Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Ίταλο Καλβίνο «Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» (εκδόσεις «Κριτική», Μάρτιος 2019).«Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» δεν είναι το πιο σημαντικό ούτε σίγουρα το πιο γνωστό έργο του Ίταλο Καλβίνο, κορυφαίου εκπροσώπου της μεταπολεμικής ιταλικής (και ευρωπαϊκής, και παγκόσμιας) λογοτεχνίας. Είναι λιγότερο καθηλωτικό από «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές» (α’ έκδοση 1947), με το οποίο ο Καλβίνο έκανε το ντεμπούτο του στα ιταλικά γράμματα, λιγότερο διασκεδαστικό από την τριλογία «Οι πρόγονοί μας» («Ο διχοτομημένος υποκόμης» 1952, «Ο αναρριχώμενος βαρόνος» 1957, «Ο ανύπαρκτος ιππότης» 1959), λιγότερο γοητευτικό από τους «Δύσκολους έρωτες» (1971), λιγότερο ποιητικό από τις «Αόρατες πόλεις» (1972), λιγότερο καινοτόμο από το υπέροχο «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» (1979) – το οποίο παραμένει αξεπέραστο επίτευγμα, όχι απλώς της «δυνητικής λογοτεχνίας» του ομώνυμου εργαστηρίου (OuLiPo) στο οποίο ο συγραφέας θήτευσε, αλλά της λογοτεχνίας γενικώς.
Πράγματι, ο αναγνώστης που, εξοικειωμένος με το έργο του Καλβίνο, θα ανοίξει τη «Μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» προσδοκώντας συγκινήσεις αντίστοιχες με εκείνες που χαρίζει η ανάγνωση κάποιων από τα παραπάνω είναι πιθανό να παραξενευτεί. Υπό μια έννοια, η «Μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» είναι όχι μόνο ελάσσον έργο, αλλά και από εκείνα τα έργα που ταλαιπωρούν τους δημιουργούς τους, αφήνοντάς τους πικρή γεύση. Ο Καλβίνο έκανε δέκα ολόκληρα χρόνια για να το τελειώσει («δέκα χρόνια για να αφηγηθεί μια μέρα», όπως το έθεσε αργότερα ο ίδιος), ενώ η τριλογία για τους διανοούμενους στην Ιταλία που αλλάζει, της οποίας η «Μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» θα ήταν το πρώτο μέρος, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ (το δεύτερο και τελευταίο μέρος, «Η οικοδομική κερδοσκοπία», εκδόθηκε επίσης το 1963).
Τότε γιατί αξίζει κανείς να διαβάσει τη «Μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου»; Για διάφορους λόγους: επειδή είναι ένα έργο-σταθμός στην πορεία του Καλβίνο, επειδή δεν μοιάζει με κανένα άλλο έργο, δικό του ή άλλων, και επειδή φέρνει τον αναγνώστη (όπως έφερε τον ίδιο τον συγγραφέα) αντιμέτωπο με οδυνηρά ερωτήματα, στα οποία συχνά δεν υπάρχει απάντηση.
Το βιβλίο άρχισε να γράφεται το 1953, με αφορμή τις εκλογές που θα κρίνουν την τύχη του διαβόητου «νόμου-απάτη». Η Χριστιανική Δημοκρατία και οι σύμμαχοί της έχουν καταθέσει νομοσχέδιο για την αλλαγή του εκλογικού συστήματος. Αντί της απλής αναλογικής, που ίσχυε από την ανακήρυξη της αβασίλευτης Δημοκρατίας την επαύριο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το νομοσχέδιο προτείνει σύστημα ενισχυμένης αναλογικής: το κόμμα ή ο συνασπισμός που θα πάρει 50% των ψήφων (συν μια) θα κερδίσει τα δύο τρίτα των εδρών στο Κοινοβούλιο. Ο νόμος προκαλεί τεράστιες αντιδράσεις. Όπως είναι αναμενόμενο, τα κόμματα της αριστεράς (Κομμουνιστικό και Σοσιαλιστικό, το τελευταίο τότε ακόμη και μέχρι το 1963 στην αντιπολίτευση) αντιτίθενται σθεναρά. Όμως το ίδιο ισχύει για σημαντικές προσωπικότητες του αντιφασιστικού αγώνα και της νεαρής Ιταλικής Δημοκρατίας, όπως ο Ferruccio Parri (πρωθυπουργός το 1945) και ο Piero Calamandrei (εκ των συντακτών του Συντάγματος), οι οποίοι αποχωρούν από το Ρεπουμπλικανικό και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αντιστοίχως (εταίροι της Χριστιανικής Δημοκρατίας και τα δύο) για να κατέβουν στις εκλογές με μοναδικό στόχο τη ματαίωση του «νόμου-απάτη». Το Φιλελεύθερο Κόμμα διασπάται επίσης. Τελικά τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού φθάνουν το 49,8% των ψήφων (έναντι πάνω από 60% αθροιστικά στις προηγούμενες εκλογές). Ο «νόμος-απάτη» αποσύρεται. Η απλή αναλογική θα εξακολουθήσει να ισχύει έως το 1991, όταν στο δημοψήφισμα του Ιουνίου εκείνης της χρονιάς οι Ιταλοί θα φηφίσουν με συντριπτική πλειοψηφία (95,5% έναντι 4,5%) υπέρ της κατάργησής της.
Στις κρίσιμες εκλογές του 1953 ο Καλβίνο είναι υποψήφιος του Κομμουνιστικού Κόμματος, και με αυτή την ιδιότητα επισκέπτεται για πρώτη φορά το Κοτολένγκο, το άσυλο ανιάτων όπου διαδραματίζεται η «Μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου». Πρόκειται για μια ολόκληρη πολιτεία, όπου ζουν και ενίοτε εργάζονται εκατοντάδες άνθρωποι με φυσικές και ψυχικές αναπηρίες, υπό το άγρυπνο βλέμμα των εκπροσώπων της Καθολικής Εκκλησίας στην οποία ανήκει το ίδρυμα. Κάθε φορά που γίνονται εκλογές, πολύ περισσότερο στις αποφασιστικές εκλογές του 1953, ένας ολόκληρος μηχανισμός από παπάδες και μοναχές εξασφαλίζει ότι όλοι αυτοί άνθρωποι ρίχνουν στην κάλπη το ψηφοδέλτιο της Χριστιανικής Δημοκρατίας, με την ανοχή του προέδρου της εφορευτικής επιτροπής και την ενεργό υποστήριξη των εκλογικών αντιπροσώπων των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού. Ο ρόλος του Αμερίγκο, εκλογικού αντιπροσώπου του Κομμουνιστικού Κόμματος, πρωταγωνιστή του βιβλίου (μαζί με τη «γυναίκα με το πορτοκαλί πουλόβερ», εκπρόσωπο του Σοσιαλιστικού Κόμματος), είναι η αποτροπή των πιο κραυγαλέων παραβιάσεων της εκλογικής νομοθεσίας, όταν ο παπάς ή η ηγουμένη μπαίνουν οι ίδιοι στο παραβάν μαζί με κάποιον ασθενή καταφανώς ανήμπορο να ασκήσει το εκλογικό δικαίωμα. Το 1953 ο υποψήφιος Ίταλο Καλβίνο θα μείνει λίγα μόνο λεπτά στο Κοτολένγκο, αλλά το 1961 θα ζητήσει να τοποθετηθεί εκεί ως εκλογικός αντιπρόσωπος. Το βιβλίο βασίζεται σε πραγματικά περιστατικά (εκτός από το δέκατο κεφάλαιο, το οποίο περιγράφει την επίσκεψη του τοπικού χριστιανοδημοκράτη βουλευτή).
Ανάμεσα στις δύο χρονολογίες μεσολαβεί η αποχώρηση του Καλβίνο από το Κομμουνιστικό Κόμμα (1957). Όπως εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι νεαροί, ο Ίταλο Καλβίνο γίνεται παρτιζάνος τον Ιανουάριο του 1944, με τις Μεραρχίες Γκαριμπάλντι που πρόσκεινται στο Κομμουνιστικό Κόμμα. Και όπως για εκατοντάδες χιλιάδες άλλους νεαρούς (στην Ιταλία και παντού στην Ευρώπη), δεν πρόκειται για ιδεολογική επιλογή: «Εκείνο τον καιρό μέτραγε η δράση, και οι κομμουνιστές ήταν καλύτερα οργανωμένοι από τους άλλους.» Μετά το τέλος του πολέμου εντάσσεται στο κόμμα, διατηρώντας τις πεποιθήσεις του για την πρωταρχική αξία των δικαιωμάτων και της ελευθερίας. Όπως εξηγεί στο βιβλίο ο Αμερίγκο, alter ego του συγγραφέα: «Εκείνα τα χρόνια στην Ιταλία το κομμουνιστικό κόμμα είχε αναλάβει, ανάμεσα στα πολλά άλλα καθήκοντά του, κι εκείνο ενός ιδανικού φιλελεύθερου κόμματος που δεν είχε υπάρξει ποτέ.» (σελ. 40)
Το 1956 χαιρετίζει την «αποσταλινοποίηση» στη Σοβιετική Ένωση, υποστηρίζει τις προσπάθειες του Antonio Giolitti για την «ηθικοποίηση» της πολιτικής δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος, καταδικάζει χωρίς περιστροφές την εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Ουγγαρία, και γνωστοποιεί την αποχώρησή του από το κόμμα με μια επιστολή στην «Unità», εφημερίδα του κόμματος, παραμένοντας για πολλά χρόνια ακόμη ψηφοφόρος του.
Σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά αποσπάσματα του βιβλίου, ο Αμερίγκο αναρωτιέται μήπως «η πραγματική φύση του – και πολλών άλλων σαν κι αυτόν – θα ήταν, αν αφηνόταν ελεύθερη, η φύση ενός φιλελεύθερου, και ότι μόνο λόγω μιας διαδικασίας – ακριβώς – ταύτισης με κάτι διαφορετικό θα μπορούσε να χαρακτηρίζεται κομμουνιστής. Το να θέτει στον εαυτό του ένα παρόμοιο ερώτημα ήταν για τον Αμερίγκο σαν ν’αναρωτιόταν ποια ήταν η ουσία μιας ατομικής ταυτότητας (αν τυχόν υπήρχε ...), ξέχωρα από τις εξωτερικές συνθήκες που την καθόριζαν. Το να παγιοποιήσει μέσα του – και μέσα σε πολλούς άλλους σαν κι αυτόν – εκείνα τα διαφορετικά μέταλλα, ήταν «έργο της Ιστορίας», έτσι σκεπτόταν, ήταν μια φωτιά υπεράνω των δυνάμεών τους» (σελ. 41). Η «φωτιά της Ιστορίας» (ο φασισμός, η αντίσταση, η απελευθέρωση) έκανε τον Καλβίνο κομμουνιστή, η ίδια Ιστορία μερικά χρόνια μετά (τα γεγονότα της Ουγγαρίας το 1956, η ήττα του Giolitti και των άλλων «αναθεωρητών») τον απομάκρυνε τελικά από το Κομμουνιστικό Κόμμα.
«Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» μιλά για όλα αυτά, μερικές (λίγες) φορές άμεσα, όπως στα παραπάνω αποσπάσματα, συνήθως έμμεσα. Στο Κοτολένγκο ο Αμερίγκο βιώνει ένα είδος υπαρξιακής κρίσης, αντίστοιχης με την «κρίση πίστης» των καθολικών. Δεν πρόκειται για πολιτική κρίση με τη στενή έννοια (η απόπειρα του χριστιανοδημοκρατικού εκλογικού μηχανισμού να υφαρπάξει την ψήφο των τροφίμων του ασύλου του φαίνεται αποκρουστική), αλλά περισσότερο για κρίση φιλοσοφική: τα ατελή όντα που κατοικούν το Κοτολένγκο θέτουν σε δοκιμασία την προσήλωσή του στο θετικιστικό πρόταγμα της βελτιωσιμότητας του ανθρώπου μέσω της επιστήμης, η χαρωπή προσέλευση εκατοντάδων «ηλιθίων» στις κάλπες ενεργοποιεί μια αριστοκρατική καχυποψία έναντι της ισότητας των πολιτών, το θέαμα του ηλικιωμένου αγρότη που ταΐζει τον καθυστερημένο γιο του κυττάζοντάς τον στα μάτια τον αναστατώνει, και τον κάνει να αναγνωρίσει ότι «αυτό θα πει αγάπη» (σελ. 95).
Μετά το 1963, έτος κυκλοφορίας της «Μέρας ενός εκλογικού αντιπροσώπου», ο Καλβίνο θα αφήσει πίσω τον ρεαλισμό (και, εν μέρει, τη φανταστική αφήγηση, όπως στην τριλογία «Οι πρόγονοί μας») για να στραφεί οριστικά στο «συνδυαστικό παιγνίδι» που τον οδήγησε τελικά στο «Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης» και στα υπόλοιπα αριστουργήματα της ώριμης περιόδου του. «Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου» είναι το κύκνειο άσμα αυτού του ρεαλισμού, και μια υπενθύμιση του πόσο σπουδαίος συγγραφέας υπήρξε ο Ίταλο Καλβίνο, ακόμη και όταν ακόμη ήταν πολύ διαφορετικός από τον συγγραφέα που έγινε μετά, από τον Καλβίνο που γνώρισαν και αγάπησαν εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο.