30 Δεκεμβρίου 2023
Μια χρονιά γεμάτη αβεβαιότητες
Φωτεινές και σκοτεινές πτυχές της πορείας της ελληνικής οικονομίας
Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Σάββατο 30 Δεκεμβρίου 2023).
Σύμφωνα με το περιοδικό Economist, η χώρα με τις καλύτερες οικονομικές επιδόσεις το 2023 ήταν η Ελλάδα. Η κολακευτική αυτή αξιολόγηση βασίστηκε σε έναν σύνθετο δείκτη, που έλαβε υπόψη πέντε μεγέθη: τον πληθωρισμό, την εξέλιξη του μεριδίου στη συνολική κατανάλωση προϊόντων και υπηρεσιών των οποίων η τιμή αυξήθηκε πάνω από 2%, τη μεταβολή του ΑΕΠ, τη μεταβολή της απασχόλησης, καθώς και την εξέλιξη του γενικού δείκτη του χρηματιστηρίου.
Το ίδιο ευνοϊκές για τη χώρα μας είναι οι προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το 2024: σε σχέση με το μέσο όρο της ΕΕ, στην Ελλάδα ο πληθωρισμός αναμένεται να είναι χαμηλότερος (2,8% έναντι 3,5%), ενώ ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ μεγαλύτερος (2,3% έναντι 1,3%).
Έχουν δίκιο λοιπόν όσοι πανηγυρίζουν; Και ναι και όχι.
Ναι – επειδή μετά από μια βαθιά και παρατεταμένη ύφεση της προηγούμενης δεκαετίας, και τη δύσκολη διετία 2020-2021, έχουμε πολύ χαμένο έδαφος να ανακτήσουμε, και μεγάλη ανάγκη από καλά νέα. Εξ άλλου, η οικονομία δεν είναι μόνο αριθμοί, είναι και ψυχολογία. Η αισιοδοξία για το μέλλον ενθαρρύνει την κατανάλωση και κυρίως τις επενδύσεις (ο ορισμός της αυτοεκπληρούμενης προφητείας). Συνεπώς, λίγη ευφορία δεν κάνει κακό.
Όχι – επειδή στην πραγματικότητα η εικόνα είναι πολύ πιο μπερδεμένη.
Ας αρχίσουμε από τους αριθμούς στον σύνθετη δείκτη του Economist. Το ΑΕΠ όντως αυξάνεται, αλλά υπερβολικά αργά για να καλυφθούν οι προηγούμενες απώλειες. Εάν τη δεκαετία του ’90 η Ελλάδα ήταν η δεύτερη φτωχότερη χώρα της ΕΕ των 15 (μετά την Πορτογαλία), σήμερα είναι η δεύτερη φτωχότερη της ΕΕ των 27 (μετά τη Βουλγαρία). Όλες οι άλλες χώρες (η Πορτογαλία, η Κύπρος, η Μάλτα, η Πολωνία, η Τσεχία, η Σλοβακία, η Ουγγαρία, η Σλοβενία, οι χώρες της Βαλτικής, η Κροατία, και η Ρουμανία) μας έχουν ξεπεράσει.
Επί πλέον, η ταχύρρυθμη ανάπτυξη από μόνη της δεν σημαίνει πολλά, το θέμα είναι εάν είναι διατηρήσιμη: τα ξένοιαστα χρόνια πριν από την κρίση χρέους ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ήταν ακόμη υψηλότερος (4,0% κατά μέσο όρο το 1999-2007, δεύτερος υψηλότερος στην ΕΕ μετά την Ιρλανδία), και όλοι ξέρουμε τι έγινε μετά.
Η απασχόληση όντως αυξάνεται, και η ανεργία όντως μειώνεται, αλλά η απόσταση που μας χωρίζει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο χώρα παραμένει αβυσσαλέα: και στα δύο, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη δεύτερη χειρότερη θέση στην ΕΕ (μετά την Ιταλία και την Ισπανία αντιστοίχως).
Όσο για την αύξηση της τιμής των μετοχών, εδώ η αίσθηση déjà-vu είναι ακόμη πιο έντονη. Σε μια «ρηχή» χρηματιστηριακή αγορά, ο κύκλος της εκρηκτικής ανόδου και της παταγώδους πτώσης τείνει να επαναλαμβάνεται με μεγαλύτερη συχνότητα από ό,τι σε πιο ώριμες αγορές.
Το μεγάλο ερώτημα για την ελληνική οικονομία είναι εάν σε μια περίοδο ραγδαίων και απρόβλεπτων εξελίξεων κερδίζει θέσεις στον παγκόσμιο καταμερισμό, ή εάν αντίθετα παραμένει παγιδευμένη στη μέση της διεθνούς κατάταξης: υπερβολικά «καθυστερημένη» για να ανταγωνιστεί τις προηγμένες οικονομίες, και ταυτόχρονα υπερβολικά «ακριβή» για να ανταγωνιστεί τις αναδυόμενες.
Και επειδή θαύματα από τη μια μέρα στην άλλη δεν γίνονται, η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης θα κριθεί ανάλογα με το εάν συμβάλλει στην αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης της χώρας, ή εάν αντίθετα ευνοεί όσους αντλούν ισχύ και κέρδη από τη διατήρηση του παρωχημένου μοντέλου της φθηνής ανάπτυξης (που ήδη οδήγησε τη χώρα στην χρεωκοπία μια φορά πρόσφατα, κατόρθωμα που ανά πάσα στιγμή μπορεί να επαναλάβει).
Εδώ νομίζω τα πράγματα είναι δύσκολα. Μια χώρα που ποντάρει τα ρέστα της στην καλή τουριστική σαιζόν κινδυνεύει να βρεθεί «στον άσσο» εάν κάποιο γεωπολιτικό επεισόδιο στείλει τους τουρίστες κάπου πιο ήσυχα, ή η υπερθέρμανση του πλανήτη κάπου πιο δροσερά, ή η αλλαγή της μόδας και η αναζήτηση του αυθεντικού κάπου με λιγότερο τσιμέντο, λιγότερα κιτς μεγαθήρια, λιγότερες καμήλες και λιγότερα χαλιά στην άμμο.
Μια οικονομία με πάνω από 30% του εργατικού δυναμικού να είναι αυτοαπασχολούμενοι μπορεί να κάνει πρωταθλητισμό μόνο στο ευγενές άθλημα της φοροδιαφυγής. Εκεί οι επιδόσεις της Ελλάδας είναι όντως εντυπωσιακές (συνολική κατανάλωση 124 δις με δηλωμένα εισοδήματα 84 δις το 2021 – και μπράβο μας). Όμως όλοι αυτοί ψηφίζουν, και μάλιστα το κόμμα που σήμερα βρίσκεται στην εξουσία, απαιτούν το πάρτυ να μην σταματήσει ποτέ, μέχρι τελικής πτώσεως (και των υπολοίπων), και εξοργίζονται κάθε φορά που κάποιος υπουργός πάει να συμμαζέψει λίγο την κατάσταση.
Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει και άλλες απογοητευτικές επιδόσεις. Το δημόσιο έλλειμμα είναι υπό έλεγχο, παρότι η κυβέρνηση σπατάλησε τα δημοσιονομικά περιθώρια σε μέτρα κοντόφθαλμα και άδικα: όπως δείχνουν τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2022 ξόδεψε περισσότερα από όλες τις άλλες κυβερνήσεις (4,87% ΑΕΠ, με τη δεύτερη Πολωνία στο 2,82%) για επιδοτήσεις λογαριασμών ενέργειας, παρότι ο χειμώνας ήταν ήπιος (ενώ το δημόσιο χρέος είναι πάντα θηριώδες), με τη μερίδα του λέοντος της κρατικής ενίσχυσης να πηγαίνει στους πιο πλούσιους και πιο σπάταλους καταναλωτές. Το εξωτερικό έλλειμμα υποχώρησε σε σχέση με πέρυσι (-6,6% του ΑΕΠ), αλλά παραμένει μακράν το υψηλότερο στην ΕΕ, ενώ Ισπανία και Πορτογαλία καταγράφουν πλέον πλεονάσματα, και μάλιστα αξιόλογα: +2,5% και +1,6% του ΑΕΠ αντιστοίχως.
Τι πρόσημο βάζουμε στην επίδοση της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πολιτική της κυβέρνησης («pro-market» την χαρακτηρίζει ο Economist) έχει απελευθερώσει τα «ζωώδη ένστικτα» του ιδιωτικού τομέα. Προς το παρόν, η νέα αυτή ισορροπία είναι ηγεμονική. Η μακροημέρευσή της θα εξαρτηθεί από το εάν η αύξηση των κερδών οδηγήσει στη δημιουργία χιλιάδων θέσεων εργασίας με καλούς μισθούς. Οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο δεν είναι ακόμη ορατές.
21 Δεκεμβρίου 2023
Δεξιότητες και κατάρτιση: Εισαγωγή
Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).
Δεξιότητες και κατάρτιση: 1. Οι δεξιότητες της νέας εποχής
Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).
Τι ακριβώς εννοούμε όταν μιλάμε για δεξιότητες; Οπωσδήποτε δεν εννοούμε τα τυπικά προσόντα των ατόμων, τους τίτλους σπουδών, τα διάφορα «χαρτιά» που έχουν συγκεντρώσει. Εννοούμε τα ουσιαστικά προσόντα τους: δηλ. την ικανότητά τους να κάνουν κάτι, και να το κάνουν καλά.
Πρόσφατη ανάλυση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) διακρίνει τις δεξιότητες σε (α) γνωστικές και μεταγνωστικές, (β) κοινωνικές και συναισθηματικές, και (γ) πρακτικές. Άλλες κατηγοριοποιήσεις έχουν προταθεί από άλλους διεθνείς οργανισμούς, καθώς και από τους ειδικούς.
Οι γνωστικές δεξιότητες αφορούν διανοητικές λειτουργίες, από τις πιο γενικές και απαραίτητες σε όλους (κατανόηση κειμένου, αριθμητική, επίλυση προβλημάτων) έως τις πιο σύνθετες και ειδικές (ανάκληση και αξιοποίηση των αφομοιωμένων γνώσεων). Οι μεταγνωστικές δεξιότητες συμπεριλαμβάνουν την κριτική και δημιουργική σκέψη, την επινοητικότητα, την προθυμία απόκτησης νέων γνώσεων, τον αναστοχασμό και τη συνειδητοποίηση των ορίων μας.
Οι κοινωνικές και συναισθηματικές δεξιότητες διδάσκονται δύσκολα, αλλά είναι εξίσου κρίσιμες για την επιτυχημένη σταδιοδρομία των ατόμων στην εκπαίδευση, στην αγορά εργασίας, και στην κοινωνία (ως πολίτες, και ως μέλη οικογένειας ή ομάδας). Σε αυτές συγκαταλέγονται η ικανότητα επικοινωνίας και συνεργασίας, η υπευθυνότητα και συνέπεια, η προσαρμοστικότητα, η ανάληψη πρωτοβουλιών, η αποφυγή και επίλυση συγκρούσεων, ο σεβασμός της διαφορετικότητας κ.ά.
Οι πρακτικές δεξιότητες αναφέρονται στην ικανότητα χρήσης εργαλείων, συσκευών και οργάνων για την εκτέλεση κάποιας λειτουργίας. Αυτές μπορεί να είναι πολύ διαφορετικές μεταξύ τους: από το πώς φτιάχνει κανείς μελομακάρονα, πώς επισκευάζει μια υδραυλική βλάβη, πώς μανουβράρει ένα περονοφόρο όχημα τύπου «κλαρκ», έως το πώς παίζει τένις, ή κλαρινέτο. Στις πρακτικές δεξιότητες συμπεριλαμβάνεται η εξοικείωση με κινητά και τάμπλετ, η καθημερινή φροντίδα του εαυτού μας, καθώς και η σωματική δύναμη και αντοχή.
Όλες οι κατηγορίες δεξιοτήτων είναι απαραίτητες. Η καλώς εννοούμενη περιέργεια (πώς λειτουργεί το x; γιατί γίνεται έτσι το y; υπάρχει καλύτερος τρόπος για να κάνουμε το z;), χαρακτηριστικό γνώρισμα κάθε ανήσυχου πνεύματος, είτε είναι εφευρέτης είτε μάστορας, συνδυάζει γνωστικές, μεταγνωστικές, κοινωνικές, συναισθηματικές και πρακτικές δεξιότητες.
Οι πρακτικές δεξιότητες βοηθούν την ανάπτυξη όλων των υπόλοιπων δεξιοτήτων. Η επιδεξιότητα έχει άπειρες εφαρμογές, πέρα από τα χειρωνακτικά επαγγέλματα, από τη χρήση συσκευών έως τη φροντίδα του εαυτού και των άλλων. Η εκμάθηση ενός μουσικού οργάνου απαιτεί επιμονή, αυτοσυγκέντρωση, και αυτενέργεια. Τα ομαδικά αθλήματα γυμνάζουν και το πνεύμα εκτός από το σώμα: καλλιεργούν τη συνεργασία, την ευστροφία, τις ηγετικές ικανότητες, την αντοχή (σωματική και ψυχική, όταν είμαστε πίσω στο σκορ), την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις μας.
Επί πλέον, οι δημογραφικές και πληθυσμιακές αλλαγές αυξάνουν τη σημασία των κοινωνικών και συναισθηματικών δεξιοτήτων. Τα δεδομένα δείχνουν ότι όσοι διαθέτουν και καλλιεργούν τέτοιες δεξιότητες τα πηγαίνουν καλύτερα στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας, και κινδυνεύουν λιγότερο να χάσουν τη δουλειά τους εξαιτίας της τεχνολογικής εξέλιξης.
Τέλος, οι γνωστικές δεξιότητες παραμένουν φυσικά αναγκαίες. Όμως, σε έναν κόσμο που αλλάζει, οι μεταγνωστικές δεξιότητες γίνονται όλο και πιο πολύτιμες. Η επίλυση σύνθετων προβλημάτων προϋποθέτει δημιουργικότητα και κριτική σκέψη. Η προσαρμογή σε συνθήκες που αλλάζουν ταχύτατα απαιτεί ευελιξία, προθυμία για «ξεβόλεμα», ικανότητα συνεννόησης με όσους είναι διαφορετικοί, επικαιροποίηση των γνώσεων και των ικανοτήτων.
Γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι στις παραπάνω δεξιότητες συμπεριλαμβάνονται πολλά από τα λεγόμενα soft skills, τα οποία δικαίως αναζητούν οι εργοδότες (και διαμαρτύρονται ότι σπανίζουν στους νέους που αναζητούν εργασία: συνέπεια, ευγένεια, προθυμία), μαζί με κάποια άλλα που θα έπρεπε να είναι αυτονόητα αλλά ούτε αυτά παρέχονται από το εκπαιδευτικό σύστημα: πώς γράφουμε ένα email, πώς κάνουμε μια παρουσίαση, πώς φερόμαστε στους πελάτες, και άλλα.
Σε τι χρησιμεύουν οι μη ψηφιακές δεξιότητες στην ψηφιακή εποχή;
Μελέτες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δείχνουν ότι, αντίθετα από ό,τι πιστεύεται, οι στενά εννοούμενες «ψηφιακές δεξιότητες» (από την ευχέρεια στη χρήση τεχνολογιών έως την ανάπτυξη λογισμικού) δεν αρκούν από μόνες τους, παρότι φυσικά είναι αναγκαίες, στις σημερινές συνθήκες μετάβασης προς την ψηφιακή οικονομία.
Το πόσο πολύτιμες παραμένουν οι μη ψηφιακές δεξιότητες μας το δείχνουν τα πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα για τις επιπτώσεις της τεχνολογικής προόδου στην αγορά εργασίας.
Πράγματι, η ρομποτική και η τεχνολογία πληροφορίας και επικοινωνίας έχουν μειώσει πολύ τη ζήτηση των επιχειρήσεων και των οργανισμών για εργαζόμενους μεσαίας ειδίκευσης σε εργασίες ρουτίνας, π.χ. ταμίες, δακτυλογράφους, βοηθούς λογιστές, ή βιομηχανικούς εργάτες. Για παράδειγμα, οι ταμειακές μηχανές και τα λογιστικά προγράμματα εκτελούν γρήγορα και αλάνθαστα πολλές επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας στο γραφείο, τα βιομηχανικά ρομπότ εκτελούν γρήγορα και αλάνθαστα (και χωρίς ατυχήματα) πολλές επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας στο εργοστάσιο – και ούτω καθεξής.
Κάποιες από τις δεξιότητες που αχρηστεύει η τεχνολογία μπορεί να είναι αξιοθαύμαστες. Οι οδηγοί των μαύρων ταξί στο Λονδίνο είναι υπερήφανοι κάτοχοι της «Γνώσης», όπως λέγεται το απαιτητικό τεστ για την είσοδο στο επάγγελμα, που θεσμοθετήθηκε το 1865. Το τεστ προβλέπει την απομνημόνευση ούτε λίγο ούτε πολύ 320 βασικών διαδρομών μέσα από 25.000 δρόμους σε ακτίνα 6 μιλίων (περίπου 10 χιλιομέτρων) από το κέντρο της πόλης (συγκεκριμένα: το Charing Cross). Στα μαύρα ταξί του Λονδίνου, ο πελάτης απλώς αναφέρει τη διεύθυνση, και ο οδηγός πηγαίνει κατευθείαν εκεί, χωρίς να συμβουλευθεί χάρτη ή να ζητήσει οδηγίες: από μνήμης. Όπως γίνεται αμέσως αντιληπτό, πρόκειται ακριβώς για το είδος της επαναλαμβανόμενης εργασίας ρουτίνας που εύκολα αντικαθίσταται από την τεχνολογία – σε αυτή την περίπτωση, από το γνωστό GPS. Τα μαύρα ταξί στο Λονδίνο υπάρχουν ακόμη, και ακόμη χρεώνουν υψηλότερο κόμιστρο, αλλά το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των οδηγών τους είναι πλέον πολύ λιγότερο θεαματικό από ό,τι στο παρελθόν.
Όμως, ούτε η ρομποτική ούτε η τεχνολογία πληροφορίας και επικοινωνίας έχουν επηρεάσει τη ζήτηση για πολλές άλλες θέσεις εργασίας (ή αν την επηρέασαν το έκαναν θετικά). Κάποιες από αυτές είναι υψηλής ειδίκευσης και καλοπληρωμένες (διευθυντικά στελέχη, χειρουργοί). Άλλες είναι χαμηλότερης ειδίκευσης και μάλλον κακοπληρωμένες (δάσκαλοι γιόγκα, φροντιστές ηλικιωμένων). Το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι ότι πρόκειται για θέσεις εργασίας με καθήκοντα που δεν αφορούν επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας, αλλά αντίθετα απαιτούν κρίση, δημιουργικότητα, ενσυναίσθηση.
Οι δεξιότητες στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης
Ισχύει το ίδιο και για το τελευταίο τεχνολογικό κύμα, της τεχνητής νοημοσύνης; Είναι φυσικά ακόμη υπερβολικά νωρίς για να ξέρουμε. Όμως, δύο καινούριες μελέτες ρίχνουν φως σε αυτό το εξαιρετικά μπερδεμένο ζήτημα, από το οποίο θα κριθεί το μέλλον της εργασίας (και όχι μόνο).
Η πρώτη μελέτη εξέτασε τις επιπτώσεις που είχε η εμφάνιση στην αγορά του γνωστού ChatGPT, του εξελιγμένου προγράμματος τεχνητής νοημοσύνης που δημιουργεί περιεχόμενο (κείμενο, εικόνα, ήχο κτλ.), στις εργασίες που ανατίθενται σε freelance εργαζόμενους στην πλατφόρμα Upwork. Η πλατφόρμα αυτή, η μεγαλύτερη στο είδος της παγκοσμίως, φέρνει σε επαφή επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να αναθέσουν την εκτέλεση κάποιας τεχνικής εργασίας (γραφιστικός σχεδιασμός, διόρθωση κειμένου, ανάπτυξη λογισμικού, εισαγωγή δεδομένων κ.ά.) με εργαζομένους που διαθέτουν τις αντίστοιχες δεξιότητες και εργάζονται εξ αποστάσεως ως ελεύθεροι επαγγελματίες.
Όπως δείχνει η μελέτη, οι επιπτώσεις της τεχνητής νοημοσύνης σε αυτή την ψηφιακή αγορά εργασίας έγιναν ήδη ορατές μέσα σε λίγους μόνο μήνες (η εταιρεία OpenAI λάνσαρε το ChatGPT τον Νοέμβριο 2022, ενώ η μελέτη ανέλυσε δεδομένα έως και τον Απρίλιο 2023). Οι εργαζόμενοι που ειδικεύονται στην σύνταξη, διόρθωση, και αναδιατύπωση κειμένου (writing, proofreading, and copy-editing) είδαν να μειώνεται τόσο ο αριθμός των εργασιών που τους ανατίθενται στην πλατφόρμα (-2% το μήνα), όσο και η αμοιβή τους (-5% το μήνα).
Μάλιστα, στα επαγγέλματα που πλήττονται περισσότερο, το ChatGPT φαίνεται να απειλεί την απασχόληση και τα εισοδήματα ακόμη και των πιο επιτυχημένων freelance εργαζόμενων (όσων έφερναν σε πέρας περισσότερες εργασίες, και εισέπρατταν υψηλότερη αμοιβή) – ίσως μάλιστα ιδίως εκείνων.
Η δεύτερη μελέτη θίγει το ζήτημα των επιπτώσεων της τεχνητής νοημοσύνης στα καλοπληρωμένα επαγγέλματα υψηλής ειδίκευσης. Συγκεκριμένα, η μελέτη εξέτασε τα αποτελέσματα της χρήσης GPT-4 (μιας πιο προηγμένης εκδοχής του προγράμματος) στην παραγωγικότητα 758 συμβούλων της εταιρείας Boston Consulting (μιας από τις πιο διάσημες τέτοιες εταιρείες διεθνώς). Οι σύμβουλοι που χρησιμοποιούσαν GPT-4 έφεραν σε πέρας περισσότερες εργασίες (+12%), ταχύτερα (+25%). Ήταν προχειρογραμμένες, μηχανικές, βαρετές οι εργασίες (αναλύσεις αγοράς κ.ά.) που παρήγαγαν οι σύμβουλοι της Boston Consulting με τη βοήθεια του GPT-4; Κάθε άλλο. Αντιθέτως, η ποιότητά τους κρίθηκε ως «σημαντικά καλύτερη» (+40%) σε σύγκριση με τις αντίστοιχες εργασίες που ολοκλήρωσαν οι σύμβουλοι της ομάδας ελέγχου (χωρίς GPT-4).
Η πρόσβαση στο GPT-4 φαίνεται να είχε εξισωτικά αποτελέσματα στο εσωτερικό των συγκεκριμένων επαγγελμάτων: βελτίωσε λιγότερο την επίδοση των πιο έμπειρων συμβούλων από ό,τι εκείνη των λιγότερο παραγωγικών συναδέλφων τους. Αυτό είναι αρκετά λογικό: αφού η τεχνητή νοημοσύνη αναμασά και συνοψίζει την ανθρώπινη γνώση πάνω σε κάποιο θέμα, όσοι ήδη κατέχουν καλά αυτή τη γνώση ωφελούνται λιγότερο από όσους απέχουν περισσότερο από την «πρωτοπορία».
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτή η παράθεση αποδείξεων υπεροχής της τεχνητής σε σχέση με την ανθρώπινη νοημοσύνη είχε μια σημαντική εξαίρεση. Όπως διαπίστωσε η μελέτη, η χρήση του GPT-4 για την ολοκλήρωση μιας ιδιαίτερα σύνθετης εργασίας, που απαιτούσε την προσεκτική ανάγνωση ποιοτικών πληροφοριών και στη συνέχεια την ανάλυση ποσοτικών δεδομένων, είχε τα αντίθετα αποτελέσματα στην επίδοση των συμβούλων της Boston Consulting: η ποιότητα της δουλειάς όσων χρησιμοποίησαν GPT-4 για αυτό το σκοπό ήταν κατά μέσο όρο 19% χαμηλότερη από εκείνη της ομάδας ελέγχου.
Αυτό το τελευταίο εύρημα υπαινίσσεται κάτι πολύ σημαντικό. Τα διάφορα προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης (τουλάχιστον όσα είναι διαθέσιμα σήμερα) χρησιμεύουν ως βοηθητικά εργαλεία, όχι ως «τυφλοσούρτες». Όποιοι αναθέτουν στο πρόγραμμα μέρος των καθηκόντων τους εξοικονομούν χρόνο και ενέργεια – αρκεί μετά να ελέγχουν προσεκτικά το προϊόν του προγράμματος, όπως ακριβώς θα έκαναν με έναν άπειρο ακόμη βοηθό, ή με τον εαυτό τους. Όποιοι ξεχνούν αυτό το τελευταίο, θα μοιάζουν με εκείνους τους νεαρούς τουρίστες, που για να προσανατολιστούν στα ελληνικά νησιά δεν χρησιμοποιούν τα μάτια τους και το μυαλό τους, αλλά ακολουθούν κατά γράμμα τις υποδείξεις του GPS – με αποτέλεσμα να χάνονται στις ερημιές.
Δεξιότητες και κατάρτιση: 2. Οι δεξιότητες των Ελλήνων
Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).
Πώς τα καταφέρνουμε στο πεδίο των δεξιοτήτων, συγκριτικά με τους πολίτες άλλων χωρών;
Όχι πολύ καλά, είναι η σύντομη απάντηση. Και το πρόβλημα δεν είναι ότι μας λείπουν τα τυπικά προσόντα, οι τίτλοι σπουδών.
Πράγματι, η τριτοβάθμια εκπαίδευση έχει επεκταθεί θεαματικά τα τελευταία χρόνια. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό των Ελλήνων ηλικίας 25-34 ετών που κατέχουν πτυχίο ή μεταπτυχιακό τίτλο έχει σχεδόν διπλασιαστεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες (από 23,1% το 2002 σε 45,2% το 2022) και πλέον ξεπερνά τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ (42,0% το 2022).
Θα περίμενε κανείς η αύξηση του αριθμού των πτυχιούχων να έχει μεταφραστεί σε αντίστοιχη αναβάθμιση των δεξιοτήτων των Ελλήνων. Συνέβη όντως αυτό; Τα ουσιαστικά προσόντα, δηλαδή η ικανότητα των ατόμων να κάνουν κάτι καλά, μετριέται πιο δύσκολα από ό,τι τα τυπικά. Όμως, όλα τα διαθέσιμα δεδομένα – χωρίς εξαίρεση – είναι ανησυχητικά.
Η πιο πολύτιμη (και παραγνωρισμένη) πηγή πληροφοριών για τα ουσιαστικά προσόντα των Ελλήνων είναι η έρευνα του «Προγράμματος για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Δεξιοτήτων Ενηλίκων» (PIAAC), που διεξάγει κάθε 10 περίπου χρόνια ο ΟΟΣΑ σε αρχικά 27 χώρες. (Ο αριθμός των χωρών που συμμετέχουν στην έρευνα έχει πλέον ξεπεράσει τις 40.) Οι ερωτώμενοι, ένα μεγάλο δείγμα 5.000 ατόμων ηλικίας 16-65 ετών σε κάθε χώρα, εξετάζονται με κοινά θέματα σε τρία πεδία: κατανόηση κειμένου, αριθμητική, και επίλυση προβλημάτων «σε τεχνολογικά πλούσιο περιβάλλον». (Το τελευταίο δεν μετρά τις ψηφιακές δεξιότητες των ατόμων, αλλά την ικανότητα τους να επιλέγουν ανάμεσα στις διαθέσιμες πληροφορίες, να τις αξιολογούν, και να τις χρησιμοποιούν για να απαντούν σε σύνθετα ερωτήματα κρίσης με τη βοήθεια της τεχνολογίας.)
Οι δεξιότητες των πτυχιούχων
Ας αρχίσουμε με τις δεξιότητες των πρόσφατων αποφοίτων ΑΕΙ. Στο πεδίο αυτό η Ελλάδα καταγράφει απελπιστικά χαμηλές επιδόσεις: σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας PIAAC, 19% των κατόχων τίτλων σπουδών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (πτυχίο ή μεταπτυχιακό) ηλικίας έως 34 ετών ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι. Με την ορολογία της έρευνας: «στερούνταν βασικές δεξιότητες κατανόησης κειμένου, αριθμητικής, και επίλυσης προβλημάτων», δηλαδή δεν ήταν σε θέση να κατανοήσουν σύντομα κείμενα πάνω σε καθημερινά θέματα, να κάνουν απλές πράξεις με ακέραιους αριθμούς, ή να εντοπίσουν μια ιστοσελίδα στο διαδίκτυο.
Διάγραμμα 1: Πτυχιούχοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών χωρίς βασικές δεξιότητες (%)
Η επίδοση αυτή κατέτασσε τη χώρα μας στην τελευταία θέση (μαζί με την Τουρκία) μεταξύ των 27 χωρών του ΟΟΣΑ που συμμετείχαν στην έρευνα. Μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ), το ποσοστό της Ελλάδας ήταν διπλάσιο από εκείνο της Λιθουανίας (9%), της χώρας με τη δεύτερη χειρότερη επίδοση. Στο άλλο άκρο της διεθνούς κατάταξης, στο Βέλγιο, στην Τσεχία, και στη Φινλανδία, το ποσοστό των λειτουργικά αναλφάβητων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας έως 34 ετών ήταν κάτω από 3%.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, το ποσοστό των λειτουργικά αναλφάβητων στην ίδια ηλικιακή ομάδα (έως 34 ετών) ήταν χαμηλότερο μεταξύ όσων δεν προχώρησαν πέρα από το τριτάξιο Γυμνάσιο στην Τσεχία (17%) από ό,τι μεταξύ των αποφοίτων ΑΕΙ στην Ελλάδα (19%).
Και στις μέσες δεξιότητες των πτυχιούχων, η χώρα μας υστερεί σε σύγκριση με τις άλλες χώρες. Όπως δείχνουν τα σχετικά δεδομένα, η μέση επίδοση στην κατανόηση κειμένου των αποφοίτων ΑΕΙ ήταν χαμηλότερη στην Ελλάδα από ό,τι εκείνη των κατόχων το πολύ απολυτηρίου λυκείου (ή κάποιου τίτλου μεταλυκειακής εκπαίδευσης) στη Σουηδία, στη Φινλανδία, στη Σλοβακία, και στην Αγγλία. (Τα τελευταία αυτά αποτελέσματα αφορούν άτομα ηλικίας 25-65 ετών.)
Οι δεξιότητες στον υπόλοιπο πληθυσμό
Φυσικά, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Σύμφωνα με τα ευρήματα της ίδιας έρευνας, το ποσοστό των κατόχων μόνο απολυτηρίου λυκείου (ή το πολύ μεταλυκειακής εκπαίδευσης) ηλικίας έως 34 ετών που ήταν λειτουργικά αναλφάβητοι στην Ελλάδα έφθανε το 28% – δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ μετά την Πολωνία (29%). Στα κράτη μέλη με την καλύτερη επίδοση (Φινλανδία, Ολλανδία, Σουηδία, Αυστρία) το αντίστοιχο ποσοστό δεν ξεπερνούσε το 7%.
Γενικά, η θεαματική επέκταση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (και η γενίκευση και επιμήκυνση της υποχρεωτικής εκπαίδευσης) τα τελευταία 30-40 χρόνια δεν έχει μεταφραστεί σε αντίστοιχη πρόοδο στην αφομοίωση των βασικών δεξιοτήτων.
Όπως δείχνουν τα δεδομένα της έρευνας, στο πεδίο της κατανόησης κειμένου η μέση επίδοση των Ελλήνων που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’80 ήταν μόλις 6 μονάδες υψηλότερη από εκείνη όσων γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’50. Ως μέτρο σύγκρισης, η διαφορά μεταξύ των δύο γενεών στο σύνολο των 27 χωρών που πήραν μέρος στην έρευνα έφθανε κατά μέσο όρο τις 29 μονάδες.
Πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ για την εκπαίδευση στη χώρα μας, διαπίστωνε ότι συνολικά περίπου 2 εκατομμύρια Έλληνες ηλικίας 15 έως 65 είχαν χαμηλές δεξιότητες κατανόησης κειμένου, ενώ ακόμη περισσότεροι είχαν χαμηλές δεξιότητες αριθμητικής. «Πρόκειται για άτομα που δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να σταθούν ως πολίτες και ως εργαζόμενοι.»
Πράγματι, για να σταθεί κανείς καλά ως πολίτης και ως εργαζόμενος στη σύγχρονη εποχή είναι ανάγκη να διαθέτει «σφαιρικές δεξιότητες». Αυτό σημαίνει να είναι σε θέση να κατανοεί πυκνά ή μακροσκελή κείμενα, να αντιλαμβάνεται ρητορικά σχήματα, να εντοπίζει, να ερμηνεύει και να αξιολογεί πληροφορίες, και να βγάζει λογικά συμπεράσματα. Επίσης, να μπορεί να ερμηνεύει και να υπολογίζει βασικά στατιστικά δεδομένα σε κείμενα, πίνακες, ή διαγράμματα. Τέλος, να έχει τη δυνατότητα να συμπληρώνει μια αίτηση online, να συνδυάζει πληροφορίες από δύο ή παραπάνω ιστοσελίδες, να λύνει προβλήματα σε ένα φύλλο εργασίας χρησιμοποιώντας τη συνάρτηση που ταξινομεί τα περιεχόμενα μιας στήλης με αλφαβητική σειρά ή κατά αύξοντα αριθμό κτλ.
Ποιο είναι το ποσοστό του οικονομικά ενεργού πληθυσμού (άτομα ηλικίας 16-65) που διαθέτει «σφαιρικές δεξιότητες» κατανόησης κειμένου, αριθμητικής και επίλυσης προβλημάτων στην Ελλάδα; Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας PIAAC, δεν ξεπερνά το 9% – το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό μετά τη Χιλή και την Τουρκία ανάμεσα όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα. Στο αντίθετο άκρο της διεθνούς κατάταξης (στο Βέλγιο, στη Δανία, στην Αυστραλία, στη Ν. Ζηλανδία, στην Ιαπωνία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία, στην Ολλανδία – καθώς και στη Φινλανδία, που είχε την καλύτερη επίδοση στον κόσμο), σφαιρικές δεξιότητες διαθέτει πάνω από το ένα τρίτο του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Διάγραμμα 2: Άτομα ηλικίας 16-65 ετών με σφαιρικές δεξιότητες (%)
(Αξίζει να σημειωθεί ότι όλα τα στοιχεία της έρευνας PIAAC που αναφέρονται παραπάνω αφορούν το έτος 2015. Νεότερα στοιχεία δεν έχουμε, αφού η Ελλάδα δεν έχει μέχρι στιγμής συμμετάσχει στον δεύτερο κύκλο της έρευνας. Αυτή τη στιγμή καταβάλλονται προσπάθειες να πάρει μέρος η χώρα μας στον επόμενο γύρο συλλογής στοιχείων, ο οποίος θα πραγματοποιηθεί το 2024-2029. Ας ελπίσουμε ότι θα ευδοκιμήσουν.)
Σε εξίσου ανησυχητικά αποτελέσματα καταλήγουν οι μετρήσεις του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων (ESI). Ο δείκτης αυτός καταρτίζεται από το CEDEFOP, το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (με έδρα τη Θεσσαλονίκη), με σκοπό την αξιολόγηση των επιδόσεων των «συστημάτων δεξιοτήτων» σε 31 ευρωπαϊκές χώρες (δηλαδή στα 27 κράτη μέλη της ΕΕ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, στην Ελβετία, στη Νορβηγία, καθώς και στην Ισλανδία). Οι τιμές του δείκτη ESI για το 2022 κατέτασσαν την Ελλάδα στην 29η θέση (τρίτη από το τέλος, μετά την Ιταλία και την Ισπανία).
Οι δεξιότητες των μαθητών
Στις 5 Δεκεμβρίου 2023 ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα για το 2022 της γνωστής έρευνας PISA («Πρόγραμμα για τη Διεθνή Αξιολόγηση των Μαθητών») που διεξάγει ο ΟΟΣΑ. Η έρευνα μετρά το κατά́ πόσον οι γνώσεις και οι δεξιότητες των 15χρονων μαθητών και μαθητριών τους επιτρέπουν να ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στις απαιτήσεις της καθημερινής ζωής στις σύγχρονες κοινωνίες. Η έρευνα του 2022 εξέτασε πάνω από 100.000 μαθητές 15 ετών σε 81 χώρες, με κοινά θέματα σε τρία γνωστικά αντικείμενα: ανάγνωση, μαθηματικά, και επιστήμες. Στην Ελλάδα πήραν μέρος 6.403 μαθητές από 230 σχολεία (Γυμνάσια, Γενικά́ Λύκεια και Επαγγελματικά́ Λύκεια, δημόσια και ιδιωτικά́).
Τα αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι υπερβολικά λίγοι μαθητές στην Ελλάδα σημειώνουν εξαιρετικές επιδόσεις: 2% στην κατανόηση κειμένου και στα μαθηματικά, και 1% στις επιστήμες (μέσος όρος ΟΟΣΑ: 9%, 7%, και 7% αντιστοίχως). Αντίθετα, στη χώρα μας ένα υπερβολικά υψηλό ποσοστό 15χρονων παιδιών στερούνται τις πιο βασικές από τις δεξιότητες που (θα έπρεπε να) εγγυάται η φοίτηση στο γυμνάσιο. Όπως αναφέρει μια αναλυτική περιγραφή των ευρημάτων:
«Το 47% των παιδιών στην Ελλάδα […] είναι ανίκανα να κάνουν απλά πράγματα, όπως να μετατρέψουν ποσά από το ένα νόμισμα στο άλλο, ή να συγκρίνουν αποστάσεις δύο διαφορετικών διαδρομών. […] Στην κατανόηση κειμένου, το 38% των παιδιών στην Ελλάδα […] δεν μπορούν να εντοπίσουν το κεντρικό νόημα ή να αντλήσουν πληροφορίες από κείμενα μεσαίου μεγέθους, ούτε να εξηγήσουν ή να αξιολογήσουν πτυχές κειμένων όταν τους ζητηθεί. […] Το 37% των παιδιών δεν μπορούν να εξηγήσουν ή να σχολιάσουν κοινά επιστημονικά φαινόμενα.»
Σε σύγκριση με τους συνομήλικους τους σε άλλες χώρες οι 15χρονοι μαθητές στην Ελλάδα υστερούν σημαντικά: κατετάγησαν 41οι στην κατανόηση κειμένου, 44οι στις φυσικές επιστήμες, και 44οι στα μαθηματικά (που ήταν το κύριο αντικείμενο της έρευνας του 2022).
Στην κατανόηση κειμένου, η χώρα μας βρέθηκε σε παρόμοια θέση με τη Σερβία και την Ισλανδία. Στις επιστήμες, με τη Σερβία, την Ισλανδία, το Μπρουνέι, τη Χιλή, και την Ουρουγουάη. Στα μαθηματικά, με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, τη Ρουμανία, το Καζακστάν, και τη Μογγολία.
Η Σιγκαπούρη ήταν η χώρα με την καλύτερη επίδοση και στα τρία αντικείμενα. Πολύ καλά τα πήγαν και οι «ασιατικές τίγρεις», με την Ταϊβάν, την Ιαπωνία, την Κορέα, και δύο περιοχές της Κίνας (Μακάο και Χονγκ Κονγκ, και οι δύο πρώην αποικίες) στην πρώτη δεκάδα, ή σχεδόν (το Χονγκ Κονγκ ήρθε 11ο στην κατανόηση κειμένου).
Από τις δυτικές χώρες, την καλύτερη επίδοση σημείωσαν η Εσθονία και ο Καναδάς: και οι δύο πλασαρίστηκαν στην πρώτη δεκάδα και στα τρία αντικείμενα. Το ίδιο πέτυχαν στα μαθηματικά η Ελβετία και η Ολλανδία, στις επιστήμες η Φινλανδία και η Αυστραλία, ενώ στην κατανόηση κειμένου η Ιρλανδία, οι ΗΠΑ, και η Νέα Ζηλανδία.
Κατά τα άλλα, στην Ελλάδα τα κορίτσια τα πήγαν πολύ καλύτερα από τα αγόρια στην κατανόηση κειμένου (αλλά το ίδιο άσχημα στα μαθηματικά), τα παιδιά από πλούσιες οικογένειες σημείωσαν καλύτερες επιδόσεις από τα παιδιά των φτωχών, ενώ τα παιδιά μεταναστών τα πήγαν χειρότερα από τα παιδιά γηγενών (και μάλιστα ακόμη και όταν το οικογενειακό εισόδημα ήταν συγκρίσιμο, πράγμα που δεν συμβαίνει στις περισσότερες άλλες χώρες).
Ένα ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι στη χώρα μας οι χαμηλές επιδόσεις των 15χρονων μαθητών συχνά συνδυάζονται με υπερβολική αυτοπεποίθηση. Τα αποτελέσματα της προτελευταίας έρευνας PISA (του 2018) δείχνουν ότι το ποσοστό όσων δήλωναν ικανοί να κατανοούν δύσκολα κείμενα, ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν σε θέση να βγάλουν λογικά συμπεράσματα αντλώντας πληροφορίες από δύο ή περισσότερα κείμενα, έφτανε στην Ελλάδα το 33% (έναντι 26% στην ΕΕ).
Όπως εξηγούμε αλλού, αυτός ο δηλητηριώδης συνδυασμός αυτοπεποίθησης και αμάθειας είναι αρκετά διαδεδομένος και μετά το τέλος του σχολείου.
Δεξιότητες και κατάρτιση: 3. Χαμηλές δεξιότητες = χαμηλή παραγωγικότητα;
Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).
Όλες οι έρευνες που αναλύουμε σε άλλο άρθρο δείχνουν ότι, παρά τον πληθωρισμό πτυχίων, συγκριτικά με τους πολίτες άλλων χωρών, στο πεδίο των δεξιοτήτων υστερούμε σημαντικά.
Ο καλόπιστος αναγνώστης μπορεί εδώ να αναρωτηθεί: «Και λοιπόν; Γιατί είναι μεγάλο πρόβλημα αυτό; Δεν καταφέρνουμε τελικά να τα βγάζουμε πέρα και χωρίς δεξιότητες;»
Πράγματι: χάρη στον ήλιο, τη θάλασσα, και την ένταξη στην ΕΕ, τα βγάζουμε πέρα. Μέχρι εκεί όμως. Όπως εξηγούσαμε σε πρόσφατη σειρά άρθρων, ακόμη και η σχετικά ταχεία ανάπτυξη της τελευταίας διετίας φαίνεται να έχει εξαντλήσει τη δυναμική της, και πλέον αναπαράγει τα προβλήματα (π.χ. διόγκωση του εξωτερικού ελλείμματος) που το 2010 οδήγησαν στην κρίση χρέους. Η αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης, κεντρική έγνοια της έκθεσης της Επιτροπής Πισσαρίδη – δηλαδή η ενίσχυση των δυναμικών οικονομικών δραστηριοτήτων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας (και υψηλότερων αμοιβών), που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες που στέκονται ανταγωνιστικά στις διεθνείς αγορές – παραμένει ζητούμενο.
Η σημασία της παραγωγικότητας
Μια οικονομία μπορεί να μεγαλώσει με δύο και μόνο τρόπους: αυξάνοντας την απασχόληση του εργατικού δυναμικού (το ποσοστό του πληθυσμού που εργάζεται, και τον συνολικό αριθμό των ωρών εργασίας), ή/και αυξάνοντας την παραγωγικότητα της εργασίας (το προϊόν που παράγεται ανά εργαζόμενο, ή ανά ώρα εργασίας).
Η Ελλάδα υστερεί και στα δύο αυτά μεγέθη. Το ποσοστό απασχόλησης στη χώρα μας ξεπέρασε το αντίστοιχο του 2008 μόλις το καλοκαίρι του 2023, και παραμένει το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ (μόνο στην Ιταλία είναι χαμηλότερο). Όσο για την παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα, η τελευταία έκθεση του ΟΟΣΑ για τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις (Οκτώβριος 2023) αναφέρει ότι είναι 29% χαμηλότερη από το μέσο όρο των κρατών μελών του ΟΟΣΑ, και 56% χαμηλότερη από το μέσο όρο των 5 κρατών μελών με την καλύτερη επίδοση (στοιχεία 2022).
Παραδόξως, παρότι τόσο η χαμηλή παραγωγικότητα όσο και οι χαμηλές δεξιότητες συνιστούν σοβαρούς περιοριστικούς παράγοντες για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας, η μεταξύ τους σχέση είναι σύνθετη. Στην Ιταλία και στην Ισπανία, η παραγωγικότητα της εργασίας είναι υψηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, παρότι οι βασικές δεξιότητες (κατανόησης κειμένου, ή αριθμητικής) είναι χαμηλότερες. Οι διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη του ΟΟΣΑ στην παραγωγικότητα της εργασίας δεν συσχετίζονται στατιστικά με τις διαφορές στις βασικές δεξιότητες των εργαζομένων.
Αιτίες της χαμηλής παραγωγικότητας στην Ελλάδα
Πώς τότε ερμηνεύεται το χάσμα παραγωγικότητας μεταξύ της Ελλάδας και των άλλων χωρών; Τα δεδομένα του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι δύο παράγοντες ευθύνονται για αυτό: ο πρώτος είναι η χαμηλή ένταση κεφαλαίου (που μετρά τον όγκο του παραγωγικού κεφαλαίου στην εθνική οικονομία), ενώ ο δεύτερος είναι η χαμηλή συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) (που μετρά το πόσο παραγωγικά συνδυάζεται η εργασία, το κεφάλαιο, οι πρώτες ύλες, η ενέργεια, και άλλες εισροές).
Διάγραμμα 3: Προσδιοριστικοί παράγοντες της παραγωγικότητας της εργασίας (%)
(Για την καλύτερη κατανόηση του τι σημαίνει συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής, και γιατί είναι σημαντική, δείτε το τρίλεπτο φιλμάκι του Γραφείου Στατιστικών Εργασίας των ΗΠΑ.)
Συνεπώς, εάν προηγουμένως δεν αυξηθούν οι παραγωγικές επενδύσεις, και δεν βελτιωθεί η διαχειριστική ικανότητα των μάνατζερ των ελληνικών επιχειρήσεων να συνδυάζουν τους διαθέσιμους υλικούς και άυλους πόρους με τον πιο παραγωγικό τρόπο, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων από μόνη της θα έχει περιορισμένη συμβολή στην αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
Φυσικά, ισχύει και το αντίστροφο: εάν από τη μια μέρα στην άλλη αυξάνονταν οι παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα και ταυτόχρονα βελτιωνόταν η διαχειριστική ικανότητα των Ελλήνων μάνατζερ, τότε οι χαμηλές δεξιότητες των εργαζομένων θα αποδεικνύονταν τροχοπέδη για την ανάπτυξη. Μόνο τότε όμως.
Ο ρόλος του εργασιακού περιβάλλοντος
Πάντως, προς το παρόν τουλάχιστον, οι χαμηλές δεξιότητες των εργαζομένων δεν φαίνεται να είναι ο κύριος περιοριστικός παράγοντας για την επιτάχυνση της διατηρήσιμης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Ένας λόγος για αυτό είναι ότι η θετική επίδραση των δεξιοτήτων των εργαζομένων στο παραγόμενο προϊόν προϋποθέτει ένα εργασιακό περιβάλλον που να τις ενσωματώνει και να τις αξιοποιεί.
Όπως αναφέρει προηγούμενη έκθεση του ΟΟΣΑ: «Η εντατική χρήση δεξιοτήτων επεξεργασίας πληροφοριών εκ μέρους των εργαζομένων σχετίζεται στενά και θετικά με την εφαρμογή μεθόδων διοίκησης επιχειρήσεων και μορφών οργάνωσης της εργασίας που περιγράφονται ως εργασιακές πρακτικές υψηλής απόδοσης. […] Οι εργαζόμενοι σε θέσεις εργασίας που επωφελούνται από τέτοιες πρακτικές κάνουν μεγαλύτερη χρήση δεξιοτήτων κατανόησης και σύνταξης κειμένου, αριθμητικής, τεχνολογίας, και επίλυσης προβλημάτων.»
Τα δεδομένα δείχνουν ότι στην Ελλάδα ελάχιστες θέσεις εργασίας βρίσκονται σε επιχειρήσεις ή σε οργανισμούς που υιοθετούν εργασιακές πρακτικές υψηλής απόδοσης: μόλις το 10%, δηλαδή λιγότερες από ό,τι σε όλες τις χώρες που πήραν μέρος στη σχετική έρευνα του ΟΟΣΑ, εκτός από την Τζακάρτα (Ινδονησία). Στις Σκανδιναβικές χώρες το ποσοστό των θέσεων εργασίας σε επιχειρήσεις ή οργανισμούς που εφαρμόζουν τέτοιες πρακτικές υπερβαίνει το 40%.
Διάγραμμα 4: Επιχειρήσεις ή οργανισμοί που υιοθετούν εργασιακές πρακτικές υψηλής απόδοσης
Σε παρόμοια συμπεράσματα οδηγεί η μελέτη του Δείκτη Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας (DESI) της ΕΕ. Τα αποτελέσματα του δείκτη για το 2022 δείχνουν ότι «η Ελλάδα κατατάσσεται 22η στην ΕΕ όσον αφορά την ενσωμάτωση της ψηφιακής τεχνολογίας στις επιχειρηματικές δραστηριότητες. Μόνο το 39% των [μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων] παρουσιάζουν τουλάχιστον βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, έναντι 55% που είναι ο μέσος όρος της ΕΕ.»
Οι δεξιότητες των εργοδοτών
Εξίσου αποκαρδιωτικά είναι τα ευρήματα άλλων ερευνών για την οργάνωση και τη διοίκηση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα. Η Παγκόσμια Έρευνα Διοίκησης Επιχειρήσεων (WMS) συλλέγει στοιχεία από τυχαίο δείγμα μεταποιητικών επιχειρήσεων μεσαίου μεγέθους σε αρχικά 20 (πλέον 35) χώρες από όλον τον κόσμο, με σκοπό να ερμηνεύσει τις διαφορές παραγωγικότητας μεταξύ χωρών, καθώς και μεταξύ επιχειρήσεων στο εσωτερικό κάθε χώρας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας WMS δείχνουν ότι οι χαμηλές επιδόσεις της χώρας μας δεν περιορίζονται στις δεξιότητες των μαθητών και των εργαζομένων (και των ανέργων), αλλά αφορούν επίσης τις διαχειριστικές ικανότητες των εργοδοτών. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας (για το 2014), οι μάνατζερ των ελληνικών μεταποιητικών επιχειρήσεων κατέγραφαν χαμηλότερες επιδόσεις από εκείνες των ομολόγων τους στην Ινδία, στη Βραζιλία, στην Κίνα, στην Αργεντινή, στη Χιλή, καθώς και σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της έρευνας. Στις τρεις πρώτες θέσεις της διεθνούς κατάταξης βρίσκονταν οι μάνατζερ στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, και στη Σουηδία.
Διάγραμμα 5: Διαχειριστικές ικανότητες των μάνατζερ μεταποιητικών επιχειρήσεων
Πρόσφατη μελέτη συνόψιζε τα αποτελέσματα της έρευνας WMS ως εξής: «Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τις χειρότερες επιδόσεις σε θέματα που απαιτούν διαχείριση ανθρώπων, προγραμματισμό και εποπτεία, που απαιτούν συνέργειες, διάλογο, και συνεργασία. Τα καταφέρνουν καλύτερα σε θέματα που απαιτούν τη λήψη αποφάσεων, ενδεχομένως από ένα μόνο άτομο.»
Άλλη επισκόπηση των ευρημάτων της ίδιας έρευνας κατέληγε σε αντίστοιχα συμπεράσματα, και στη συνέχεια πρόσθετε κάτι άλλο ενδιαφέρον: «Ο μέσος Έλληνας μάνατζερ δείχνει να μην έχει συναίσθηση του πόσο παρωχημένες είναι οι διοικητικές του πρακτικές, ενώ ταυτόχρονα αισθάνεται μεγάλη αυτοπεποίθηση για την ποιότητα του μάνατζμεντ της επιχείρησής του.»
Αναντιστοιχία δεξιοτήτων
Σε συνθήκες χαμηλών ικανοτήτων των εργοδοτών, δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι τα ουσιαστικά προσόντα των εργαζομένων εκτιμώνται λιγότερο από ό,τι τα τυπικά. Όπως δείχνουν τα δεδομένα του ΟΟΣΑ, σε σχέση με άλλες χώρες, στην Ελλάδα η απασχόληση και οι αμοιβές επηρεάζονται λιγότερο από τις δεξιότητες και περισσότερο από το επίπεδο εκπαίδευσης. (Όπως είδαμε αλλού, τα δύο αυτά δεν συμβαδίζουν πάντοτε).
Πράγματι, μεταξύ ατόμων με το ίδιο εκπαιδευτικό επίπεδο, τα άτομα με καλύτερες δεξιότητες είχαν ελαφρώς χαμηλότερη πιθανότητα να εργάζονται, και αμείβονταν ελάχιστα περισσότερο. Αντιστρόφως, μεταξύ ατόμων με τις ίδιες δεξιότητες, εκείνα με υψηλότερο εκπαιδευτικό επίπεδο είχαν σαφώς υψηλότερη πιθανότητα να εργάζονται, ενώ αμείβονταν σημαντικά περισσότερο. Τα τυπικά προσόντα εκτιμώνται στη χώρα μας περισσότερο από τα ουσιαστικά.
Διάγραμμα 6: Συμβολή δεξιοτήτων κατανόησης κειμένου στην απασχόληση και στις αποδοχές
Μάλιστα, τα δεδομένα δείχνουν ότι στην Ελλάδα η κατοχή υψηλών δεξιοτήτων ανάγνωσης (κατανόησης περίπλοκων κειμένων) επηρεάζει ελάχιστα τις αμοιβές των χαμηλόμισθων, ενώ αυξάνει λίγο τις αμοιβές των υψηλόμισθων (πολύ λιγότερο από ό,τι σε άλλες χώρες).
Επί πλέον, παρότι οι δεξιότητες στην Ελλάδα είναι αναμφίβολα χαμηλές, πολλοί εργαζόμενοι απασχολούνται σε θέσεις εργασίας που απαιτούν χαμηλότερες δεξιότητες από ό,τι εκείνοι διαθέτουν. Όπως σημειώνει σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα το 28% των εργαζομένων διέθεταν υψηλότερες δεξιότητες κατανόησης κειμένου από ό,τι απαιτούσε η δουλειά τους – μπορούσαν δηλαδή να θεωρηθούν υπερκαταρτισμένοι. Σε καμιά άλλη χώρα δεν ήταν τόσο υψηλό αυτό το ποσοστό. (Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 11%.)
Ίσχυε και το αντίστροφο: το 7% των εργαζομένων στην Ελλάδα διέθεταν χαμηλότερες δεξιότητες κατανόησης κειμένου από ό,τι απαιτούσε η δουλειά τους – ήταν δηλαδή υποκαταρτισμένοι. (Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 4%.)
Διάγραμμα 7: Αναντιστοιχία δεξιοτήτων κατανόησης κειμένου και απαιτήσεων θέσης εργασίας (%)
Και στις αναλύσεις του CEDEFOP, η αναντιστοιχία δεξιοτήτων αναδεικνύεται ως ιδιαίτερο πρόβλημα της χώρας. Η επίδοση της Ελλάδας στον επιμέρους δείκτη «αντιστοίχιση τυπικών προσόντων» του Ευρωπαϊκού Δείκτη Δεξιοτήτων για το 2022 ήταν 1,1 (στα 100), δηλαδή 98,9% χαμηλότερη από την «ιδεώδη επίδοση». (Η «ιδεώδης επίδοση» είναι η υψηλότερη επίδοση των τελευταίων 7 ετών μεταξύ όλων των χωρών που συμμετέχουν στην έρευνα.) Όσο για την επίδοση της χώρας στον δείκτη «απασχόληση πρόσφατων αποφοίτων ΑΕΙ» ήταν μηδέν (0,0).
Όχι αβάσιμα, οι εργοδοτικές οργανώσεις αποδίδουν την υπερκατάρτιση – εν μέρει τουλάχιστον – σε εσφαλμένες επιλογές εκπαιδευτικής πολιτικής. Η βαθμιαία απαξίωση της μέσης τεχνικής και της ανώτερης τεχνολογικής εκπαίδευσης, που έφτασε στο αποκορύφωμά της με την κατάργηση και «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ το 2018-2019, τροφοδοτεί την αναντιστοιχία δεξιοτήτων: μια μεταποιητική μονάδα που αναζητά εργοδηγό, ή τεχνικό, ή τεχνολόγο συχνά δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσλάβει κάποιον (υπερκαταρτισμένο) απόφοιτο Πολυτεχνείου.
Ας ανακεφαλαιώσουμε τα συμπεράσματά μας έως αυτό το σημείο.
Όλες οι διεθνείς συγκρίσεις δείχνουν ότι οι μέσες δεξιότητες των μαθητών, των πτυχιούχων, των εργαζομένων, των ανέργων, και των εργοδοτών στην Ελλάδα παραμένουν απελπιστικά χαμηλές, παρά τον πληθωρισμό των «χαρτιών» – από τα πτυχία και τους μεταπτυχιακούς τίτλους έως τα πιστοποιητικά κατάρτισης.
Η παραγωγικότητα της εργασίας είναι επίσης πολύ χαμηλή συγκριτικά με τις άλλες χώρες – τόσο χαμηλή που δεν επιτρέπει την αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης της Ελλάδας.
Όμως προσοχή: για τη χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα δεν ευθύνονται τόσο οι χαμηλές δεξιότητες των εργαζομένων, όσο η μεγάλη ένδεια παραγωγικών επενδύσεων, καθώς και οι οργανωτικές και διαχειριστικές αδυναμίες των ελληνικών επιχειρήσεων.
Άλλωστε, παρά το απελπιστικά χαμηλό επίπεδο των δεξιοτήτων στη χώρα μας, απίστευτα πολλές θέσεις εργασίας απαιτούν χαμηλότερες δεξιότητες από αυτές που διαθέτουν οι εργαζόμενοι που τις κατέχουν.
Το λογικό συμπέρασμα των παραπάνω είναι ότι η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων δεν μπορεί από μόνη της να συμπαρασύρει την ελληνική οικονομία προς ένα δυναμικότερο μοντέλο ανάπτυξης. Στο σημείο όπου βρισκόμαστε σήμερα, η προτεραιότητα πρέπει να είναι οι παραγωγικές επενδύσεις, και η αναβάθμιση των διαχειριστικών δεξιοτήτων των εργοδοτών.
Δεξιότητες και κατάρτιση: 4. Η αξία της κατάρτισης
Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).
Εάν, για τους λόγους που αναλύονται αλλού, η αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων από μόνη της δεν αρκεί για την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας (που είναι απαραίτητη για τη μετακίνηση της ελληνικής οικονομίας προς ένα δυναμικότερο μοντέλο ανάπτυξης), τότε μήπως θα πρέπει να συμβιβαστούμε με σχολεία που ενθαρρύνουν την αποστήθιση, ή με πανεπιστήμια που παράγουν λειτουργικά αναλφάβητους πτυχιούχους;
Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι ένα κατηγορηματικό «όχι». Χρειαζόμαστε επειγόντως ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να εξασφαλίζει ότι όλοι οι πολίτες κατέχουν τις βασικές δεξιότητες (κατανόησης κειμένου και αριθμητικής), όπως επίσης και ένα ελάχιστο σύνολο γενικών γνώσεων (π.χ. ιστορίας και γεωγραφίας), καθώς και εργαλεία για την απόκτηση ειδικότερων γνώσεων αργότερα. Και επειδή η εποχή μας δεν πάσχει από έλλειμα πληροφόρησης, αλλά αντίθετα από πληθωρισμό πληροφοριών, χρειαζόμαστε εξίσου επειγόντως ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να καλλιεργεί τη φιλομάθεια, την ευθυκρισία, και την ανεξάρτητη σκέψη.
Αφήνουμε σε μελλοντικό Special Report την ανάλυση των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών ενός τέτοιου εκπαιδευτικού συστήματος, και των μέτρων πολιτικής που θα ωθήσουν το εκπαιδευτικό σύστημα της δικής μας χώρας να κινηθεί προς μια τέτοια κατεύθυνση. Σε αυτό το Special Report επικεντρωνόμαστε στο ειδικότερο θέμα της επαγγελματικής κατάρτισης.
Ας αρχίσουμε από τα βασικά. Η μεγάλη αξία της επαγγελματικής κατάρτισης είναι η συνεισφορά της στην αντιμετώπιση 4 μεγάλων προβλημάτων πολιτικής απασχόλησης.
Ένταξη των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας
Σε όλες τις χώρες του κόσμου, η ανεργία είναι υψηλότερη μεταξύ των νέων από ό,τι μεταξύ των μεγαλύτερων σε ηλικία. Η έλλειψη προϋπηρεσίας όσων για πρώτη φορά ψάχνουν για δουλειά είναι μια προφανής αιτία, που εξ ορισμού ισχύει σε όλον τον κόσμο.
Όμως, τα δεδομένα της Eurostat δείχνουν ότι δεν τα πάνε όλες οι χώρες το ίδιο άσχημα στην κρίσιμη μετάβαση από την εκπαίδευση στην απασχόληση. Για παράδειγμα, το 2022 το ποσοστό ανεργίας των νέων 20-24 ετών στην Ελλάδα (29,1%) ήταν έξη φορές υψηλότερο από ό,τι στη Γερμανία (5,0%), ενώ στην ηλικιακή ομάδα 30-34 ετών ήταν «μόλις» τετραπλάσιο (13,2% στην Ελλάδα έναντι 3,4% στη Γερμανία).
Μην φανταστείτε ότι αυτό είναι κληρονομιά της κρίσης της δεκαετίας του ’10, που εκτίναξε τα ποσοστά ανεργίας στη χώρα μας: το 2008, όταν στην ηλικιακή ομάδα 30-34 ετών το ποσοστό ανεργίας ήταν παρόμοιο στις δύο χώρες (8,7% στην Ελλάδα και 7,7% στη Γερμανία), στους νέους 20-24 ετών ήταν υπερδιπλάσιο στην Ελλάδα (21,2%) από ό,τι στη Γερμανία (10,3%).
(Υπενθυμίζεται ότι το ποσοστό ανεργίας υπολογίζεται εξαιρώντας τους «ανενεργούς», δηλαδή όσους δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, π.χ. επειδή σπουδάζουν, ή φροντίζουν παιδιά, ή έχουν συνταξιοδοτηθεί.)
Συνεπώς κάτι άλλο εξηγεί το γιατί στη Γερμανία η ένταξη των νεοεισερχόμενων στην αγορά εργασίας γίνεται τόσο ομαλά. H επιτυχία αυτή μπορεί να αποδοθεί (μεταξύ άλλων) και στο λεγόμενο δυαδικό σύστημα μαθητείας, στοιχείο της πλούσιας βιομηχανικής κληρονομιάς της χώρας αυτής, καθώς και της εποικοδομητικής συνεργασίας μεταξύ συνδικάτων και εργοδοτών.
Το δυαδικό σύστημα φέρνει σε επαφή τους αποφοίτους λυκείων με επιχειρήσεις διατεθειμένες να τους παρακολουθούν ως μαθητευόμενους, και συχνά να τους προσλάβουν με κανονική σύμβαση όταν ολοκληρωθεί η μαθητεία τους.
Η μαθητεία διαρκεί 3 χρόνια, συνδυάζει μαθήματα στις σχολές κατάρτισης με πρακτική άσκηση στην επιχείρηση, και καλύπτει περισσότερα από 300 επαγγέλματα (βοηθοί διοίκησης, μηχανικοί αυτοκινήτων, νοσηλευτές, προγραμματιστές, ειδικοί σε logistics, μηχανικοί αεροσκαφών, πωλητές κ.ά.)
Σύμφωνα με τα στοιχεία του αρμόδιου Ομοσπονδιακού Ινστιτούτου Επαγγελματικής Κατάρτισης (BIBB), το δυαδικό σύστημα μαθητείας στη Γερμανία εντάσσει κάθε χρόνο σχεδόν 470.000 μαθητευόμενους σε επιχειρήσεις διαφόρων κλάδων, από τη μεταποίηση μέχρι τις υπηρεσίες.
Το γερμανικό μοντέλο έχει αναγνωριστεί διεθνώς ως ένα από τα πιο αποτελεσματικά συστήματα κατάρτισης (ενδεχομένως το πιο αποτελεσματικό), καθώς συνδυάζει αρμονικά την ακαδημαϊκή γνώση με την πρακτική άσκηση, και οδηγεί στην απόκτηση δεξιοτήτων υψηλής ποιότητας. Άλλες χώρες (Αυστρία, Ελβετία, Ολλανδία, Δανία, Σιγκαπούρη, Αυστραλία κ.ά.) έχουν εμπνευστεί από αυτό, προφανώς με διαφοροποιήσεις ως προς διάφορες επιμέρους πλευρές.
Όπως εξηγούμε αλλού, στην Ελλάδα το δυαδικό σύστημα εφαρμόζεται από την δεκαετία του ’50 στις σχολές μαθητείας του ΟΑΕΔ, ενώ σήμερα στις Επαγγελματικές Σχολές Μαθητείας της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης (ΔΥΠΑ), καθώς και στο Μεταλυκειακό Έτος – Τάξη Μαθητείας των Επαγγελματικών Λυκείων (ΕΠΑΛ).
(Περισσότερες πληροφορίες στα ελληνικά για την επαγγελματική κατάρτιση στη Γερμανία εδώ.)
Δουλειές για «προβληματικές περιπτώσεις»
Ένα άλλο πρόβλημα είναι η ένταξη στην αγορά εργασίας των λιγότερο απασχολήσιμων – όπως είναι οι πρόσφυγες, οι παραβατικοί, ή οι αποφυλακισμένοι. Εδώ το ζητούμενο είναι όχι απλώς η απόκτηση δεξιοτήτων εκ μέρους των άμεσα ενδιαφερομένων, αλλά και ο κατευνασμός των επιφυλάξεων (ή των προκαταλήψεων) των πιθανών εργοδοτών. Τρία θετικά παραδείγματα από την Ιταλία, μια χώρα με χαμηλές επιδόσεις και προβληματικό σύστημα παραγωγής δεξιοτήτων, αλλά επίσης μεγάλη παράδοση εθελοντισμού, καθώς και πειραματισμού σε τοπικό επίπεδο.
Το πρώτο αφορά την ένταξη των αποφυλακισμένων. Όπως εξηγεί πρόσφατο άρθρο, τη δεκαετία του ’80 το Κέντρο Αρωγής Ανηλίκων (CAM), που στελεχώνεται από εθελοντές, χρηματοδοτείται από δωρεές, και φιλοξενείται στο Δικαστήριο Ανηλίκων του Μιλάνου, δοκιμάζει μια καινούρια προσέγγιση: να προσφέρει στα νεαρά άτομα που έχουν εκτίσει την ποινή τους μια πραγματική εργασιακή εμπειρία, σε μια πραγματική επιχείρηση, με ωράριο, πειθαρχία, και μικρή αμοιβή. Για έξη μήνες, ο εργοδότης μιας μικρής ή μεσαίας επιχείρηση αναλαμβάνει το αγόρι (ή κάποιο από τα λίγα κορίτσια), του μαθαίνει τη δουλειά, πάντοτε σε επικοινωνία με έναν εθελοντή σύμβουλο εργασίας, αποδεχόμενος το ρίσκο που συνεπάγεται η πλήρης απειρία (και συχνά αναξιοπιστία) του νεαρού μαθητευομένου. Εάν η μαθητεία ολοκληρωθεί ικανοποιητικά, το CAM καταβάλλει στον μαθητευόμενο μια «υποτροφία μαθητείας». Με την άδεια της Επιθεώρησης Εργασίας (ο διευθυντής της οποίας πείθεται ότι η ιδέα είναι καλή, παρότι το νομικό καθεστώς είναι ασαφές), το πρόγραμμα τίθεται σε εφαρμογή. Αργότερα, με νόμο του 1997, νομιμοποιείται και τυπικά.
Από τις 123 υποτροφίες μαθητείας που χορηγήθηκαν από το 2010 έως το 2021, οι 99 κατέληξαν στην πρόσληψη του μαθητευόμενου από την επιχείρηση όπου πραγματοποιήθηκε η μαθητεία: το ποσοστό επιτυχίας (80,4%, ή 92,5% αν εξαιρεθούν οι περιπτώσεις όπου ο εργοδότης δεν μπόρεσε να συνεχίσει, χωρίς ευθύνη του μαθητευόμενου, που πέρασε σε άλλη επιχείρηση), ξεπερνά κατά πολύ το αντίστοιχο ποσοστό επιτυχίας των προγραμμάτων μαθητείας της Δημόσιας Υπηρεσίας Απασχόλησης και των Κέντρων Κατάρτισης των Περιφερειών (σπανίως πάνω από 25%).
Το άρθρο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι για την επιτυχία του προγράμματος καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος των εθελοντών του Κέντρου Αρωγής Ανηλίκων, στοιχείο που υπογραμμίζει τη σημασία της πλαισίωσης των μαθητευόμενων από εργατικούς και ευσυνείδητους συμβούλους εργασίας.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά την κοινωνική ένταξη αιτούντων ασύλου στην περιφέρεια του Piemonte (με πρωτεύουσα το Τορίνο). Το πρόγραμμα κοινωνικής καινοτομίας FORWORK αξιολόγησε τα αποτελέσματα ενός μείγματος εντατικής ατομικής παρακολούθησης (από συμβούλους εργασίας), κατάρτισης, και πρακτικής άσκησης. Οι ερευνητές πήραν αναλυτική συνέντευξη στην αρχή και στο τέλος του προγράμματος από 1.200 αιτούντες ασύλου, εκ των οποίων οι 600 έλαβαν κατάρτιση και πρακτική άσκηση (ομάδα παρέμβασης), ενώ οι άλλοι 600 όχι (ομάδα ελέγχου).
Τα αποτελέσματα της αξιολόγησης έδειξαν ότι τα άτομα της ομάδας παρέμβασης είχαν σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα απασχόλησης σε σύγκριση με εκείνα της ομάδας ελέγχου, ενώ η διαφορά αυξανόταν με το χρόνο (φθάνοντας τις 20 ποσοστιαίες μονάδες μετά από ενάμιση έτος). Επίσης, η συμμετοχή στο πρόγραμμα βελτίωσε τη γνώση της ιταλικής γλώσσας και αύξησε τις επαφές με Ιταλούς, διευκολύνοντας έτσι την κοινωνική ένταξη των αιτούντων ασύλου.
Το τρίτο παράδειγμα αφορά το ίδρυμα «Πλατεία των Επαγγελμάτων» (Piazza dei mestieri) με έδρα το Τορίνο, και υποκαταστήματα στο Μιλάνο και στην Κατάνια (Σικελία). Με την εμπνευσμένη καθοδήγηση των δύο ιδρυτών, με προϋπηρεσία στον ιδιωτικό τομέα, το ίδρυμα προσφέρει επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση σε λυκειακό και μεταλυκειακό επίπεδο, στους τομείς της αγροδιατροφής, του τουρισμού, και της πληροφορικής, με την υποστήριξη της τοπικής αυτοδιοίκησης, των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων, καθώς και των επιχειρήσεων.
Οι εγκαταστάσεις του ιδρύματος στο Τορίνο, εξαιρετικής βιομηχανικής αισθητικής (σε ένα πρώην βυρσοδεψείο του 19ου αιώνα), στεγάζουν όχι μόνο αίθουσες διδασκαλίας, αλλά και παραγωγικές μονάδες: εστιατόριο, ζυθοποιείο, αρτοποιείο, τυπογραφείο, εργαστήριο σοκολάτας (προϊόν με μεγάλη παράδοση στο Τορίνο), καθώς και αίθουσες εκδηλώσεων, συναυλιών, και παραστάσεων. Η εργασία στις παραγωγικές μονάδες του ιδρύματος είναι υποχρεωτικό μέρος της μαθητείας – και είναι ανοιχτές στην πόλη.
Στελέχη των επιχειρήσεων της περιοχής έρχονται συχνά να δώσουν παρουσιάσεις, με την ελπίδα να προσελκύσουν τους μαθητευόμενους. Οι καταναλωτές που αγοράζουν μπύρα, σοκολάτα, ή ψωμί έρχονται στα καταστήματα της Πλατείας των Επαγγελμάτων από όλο το Τορίνο, και από πιο μακριά ακόμη – το ίδιο και οι πελάτες του μπαρ και του εστιατορίου. Ο στόχος είναι η υψηλή ποιότητα των προϊόντων, και της εξυπηρέτησης. Με τα λόγια του Dario Odifreddi, συνιδρυτή και προέδρου του ιδρύματος: «φιλοδοξία μας είναι ο εθισμός των μαθητών στην ομορφιά».
Το ποσοστό απασχόλησης των αποφοίτων πλησιάζει το 100%. Πολλά από αυτά τα παιδιά θα ήταν άνεργα, χωρίς προοπτικές – ενώ στην Κατάνια αρκετά θα κατέληγαν στην κύρια επιχειρηματική δραστηριότητα της περιοχής: το οργανωμένο έγκλημα.
Αντιστοίχιση δεξιοτήτων
Όπως δείχνουν τα δεδομένα της Eurostat, 38% των πτυχιούχων πανεπιστημίου στην Ελλάδα (έναντι 23% στην ΕΕ) εργάζονται σε επαγγέλματα χαμηλών ή μεσαίων δεξιοτήτων, τα οποία δεν απαιτούν πτυχίο. Λαμβάνοντας υπόψη και αυτό το στοιχείο, οι τιμές του δείκτη ESI που εκπονεί το CEDEFOP κατέτασσαν την Ελλάδα στην 30η (προτελευταία) θέση το 2022 ως προς την αντιστοίχιση δεξιοτήτων. Το μεγάλο ποσοστό ετεροαπασχολουμένων, μαζί με την υψηλή ανεργία των νέων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, συμβάλλουν αρνητικά στην επίδοση αυτή.
Σε παρόμοια συμπεράσματα οδηγεί η μελέτη των δεδομένων του ΟΟΣΑ για τα ουσιαστικά προσόντα. Το ποσοστό υπερκατάρτισης στην Ελλάδα έφθανε το 28% με βάση τις δεξιότητες κατανόησης κειμένου, και το 22% με βάση τις δεξιότητες αριθμητικής – σημαντικά υψηλότερο από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες που πήραν μέρος στην έρευνα PIAAC. (Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν 11% και για τις δύο κατηγορίες βασικών δεξιοτήτων.)
Αντιστρόφως, το ποσοστό υποκατάρτισης στην Ελλάδα ήταν χαμηλότερο και διέφερε λιγότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των άλλων χωρών: ήταν 7% με βάση τις δεξιότητες κατανόησης κειμένου, ή 4% με βάση τις δεξιότητες αριθμητικής (με μέσο όρο ΟΟΣΑ 4% και για τις δύο κατηγορίες).
Στην Ελλάδα η αναντιστοιχία δεξιοτήτων αφορά τα λεγόμενα soft skills, για τα οποία έγινε λόγος νωρίτερα, αλλά επίσης την έλλειψη στελεχών του εμπορικού ναυτικού, τεχνικών και τεχνολόγων στη μεταποίηση, ακόμη και υδραυλικών και ηλεκτρολόγων – καθώς επίσης και το πλεόνασμα «αδιόριστων πτυχιούχων», νομικών και ιατρών. (Αντίθετα με την πρώτη κατηγορία, οι δύο τελευταίες είναι σε θέση να αυξάνουν τεχνητά τη ζήτηση για τις υπηρεσίες τους, μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον.)
Η αντιστοίχιση των προσόντων των εργαζομένων (και των ανέργων) με τις απαιτήσεις των θέσεων εργασίας που δημιουργούν οι επιχειρήσεις είναι βασικός στόχος της επαγγελματικής κατάρτισης και της διά βίου μάθησης.
Αντιμετώπιση της τεχνολογικής ανεργίας
Το τέταρτο πρόβλημα πολιτικής απασχόλησης στο οποίο μπορεί να συνεισφέρει καθοριστικά η (επανα)κατάρτιση είναι η αντιμετώπιση των συνεπειών της τεχνολογικής προόδου. Πράγματι, κάθε φορά που αλλάζει η τεχνολογία, οι επιχειρήσεις που δεν καταφέρνουν να προσαρμοστούν χάνουν μερίδιο αγοράς, και τελικά καταλήγουν να φυτοζωούν ή να χρεωκοπούν, ενώ όσοι εργάζονται σε τέτοιες επιχειρήσεις χάνουν τη δουλειά τους.
Αυτό δεν είναι καινούριο: είναι συνυφασμένο με την ιστορία του καπιταλισμού, από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι τις μέρες μας. Συχνά, η τεχνολογική πρόοδος δεν δυσκολεύει απλώς κάποιες επιχειρήσεις, αλλά αχρηστεύει ολόκληρους κλάδους, όπως η ατμοκίνηση, ή η τηλεγραφία.
Παρά τις ανησυχίες για το «Τέλος της Εργασίας», που επανέρχονται με μαθηματική ακρίβεια σε κάθε κύμα τεχνολογικής αλλαγής από τη Βιομηχανική Επανάσταση και μετά (με τους «Λουδίτες» των αρχών του 19ου αιώνα να σπάνε τα νέα τότε κλωστοϋφαντουργικά μηχανήματα που τους έπαιρναν τις δουλειές), τελικά κάθε νέα τεχνολογία δημιούργησε περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες κατέστρεψε. Είναι ακόμη πολύ νωρίς για να ξέρουμε αν η ρομποτική και η τεχνητή νοημοσύνη θα ακολουθήσουν την ίδια εξέλιξη. Ας ελπίσουμε ότι αυτή τη φορά δεν θα είναι όλα διαφορετικά.
Ακόμη και έτσι, όμως, οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται από τη νέα τεχνολογία διαφέρουν σημαντικά από εκείνες που καταστρέφονται: πολλές από αυτές βρίσκονται σε άλλους κλάδους, σε άλλες περιοχές (ή και ηπείρους), και απαιτούν εργαζόμενους με διαφορετικές δεξιότητες. Η μαζική επανακατάρτιση των χαμένων της τεχνολογικής προόδου, μαζί με την κοινωνική προστασία όσων δεν μπορούν να επανακαταρτιστούν, είναι τα μόνα εργαλεία που διαθέτουν οι δυτικές δημοκρατίες για να αποφύγουν κοινωνικές αναταραχές μεγάλης κλίμακας.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι ένα καλό σύστημα κατάρτισης μπορεί να κάνει τη διαφορά. Στη Γερμανία, ανάμεσα σε όσους εργαζόμενους έκαναν επαναλαμβανόμενες εργασίες ρουτίνας που αυτοματοποιήθηκαν, λίγοι βγήκαν στην ανεργία: οι περισσότεροι άλλαξαν δουλειά. Μάλιστα, όσοι από τους τελευταίους επανακαταρτίστηκαν, και μετά μετακινήθηκαν σε πιο απαιτητικές θέσεις εργασίας, απέφυγαν τις εισοδηματικές απώλειες που συνήθως συνοδεύουν τέτοιες μετακινήσεις.
Αντίθετα, στις ΗΠΑ, οι περισσότεροι από όσους κατείχαν θέσεις εργασίας που απαξιώθηκαν από την αυτοματοποίηση, ή εργάζονταν σε επιχειρήσεις που έκλεισαν λόγω φθηνών εισαγωγών από την Κίνα, κατέληξαν άνεργοι ή «ανενεργοί» (δηλαδή έπαψαν καν να ψάχνουν δουλειά). Ακόμη και όσοι βρήκαν άλλη δουλειά, πληρώνονταν πολύ λιγότερο από ό,τι στην προηγούμενη θέση εργασίας. Με άλλα λόγια, οι πιο τυχεροί από τους πρώην καλοπληρωμένους βιομηχανικούς εργάτες έγιναν ταμίες σε σούπερ μάρκετ ή υπάλληλοι της Amazon, ενώ οι λιγότερο τυχεροί το έριξαν στα οπιούχα (και άρχισαν να ψηφίζουν Τραμπ).
Η έλλειψη ευκαιριών επανακατάρτισης σε τοπική κλίμακα μπορεί να είναι μοιραία.
Δεξιότητες και κατάρτιση: 5. Οι δοκιμασίες της κατάρτισης στην Ελλάδα
Δημοσιεύθηκε ως Special Report της εφημερίδας «Καθημερινή» (Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2023).
Στη χώρα μας το τοπίο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης χαρακτηρίζεται από κατακερματισμό και χαμηλές επιδόσεις.
Αρχική επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (υπό την ευθύνη του Υπουργείου Παιδείας) παρέχουν οι Επαγγελματικές Σχολές της ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ), τα Επαγγελματικά Λύκεια (ΕΠΑΛ), τα δημόσια και ιδιωτικά Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ), και το Μεταλυκειακό Έτος – Τάξη Μαθητείας των ΕΠΑΛ.
Συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση (υπό την ευθύνη του Υπουργείου Εργασίας) προσφέρουν τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης (ΚΔΒΜ), το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο, και οι επιχειρήσεις.
Από κατακερματισμό χαρακτηρίζεται και η χρηματοδότηση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης. Ο κρατικός προϋπολογισμός χρηματοδοτεί τα ΕΠΑΛ, τις Επαγγελματικές Σχολές, τα δημόσια ΙΕΚ κ.ά. Έως και το 2021, οι επιχειρήσεις αντλούσαν πόρους για προγράμματα ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης από τον Λογαριασμό για την Απασχόληση και την Επαγγελματική Κατάρτιση (ΛΑΕΚ), ο οποίος στη συνέχεια καταργήθηκε (με το Ν4921/2022), με την προοπτική να αντικατασταθεί από νέο (υπό δημιουργία) φορέα. Τέλος, ευρωπαϊκά κονδύλια χρηματοδοτούν προγράμματα και επενδύσεις στις υποδομές της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Όλες οι μελέτες (του ΟΟΣΑ, του CEDEFOP, της διαΝΕΟσις, του ΙΟΒΕ, του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, της Επιτροπής Πισσαρίδη, καθώς και της ίδιας της κυβέρνησης) συμπίπτουν στο ότι η ποιότητα της παρεχόμενης επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης είναι πολύ χαμηλή και πολύ μακριά από τις ανάγκες των εργαζομένων, των ανέργων, και των επιχειρήσεων.
Η δημόσια παροχή, π.χ. στα ΕΠΑΛ, πάσχει από όλα τα προβλήματα της δημόσιας εκπαίδευσης – και επιπλέον από την αρνητική εικόνα των επαγγελματικών λυκείων, από την προβληματική κοινωνική σύνθεση των μαθητών (οικογένειες μεταναστών, ή διαλυμένες, ή υπερβολικά φτωχές για να πληρώσουν φροντιστήριο, ή όλα αυτά μαζί), καθώς και από την έλλειψη διασύνδεσης με πραγματικές θέσεις εργασίας, με αναπόφευκτη συνέπεια την γενικευμένη αδιαφορία και την εκτεταμένη παραβατικότητα.
Η ιδιωτική παροχή, ιδίως στα ΚΔΒΜ, έχει συχνά προσχηματικό χαρακτήρα, αποσκοπώντας περισσότερο στην απορρόφηση κοινοτικών πόρων, καθώς και στη στήριξη του εισοδήματος των καταρτιζόμενων (και των διδασκόντων, και πάνω από όλα των ιδιοκτητών των ΚΔΒΜ), και πολύ λιγότερο ή καθόλου στην αναβάθμιση των δεξιοτήτων.
Η μεταρρύθμιση της τεχνικής εκπαίδευσης
Είναι πολύ νωρίς ακόμη για να αξιολογήσει κανείς την απόπειρα ανασυγκρότησης της αρχικής επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης που εξήγγειλε ο Υπουργός Παιδείας με νομοσχέδιο που κατατέθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2023. Η κεντρική ιδέα του νομοσχεδίου φαίνεται να είναι ο καλύτερος συντονισμός μεταξύ των Επαγγελματικών Σχολών, των ΕΠΑΛ, των ΙΕΚ, και του Μεταλυκειακού Έτους – Τάξης Μαθητείας, με απώτερο στόχο την συνύπαρξή τους σε νέα ενισχυμένα campus τεχνικής εκπαίδευσης.
Η ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση
Κατάρτιση παρέχεται και από τις επιχειρήσεις. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, στο σύνολο της ΕΕ οι 2 στις 3 επιχειρήσεις (67,8%) όλων των κλάδων και κάθε μεγέθους παρείχαν στο προσωπικό τους επαγγελματική κατάρτιση (στοιχεία 2020). Στην Ελλάδα, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν πολύ χαμηλότερο: η 1 στις 6 επιχειρήσεις (17,8%) παρείχε κατάρτιση στο προσωπικό της.
Διάγραμμα 8: Επιχειρήσεις που παρέχουν ενδοεπιχειρησιακή κατάρτιση (%)
Η υστέρηση της Ελλάδας δεν μπορεί να αποδοθεί στο μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων: ακόμη και αν επικεντρωθούμε στις μεγάλες επιχειρήσεις (με 250+ εργαζόμενους), το ποσοστό εκείνων που προσέφεραν επαγγελματική κατάρτιση στο προσωπικό τους ήταν σημαντικά χαμηλότερο από τον κοινοτικό μέσο όρο: 59,5% στην Ελλάδα έναντι 92,8% στην ΕΕ.
Τα αδιέξοδα της «απορροφητικότητας»
Τα Κέντρα Δια Βίου Μάθησης – ΚΔΒΜ (πρώην Κέντρα Επαγγελματικής Κατάρτισης – ΚΕΚ) χρηματοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά από ευρωπαϊκά κονδύλια. Τα τελευταία είναι αληθινός πακτωλός. Στα εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου έχουν προστεθεί άλλα πολλά από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, καθώς και από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης. Μικρότερα (αλλά επίσης σεβαστά) ποσά είχαν δαπανηθεί από το 1986 που τέθηκαν σε εφαρμογή τα πρώτα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα έως την τρέχουσα περίοδο.
Είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν τα πολλά δις ευρώ που η χώρα εισέπραξε από την ΕΕ οδήγησαν ποτέ στη δημιουργία μιας (1) έστω θέσης εργασίας για κάποιον από τους εκατοντάδες χιλιάδες καταρτιζόμενους. Διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις έβλεπαν τους κοινοτικούς πόρους για την κατάρτιση που εισέρρεαν ως εργαλείο στήριξης του εθνικού εισοδήματος, όχι ως επένδυση στις (χαμηλές) δεξιότητες των Ελλήνων. Μια ολόκληρη αγορά δημιουργήθηκε τεχνητά, με σκοπό την απορρόφηση των κοινοτικών πόρων για την κατάρτιση. Η μεγιστοποίηση της απορροφητικότητας αυτών των πόρων έγινε εθνικός στόχος, που επιδιώχθηκε σθεναρά, παρότι δεν επιτεύχθηκε ποτέ.
Δειλές προσπάθειες ρύθμισης της αγοράς, με τον καθορισμό κριτηρίων (συνήθως τεχνικών) για την πιστοποίηση των ΚΕΚ/ΚΔΒΜ, προσέκρουσαν στις διαμαρτυρίες των άμεσα ενδιαφερομένων, καθώς και σε πολιτικές πιέσεις για τη χαλάρωση των κριτηρίων («Να μην χαθεί ούτε ευρώ!»).
Σε αυτές τις συνθήκες, η κατάρτιση – δηλαδή η μετάδοση χρήσιμων και ουσιαστικών γνώσεων και δεξιοτήτων στους καταρτιζόμενους, ώστε να έχουν καλύτερες προοπτικές απασχόλησης με υψηλότερες αμοιβές – αγνοήθηκε ως στόχος και μετατράπηκε σε πρόσχημα για την απορρόφηση κοινοτικών πόρων.
Η κατάρτιση ως πρόσχημα
Αρχικά, το πρόσχημα αυτό δεν τηρείτο καν: πολλά προγράμματα απλώς δεν γίνονταν, ενώ οι επιθεωρητές της ΕΕ που επισκέπτονταν τη διεύθυνση που είχε δηλωθεί για να αξιολογήσουν τις εγκαταστάσεις του φορέα δεν έβρισκαν τίποτε. Από κάποια στιγμή και ύστερα, τα προσχήματα άρχισαν να τηρούνται καλύτερα, με την έννοια ότι τα μαθήματα γίνονταν – όμως τα προγράμματα συνέχισαν να έχουν κατά κανόνα χαμηλή ή μηδενική αξία.
Ήταν όμως όλοι ικανοποιημένοι: οι καταρτιζόμενοι που εισέπρατταν μια μικρή μα ευπρόσδεκτη αμοιβή, οι διδάσκοντες που συμπλήρωναν το εισόδημά τους, και πάνω από όλα οι επιχειρήσεις (τα παλιά ΚΕΚ και τα νέα ΚΔΒΜ) που καρπώνονταν το μερίδιο του λέοντος.
Η ανάγκη τήρησης των προσχημάτων έδωσε ισχυρά κίνητρα στα ΚΕΚ/ΚΔΒΜ να συντάξουν καταλόγους μονίμων καταρτιζόμενων, οι οποίοι προσκαλούνταν να συμμετάσχουν σε κάποιο πρόγραμμα – ξανά και ξανά και ξανά.
Τόσο πολύ και τόσο εύκολο χρήμα, με μόνη προϋπόθεση τη διοικητική απόφαση έγκρισης κάποιου προγράμματος, δημιούργησε ευκαιρίες αθέμιτου πλουτισμού, καθώς και – όπως ψιθυρίζεται, χωρίς να τεκμηριώνεται ανοιχτά – διαφθοράς.
Η διαβόητη υπόθεση «σκοιλ ελικικου» συνοψίζει το πώς γίνεται αντιληπτή στη χώρα μας η αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων για την κατάρτιση. Την άνοιξη του 2020, ο τότε Υπουργός Εργασίας ενέκρινε προγράμματα τηλεκατάρτισης επιστημόνων, με εκπαιδευτικά υλικά γεμάτα ακατάληπτες φράσεις («σκοιλ ελικικου», «μέτζη του νέουκτη» κ.ά.). Η υπόθεση οδήγησε τελικά στην παραίτηση του τότε Υπουργού – όμως ακόμη και σοβαρά στελέχη της κυβέρνησης εξηγούσαν ότι ο θόρυβος ήταν «άδικος», αφού ο στόχος των προγραμμάτων δεν ήταν η κατάρτιση αλλά η εισοδηματική στήριξη των επαγγελματικών ομάδων εν μέσω πανδημίας.
Μια απόπειρα συμμαζέματος
Το νέο σύστημα για την κατανομή των κοινοτικών κονδυλίων για την κατάρτιση που αναλογούν στην ΔΥΠΑ προβλέπει πιστοποίηση των ΚΔΒΜ, των προγραμμάτων σπουδών, καθώς και των καταρτιζόμενων, μέσω συστήματος voucher και ελεύθερης επιλογής παρόχου.
Μέχρι στιγμής, τα προβλήματα ανακυκλώνονται: τα προγράμματα σπουδών εκπονούνται από τις εταιρείες πιστοποίησης, τα ΚΔΒΜ απλώς υιοθετούν έτοιμο κάποιο πρόγραμμα σπουδών, και στη συνέχεια διαγκωνίζονται για την προσέλκυση καταρτιζόμενων προσφέροντάς τους πλούσια δώρα (υπολογιστές κ.ά.), ενώ στο τέλος όλοι οι καταρτιζόμενοι πιστοποιούνται από τις εταιρείες πιστοποίησης για τις γνώσεις που απέκτησαν με τον καλύτερο βαθμό.
Οι διατάξεις του Ν4921/2022 («Δουλειές Ξανά») προβλέπουν αυστηροποίηση των σχετικών πρακτικών. Οι καταρτιζόμενοι άνεργοι θα εισπράττουν μόνο το 70% της προβλεπόμενης επιδότησης εάν δεν πιστοποιηθούν. Τα ΚΔΒΜ θα διαγράφονται από το μητρώο επιλέξιμων φορέων κατάρτισης εάν τουλάχιστον 50% των καταρτιζόμενων ανέργων δεν έχουν βρει δουλειά μέσα σε 1 έτος από το τέλος της κατάρτισης. Οι εγγεγραμμένοι άνεργοι που αρνούνται 3 προσφορές απασχόλησης θα διαγράφονται από το μητρώο ανέργων (και θα χάνουν την επιδότηση ανεργίας, και την επιδότηση κατάρτισης) – κτλ.
Μπροστά στις αντιδράσεις (σε κάποιο βαθμό δικαιολογημένες, συνήθως ιδεοληπτικές), καμία από τις παραπάνω διατάξεις δεν έχει εφαρμοστεί μέχρι τώρα. Οι εταιρείες πιστοποίησης δεν έχουν στερήσει την πιστοποίηση από κανέναν καταρτιζόμενο, ανεξαρτήτως επίδοσης στις σχετικές εξετάσεις. Κανένα ΚΔΒΜ δεν έχει διαγραφεί από το μητρώο επιλέξιμων φορέων, ακόμη και αν κανείς από τους ανέργους που κατάρτισε δεν έχει βρει δουλειά 1 χρόνο μετά. Οι υπάλληλοι της ΔΥΠΑ δεν έχουν διαγράψει ούτε έναν άνεργο, ακόμη και εάν είναι γνωστός «βαουτσεράκιας» που ζει από τη διαδοχική συμμετοχή του σε επιδοτούμενα προγράμματα.
Καλούτσικες πρακτικές
Διασώζεται κάτι σε αυτό το μάλλον νοσηρό τοπίο της κατάρτισης; Σε κάποιο βαθμό, ναι.
Σε πολλά ΕΠΑΛ το επίπεδο των διδασκόντων και των υποδομών δεν είναι καθόλου άσχημο. Όσοι μαθητές, συχνά παιδιά μεταναστών, επείγονται να μπουν στην οικογενειακή επιχείρηση (για να γίνουν ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, μαραγκοί κ.ά.) δεν ενδιαφέρονται για κοπάνα ή για χαβαλέ. Σε κάποια ΕΠΑΛ (π.χ. σε ειδικότητες νοσηλευτών, βοηθών μικροβιολόγων, βρεφονηπιοκόμων), όπου – όχι συμπτωματικά – φοιτούν περισσότερα κορίτσια, η πειθαρχία είναι καλύτερη και η μάθηση πιο ουσιαστική.
Το Μεταλυκειακό Έτος – Τάξη Μαθητείας έχει αξιόλογη επιτυχία. Οι συμμετέχοντες (απόφοιτοι ΕΠΑΛ) παρακολουθούν μαθήματα στο σχολείο 1 μέρα την εβδομάδα, και εργάζονται σε κάποια επιχείρηση ή (συχνότερα) σε κάποιον δημόσιο φορέα τις υπόλοιπες 4 μέρες την εβδομάδα, με μικρή αμοιβή ως μαθητευόμενοι, υπό την παρακολούθηση ενός σχολικού συμβούλου.
Σε αρκετά ΙΕΚ, η διετής φοίτηση (μαθήματα στα 3 πρώτα εξάμηνα και πρακτική άσκηση στο 4ο εξάμηνο) είναι αρκετά ουσιαστική. Όλο και περισσότεροι σπουδαστές προτιμούν το ΙΕΚ από το πανεπιστήμιο («καλύτερα συντηρητής κλιματιστικών παρά αδιόριστος μαθηματικός»), ενώ όλο και πιο συνηθισμένο είναι το φαινόμενο σπουδαστές ΙΕΚ να έχουν πτυχίο ΑΕΙ. Η πρακτική άσκηση αξιολογείται, ενώ η επαγγελματική επάρκεια των αποφοίτων ΙΕΚ πιστοποιείται από τον Εθνικό Οργανισμό Πιστοποίησης Προσόντων και Επαγγελματικού Προσανατολισμού (ΕΟΠΠΕΠ). Το ποσοστό επιτυχόντων στις σχετικές εξετάσεις του ΕΟΠΠΕΠ είναι σημαντικά κάτω από 100%, γεγονός ενθαρρυντικό.
Γενικά, το επίπεδο ανεβαίνει όταν οι ευκαιρίες απασχόλησης είναι πραγματικές. Στην Τρίπολη, όπου η διάνοιξη της Εθνικής Οδού και τα κίνητρα δίκαιης μετάβασης στην μετά τον λιγνίτη εποχή έχουν αναθερμάνει την τοπική οικονομία, στελέχη των νέων εργοστασίων έχουν απευθυνθεί στα ΕΠΑΛ και στα ΙΕΚ της περιοχής για να καλύψουν τις ανάγκες τους σε προσωπικό, με αποτέλεσμα την αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για σπουδές εκ μέρους των διδασκομένων (και ίσως των διδασκόντων).
Μη επιδοτούμενη κατάρτιση
Ταυτόχρονα, συνεχίζουν να διεξάγονται με επιτυχία τα μη επιδοτούμενα προγράμματα κατάρτισης της ΔΥΠΑ με τη συνεργασία της Microsoft, της Cisco, του Coursera κ.ά.
Πολλά μη επιδοτούμενα προγράμματα κατάρτισης παρέχονταν στο παρελθόν από τα ΙΕΚ (χωρίς δίδακτρα στα δημόσια, με δίδακτρα στα ιδιωτικά). Πλέον, μετά την υπερτροφική επέκταση της επιδοτούμενης κατάρτισης (με κοινοτική χρηματοδότηση), τέτοια προγράμματα σπανίζουν.
Μη επιδοτούμενη κατάρτιση παρέχεται όμως και από τα πανεπιστήμια. Για παράδειγμα, το Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΕΚΠΑ) προσφέρει πάνω από 570 προγράμματα συμπληρωματικής εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, πολλά από τα οποία στοχεύουν στην παροχή γνώσεων και δεξιοτήτων γύρω από επαγγέλματα αιχμής (πληροφορική, τεχνητή νοημοσύνη, logistics κ.ά). Το κόστος των προγραμμάτων καλύπτεται από τους ίδιους τους καταρτιζόμενους, και είναι κατά κανόνα υπολογίσιμο: ενδεικτικά, το τετράμηνης διάρκειας πρόγραμμα «Supply Chain Manager – Operational Level» κοστίζει 510 ευρώ, με εκπτώσεις για ανέργους, πολύτεκνους κ.ά.
Επιδοτούμενη απασχόληση
Ενώ τα ευρωπαϊκά κονδύλια για την κατάρτιση φαίνονται να κατασπαταλώνται, τα αντίστοιχα για την επιδότηση της απασχόλησης δείχνουν να πιάνουν περισσότερο τόπο, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό. Επίσημα στοιχεία και προσωρινές εκτιμήσεις δείχνουν ότι από τις αρχές Αυγούστου 2019 έως και τα τέλη Νοεμβρίου 2023 περίπου 155.000 άνεργοι βρήκαν δουλειά μέσω προγραμμάτων επιδοτούμενης απασχόλησης της ΔΥΠΑ.
Σε αυτό συνέβαλε το γεγονός ότι στη διάρκεια της πανδημίας το ποσοστό επιδότησης αυξήθηκε, ενώ χαλάρωσαν προσωρινά οι προϋποθέσεις επιλεξιμότητας για τη συμμετοχή των επιχειρήσεων στα προγράμματα της ΔΥΠΑ. Έκτοτε πάντως το ποσοστό επιδότησης επανήλθε στα προηγούμενα επίπεδα, ενώ ενεργοποιήθηκε εκ νέου η δέσμευση των επιχειρήσεων να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας και μετά το τέλος της επιδότησης.
Μια παρενέργεια της επιδοτούμενης απασχόλησης είναι ο εθισμός των επιχειρήσεων στην φθηνή εργασία. Μια πρώτη προσπάθεια αξιολόγησης της αποτελεσματικότητας των σχετικών προγραμμάτων της ΔΥΠΑ σε περίοδο 18 μηνών (Ιούνιος 2020 – Δεκέμβριος 2021) έδειξε ότι σε δείγμα 40.000 ωφελημένων, 77,6% εργάζονταν ακόμη 6 μήνες μετά τη λήξη του προγράμματος, ενώ 12 μήνες μετά το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 50,6%.
Εν τω μεταξύ, οι «Ημέρες Καριέρας» που οργανώνει η ΔΥΠΑ για να φέρει σε επαφή άτομα που αναζητούν εργασία με επιχειρήσεις που αναζητούν προσωπικό έχουν μέχρι στιγμής αποφέρει 5.000 περίπου (μη επιδοτούμενες) προσλήψεις.