοεμβρίου 2021).

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι αμοιβές των μισθωτών υποχώρησαν πολύ το πρώτο μισό της περασμένης δεκαετίας (-22% κατά μέσο όρο την περίοδο 2009-2014 σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ), και έμειναν στη συνέχεια καθηλωμένες (+2% την περίοδο 2014-2020). Η μεγάλη υποχώρηση των μισθών ήταν εν μέρει αποτέλεσμα της λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς (μείωση της ζήτησης εργασίας σε συνθήκες βαθιάς ύφεσης), και εν μέρει συνέπεια αποφάσεων δημόσιας πολιτικής (η περίφημη «εσωτερική υποτίμηση»). Η μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% τον Φεβρουάριο 2012 ήταν ένας από τους κύριους «μοχλούς» της εσωτερικής υποτίμησης. Η πολιτική αυτή επιβράδυνε και τελικά σταμάτησε την άνοδο της ανεργίας (αφού πρώτα έφτασε το 28,7% το Νοέμβριο 2013).

Παρά τη συμβολή τους τότε στη συγκράτηση της ύφεσης, ως συνταγή βιώσιμης ανάκαμψης η καθήλωση των μισθών είναι βαθιά προβληματική. Οι χαμηλοί μισθοί «επιδοτούν» επιχειρηματικές δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, κρατώντας τες τεχνητά στη ζωή. Υπό την έννοια αυτή, ο εθισμός της οικονομίας στους χαμηλούς μισθούς αντιστρατεύεται την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας που πολύ ορθώς επαγγέλλεται η Επιτροπή Πισσαρίδη (και που έχει υιοθετήσει η κυβέρνηση).

Πώς όμως θα αυξηθούν οι μισθοί; Μια διαδεδομένη άποψη ισχυρίζεται ότι η αύξηση των μισθών δεν «διατάσσεται», ούτε δεν μπορεί να προηγηθεί της ανάπτυξης: θα πρέπει να την ακολουθήσει. Σε κάποιο βαθμό αυτό ισχύει. Όχι εντελώς, όμως. Μια πρόσφατη μελέτη κορυφαίων οικονομολόγων της εργασίας στο University College London έδειξε ότι η θεσμοθέτηση κατώτατου μισθού (8,50 ευρώ την ώρα) το 2015 στη Γερμανία όχι μόνο δεν οδήγησε σε απώλεια 750.000 θέσεων εργασίας, αλλά ώθησε τις «πληττόμενες» επιχειρήσεις να αναβαθμίσουν τη λειτουργία τους ώστε να είναι κερδοφόρες και μετά την καταβολή υψηλότερων αμοιβών στο προσωπικό τους. Η πρόσφατη εμπειρία της Γερμανίας (αλλά και η προηγούμενη της Βρετανίας, και άλλων χωρών) δείχνει ότι η θεσμοθέτηση και στη συνέχεια λελογισμένη αύξηση των κατώτατων μισθών μπορεί να είναι ευεργετική για όλους - εργαζόμενους και επιχειρήσεις.

Η λέξη κλειδί εδώ είναι «λελογισμένη». Πέρα από ένα σημείο, η αύξηση του κατώτατου μισθού μπορεί να ξεπερνά τις δυνατότητες προσαρμογής της οικονομίας. Ποιο ακριβώς είναι αυτό το σημείο δεν είναι πάντα ξεκάθαρο, για αυτό άλλωστε απαιτείται προσοχή. Για παράδειγμα, η διεθνής επιτροπή εμπειρογνωμόνων που είχε συστήσει το 2018 η προηγούμενη κυβέρνηση κατέληξε σε συνετή πρόταση αύξησης του κατώτατου μισθού (που είχε μείνει από το 2012 στα 586 ευρώ το μήνα) κατά 5% έως 10%. Τελικά, η τότε κυβέρνηση αποφάσισε λίγο μεγαλύτερη αύξηση (11%) στα 650 ευρώ. Στη συνέχεια, η τωρινή κυβέρνηση προχώρησε σε συμβολική αύξηση 2% (από τον Ιανουάριο 2022).

Για τους λόγους που προανέφερα, πιστεύω ότι ο κατώτατος μισθός θα μπορούσε να διαμορφωθεί σε υψηλότερο επίπεδο από τα 663 ευρώ του 2022. Αμφιβάλλω όμως ότι θα μπορούσε από τώρα να φτάσει π.χ. τα 750 ευρώ χωρίς δυσάρεστες παρενέργειες για την οικονομία και την απασχόληση. Για το λόγο αυτό, θεωρώ πυροτέχνημα την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για «άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ». Οπωσδήποτε, σε σχέση με τα 1.700 ευρώ που πρότεινε το ΚΚΕ το 2007, η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά αξιοσημείωτη πρόοδο. Απέχει ωστόσο ακόμη αρκετά από το να μπορεί να θεωρηθεί σοβαρή συμβολή στη αναζήτηση ρεαλιστικών τρόπων βελτίωσης των χαμηλών μισθών.

29 Οκτωβρίου 2021

Η χώρα αυτή είναι δική τους και δική μας

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021).

Υπάρχουν πολλοί γύρω μας που σκέφτονται (ή απλώς ζουν) με τρόπο που μας είναι απωθητικός. Ο προσωπικός μου κατάλογος περιλαμβάνει όσους πίνουν καφέ στις 7 το απόγευμα, τους καπνιστές (αν είναι θρασείς), τους φανατικούς οπαδούς όλων των ομάδων (ακόμη και της ΑΕΚ), τους αντιεμβολιαστές, τους θρησκόληπτους, τους εθνοσωτήρες, τους τραμπούκους, καθώς και όσους γουστάρουν Πολλάκη, Μπογδάνο και Μιχαλολιάκο. Μπορείτε να σβήσετε κάποιες από τις παραπάνω κατηγορίες και να προσθέσετε άλλες της αρεσκείας σας – ή μάλλον της απαρέσκειάς σας. Είναι φανερό ότι για πολλούς συμπατριώτες μου, ο κατάλογος περιλαμβάνει παιδιά σαν τον Ζακ, τους μαύρους (εκτός και εάν είναι διεθνούς φήμης μπασκετμπολίστες, ή ούτε τότε), και εσχάτως τους Ρομά.

Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να διώξουμε, ούτε να εξοντώσουμε, όσους δεν μας αρέσουν. Οι σύγχρονες κοινωνίες δεν λειτουργούν με τον αλγόριθμο του Facebook. Κάπως θα πρέπει να συμβιώνουμε μαζί τους, να μοιραζόμαστε την ίδια χώρα. Το ίδιο και εκείνοι με εμάς. Το ζήτημα είναι με ποιους κανόνες συμβίωσης.

Σε μια πολιτισμένη κοινωνία, είναι δουλειά των εκλεγμένων αντιπροσώπων να θεσπίζουν δίκαιους και λειτουργικούς κανόνες συμβίωσης, που να δίνουν ευκαιρίες και να εγγυώνται την ασφάλεια όλων. Και είναι δουλειά του κράτους – και ιδίως των σωμάτων ασφαλείας – να επιβάλλει την τήρηση αυτών των κανόνων. Με αυστηρότητα, αμεροληψία, και αυτοσυγκράτηση.

Σε μια πολιτισμένη κοινωνία, οι αστυνομικοί δεν γαζώνουν με σφαίρες τους επιβάτες ενός αυτοκινήτου μόνο και μόνο επειδή έκανε όπισθεν καταπάνω τους. Εάν το κάνουν, θα αντιμετωπίσουν κυρώσεις, υπηρεσιακές και ποινικές. Δεν τους χτυπά φιλικά την πλάτη ο πολιτικός τους προϊστάμενος. Εάν το κάνει, θα είναι σαν να κλείνει το μάτι και σε άλλους πιστολάδες, δίνοντάς τους το ελεύθερο να σκοτώσουν και άλλους άοπλους μικροπαραβάτες. Μέχρι να αρχίσουν και οι μικροπαραβάτες να κυκλοφορούν πάνοπλοι.

Το μονοπώλιο της βίας είναι θεμέλιο της κρατικής ισχύος, αλλά υπόκειται σε κανόνες και ελέγχους. Δεν είναι licence to kill. Η κατάχρησή του δεν είναι απλώς ηθικά καταδικαστέα (που και αυτό από μόνο του θα έπρεπε να είναι αρκετό για να την απορρίψουμε). Είναι επίσης αντιπαραγωγική: είναι ο συντομότερος δρόμος για να ξυπνήσουμε όλοι μας σε μια χώρα πιο αλλοπαρμένη, πιο επικίνδυνη, πιο βάρβαρη.
Αν πάψουν να μας σοκάρουν περιστατικά σαν αυτό που συνέβη στο Πέραμα, αν τα συνηθίσουμε, μάλλον θα πρέπει να ανησυχήσουμε: θα είναι επειδή χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε έχουμε αρχίσει να μοιάζουμε με το τέρας.

22 Σεπτεμβρίου 2021

Gig Economy: Χρονικό μιας προαναγγελθείσης εμπλοκής

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2021).

Τα γεγονότα της υπόθεσης e-food είναι πλέον λίγο πολύ γνωστά. Η απόφαση της εταιρείας να ζητήσει από τους οδηγούς-διανομείς της να αποδεχθούν το καθεστώς του «συνεργάτη» (αμοιβή με μπλοκάκι), διαφορετικά θα πρέπει να βρουν αλλού δουλειά, προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις, οι οποίες εκφράστηκαν κυρίως με απενεργοποίηση της εφαρμογής στα κινητά πολλών πελατών της, και την κατακόρυφη πτώση της αξιολόγησης της εταιρείας από τις καταναλωτές. Κατόπιν τούτου, η κυβέρνηση ανακοίνωσε σαρωτικούς ελέγχους στις συνθήκες εργασίας στον κλάδο της διανομής φαγητού.

Οι αντιδράσεις ήταν εύλογες. Η e-food, όπως όλες οι εταιρείες διανομής, είχε πραγματοποιήσει μεγάλα κέρδη στη διάρκεια των lockdown. Οι οδηγοί τους είχαν αναδειχθεί σε «εργαζόμενους της γραμμής του μετώπου» κατά του κορωνοϊού, που ρίσκαραν την ασφάλειά τους για να είμαστε πιο ασφαλείς όλοι οι υπόλοιποι. Σε έναν καλύτερο κόσμο, οι πολίτες θα απαιτούσαν καλύτερες αμοιβές και ασφαλέστερες συνθήκες εργασίας για τους διανομείς (και τους άλλους ζωτικής σημασίας εργαζόμενους), τα συνδικάτα θα έσπευδαν να διεκδικήσουν την εκπροσώπησή τους, οι πολιτικοί θα φρόντιζαν να περάσουν τους σχετικούς νόμους, και οι εταιρείες θα έκαναν θεαματικές κινήσεις διανομής των επιπλέον κερδών τους στους υπαλλήλους τους, διεκδικώντας τους επαίνους (και την προτίμηση) των καταναλωτών.

Στην Ελλάδα του 2021 τίποτε από όλα αυτά δεν συνέβη - ή σχεδόν τίποτε: η απαίτηση της e-food προκάλεσε αίσθηση, ίσως επειδή ξεχώρισε για την απληστία της. Όμως η απληστία αυτή είναι δομική, είναι η κανονική κατάσταση κάθε οικονομίας χωρίς κανόνες, ή με καταφανώς μεροληπτικούς κανόνες, και σε κάθε περίπτωση χαρακτηρίζει και τους ανταγωνιστές της e-food (οι οποίοι μέχρι στιγμής δεν έχουν γίνει αποδέκτες της αγανάκτησης των καταναλωτών, και μπορεί κάλλιστα να βγουν ωφελημένοι από αυτή).

Το ζήτημα – και πρόκειται για βαθιά πολιτικό ζήτημα – είναι ακριβώς οι κανόνες βάσει των οποίων η Πολιτεία μεσολαβεί ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, τιθασεύοντας τα «ζωώδη ένστικτα» του καπιταλισμού χωρίς να καταπνίξει τον δυναμισμό του, αποτρέποντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό, και επιβάλλοντας τον σεβασμό των ελάχιστων επιπέδων ασφαλείας καταναλωτών και εργαζομένων.
Οι κανόνες (και φυσικά η τήρησή τους) έχουν σημασία. Διοχετεύουν την επιχειρηματικότητα σε δραστηριότητες και πρακτικές που υποβαθμίζουν ή αναβαθμίζουν το παραγωγικό πρότυπο μιας οικονομίας. Διαμορφώνουν την κατανομή του εισοδήματος με τρόπο που αυξάνει ή μειώνει τις ανισότητες. Οι πολιτικές δυνάμεις εν πολλοίς χαρακτηρίζονται από το πώς τοποθετούνται ως προς αυτές τις επιλογές, και κρίνονται για αυτές στις εκλογές.

Η τελευταία δεκαετία μας έκανε όλους σοφότερους. Η οικονομική κρίση του 2010-14, πρωτοφανούς έντασης και διάρκειας, έκανε σαφή τα αδιέξοδα του προηγούμενου μοντέλου ανάπτυξης, της επίπλαστης ευημερίας μέσω υπερδανεισμού και υπερκατανάλωσης. Η διακυβέρνηση της περιόδου 2015-19 ανέδειξε τους κινδύνους της νοσταλγίας του χρεωκοπημένου παρελθόντος, του διαπλεκόμενου κρατισμού, της δυσανεξίας προς την οικονομία της αγοράς, της αδυναμίας ρύθμισης των κανόνων της με δημιουργικό τρόπο.

Σε αυτές τις συνθήκες, ήταν αναμενόμενη (και σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένη) η διορθωτική κίνηση του εκκρεμούς προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η οικονομική πολιτική της νέας κυβέρνησης ήταν αναπόφευκτο να είναι πιο φιλελεύθερη. Αυτό που σταδιακά γίνεται όλο και πιο εμφανές είναι το πόσο δέσμια είναι (και) αυτή η κυβέρνηση στις αγκυλώσεις ενός απελπιστικά παρωχημένου τρόπου άσκησης πολιτικής.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με το θέμα που συζητάμε; Μεγάλη. Ο νόμος 4670 του Φεβρουαρίου 2020 είχε ακυρώσει την ενοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος, και την εξίσωση των όρων ασφάλισης όλων των πολιτών, επαναφέροντας τις χαμηλές εισφορές για ελεύθερους επαγγελματίες ανεξαρτήτως εισοδήματος. Από τη σκοπιά της πολιτικής κουλτούρας που οδήγησε τη χώρα στη χρεωκοπία του 2010, η επιλογή αυτή ήταν απολύτως κατανοητή: οι άμεσα ενδιαφερόμενοι πανηγύρισαν, τα μέσα ενημέρωσης χειροκρὀτησαν τις «ελαφρύνσεις», οι δημοσκοπήσεις επιβράβευσαν την κυβερνητική επιλογή. Από τη σκοπιά όμως της πολυπόθητης και πολυδιαφημιζόμενης μετάβασης σε ένα δυναμικότερο μοντέλο ανάπτυξης, για να μην αναφερθώ στη στοιχειώδη αρχή της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, η ίδια αυτή επιλογή ήταν εντελώς ακατανόητη. Τι δουλειά έχει το χάιδεμα των μεγαλογιατρών και των μεγαλοδικηγόρων με τις συστάσεις της Έκθεσης Πισσαρίδη για την διευκόλυνση των επιτυχημένων επιχειρήσεων να προσλάβουν προσωπικό και να μεγαλώσουν; Ήταν σαν η νέα κυβέρνηση να στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη πάνω στο «αόρατο ρήγμα» του Αρίστου Δοξιάδη (από τη μια η επιδοτούμενη αυτοαπασχόληση της εσωτερικής αγοράς, από την άλλη οι επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε διεθνώς εμπορεύσιμους κλάδους), για να επιλέξει τελικά την πεπατημένη της θεαματικότερης επιδότησης της αυτοαπασχόλησης από το 1974.

Μεταξύ άλλων, η μεγάλη μείωση των εισφορών αυτοαπασχολουμένων έκανε ακόμη πιο συμφέρουσα τη διαδεδομένη (και παράνομη) πρακτική πολλών εργοδοτών να μεταμφιέζουν τους υπαλλήλους τους σε «συνεργάτες». Η πρακτική αυτή είναι βέβαια πολύ δημοφιλής μεταξύ των εργοδοτών: αμείβοντας τους εργαζόμενους με μπλοκάκι εξοικονομούν εργοδοτικές εισφορές, καθώς και τα κόστη που αφορούν άδειες διακοπών, μητρότητας, ασθένειας κτλ. Προφανώς οι εργαζόμενοι χάνουν όλα τα παραπάνω, καθώς και επιδόματα ανεργίας και αποζημιώσεις σε περίπτωση απόλυσης. Η οικονομία της χώρας χάνει και αυτή: η σχετική πρακτική προάγει την «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής», και κάνει αθέμιτο ανταγωνισμό σε πιο μακροπρόθεσμες επιχειρηματικές στρατηγικές που αναζητούν την κερδοφορία μέσω της επένδυσης στις δεξιότητες των εργαζομένων. Μια διορατική φιλελεύθερη πολιτική θα ελάφραινε το μη μισθολογικό εργατικό κόστος με τη μετατόπιση του φορολογικού βάρους από τις ασφαλιστικές εισφορές στη γενική φορολογία (π.χ. ενισχύοντας την κρατική επιδότηση της άδειας μητρότητας ώστε να μην ζημιώνονται οι επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν νέες γυναίκες). Η συγκεκριμένη κυβέρνηση, όπως είδαμε, επέλεξε να επιδοτήσει την αυτοαπασχόληση σε βάρος της μισθωτής εργασίας.

Το επόμενο κεφάλαιο του δράματος που παίχτηκε τις τελευταίες μέρες γράφτηκε το Μάιο 2021, με το νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας. Ενώ η αντιπολίτευση συγκέντρωσε τα πυρά της (και τα μέσα ενημέρωσης το ενδιαφέρον τους) σε δευτερεύουσας σημασίας ρυθμίσεις, ο μετέπειτα νόμος 4808 του Ιουνίου 2021, άρθρο 69, νομιμοποίησε αυτό που μέχρι τότε ήταν παράνομο (αν και αρκετά διαδεδομένο). Πλέον, οι ψηφιακές πλατφόρμες τύπου Wolt ή e-food έχουν το νομικό δικαίωμα να προσλαμβάνουν διανομείς ως «συνεργάτες», και συνεπώς να μην χρειάζεται να καταβάλλουν εργοδοτικές εισφορές, να μην τους αναγνωρίζουν άδειες, να μην τους πληρώνουν τη βενζίνη, να μην τους καλύπτουν σε περίπτωση ατυχήματος κτλ. κτλ. Οι τυπικές προϋποθέσεις που ορίζει ο νόμος για να είναι τυπικά καλυμμένες οι εταιρείες δείχνουν προσχηματικές: αρκεί ένας οδηγός να βγαίνει από την πλατφόρμα τη νύχτα ή τα Σαββατοκύριακα για να νομιμοποιείται η εταιρεία να τον θεωρεί «freelancer». Η πρόσφατη πρόταση «συνεργασίας» της e-food που προκάλεσε τις γνωστές αντιδράσεις είναι φυσική απόρροια του νέου θερμικού πλαισίου.

Ανακεφαλαιώνοντας: Ο ασφαλιστικός νόμος του 2020 ενίσχυσε το κίνητρο για παρανομία (πρόσληψη με μπλοκάκι). Ο εργασιακός νόμος του 2021 τη νομιμοποίησε. Τα υπόλοιπα ήταν θέμα χρόνου να συμβούν.

Υποθέτω ότι δεν θα αργήσει να ακουστεί ο αντίλογος: «Μα οι εταιρείες δεν βγαίνουν αλλιώς. Να τις διώξουμε από τη χώρα; Με την ανεργία ακόμη στα ύψη;» Ο αντίλογος (μου) στον αντίλογο είναι ως εξής: Από τη σκοπιά της οικονομίας, η επιδίωξη της ανάκαμψης μέσω της μόνιμης μισθολογικής υποτίμησης είναι μάταιη. Τα φτηνά εργατικά χέρια, η αποδυνάμωση της συλλογικής διαπραγμάτευσης, η νομιμοποίηση της υπερεκμετάλλευσης, εθίζουν σε ένα παραγωγικό μοντέλο χαμηλών δυνατοτήτων, εξασφαλίζοντας την κερδοφορία επιχειρηματικών δραστηριοτήτων με ανύπαρκτο ή αμφίβολο αναπτυξιακό αντίκρυσμα. Από τη σκοπιά της κοινωνίας, οι αντιδράσεις των τελευταίων ημερών δείχνουν ότι υπάρχουν όρια ανοχής στην απληστία. Από τη σκοπιά της πολιτικής, οι συνθήκες για τη σημερινή μονοπώληση του μεσαίου χώρου από τη ΝΔ (απωθητικότητα του ΣΥΡΙΖΑ, ανικανότητα του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ) ίσως να διαρκέσουν λιγότερο από ό,τι νομίζαμε.

21 Αυγούστου 2021

Η οικονομία της περιστασιακής απασχόλησης και οι εντάσεις της

Δημοσιεύτηκε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» (Σάββατο 21 Αυγούστου 2021). 

Ένας χρήσιμος τρόπος αξιολόγησης της συμβολής της οικονομίας περιστασιακής απασχόλησης (gig economy) σε μια ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς αφορά τη διάκριση, που προτείνει η Mariana Mazzucato και άλλοι, μεταξύ της δημιουργίας αξίας και της απόσπασης αξίας. Η πρώτη είναι παίγνιο θετικού αθροίσματος: προσθέτει αξία, αυξάνει τον πλούτο, ανοίγει δρόμους για βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο των πολλών. Η δεύτερη συνιστά παίγνιο μηδενικού αθροίσματος: η οικονομική επιτυχία ορισμένων επιτυγχάνεται εις βάρος άλλων, χωρίς αύξηση της ευημερίας του συνόλου. (Ορισμένα είδη απόσπασης αξίας μπορούν ακόμη και να συντελέσουν σε συνολική υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου: το οργανωμένο έγκλημα, για παράδειγμα, οδηγεί στον πλουτισμό ορισμένων ανθρώπων με αντίτιμο την καταστροφή ανθρώπινων ζωών, τη λεηλασία ή την υποβάθμιση φυσικών πόρων, τη διάβρωση κοινοτήτων, την υπονόμευση των μακροπρόθεσμων οικονομικών προοπτικών.)

Όπως συμβαίνει συχνά, η διάκριση δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρη: οι πλατφόρμες μπορεί να περιλαμβάνουν τόσο τη δημιουργία αξίας όσο και την απόσπαση αξίας. Οι πλατφόρμες ενοικίασης καταλυμάτων δημιουργούν αξία όταν φέρνουν σε επαφή κατοίκους της πόλης, που παραχωρούν το διαμέρισμά τους όταν οι ίδιοι δεν το χρησιμοποιούν, με ταξιδιώτες που προτιμούν τη θαλπωρή ενός σπιτιού αντί το δωμάτιο ξενοδοχείου. Όμως αποσπούν αξία, είτε ηθελημένα είτε όχι, όταν προσελκύουν αδίστακτους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων οι οποίοι μεταφέρουν τα περιουσιακά τους στοιχεία στην πλατφόρμα για να παρακάμψουν τους κανονισμούς ασφαλείας, τη νομοθεσία απασχόλησης ή τις φορολογικές υποχρεώσεις. Οι πλατφόρμες παροχής υπηρεσιών μεταφοράς για ιδιώτες προσδίδουν αξία όταν φέρνουν σε επαφή οδηγούς που διαθέτουν επιπλέον χώρο (και χρόνο), με επιβάτες που εκτιμούν την άνεση της μεταφοράς τους από πόρτα σε πόρτα και τις πληροφορίες που παρέχονται από τις αξιολογήσεις των οδηγών. Ωστόσο, αποσπούν αξία όταν αδυνατούν να αξιολογήσουν την ποιότητα οδηγών και οχημάτων ή, αντίστροφα, όταν διατηρούν χαμηλά τα κόμιστρα συμπιέζοντας τους μισθούς.

Ομοίως, οι πλατφόρμες διανομής φαγητού δημιουργούν αξία όταν συνδέουν κουζίνες εστιατορίων με πελάτες που προτιμούν να τρώνε στο σπίτι (ή δεν μπορούν να βγουν από το σπίτι, όπως κατά τη διάρκεια της πανδημίας). Ωστόσο, αποσπούν αξία όταν διατηρούν τις τιμές χαμηλές μέσω της συμπίεσης των περιθωρίων κέρδους των εστιατορίων, ή όταν μεταχειρίζονται τους εργαζόμενους στην διανομή ως «αυτοαπασχολούμενους», υπεύθυνους για τις δικές τους κοινωνικές εισφορές, την ασφάλιση εργατικού ατυχήματος, ακόμη και για τα έξοδα συντήρησης της μοτοσυκλέτας τους.

Η δημόσια πολιτική έχει σημαντικό ρόλο να διαδραματίσει: μπορεί να εξαλείψει τις πιο ακραίες περιπτώσεις απόσπασης αξίας, να τιμωρήσει άλλες, και να ανταμείψει πρακτικές δημιουργίας αξίας. Στην περίπτωση των πλατφορμών καταλυμάτων, οι κυβερνήσεις (σε κεντρικό ή τοπικό επίπεδο) έχουν θέσει όρια στον αριθμό των ακινήτων που μπορούν να προσφέρουν οι ιδιοκτήτες μέσω της πλατφόρμας ή στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο μπορεί να μισθωθεί ένα διαμέρισμα ή ένα σπίτι. Για παράδειγμα, οι ιδιοκτήτες σπιτιών στο Άμστερνταμ μπορούν να νοικιάσουν το σπίτι τους μόνο για 30 νύχτες ετησίως, εκτός εάν έχουν λάβει ειδική άδεια.

Στην περίπτωση των πλατφορμών μεταφορικών υπηρεσιών, οι πλατφόρμες αγωνίστηκαν για να διατηρήσουν το δικαίωμα να μην αντιμετωπίζονται οι οδηγοί ως υπάλληλοι, το οποίο θα ήταν επιζήμιο για το επιχειρηματικό τους μοντέλο. Στις ΗΠΑ, έχουν σημειώσει επιτυχίες. Τον Νοέμβριο του 2020, η πλειοψηφία των ψηφοφόρων στην Καλιφόρνια ενέκρινε την Πρόταση 22, ένα δημοψήφισμα υπό την αιγίδα των Uber, Lyft και άλλων πλατφορμών, οι οποίες φέρονται να δαπάνησαν πάνω από 200 εκατομμύρια δολάρια για την εκστρατεία. Η Πρόταση 22 επιτρέπει στις πλατφόρμες να συνεχίσουν να αντιμετωπίζουν τους οδηγούς ως ανεξάρτητους συνεργάτες. Παρόλα αυτά, οι εταιρείες υποχρεώθηκαν σε ορισμένες παραχωρήσεις: οι εταιρείες θα καταβάλλουν κατώτατη αμοιβή, επιδότηση ασφάλισης υγείας, καθώς και ιατρικά έξοδα και κάποια αναπλήρωση εισοδήματος σε περίπτωση ατυχήματος.

Στην Ευρώπη, τα δικαστήρια ήταν λιγότερο γενναιόδωρα προς τις πλατφόρμες. Τον Φεβρουάριο του 2021 το ανώτατο δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου επικύρωσε απόφαση του εργατικού δικαστηρίου, που είχε προσβάλει η Uber, σύμφωνα με την οποία οι οδηγοί πρέπει να θεωρούνται «εργαζόμενοι» (μια ενδιάμεση κατηγορία με περισσότερα δικαιώματα από τους ανεξάρτητους συνεργάτες αλλά λιγότερα από τους μισθωτούς). Ως αποτέλεσμα, οι οδηγοί εξασφάλισαν έναν κατώτατο μισθό, άδεια μετ’ αποδοχών, καθώς και δωρεάν ασφάλιση σε περίπτωση ασθένειας ή τραυματισμού.

Στη Νότια Ευρώπη το κύριο ζήτημα των εργασιακών σχέσεων στην οικονομία περιστασιακής εργασίας αφορά τη διανομή φαγητού. Στην Ισπανία η κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα τον Μάιο του 2021, που εφαρμόζει προηγούμενη απόφαση ανώτατου δικαστηρίου, με την οποία ορίζεται ότι 30.000 εργαζόμενοι στον τομέα διανομής (delivery) πρέπει να αντιμετωπίζονται ως υπάλληλοι. Στην Ιταλία η εισαγγελία του Μιλάνου αποφάσισε τον Φεβρουάριο του 2021 ότι τέσσερις πλατφόρμες διανομής φαγητού πρέπει να πληρώσουν συνολικά πρόστιμα ύψους 733 εκατ. ευρώ και στη συνέχεια να προσλάβουν ως μισθωτούς τους 60.000 εργαζομένους τους. Και στις δύο χώρες ορισμένες πλατφόρμες ανακοίνωσαν ότι θα εγκαταλείψουν την αγορά, ενώ άλλες θα προσπαθήσουν να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αναδεικνύοντας την «ηθική» μεταχείριση των εργαζομένων τους. Ο τρόπος με τον οποίο θα εξελιχθούν τα πράγματα θα αποτελέσει μια δοκιμή για το κατά πόσον η οικονομία περιστασιακής εργασίας μπορεί να είναι βιώσιμη με τη δημιουργία αξίας και όχι απλώς με την απόσπασή της.

Στην Ελλάδα η κυβέρνηση εξέδωσε πρόσφατα (Μάιος 2021) ένα νομοσχέδιο για τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας, το οποίο στη συνέχεια θα κατατεθεί στην Βουλή. Το νομοσχέδιο έχει επικριθεί από την αντιπολίτευση και τα συνδικάτα επειδή εισάγει μεγαλύτερη ευελιξία σε μια αγορά εργασίας η οποία έχει ήδη απορρυθμιστεί σε μεγάλο βαθμό βάσει των διατάξεων των Μνημονίων της δεκαετίας του 2010. Όσον αφορά την οικονομία περιστασιακής απασχόλησης, το νομοσχέδιο καθορίζει ένα σύνολο προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται για να αντιμετωπίζονται οι εργαζόμενοι ως υπάλληλοι με εξαρτημένη σχέση εργασίας. Εάν οι οδηγοί μπορούν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους και σε άλλες πλατφόρμες, συμπεριλαμβανομένων των ανταγωνιστών τους, ή να προσλαμβάνουν υπεργολάβους ή να αποφασίζουν πότε και πόσο χρόνο θα εργαστούν ή να επιλέγουν ποιες διαδρομές θα δέχονται και ποιες όχι – εάν πληρούνται μία ή περισσότερες από αυτές τις προϋποθέσεις, οι εργοδότες μπορούν να μεταχειρίζονται τους εργαζομένους ως ανεξάρτητους συνεργάτες. Επιπλέον, το νομοσχέδιο παρέχει σε όλους τους εργαζομένους πλατφόρμας, ανεξάρτητα από το καθεστώς τους, το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι, καθώς και πρόσβαση σε «προστατευτικά μέτρα στον τομέα της κοινωνικής πρόνοιας, της υγείας και της ασφάλειας» (τα οποία δεν έχουν ακόμη προσδιοριστεί).

Απομένει να δούμε με ποιον τρόπο η μεταρρύθμιση της κυβέρνησης θα βελτιώσει τις συνθήκες των εργαζομένων που εργάζονται στη διανομή φαγητού. Προς το παρόν, οι πλατφόρμες πληρώνουν λίγο περισσότερο από ό,τι τα μεμονωμένα εστιατόρια, αλλά οι εργαζόμενοι δυσκολεύονται να καλύψουν τις ανάγκες διαβίωσης, πρέπει να καλύπτουν οι ίδιοι έξοδα βενζίνης και δαπάνες συντήρησης των οχημάτων τους, και, σε περίπτωση τροχαίου ατυχήματος, με κίνδυνο θανάτου ή τραυματισμού, αναλαμβάνουν οι ίδιοι τα ιατρικά τους έξοδα, επιπρόσθετα των χαμένων αποδοχών τους για όσες μέρες δεν μπορούν να εργαστούν. Εάν δεν αλλάξει αυτό, θα είναι δύσκολο να δούμε τη διανομή φαγητού ως κάτι άλλο από μια απεχθή περίπτωση απόσπασης αξίας.

10 Ιουλίου 2021

Μπροστά στον τελικό του Euro 2020

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Σάββατο 10 Ιουλίου 2021).

Ζηλεύω τους ανθρώπους που δεν έχουν αμφιβολίες. Εγώ έχω, πολλές. Μπορεί να είναι τα γονίδια του παλιού Ρηγά – προτού υποστεί τη γνωστή αξιοθρήνητη μετάλλαξη. Να, για παράδειγμα: την Κυριακή το βράδυ δεν είμαι βέβαιος ποια από τις δύο «δεύτερες πατρίδες» μου πρέπει να υποστηρίζω: την Αγγλία ή την Ιταλία;

Στην Αγγλία έζησα μερικά από τα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής μου, συνέχισα τις σπουδές μου, άρχισα να δουλεύω σε ένα απίθανο πανεπιστήμιο, έμαθα ότι μπορώ να κάνω επάγγελμα τα πράγματα που έτσι κι αλλιώς με συναρπάζουν και με παθιάζουν, και ότι αυτή θα είναι πάντοτε η μεγαλύτερη τύχη μου. Και εν τω μεταξύ, αγάπησα βαθιά την παράξενη αυτή χώρα με τους παράξενους ανθρώπους, με τις άλλοτε εκνευριστικές και άλλοτε αξιαγάπητες παραξενιές. Τόσο που πήρα το Brexit προσωπικά, σαν προδομένος εραστής: «Σε εμένα το κάνουν αυτό, που τους αγάπησα τόσο;» Πέντε χρόνια μετά, είμαι έτοιμος να τους συγχωρέσω – αρκεί βέβαια να μου ζητήσουν ταπεινά συγγνώμη (το γονάτισμα προαιρετικό).

Ούτε κι εγώ καλά-καλά δεν ξέρω γιατί συγκινούμαι τόσο όταν βλέπω το φιλμάκι του ανεπίσημου ποδοσφαιρικού τους ύμνου, «The Three lions». Ίσως γιατί συμπυκνώνει όλα όσα αγάπησα στην Αγγλία: την υπερηφάνια για τα περασμένα μεγαλεία, τη συναίσθηση της παρακμής, την αφοσίωση στην ομάδα (και στη χώρα) στις καλές στιγμές και στις κακές, τον αυτοσαρκασμό. ΟΚ – και επίσης επειδή το 1990, στο σπίτι μου στο Λονδίνο, κολλημένος στο γυαλί, είδα κι εγώ τον Λίνεκερ, δέκα λεπτά πριν τελειώσει ο ημιτελικός, με τη Γερμανία να προηγείται 1-0, να χορεύει πιρουέτες γύρω από τη γερμανική άμυνα, να στέλνει με διαγώνιο συρτό σουτ τη μπάλα στα δίχτυα, να πανηγυρίζει σαν μικρό χαρούμενο παιδί, και να μας κάνει όλους ευτυχισμένους.

Λίγους μήνες μετά άρχισε η μακρόχρονη σχέση μου με την Ιταλία, που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν για μένα απλώς («απλώς») η χώρα του Λουκίνο Βισκόντι, του Φεντερίκο Φελλίνι, των αδελφών Ταβιάνι – και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Και φυσικά η χώρα της Ίντερ, με την οποία η σχέση των οπαδών της μοιάζει πολύ με εκείνη των Άγγλων με την Εθνική τους: πολλές πίκρες, λίγες χαρές, με τις τελευταίες να κάνουν τις πρώτες να αξίζουν τον κόπο. (Τώρα που το σκέφτομαι, και η σχέση των οπαδών της ΑΕΚ με την ομάδα τους αυτή είναι. Δεν θα είναι τυχαίο ...)  Έκτοτε ο δεσμός μας δυνάμωσε, και εάν για αυτό δεν είναι αρκετή απόδειξη ότι τα τελευταία 5 χρόνια ζω μόνιμα εκεί, μάλλον είναι ότι έχω δύο παιδιά που μιλάνε μεταξύ τους ιταλικά, λένε ότι νιώθουν «100% Ιταλοί και 100% Έλληνες», και αντιμετωπίζουν με επιείκια και τις δυο τους πατρίδες. Κι εγώ όλα αυτά τα χρόνια, και ειδικά τα τελευταία, έχω σιγά-σιγά αναπτύξει μια αμφίσημη στάση προς τη χώρα που με φιλοξενεί: από τη μια εξοργίζομαι με τη γραφειοκρατία, τον επαρχιωτισμό, τη στενομυαλιά, την έλλειψη αξιοκρατίας, από την άλλη ενθουσιάζομαι με τη φαντασία, την επινοητικότητα, την πραότητα, την αβίαστη κομψότητα. Με άλλα λόγια, πρόκειται για την ίδια αμφίσημη στάση που εδώ και δεκαετίες έχω με την πρώτη πατρίδα μου, την αληθινή. Και εάν αυτό δεν δείχνει ότι έχω αρχίσει κι εγώ να γίνομαι λίγο Ιταλός, δεν ξέρω τι το δείχνει.

Θα τη χρειαστεί στον τελικό τη φαντασία και την επινοητικότητα η Εθνική Ιταλίας. (Όσο για την κομψότητα, δείτε ξανά τα γκολ του Κιέζα με το Βέλγιο και με την Ισπανία.) Έγραψε στην Corriere della sera ο Beppe Severgnini, που κι αυτός γνωρίζει καλά και αγαπά την Αγγλία: «Εμείς οι Ιταλοί πιστεύουμε ότι μπορεί να χάσουμε, οι Άγγλοι σκέφτονται ότι πρέπει να κερδίσουν. Έτσι, συχνά, εμείς τα καταφέρνουμε καλύτερα.»

Ας κερδίσει ο καλύτερος!

1 Ιουλίου 2021

Οι μάταιες προφυλάξεις

Το διήγημα του Dino Buzzati "Le precauzioni inutili" δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στην εφημερίδα Corriere della Sera (15 Ιουνίου 1955), και στη συνέχεια στη συλλογή "Sessanta racconti". Milano: Εκδόσεις Mondadori (1958). Η μετάφραση δημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό των Βιβλίων / The Books' Journal» (Ιούλιος 2021).

Τώρα που εκείνος έφυγε, και δεν θα φανεί ποτέ πια, εξαφανισμένος, σβησμένος από το πλαίσιο της ζωής της ακριβώς σαν να ήταν νεκρός, σε εκείνη, την Ιρένε, δεν μένει παρά να εξοπλιστεί με όλο το κουράγιο που μια γυναίκα μπορεί να ζητήσει από το Θεό και να ξεριζώσει όλα τα κλαδιά που συνδέουν εκείνον τον άτυχο έρωτα με τα σπλάχνα της. Υπήρξε πάντοτε δυνατή κοπέλλα, η Ιρένε, δεν θα λιποψυχήσει τώρα.

Τα κατάφερε! Λιγότερο τρομερό από ό,τι νόμιζε. Και πιο σύντομο. Δεν πέρασαν ούτε τέσσερις μήνες, και να που απαλλάχθηκε τελείως. Είναι λίγο πιο αδύνατη, πιο χλωμή, πιο διαφανής, αλλά ελαφριά, με τη γλυκειά χαύνωση της ανάρρωσης που μέσα της αναρριγούν νέες ασαφείς ψευδαισθήσεις. Ω, υπήρξε γενναία, ηρωική υπήρξε, μπόρεσε να φανεί σκληρή με τον εαυτό της, απώθησε αποφασιστικά όλες τις σειρήνες των αναμνήσεων, στις οποίες θα ήταν εύκολο να αφεθεί νωχελικά.

Να καταστρέψει ό,τι είχε μείνει στα χέρια της, ακόμη και καρφίτσα, να κάψει γράμματα και φωτογραφίες, να πετάξει τα ρούχα που φόραγε όταν ήταν εκείνος, που ίσως πάνω τους το βλέμμα του είχε αφήσει ίχνη αόρατα, να ξεφορτωθεί τα βιβλία που και εκείνος είχε διαβάσει, που η κοινή τους γνώση διαμόρφωνε μια μυστική συνενοχή, να πουλήσει τον σκύλο που είχε πια μάθει να τον αναγνωρίζει και έτρεχε να τον υποδεχθεί στην καγκελόπορτα του κήπου, να εγκαταλείψει τις φιλίες που ανήκαν και στους δύο, ακόμη και να αλλάξει σπίτι επειδή σε αυτό το τζάκι εκείνος ένα βράδυ είχε ακουμπήσει με τον αγκώνα, επειδή ένα πρωί αυτή η πόρτα είχε ανοίξει, και πίσω της είχε εμφανιστεί εκείνος, επειδή το κουδούνι της πόρτας συνέχιζε να βγάζει τον ίδιο ήχο όπως τότε που εκείνος ερχόταν, και σε κάθε δωμάτιο της φαινόταν ότι αναγνώριζε κάποιο δικό του μυστηριώδες αποτύπωμα. Επίσης: να συνηθίσει να σκέφτεται άλλα πράγματα, να λυώνει στη δουλειά ώστε τα βράδυα όταν ο κίνδυνος παρουσιαζόταν πιο απειλητικός να την ισοπεδώνει ένας ύπνος βαρύς, να γνωρίσει νέους ανθρώπους, να συχνάζει σε νέα περιβάλλοντα, να αλλάξει ακόμη και το χρώμα των μαλλιών της.

Όλα αυτά είχε κατορθώσει να κάνει, με απελπισμένη αποφασιστικότητα, μην αφήνοντας αφύλαχτη καμμιά γωνία, καμμιά ρωγμή μέσα από την οποία να μπορεί να εισχωρήσει κάποια ανάμνηση. Και γιατρεύτηκε. Τώρα είναι πρωί, και η Ιρένε ετοιμάζεται να βγει από το σπίτι, φορώντας ένα ωραίο γαλάζιο φόρεμα που της έχει μόλις στείλει η μοδίστρα. Έξω ο ήλιος λάμπει. Αισθάνεται υγιής, νεανική, πεντακάθαρη μέσα, φρέσκια όπως τότε που ήταν δεκαέξη χρονών. Και ευτυχισμένη; Σχεδόν.

Αλλά από ένα γειτονικό σπίτι φθάνει ένα μικρό ηχητικό κύμα. Κάποιος άναψε το ραδιόφωνο ή έβαλε κάποιον δίσκο, ένα παράθυρο άνοιξε. Άνοιξε και αμέσως έκλεισε πάλι.

Ήταν αρκετό. Έξη ή επτά νότες, ένα παλιό ρεφραίν, το τραγούδι του. Έλα, γενναία Ιρένε, μην χάνεσαι για τόσο λίγο, τρέχα στη δουλειά, μην σταματάς, γέλα! Όμως ένα απαίσιο κενό έχει σχηματιστεί μέσα στο στήθος της, ένα χαντάκι έχει ήδη σκαφτεί. Για μήνες ολόκληρους ο έρωτας, αυτή η παράξενη καταδίκη, παρίστανε ότι κοιμόταν, ξεγελώντας την Ιρένε. Αρκούσε ένα τίποτα για να ξεχυθεί.

Έξω περνάνε τα αυτοκίνητα, οι άνθρωποι ζουν, κανείς δεν ξέρει για αυτή τη γυναίκα, που κάθεται σαν χαμένη στο πεζοδρόμιο, μπροστά στην πόρτα του σπιτιού της, σαν κοριτσάκι που το έβαλαν τιμωρία, τσαλακώνοντας το ωραίο της καινούριο φόρεμα, και κλαίει με λυγμούς. Εκείνος είναι μακριά, δεν θα γυρίσει ποτέ πια, και ήταν όλα μάταια.

25 Μαΐου 2021

Παραλία με πετραδάκια


Απόσπασμα από το βιβλίο Trieste sottosopra («Τεργέστη άνω-κάτω»), του Mauro Covacich (σελίδα 88). Αναρτήθηκε στον ιστότοπο για τον πολιτισμό «dimart» (Τρίτη 25 Μαΐου 2021).


Ανάμεσα στην όγδοη και στην ένατη δημοτική πλαζ –μετρώντας πάντα όπως ερχόμαστε από το Miramare–, υπάρχει μια παραλία με πετραδάκια, γεμάτη από μυξιάρικα με κουβαδάκι και φτυάρι. Αυτό το σημείο της ακτής μαζεύει νεαρά ζευγάρια με παιδιά, και πρόσφατα προτιμάται από όλο και περισσότερους Σέρβους, ίσως επειδή τα ρηχά νερά ταιριάζουν με την όχι πολύ μεγάλη εξοικείωση αυτού του λαού με τη θάλασσα και με το κολύμπι γενικά. Η κοινότητά τους παγιώθηκε στην πόλη κυρίως τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν όλες οι οικοδομικές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν Σέρβους εργάτες. Κατά τις έξι ή επτά το απόγευμα καταφθάνουν με τα λιγοστά τους πράγματα. Οι γυναίκες κρατούν τα παιδιά από το χέρι. Οι άνδρες έχουν ακόμη υπολείμματα σοβάδων στα μαλλιά, περπατάνε φουσκώνοντας μπρατσάκια για τα πιο μικρά. Εδώ, ανάμεσα στην τονωτική ομορφιά των νεαρών μαμάδων της Τεργέστης, έχουν φτιάξει μια ωραία παρέα τακτικών θαμώνων. Κάθονται κοντά ο ένας στον άλλον, γελάνε, αστειεύονται, δείχνουν την ίδια χαρά που πρέπει να δείχναμε εμείς οι Ιταλοί στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ένας από αυτούς έχει ξεχάσει το μαγιώ, και ανάμεσα στα γέλια των φίλων του πέφτει στο νερό με τα εσώρουχα, με την έκφραση του αόρατου ανθρώπου. Ένας άλλος πληρώθηκε τα αναδρομικά και κερνάει μπύρες από το περίπτερο. Είναι περίπου τριάντα χρονών, αλλά είναι τουλάχιστον δέκα χρόνια μεγαλύτεροι από τους δικούς μας τριαντάρηδες. Αδύνατον να μην ζηλέψεις τα χαλασμένα τους δόντια, την ευτυχία τους.

13 Μαΐου 2021

Το αθέατο κόστος του φαγητού σε πακέτο

Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Πέμπτη 13 Μαΐου 2021). 

Το νέο εργασιακό νομοσχέδιο δίνει δύναμη στον εργαζόμενο;

Αυτό ισχυρίζεται το φιλμάκι της κυβέρνησης που δόθηκε στη δημοσιότητα σήμερα. Αρκετές από τις διατάξεις του (για το δικαίωμα της αποσύνδεσης, την προστασία της άδειας πατρότητας, την καταγγελία της σεξουαλικής παρενόχλησης) αυτό πράγματι κάνουν - υπό την αίρεση βέβαια της συμμόρφωσης των εργοδοτών στο νόμο. Άλλες, όπως η ευελιξία κατανομής του 40ώρου την εβδομάδα σε τέσσερα 10ωρα αντί για πέντε οκτάωρα, εάν συγκατατίθεται ο εργαζόμενος, δεν δείχνουν να δικαιολογούν τη φασαρία που γίνεται.

Σε ένα κρίσιμο όμως σημείο, διαιωνίζεται η άγρια εκμετάλλευση μιας κατηγορίας εργαζομένων: των διανομέων στον τομέα της εστίασης. Το νομοσχέδιο δίνει τη δυνατότητα στις ψηφιακές πλατφόρμες (Wolt κ.ά.) να τους απασχολούν είτε ως μισθωτούς είτε ως ανεξάρτητους συνεργάτες. Δύσκολα οι εργοδότες θα επιλέξουν το πρώτο: είναι μεγάλο το όφελος της μεταμφίεσης των υπαλλήλων σε «συνεργάτες», και έχει γίνει μεγαλύτερο με το Ν4670/2020 που επανέφερε τις χαμηλές εισφορές ασφάλισης για ελεύθερους επαγγελματίες ανεξαρτήτως εισοδήματος.

Βέβαια, το νομοσχέδιο μιλά για εφαρμογή των κριτηρίων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου – το οποίο όμως στην απόφασή του (Απρίλιος 2020) ρητά αναφέρει ότι η ανεξαρτησία των εργαζομένων δεν πρέπει να είναι πλασματική, προτού παραπέμψει το θέμα στην αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων. Τα τελευταία αποφαίνονται ότι οι διανομείς δεν είναι «συνεργάτες». Στην Ιταλία, η Εισαγγελία του Μιλάνου καταδίκασε (Φεβρουάριος 2021) τέσσερις πλατφόρμες εστίασης να πληρώσουν πρόστιμα συνολικής αξίας 733 εκατ. ευρώ και να προσλάβουν τους 60.000 υπαλλήλους τους ως μισθωτούς. Στην Ισπανία, μετά την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου (Σεπτέμβριος 2020), χθες η κυβέρνηση πέρασε νόμο που ορίζει ότι 30.000 διανομείς πρέπει να προσληφθούν ως μισθωτοί. Είχε προηγηθεί απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου (Φεβρουάριος 2021) που επέβαλε στην Uber να αναγνωρίσει στους οδηγούς της κάποια από τα δικαιώματα των μισθωτών: κατώτατο μισθό, ασφάλιση εργατικού ατυχήματος, άδειες ασθενείας, μητρότητας και διακοπών. Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου η Uber και άλλες εταιρείες δαπάνησαν 224 εκατ. δολάρια για να ακυρωθεί (Proposition 22) στο δημοψήφισμα του περασμένου Νοεμβρίου σχετικός νόμος της Πολιτείας της Καλιφόρνιας, έγιναν κάποιες παραχωρήσεις στους εργαζόμενους: συμμετοχή στα ασφάλιστρα υγείας, ασφάλιση οχήματος, κατώτατες αμοιβές.

Στην Ελλάδα οι διανομείς πληρώνονται με το κομμάτι, άδειες δεν δικαιούνται, η βενζίνη και το σέρβις της μηχανής είναι δικά τους, και όταν ένας τρακάρει οι υπόλοιποι κάνουν έρανο για τα έξοδα του νοσοκομείου – ενώ οι εργοδότες δηλώνουν αμέτοχοι. Αυτό είναι το αθέατο κόστος του φαγητού σε πακέτο.

Θα τα αλλάξει όλα αυτά το νομοσχέδιο της κυβέρνησης;

Και αν όχι, πώς τότε «δίνει δύναμη στον εργαζόμενο»;

30 Απριλίου 2021

Για την ιθαγένεια

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Παρασκευή 30 Απριλίου 2021).

Με την υπουργική απόφαση που εξέδωσε προ δύο εβδομάδων ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Βορίδης, για να πολιτογραφηθεί ένας ξένος ως Έλληνας πολίτης θα πρέπει να αποδείξει ότι διέθετε ετήσιο εισόδημα 9.100 ευρώ (συν 10% για κάθε εξαρτώμενο μέλος της οικογένειας) κάθε έτος συνεχώς από το 2015 έως το 2020. Ο όρος αυτός προστίθεται στις ισχύουσες διατάξεις του Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας, που προβλέπουν γραπτές εξετάσεις ιστορίας, γεωγραφίας, πολιτικών θεσμών και πολιτισμού, καθώς και ελληνικής γλώσσας (με ερωτήσεις απίστευτης δυσκολίας). Οι εξετάσεις θα γίνονται κάθε έξη μήνες, σε επτά συνολικά πόλεις ( ή και λιγότερες αν δεν συμπληρώνονται 25 τουλάχιστον αιτήσεις ενδιαφερομένων).

Δεν βλέπω πώς μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η πραγματική στόχευση της πολιτικής του Υπουργού Εσωτερικών για την ιθαγένεια είναι να διατηρήσει τυπικά την δυνατότητα πολιτογράφησης των μεταναστών, καθιστώντας την αδύνατη στην πράξη. Εάν ο Κώδικας προέβλεπε περιοδική επανεξέταση (όπως γίνεται π.χ. με το δίπλωμα οδήγησης), η εφαρμογή των παραπάνω όρων μαθηματικά θα οδηγούσε στην αφαίρεση της ιθαγένειας από την συντριπτική πλειονότητα όσων είμαστε ήδη Έλληνες πολίτες.

Αυτό που περισσότερο με ενοχλεί με αυτή την υπουργική απόφαση δεν είναι η κουτοπονηριά της (θα ήταν εντιμότερο να πει «Έλληνας δεν γίνεσαι, γεννιέσαι»). Ούτε η αναχρονιστική μούχλα που αναδίνει χωρίς να το ομολογεί (Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών, χωρίς τον αναγεννώμενο φοίνικα), παρότι και αυτή μου είναι εντελώς απεχθής. Δεν είναι καν ότι μας υπενθυμίζει το αυτονόητο, ότι η ΝΔ παραμένει αυτό που ήταν πάντοτε, δηλαδή ένας συνασπισμός φιλελεύθερων και εθνικοφρόνων, με τους δεύτερους πάντοτε να καιροφυλακτούν, έτοιμοι να υπονομεύσουν τους πρώτους.

Είναι ότι το «όραμα» που αντιπροσωπεύει η υπουργική απόφαση – μιας χώρας περίκλειστης, εχθρικής και φοβισμένης – βρίσκεται στους αντίποδες της ιδέας μιας Ελλάδας γεμάτης αυτοπεποίθησης με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, το οποίο (αν δεν έχω καταλάβει λάθος) θέλει να εκφράζει συλλογικά η κυβέρνηση, και το οποίο έχουν αποδείξει ότι υπηρετούν άλλα κυβερνητικά στελέχη.

Δεν μιλώ ως πονόψυχος «δικαιωματιστής», ούτε ως κατά συρροήν μετανάστης - παρότι θα μπορούσε ευλόγως κανείς να μου καταλογίσει και το ένα και το άλλο. Μιλώ ως οικονομολόγος, που γνωρίζει τα βασικά: ότι οι χώρες που ενσωματώνουν τους ξένους ανανεώνονται και προκόβουν – ενώ οι χώρες που τους απορρίπτουν μένουν στάσιμες και παρακμάζουν.

28 Απριλίου 2021

Για το νέο εργασιακό νομοσχέδιο

Δημοσιεύτηκε στην «Athens Voice» (Τετάρτη 28 Απριλίου 2021).

Δεν θα σχολιάσω τον υστερικό τρόπο με τον οποίο συζητώνται τα σοβαρά ζητήματα στη χώρα μας («Σαρωτικές αλλαγές στα εργασιακά» / «Σεισμός στην εργατική νομοθεσία»). Υποθέτω ότι κάποτε θα γραφτεί η ιστορία του πώς χαμηλού επιπέδου δημοσιογράφοι και διευθυντές ειδήσεων στο κυνήγι του εντυπωσιασμού συνέβαλαν καθοριστικά στο να γίνει η ελληνική κρίση πιο οδυνηρή και πιο παρατεταμένη από ό,τι ήταν από μόνη της.

Ξεκινώ από την παραδοχή ότι ο στόχος μιας καλής ρύθμισης της αγοράς εργασίας είναι να εξασφαλίζει ευελιξία στις επιχειρήσεις και ασφάλεια στους εργαζόμενους. Και τα δύο χρειάζονται: Χωρίς ευελιξία οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές της αγοράς, με δυσμενείς συνέπειες για την κερδοφορία τους και για την δημιουργία ευκαιριών απασχόλησης. Χωρίς ασφάλεια οι εργαζόμενοι δεν γίνονται μόνο πιο αγχωμένοι (για να μην πω πιο δυστυχισμένοι), αλλά σε τελευταία ανάλυση λιγότερο παραγωγικοί.

Τη δεκαετία του '90 που άρχισα να ασχολούμαι με το θέμα, το βασικό πρόβλημα της ρύθμισης της αγοράς εργασίας στην Ελλάδα ήταν το χάσμα μεταξύ Δημοσίου-τραπεζών-ΔΕΚΟ από τη μια, και υπόλοιπου ιδιωτικού τομέα από την άλλη. Οι μεν είχαν τόση ασφάλεια που και να μην δούλευαν καθόλου δεν τους έδιωχνε κανείς. Το επίπεδο ασφάλειας των δε κυμαινόταν από χαμηλό (στις πιο νομοταγείς επιχειρήσεις) έως μηδενικό (στις υπόλοιπες). Ήταν μια αρρωστημένη κατάσταση. Οι (δειλές) προσπάθειες της κυβέρνησης Σημίτη να βάλει μια τάξη έπεσαν στο κενό. Ήταν μεγάλες οι ευθύνες πολλών βουλευτών και αρκετών υπουργών του ΠΑΣΟΚ, που τότε έτρεμαν το πολιτικό κόστος αλλά σήμερα δεν τους θυμάται κανείς (ή αν τους θυμάται δεν είναι με νοσταλγία). Για τις ευθύνες των μέσων ενημέρωσης μίλησα παραπάνω. Για τις ευθύνες των συνδικαλιστών (πλήρως ταυτισμένων με τις προνομιούχες συντεχνίες, πλήρως αδιάφορων για τους κανονικούς εργαζόμενους, παρά τις ρητορείες), όπως και για τις ευθύνες της ΝΔ και των ΣΥΝ-ΚΚΕ, καλύτερα να μην μιλήσω.

Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, οι μισθοί όλων έχουν πέσει, αλλά το χάσμα μεταξύ των «από μέσα» και των «απέξω» είναι το ίδιο μεγάλο (αν και τώρα περνάει μέσα από τις τράπεζες και τις ΔΕΚΟ, όπου συνυπάρχουν παλιοί με γενναιόδωρες παροχές και νέοι με συνθήκες παρόμοιες με αυτές στις άλλες επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα - και μαντέψτε ποιοι από τους δύο «βγάζουν τη δουλειά».)

Επί πλέον, φαίνεται να έχει διευρυνθεί αυτό που έχει ονομαστεί «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής»: η θλιβερή προσπάθεια πολλών επιχειρηματιών να πλουτίσουν ή απλώς να επιβιώσουν δια της παραβίασης της εργασιακής, φορολογικής, περιβαλλοντικής, πολεοδομικής κ.ά. νομοθεσίας. Προ κρίσης, όταν η ανεργία ήταν χαμηλή και τα συνδικάτα πιο ισχυρά, ο εργοδότης της Κούνεβα έστειλε μπράβους να της επιτεθούν με βιτριόλι (αυτό τουλάχιστον έκρινε το πρωτοβάθμιο δκαστήριο, για να ανατραπεί στη συνέχεια η απόφαση στο Εφετείο). Τώρα που η ανεργία είναι στα ύψη, και τα συνδικάτα πιο ανίσχυρα, η παραβίαση των εργασιακών δικαιωμάτων είναι καθημερινό φαινόμενο που δεν εκπλήσσει πλέον κανέναν.

Με αυτά τα δεδομένα, θεωρώ απολύτως λογική τη ρύθμιση που επιχειρείται με την κατανομή των υπερωριών (10 ώρες επί 4 ημέρες = 8 ώρες επί 5 ημέρες, εάν το ζητήσει ο εργαζόμενος ή εάν συμφωνηθεί από το συνδικάτο). Το ερώτημα είναι πώς θα εξασφαλιστεί η τήρηση του νόμου. Σήμερα σε πολλές επιχειρήσεις οι υπερωρίες δεν καταγράφονται και δεν αμείβονται. Με υψηλή ανεργία και αδύναμα (ή αδιάφορα) συνδικάτα, η θέση των εργαζομένων παραμένει μειονεκτική. Θα ήθελα να ελπίζω ότι η ψηφιακή κάρτα εργασίας θα βοηθήσει. Ας κρατήσουμε την ειλικρίνεια της κυβέρνησης και την διάθεσή της να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Αντίθετα, θεωρώ άστοχη τη λύση που επελέγη για τη ρύθμιση των εργασιακού καθεστώτος των εργαζομένων στις πλατφόρμες (Wolt και λοιπών). Το νομοσχέδιο αναγνωρίζει δύο τρόπους συνεργασίας των «παρόχων υπηρεσιών» με τις πλατφόρμες: συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών/ έργου, και δίνει το δικαίωμα στους διανομείς που απασχολούνται με τον δεύτερο τρόπο να συστήνουν συνδικαλιστικές οργανώσεις, να διαπραγματεύονται, να καταρτίζουν συλλογικές συμβάσεις, καθώς και να απεργούν.

Η ένστασή μου είναι ότι αυτό δεν θα εμποδίσει τη Wolt και τις άλλες επιχειρήσεις διανομής να υποκρίνονται - νομότυπα πλέον - ότι τα παιδιά με τις στολές δεν είναι υπάλληλοί τους αλλά «συνεργάτες», και έτσι να μην καταβάλλουν εργοδοτικές εισφορές, να μην τους αναγνωρίζουν άδειες, να μην τους καλύπτουν σε περίπτωση ατυχήματος, να μην τους πληρώνουν τη βενζίνη κτλ. κτλ.

Στη Βρετανία, στην Ισπανία, στην Ιταλία και αλλού τα δικαστήρια έχουν υποχρεώσει τις εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην οικονομία της πλατφόρμας, από την Uber έως την Deliveroo, να προσλάβουν με σχέση εξαρτημένης εργασίας τους εργαζόμενους που απασχολούν. Οι πιο διορατικές από τις εταιρείες αυτές θεωρούν ότι είναι και πάλι βιώσιμες, και επιχειρούν να προσελκύσουν επενδυτές και καταναλωτές προβάλλοντας το σεβασμό των εργαζομένων τους και των δικαιωμάτων τους. Οι λιγότερο διορατικές - ή λιγότερο ανταγωνιστικές - αποχωρούν.

Η οικονομία της πλατφόρμας είναι συχνά καινοτόμα, καλύπτει υπαρκτές ανάγκες των καταναλωτών, και προσφέρει ευκαιρίες απασχόλησης. Η ρύθμιση του εργασιακού καθεστώτος που διαφαίνεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες δεν προστατεύει τους εργαζόμενους «πνίγοντας» τις επιχειρήσεις: κάνει απαιτητικότερη την καινοτομία, ανεβάζει τον πήχυ της ανταγωνιστικότητας, καταπολεμά τον αθέμιτο ανταγωνισμό.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, κάθε προσπάθεια να περιοριστεί η παραβατικότητα στην αγορά εργασίας είναι καλοδεχούμενη - τουλάχιστον από εμένα. Καταλαβαίνω ότι αυτό σε κάποιο βαθμό απαιτεί κάποιον πραγματισμό. Όμως ο πραγματισμός δεν μπορεί να εκτείνεται έως την συνθηκολόγηση με τις απαιτήσεις της μιας πλευράς, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η «επιχειρηματικότητα της αρπαχτής».

19 Μαρτίου 2021

Η επόμενη μέρα στην Ιταλία του Ντράγκι

Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021).

H Ιταλία επλήγη από την πανδημία νωρίτερα και περισσότερο από άλλες χώρες - ειδικά οι βόρειες περιφέρειες του Βένετο και της Λομβαρδίας που λειτουργούν ως ατμομηχανές της οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (11 Φεβρουαρίου 2021), η μείωση του ΑΕΠ ήταν 8,8% το 2020, ενώ η αύξησή του το 2021 θα είναι 3,4%. (Η πρόβλεψη για τη χώρα μας ήταν -10% και +3,5% αντιστοίχως.)

Βέβαια, πίσω από τους μέσους όρους κρύβεται αρκετή ποικιλία. Στην Ιταλία – όπως και στην Ελλάδα – ο τουρισμός κατέρρευσε. Επί πλέον, μαζί του κατέρρευσαν και άλλες οικονομικές δραστηριότητες που εδώ έχουν ιδιαίτερο ειδικό βάρος.

- Οι εκθέσεις (μόδας, επίπλου, design) που μόνο στο Μιλάνο έφερναν μισό εκατομμύριο εύπορους επισκέπτες η κάθε μια, και που με τη σειρά τους έδιναν ώθηση στις εξαγωγές ιταλικών προϊόντων.

- Η κουλτούρα (αρχαιολογικοί χώροι, μουσεία, κινηματογράφος, όπερα) που επίσης προσελκύει εκατομμύρια επισκέπτες.

- Τα πανεπιστήμια: μόνο στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου αυτή τη στιγμή έχουμε 7.300 ξένους φοιτητές, σε σύνολο 47.500 (15,4%), όμως οι περισσότεροι έχουν μείνει στη χώρα τους.

Ωστόσο, άλλοι τομείς της οικονομίας επέδειξαν αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα. Πέρυσι τέτοια εποχή οι αναλυτές φοβόντουσαν ότι η ιταλική βιομηχανία θα χάσει θέσεις στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, ότι παραγωγικές μονάδες της Πολωνίας ή της Σλοβακίας θα έπαιρναν τη θέση τους. Όμως, την ίδια στιγμή που στο κέντρο της πόλης του Μπέργκαμο στρατιωτικά καμιόνια έκαναν ουρές για να μαζέψουν τους νεκρούς από τα νοσοκομεία, στη γύρω περιοχή, στα φημισμένα εργοστάσια βιομηχανικών μηχανημάτων και εργαλείων, εργοδότες και συνδικάτα χωρίς πολλά ταρατατζούμ επινοούσαν και έθεταν σε εφαρμογή υγειονομικά πρωτόκολλα που επέτρεπαν την απρόσκοπτη λειτουργία της παραγωγής με ασφάλεια.

Αποτέλεσμα: οι ιταλικές εξαγωγές αντί να καταρρεύσουν και αυτές, αυξήθηκαν κατά 1,1% το 2020 έναντι του 2019. Σε αναγνώριση αυτής της απρόσμενης επιτυχίας, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις του περασμένου μήνα στέφθηκαν από επιτυχία: η Confindustria (ο ιταλικός ΣΕΒ) συμφώνησε με τα μαχητικά συνδικάτα των βιομηχανικών εργατών προσλήψεις και αυξήσεις μισθών (από 63 έως 120 ευρώ το μήνα).

Φυσικά, τώρα η μεγάλη πρόκληση είναι η ανάκαμψη. Από τη μια, αυτή απαιτεί την αντιμετώπιση των χρόνιων προβλημάτων της ιταλικής οικονομίας (χαμηλή παραγωγικότητα, ανελαστικότητες στην αγορά προϊόντων, υψηλό κόστος ενέργειας και συμμόρφωσης με το ρυθμιστικό πλαίσιο, αργόσυρτη δικαιοσύνη, απελπιστική γραφειοκρατία – με νησίδες αριστείας πάντως η τελευταία). Από την άλλη, η ανάκαμψη της οικονομίας προϋποθέτει επίσης μια δύσκολη και οδυνηρή διαδικασία διαχωρισμού της ήρας από το σιτάρι: Κάποιες επιχειρήσεις είναι κατά βάση βιώσιμες και αξίζουν να διασωθούν, άλλες θα είναι «ζόμπι» σε έναν κόσμο που όταν περάσει η πανδημία θα είναι πολύ διαφορετικός – και βέβαια η επιλογή ανάμεσα στις μεν και στις δε είναι μια σπαζοκεφαλιά γεμάτη παγίδες. Αυτό ισχύει για την Ιταλία, όπως και για τη Γερμανία, και ισχύει και για τη χώρα μας.

Πριν από έναν χρόνο (25 Μαρτίου 2020), ο Μάριο Ντράγκιπου δεν ήταν πλέον Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και δεν ήταν ακόμη πρωθυπουργός της Ιταλίας – δημοσίευσε στους Financial Times ένα εξαιρετικό άρθρο που καλούσε σε «επιστράτευση» εναντίον του κορωνοϊού. Το άρθρο καλούσε τις κυβερνήσεις να στηρίξουν χωρίς δισταγμό τα δημόσια συστηματα υγείας, να προστατεύσουν τις θέσεις εργασίας, και να ενισχύσουν τα εισοδήματα των πολιτών. («Εάν δεν το κάνουμε, θα βγούμε από την κρίση με σταθερά μειωμένη απασχόληση και παραγωγική δυναμικότητα».)

Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, το οποίο αναπόφευκτα θα διογκωθεί, ο Ντράγκι εισάγει τη διάκριση ανάμεσα σε «καλό» και «κακό» χρέος. «Κακό» χρέος είναι αυτό που σπαταλάται για τον κατευνασμό ομάδων πίεσης, ή σε δημόσια έργα περιορισμένης χρησιμότητας, ή εντελώς βλαβερά για την κοινωνία και για το περιβάλλον. «Καλό» χρέος είναι αυτό που επενδύει στο μέλλον: στην καινοτομία, στην ενεργειακή μετάβαση, στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, στον εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων και της δημόσιας διοίκησης, στη διευκόλυνση των παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, στις δεξιότητες των νέων.

Πολλοί μιλάνε για τον νέο πρωθυπουργό της Ιταλίας (με περιφρόνηση ή με θαυμασμό, ανάλογα με τα γούστα) σαν να είναι άλλος ένας τεχνοκράτης. Είναι πράγματι τεχνοκράτης, και μάλιστα υψηλού επιπέδου και υψηλού κύρους, όμως είναι επίσης ένας άνθρωπος με πολιτικές ικανότητες – και με αυτό δεν εννοώ μικροπολιτική καπατσοσύνη, αλλά αντίληψη της κρισιμότητας της στιγμής, διαύγεια στη διάγνωση των εμποδίων, προσήλωση στο καθήκον. Ο Ντράγκι είναι αυτό που οι Βρετανοί ονομάζουν «statesman».

Για το καλό της Ιταλίας, και της Ευρώπης (και της Ελλάδας), θα πρέπει όλοι να ευχόμαστε να πετύχει.

2 Μαρτίου 2021

Ασφαλιστικό: Με χαριστικές ρυθμίσεις και χωρίς συναινέσεις η μεταρρύθμιση δεν θα πετύχει

Το κείμενο της παρέμβασής μου στη δημόσια συζήτηση του ερευνητικού οργανισμού «διαΝΕΟσις» για τις συντάξεις (Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2021). Δημοσιεύτηκε με αυτό τον τίτλο στην ηλεκτρονική εφημερίδα «Liberal» (Τρίτη 2 Μαρτίου 2021).

Προτού αρχίσουμε να μιλάμε για τη μεταρρύθμιση που μας παρουσίασε ο κ. Τσακλόγλου, θα πρέπει να αναρωτηθούμε για το εάν είναι καλή ιδέα να αφιερώσουμε πρόσθετους πόρους στο σύστημα συντάξεων; Νομίζω πως όχι, νομίζω πως πρέπει να σταματήσουμε να ρίχνουμε έξτρα χρήματα στο ασφαλιστικό. Και αυτό για τουλάχιστον τρεις λόγους: 

(1) Η συνταξιοδοτική δαπάνη είναι ήδη στα ύψη, στερώντας όλες τις άλλες δημόσιες πολιτικές από πολύτιμους πόρους. Ανέφερε ο κ. Νεκτάριος τις μελλοντικές ανάγκες για μακροχρόνια φροντίδα ηλικιωμένων. Για να φέρω άλλο ένα παράδειγμα κοινωνικής πολιτικής: Το 80% και πάνω των ανέργων δεν δικαιούνται επίδομα ανεργίας. Για να φέρω ένα διαφορετικό παράδειγμα: Το επίπεδο δεξιοτήτων στην Ελλάδα είναι το χαμηλότερο στην Ευρώπη. Χωρίς μια σοβαρή επένδυση στο εκπαιδευτικό σύστημα και στο σύστημα κατάρτισης με σκοπό την αναβάθμιση των δεξιοτήτων, θα αποδειχθεί απλώς αδύνατο να περάσουμε σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο, όπως προτείνει η Επιτροπή Πισσαρίδη και όπως συμμερίζονται οι περισσότεροι από εμάς.

(2) Οι συνταξιούχοι υπέστησαν τις γνωστές περικοπές συντάξεων την περίοδο 2010-15, όμως άλλες ομάδες του πληθυσμού είδαν τα εισοδήματά τους να μειώνονται περισσότερο ή και να μηδενίζονται. Αυτό ενισχύθηκε από όσα συνέβησαν τον τελευταίο χρόνο: η πανδημία δεν επηρέασε τις συντάξεις, αλλά μείωσε και άλλο τα εισοδήματα εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.

(3) Μέχρι το 2010 είχαμε το χειρότερο ασφαλιστικό της Ευρώπης – το πιο άδικο και το πιο χρεωκοπημένο. Στη συνέχεια, υπό την πίεση των δανειστών, έγιναν σοβαρές προσπάθειες συμμαζέματος του. Παρά τα ελαττώματά του, ο λεγόμενος νόμος Κατρούγκαλου περιέγραφε ένα συνταξιοδοτικό σύστημα λιτότερο (όπως είναι επιβεβλημένο, για να μην επιβαρύνουμε υπέρμετρα τη γενιά των παιδιών μας) και πιο ομοιόμορφο. Αυτό αποτυπώθηκε στις προβολές που επικαλέστηκε η κ. Αχτσιόγλου, που δείχνουν ότι το «αφανές χρέος» του ασφαλιστικού έχει σημαντικά περιοριστεί. Όμως οι προβολές βασίστηκαν στην υπόθεση ότι η κυβέρνηση (και οι επόμενες κυβερνήσεις) θα εφάρμοζαν τις ρυθμίσεις που είχαν ψηφιστεί. Είναι εύλογη η υπόθεση ότι μια χώρα τηρεί τους κανόνες που έχει νομοθετήσει, αλλά στην περίπτωσή μας δυστυχώς δεν ισχύει. Από το 2018, τόσο η προηγούμενη όσο και η σημερινή κυβέρνηση έχουν βαλθεί να ακυρώσουν τη μεγάλη διόρθωση που έγινε τα προηγούμενα χρόνια. Η προηγούμενη κυβέρνηση αρνήθηκε να εφαρμόσει την «προσωπική διαφορά», και (μετά τις σχετικές αποφάσεις των δικαστηρίων) μείωσε το ποσοστό εισφοράς των ελευθέρων επαγγελματιών και των αγροτών. Η σημερινή κυβέρνηση κατάργησε τη σύνδεση της εισφοράς ελευθέρων επαγγελματιών και αγροτών με το εισόδημα – πλέον ένας μεγαλογιατρός μπορεί νομίμως να πληρώνει λιγότερα για σύνταξη και ασθένεια από ό,τι μια καθαρίστρια. Στη συνέχεια επανέφερε (και διαφήμισε με πολλά ταρατατζούμ) το δικαίωμα πρόωρης συνταξιοδότησης των μητέρων και πατέρων. Με αυτό το ρυθμό, σε λίγο καιρό θα είμαστε πάλι στο σημείο που βρισκόμαστε το αξέχαστο 2010, έτοιμοι να ζήσουμε ξανά όσα ακολούθησαν.

Με δεδομένα τα παραπάνω, φοβάμαι ότι το σχέδιο που μας παρουσίασε ο κ. Τσακλόγλου δεν θα μπορέσει από μόνο του να πετύχει το στόχο του. Παρά τα αναμφίβολα χαρίσματα του σχεδίου. Δεν αμφιβάλλω, για παράδειγμα, ότι εάν σχεδιάζαμε το σύστημα συντάξεων μιας καινούριας χώρας (του κουτιού) μάλλον θα φροντίζαμε να θεσμοθετήσουμε ότι ένα μέρος του θα είναι κεφαλαιοποιητικό. Επειδή η Ελλάδα δεν είναι ακριβώς καινούρια χώρα, η μετάβαση από το ένα είδος επικουρικής ασφάλισης στο άλλο θα προκαλέσει ένα «δημοσιονομικό κενό». Με απλά λόγια: εάν οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων αποταμιεύονται, κάποιος πρέπει να πληρώνει τις επικουρικές συντάξεις των ήδη συταξιούχων, όσων είναι σήμερα άνω των 35 ετών, καθώς και όσων παρότι νεώτεροι επιλέξουν να μην ενταχθούν στο νέο σύστημα. Το «δημοσιονομικό κενό» θα προστεθεί στο 10% του ΑΕΠ που είναι το έλλειμμα του σημερινού ασφαλιστικού – και αυτό είναι βέβαιο. Οι θετικές επιδράσεις στην οικονομία είναι αβέβαιες, και σε μια γερασμένη κοινωνία που δραστηριοποιείται σε μια ανοιχτή οικονομία μπορεί να αποδειχθούν περιορισμένες.

Επί πλέον, τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα συντάξεων έχουν και αυτά τους κινδύνους τους και τα μειονεκτήματά τους. Θα αντιπαρέλθω τις συνήθεις ενστάσεις, που ανέφερε η κ. Αχτσιόγλου (κάποιες τις θεωρώ βάσιμες, άλλες λιγότερο), για να αναφερθώ σε ένα πρόβλημα που με ανησυχεί ιδιαίτερα. Είναι το πρόβλημα του πολιτικού κινδύνου που είναι ιδιαίτερα μεγάλος σε πολιτικά συστήματα χαμηλής συναίνεσης.

Με βάση το σχέδιο που μας παρουσίασε ο κ. υφυπουργός, οι πρώτες επικουρικές συντάξεις του νέου συστήματος θα καταβληθούν μετά το 2050. Μέχρι τότε, ο κουμπαράς των εισφορών θα γεμίζει. Τι θα εμποδίσει μια μελλοντική κυβέρνηση «να βάλει χέρι» σε αυτό τον κουμπαρά, για να καλύψει άλλες ανάγκες; Αυτο έχει συμβεί επανειλημμένως: στην Αργεντινή (2008), στη Βολιβία (2010), στην Ουγγαρία (2011), στο Καζακστάν (2013) και αλλού. Σε άλλες χώρες (Πολωνία, Σλοβακία, Ρουμανία, στις χώρες της Βαλτικής) το μέγεθος του κεφαλαιοποιητικού πυλώνα περιορίστηκε, με μείωση των αντίστοιχων εισφορών.

Θα ζητούσα λοιπόν από την κυβέρνηση να κάνει δύο πράγματα: Πρώτον, όσο και εάν αυτό σήμερα ακούγεται εξωπραγματικό, να αναζητήσει ευρύτερες συναινέσεις με τα πολιτικά κόμματα, τις οργανώσεις των εργαζομένων και των εργοδοτών. Δεύτερον, να σεβαστεί τα μέτρα εξυγίανσης που θεσμοθετήθηκαν την περίοδο 2010-16, ακυρώνοντας όλες τις χαριστικές ρυθμίσεις της τελευταίας τριετίας υπέρ μεγαλογιατρών, μεγαλοδικηγόρων, πατέρων ανηλίκων και άλλων αναξιοπαθούντων.

21 Ιανουαρίου 2021

Η Ιταλική Δημοκρατία οφείλει πολλά στο Κομμουνιστικό Κόμμα


Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2021).

Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (1921-1991) συνίδρυσε την Ιταλική Δημοκρατία και αναδείχθηκε σε έναν από τους κυριότερους στυλοβάτες της. Μερικοί σταθμοί σε αυτή την πορεία:

Σεπτέμβριος 1943 – Απρίλιος 1945: Έχει προηγηθεί η απόβαση των Συμμάχων στη Σικελία, και  η ανατροπή του Μουσσολίνι. Ο γερμανικός στρατός υποχωρεί πίσω από τη Γραμμή Ζίγκφριντ που χωρίζει την Ιταλία στα δύο. Στο Βορρά, όπου οι φασίστες ιδρύουν την «Κοινωνική Δημοκρατία» του Σαλό, ξεσπά ο εμφύλιος. Οι κομμουνιστές συνεργάζονται έντιμα με τις άλλες αντιφασιστικές οργανώσεις και με πρώην αξιωματικούς του Στρατού στις Επιτροπές Εθνικής Απελευθέρωσης.

Απρίλιος 1944: «Στροφή του Σαλέρνο». Ο Παλμίρο Τολιάττι, Γραμματέας του Κόμματος, επιστρέφει από την εξορία και δηλώνει ότι το ΙΚΚ είναι έτοιμο να συνεργαστεί με το Παλάτι και την κυβέρνηση Μπαντόλιο για την απελευθέρωση της χώρας και την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Ο Τολιάττι θα ορκιστεί αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, και αργότερα υπουργός δικαιοσύνης. Με αυτή την ιδιότητα, θα εργαστεί για την εθνική συμφιλίωση, αμνηστεύοντας τους συνεργάτες του φασισμού (εκτός από όσους βαρύνονταν με εγκλήματα).

Ιούνιος 1946: Στο δημοψήφισμα για τη μορφή του πολιτεύματος επικρατεί το «όχι» στη μοναρχία. Στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση το ΙΚΚ εκλέγει 104 (στα 556) μέλη. Ο κομμουνιστής Ουμπέρτο Τερρατσίνι γίνεται αντιπρόεδρος, αργότερα πρόεδρος, της Συντακτικής Συνέλευσης. Οι κομμουνιστές, μαζί με τα άλλα αντιφασιστικά κόμματα, γράφουν το Σύνταγμα της Ιταλικής Δημοκρατίας.

Σεπτέμβριος 1946: Στην Εμίλια-Ρομάνια, μετέπειτα κομμουνιστικό προπύργιο, όπου η φασιστική βία και η εμφύλια αναμέτρηση είχαν υπάρξει ιδιαίτερα αιματηρές, συνεχίζεται το ξεκαθάρισμα λογαριασμών: 770 νεκροί στην περιοχή της Μπολώνια, 890 στη Μόντενα, στο Ρέτζιο 560. Ο Τολιάττι εξαναγκάζει την τοπική ηγεσία του Κόμματος σε παραίτηση και απαιτεί την άμεση παύση των εχθροπραξιών. Ο πόλεμος τελείωσε.

Ιούλιος 1948: Ο Τολιάττι πέφτει θύμα δολοφονικής επίθεσης, και μεταφέρεται σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο. Στο χειρουργείο θα του αφαιρεθούν τρεις σφαίρες, από την πλάτη και το σβέρκο. Σε όλη τη χώρα ξεσπούν αυθόρμητες διαμαρτυρίες, που εξελίσσονται σε βίαιες συγκρούσεις με την αστυνομία. Από το κρεβάτι του νοσοκομείου ο Τολιάττι παραγγέλνει στους ηγέτες του Κόμματος: «Μην κάνετε τρέλλες».

Αύγουστος 1968: Το ΙΚΚ, που είχε υποστηρίξει την καταστολή της Ουγγρικής εξέγερσης από τους Σοβιετικούς 12 χρόνια νωρίτερα, αυτή τη φορά καταδικάζει κατηγορηματικά την εισβολή των τανκς στην Τσεχοσλοβακία που βάζει τέλος στην «Άνοιξη της Πράγας». Η ρήξη με το Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης και τους συμμάχους του ολοκληρώνεται 13 χρόνια αργότερα, μετά την κήρυξη στρατιωτικού νόμου στην Πολωνία.

Ιούνιος 1976: Το ΙΚΚ, μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της Δύσης, φτάνει το 34,4% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές. Ο Πιέτρο Ινγκράο γίνεται Πρόεδρος της Βουλής.

Μάιος 1978: Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δολοφονούν τον Άλντο Μόρο, πρώην πρωθυπουργό, ηγετική μορφή της ιταλικής χριστιανοδημοκρατίας, οπαδό του «ιστορικού συμβιβασμού» με το Κομμουνιστικό Κόμμα. Δύο χρόνια αργότερα, μια νεοφασιστική οργάνωση θα τοποθετήσει βόμβα στο σιδηροδρομικό σταθμό της Μπολώνια – η έκρηξη θα σκοτώσει 85 ανθρώπους. Η Ιταλική Δημοκρατία κλυδωνίζεται. Το ΙΚΚ τάσσεται κατηγορηματικά κατά της εκτροπής, υπέρ της δημοκρατικής νομιμότητας. Τον Ιανουάριο 1979 ο Γκουίντο Ρόσσα, κομμουνιστής εργάτης και συνδικαλιστής, πέφτει νεκρός από τις σφαίρες των Ερυθρών Ταξιαρχιών στη Γένοβα.

Ιούνιος 1984: Ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, Γραμματέας του Κόμματος, παθαίνει εγκεφαλικό στη διάρκεια προεκλογικής ομιλίας στην Πάντοβα, και ξεψυχά τέσσερις μέρες αργότερα. Πενήντα σκηνοθέτες, ανάμεσά τους ο Μπερτολούτσι, ο Σκόλα, ο Ποντεκόρβο και άλλοι, συνεργάζονται στο γύρισμα του ντοκυμανταίρ του αποχαιρετισμού του κομμουνιστή ηγέτη. Ένας άλλος σκηνοθέτης, ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι, που νωρίτερα είχε χρησιμοποιήσει σκηνές από την κηδεία του Παλμίρο Τολιάττι σε μια από τις ταινίες του, το 1974 παρομοίασε το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα με «χώρα»: «χώρα καθαρή σε χώρα βρώμικη, χώρα έντιμη σε χώρα ανέντιμη, χώρα ευφυή σε χώρα ανόητη, χώρα καλλιεργημένη σε χώρα αμόρφωτη». Υπερέβαλλε, αλλά όχι πολύ.

8 Ιανουαρίου 2021

Πρέπει να μειωθεί η προοδευτικότητα της φορολογικής κλίμακας;

Το κείμενο της απάντησής μου στην ερώτηση του Ελληνικού Πάνελ Οικονομολόγων του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών σχετικά με την προοδευτικότητα της φορολογικής κλίμακας (Δεκέμβριος 2020). Το φιλμάκι δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα της Καθημερινής (8 Ιανουαρίου 2020).

Δεν πιστεύω ότι ο σημερινός βαθμός προοδευτικότητας της φορολογικής κλίμακας και των εισφορών λειτουργεί ως αντικίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη της επιχειρηματικότητας και της μισθωτής εργασίας, και ότι γι’ αυτό είναι επιθυμητό να μειωθεί. Εν συντομία οι λόγοι είναι οι εξής:

1. Οι φορολογικοί συντελεστές ήταν πολύ υψηλότεροι (και η κλίμακα πολύ πιο προοδευτική) στη διάρκεια της Χρυσής Τριακονταετίας (1945-1975), χωρίς προφανώς αυτό να εμποδίσει τις χώρες της Δύσης να πετύχουν τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης της ιστορίας.

2. Στις ΗΠΑ ο ανώτατος συντελεστής του ΦΕΦΠ μέχρι το 1981 ήταν 70%. Το 1988 είχε πέσει στο 28%. (Στη συνέχεια αυξήθηκε και πάλι. Σήμερα είναι 37%, συν 3,8% εισφορές υγείας Obamacare.) Είναι αμφισβητήσιμο ότι η μείωση των φορολογικών συντελεστών έφερε ταχύτερη ανάπτυξη. Αντίθετα, δεν είναι καθόλου αμφισβητήσιμο ότι έφερε μεγαλύτερη ανισότητα. Ας έχουμε υπόψη ότι - όπως δείχνουν πολλές έρευνες, και του ΔΝΤ - η ανισότητα βλάπτει σοβαρά την ανάπτυξη.

3. Εάν συγκρίνει κανείς τη Βόρεια Ευρώπη με π.χ. τα Βαλκάνια εύκολα θα διαπιστώσει το προφανές, ότι δηλ. η φορολογία συσχετίζεται θετικά με το βιοτικό επίπεδο: οι πλουσιότερες χώρες έχουν υψηλή φορολογία, οι φτωχότερες χαμηλή φορολογία.

4. Το πρόβλημα συνεπώς δεν είναι οι υψηλοί συντελεστές αλλά η σταθερότητα των φορολογικών κανόνων, και φυσικά η αξιοποίηση των φορολογικών εσόδων για τη χρηματοδότηση ποιοτικών δημόσιων υπηρεσιών που επιταχύνουν την ανάπτυξη. Μια δυναμική οικονομία προϋποθέτει υψηλού επιπέδου δημόσιο σύστημα υγείας, δημόσια εκπαίδευση από τους βρεφονηπιακούς σταθμούς έως το πανεπιστήμιο, δημόσια επαγγελματική κατάρτιση, δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας κ.ο.κ. Όλα αυτά κοστίζουν.

5. Ειδικά στην Ελλάδα το πρόβλημα δεν είναι τόσο η υψηλή επιβάρυνση των μισθωτών όσο η χαμηλή επιβάρυνση των αυτοαπασχολουμένων. Με το Ν4670/2020, ένας μεγαλογιατρός μπορεί να πληρώνει νομίμως χαμηλότερες εισφορές σύνταξης και υγείας από ό,τι μια καθαρίστρια ή ένας οικοδόμος (σε ευρώ, όχι μόνο ως ποσοστό του εισοδήματος). Αυτό πέραν του ότι είναι άδικο, είναι επίσης αντιαναπτυξιακό.

6. Πολύ σωστά η Επιτροπή Πισσαρίδη εντοπίζει το πρόβλημα του μικρού μεγέθους επιχειρήσεων ως τροχοπέδη για την καινοτομία και την εξωστρέφεια. Η κυβέρνηση ως γνωστόν είναι υπέρ της Έκθεσης Πισσαρίδη. Εάν λοιπόν θέλει πραγματικά να απαλείψει τα κίνητρα υπέρ των ατομικών μικροεπιχειρήσεων και κατά της πρόσληψης μισθωτών, δεν έχει παρά να επαναφέρει το καθεστώς των μνημονιακών νόμων που εξομοίωναν τις εισφορές μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων. Τότε θα έχει νόημα η συζήτηση για (λελογισμένη) μείωση της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης όλων των εργαζομένων, όχι τώρα.

1 Ιανουαρίου 2021

Οι τελευταίοι και οι προτελευταίοι

Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Παρασκευή 1 Ιανουαρίου  2021).

Λίγα λεπτά με τα πόδια από το σπίτι μου στο Μιλάνο, στη Viale Toscana, πίσω από το πανεπιστήμιο Bocconi, είναι οι εγκαταστάσεις του Pane Quotidiano («Άρτος Επιούσιος»). Κάθε πρωί η εθελοντική οργάνωση μοιράζει ένα πακέτο τρόφιμα σε όποιον τα ζητήσει – χωρίς να χρειάζεται προηγουμένως να αφήσει τα στοιχεία του ή να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση.

Οι ουρές των ανθρώπων που περιμένουν να εξυπηρετηθούν έχουν αλλάξει όψη τον τελευταίο καιρό. Κατ’αρχάς έχουν μακρύνει σε σχέση με πέρυσι. Έπειτα έχει μεταβληθεί η σύνθεσή τους. Όχι μόνο σιωπηλές γυναίκες που φοράνε μαντήλα, ή νεαροί μετανάστες κολλημένοι στο κινητό τους, ή ανατολικοευρωπαίες που μιλάνε φωναχτά με τις φίλες τους. Αλλά και Ιταλίδες μητέρες με το μωρό στο καροτσάκι, και ηλικιωμένοι άνδρες με φαρμακωμένο ύφος, και γυναίκες μέσης ηλικίας με πρόσωπο σκληρό και αποφασιστικό σαν κομπάρσοι σε ταινία του Ντε Σίκα από τη δεκαετία του ’50. Οι «τελευταίοι» και οι «προτελευταίοι», ορκισμένοι αντίπαλοι στη φαντασία και στη ρητορική μιας λαϊκιστικής δεξιάς που τις τελευταίες δεκαετίες έχει κάνει την τύχη της, συναντιούνται στην ουρά για τη δωρεάν διανομή τροφίμων, και ανακαλύπτουν ότι έχουν περισσότερα κοινά μεταξύ τους από ό,τι νόμιζαν.

Πίσω από το γκισέ τους εξυπηρετούν χαμογελαστοί εθελοντές με πορτοκαλί πανωφόρι και μάσκα. Δεν είναι πιστοί της ενορίας, το Pane Quotidiano δεν είναι καθολική οργάνωση. Οι εθελοντές του ανήκουν στη μιλανέζικη καλή κοινωνία, ή στη «στοχαστική μεσαία τάξη» κατά Πωλ Γκίνσμποργκ: είναι συνταξιούχοι, μάνατζερ, νοικοκυρές, δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και πολλοί φοιτητές, ακόμη και μαθητές, που βάλθηκαν να διαψεύσουν το στερεότυπο των κακομαθημένων «μιλένιαλς» που δεν νοιάζονται παρά μόνο για την καλοπέρασή τους, και πλήττουν βλέποντας όλη μέρα Νέτφλιξ.

Στις εγκαταστάσεις του Pane Quotidiano δεν έρχονται άστεγοι ή ναρκομανείς: τα τρόφιμα θέλουν μαγείρεμα. Όσοι κοιμούνται στο δρόμο μπορούν να απευθυνθούν στους αδελφούς Καπουτσίνους της Opera San Francisco. Η μεγαλύτερη καθολική οργάνωση, η Caritas (εδώ «Ambrosiana»), με πρωτοβουλία του τότε Αρχιεπισκόπου της πόλης, έχει από το 2008 ιδρύσει «Ταμείο Οικογένειας και Εργασίας», με ρητό σκοπό την φροντίδα όσων γλυστράνε μέσα από τα κενά του επίσημου αλλά διάτρητου διχτυού ασφαλείας του ιταλικού κράτους. Ο διαχειριστής του Ταμείου, σε ρεπορτάζ της Corriere della sera, δεν διστάζει να δηλώσει την ικανοποίησή του για την πρόσφατη αναγέννηση ενός «εθελοντισμού της αριστεράς», που του είναι ευπρόσδεκτος επειδή συμπληρώνει τις προσπάθειες των καθολικών. Σύμβολο αυτής της αναγέννησης η αλματώδης ανάπτυξη του «Emergency», της οργάνωσης που ίδρυσε ο χειρουργός Gino Strada, και που ενεργοποιείται σε 18 χώρες από την Ρουάντα έως το Αφγανιστάν.

Οι περισσότεροι από τους ανθρώπους που κάνουν ουρά στο πεζοδρόμιο της Viale Toscana μέχρι πρόσφατα δούλευαν: ήταν οικιακοί βοηθοί, ελαιοχρωματιστές, σερβιτόροι, πωλήτριες, ηθοποιοί, μουσικοί. Τις καλές χρονιές, η ακμάζουσα οικονομία της αστραφτερής πόλης τους εξασφάλιζε ένα μέτριο αλλά αξιοπρεπές εισόδημα, επιτρέποντάς τους να ονειρεύονται όνειρα κοινωνικής ανόδου. Η δουλειά δεν ήταν σταθερή, αλλά τα λεφτά πληρώνονταν στο χέρι, χωρίς φόρους και εισφορές, ή με τις ελάχιστες μόνο κρατήσεις που προβλέπει η εργατική νομοθεσία. Όμως από τις αρχές του περασμένου Μαρτίου η οικονομία της πόλης έχει παγώσει: ακυρώθηκαν οι εκθέσεις (μόδας, επίπλου, design), έκλεισε η Σκάλα, το ίδιο και τα θέατρα, έπαψαν να έρχονται οι ξένοι επισκέπτες, οι φοιτητές γύρισαν στην πατρίδα τους, τα μπαρ, τα ρεστωράν και τα άλλα μαγαζιά έβαλαν λουκέτο – προσωρινά ή μόνιμα θα δούμε.

Αυτό το τοπικό μοντέλο ανάπτυξης υπήρξε ιδιοφυές και δυναμικό (ιδίως αν το συγκρίνει κανείς με την 25ετή στασιμότητα της εθνικής οικονομίας), αλλά τελικά αποδείχθηκε σαθρό. Επικεφαλής του είναι μια κοινωνική τάξη που μοιάζει όλο και λιγότερο με τους εργασιομανείς και ασκητικούς βιομήχανους που δημιούργησαν το «οικονομικό θαύμα» των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, παράγοντας στα εργοστάσιά τους κομψά και λειτουργικά αυτοκίνητα ή ψυγεία ή πολυθρόνες «για όλα τα βαλάντια». Τέτοιοι επιχειρηματίες υπάρχουν ακόμη (συνήθως μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας). Αλλά δείχνουν όλο και πιο παράταιροι δίπλα στους μονίμως μαυρισμένους πενηντάρηδες ή εξηντάρηδες, που παρκάρουν τις Λαμποργκίνι τους στις γραμμές του τραμ, οργανώνουν πάρτυ με κοκαΐνη και «έσκορτ», και φωτογραφίζονται περήφανοι στο πλευρό κάποιας καλλονής με χυμώδεις αν και αδιευκρίνιστης προέλευσης καμπύλες.

Τα επόμενα Χριστούγεννα ο εμβολιασμός θα έχει προχωρήσει, η οικονομία θα έχει ξεπαγώσει, και λογικά οι ουρές για τρόφιμα θα έχουν αραιώσει. Όσοι όμως βρέθηκαν σε αυτές για πρώτη φορά θα θυμούνται σε όλη τους τη ζωή αυτή την ξαφνική γνωριμία τους με τη σκοτεινή πλευρά του «Θαύματος στο Μιλάνο».

Σε έναν καλύτερο κόσμο, αυτό το εκκωφαντικό καμπανάκι κινδύνου θα αρκούσε για να ξυπνήσει τις εφησυχασμένες συνειδήσεις των εύπορων στρωμάτων, και για να θυμίσει στις μετριοπαθείς και προοδευτικές πολιτικές ελίτ αυτό που δεν θα έπρεπε να είχαν ξεχάσει ποτέ: ότι εκτός από τη χαμηλή πολιτική των αξιωμάτων και της εξουσίας υπάρχει και η υψηλή πολιτική των κοινωνικών συμβολαίων και των σχεδίων ανάπτυξης που δίνουν μερίδιο και κρατάνε θέση σε όλους.