Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 1998)
Το πρότυπο του homo universalis που οραματίστηκαν οι αναγεννησιακοί, αλλά και ο ίδιος ο Μαρξ (το πρωί κυνηγός, το μεσημέρι χειροτέχνης και το βράδυ φιλόσοφος), δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από το πνεύμα αυτής της εποχής της ακραίας εξειδίκευσης – όσο και αν οι ειδικοί επιμένουν ότι το μέλλον ανήκει στην ευελιξία και την προσαρμοστικότητα. Ήδη θα πρέπει να θεωρούνται τυχεροί όσοι απλώς καταφέρνουν να κάνουν μια δουλειά που τους αρέσει. Τέτοιες σκέψεις περνούσαν από το μυαλό μου όσο οι φοιτητές μου παρουσίαζαν τις εργασίες τους στο σεμινάριο ‘Οικονομικής του Κοινωνικού Κράτους’ στο Ρέθυμνο.
Ο υπομονετικός αναγνώστης θα αναρωτιέται τι ακριβώς έθεσε σε κίνηση αυτή την οκνηρή και ελαφρώς γλυκανάλατη περιπλάνηση του εν λόγω μυαλού. Σπεύδω λοιπόν να διευκρινίσω ότι η αφορμή δόθηκε από τη συζήτηση στην αίθουσα πάνω στο ζήτημα της δωρεάν παιδείας. Μετά από μια σύντομη ανασκόπηση στις εναλλακτικές επιλογές (ιδιωτικοποίηση, δίδακτρα για τους γόνους ευπόρων οικογενειών κτλ.) καταλήξαμε ότι η δωρεάν φοίτηση ακόμη και στα πανεπιστήμια υποστηρίζεται από ισχυρά επιχειρήματα όχι μόνο κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά και οικονομικής αποδοτικότητας. Και τι γίνεται με τους γιους γιατρών που σπουδάζουν στην Ιατρική με έξοδα των φορολογουμένων, μόνο και μόνο για να γίνουν και οι ίδιοι γιατροί ώστε να μπορούν να φοροδιαφεύγουν και αυτοί; Συμφωνήσαμε - ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε - ότι η λιγότερο κακή λύση είναι ο ‘φόρος πτυχίου’, ώστε να συνεισφέρει κανείς αναδρομικά στο κόστος των σπουδών του με τρόπο που να μην υψώνει ταξικούς φραγμούς στη μόρφωση αποθαρρύνοντας τους λιγότερο εύπορους.
Σε ένα σημείο, ωστόσο, υπήρξε γενική καταδίκη του ισχύοντος συστήματος: στο ζήτημα της δωρεάν διανομής συγγραμμάτων, η οποία - όπως πολλές άλλες σκανδαλώδεις πρακτικές στη χώρα μας - εμφανίζεται ως ‘φιλολαϊκό’ μέτρο. Βέβαια, στην πράξη οι μόνοι που ωφελούνται από αυτό είναι οι ίδιοι οι καθηγητές-συγγραφείς, οι οποίοι εκμεταλλεύονται μια κυριολεκτικά ‘αιχμάλωτη’ αγορά που εγγυάται την απορρόφηση εκατοντάδων αντιτύπων ετησίως – ανεξαρτήτως, φυσικά, της ποιότητας των ίδιων των συγγραμμάτων. Το πρόβλημα, άλλωστε, αναγνωρίζεται από αρκετούς εκ των άμεσα ενδιαφερομένων, οι οποίοι ζητούν την κατάργηση του μέτρου.
‘Ωραία, να καταργηθούν λοιπόν τα δωρεάν συγγράμματα, για να αντικατασταθούν από τι;’ – θα αναρωτιούνται τώρα οι ακόμη πιο υπομονετικοί αναγνώστες που κατάφεραν να φθάσουν μέχρι εδώ. ‘Δεν θέλουμε, φυσικά, αριστεροί άνθρωποι, να πληρώνουν οι ίδιοι οι φοιτητές για τα βιβλία τους’. Η λύση είναι απλή: κουπόνια για βιβλία.
Λοιπόν, το σύστημα λειτουργεί ως εξής: Αντί να διανέμονται 20 κιλά πανεπιστημιακά βιβλία στην αρχή κάθε εξαμήνου σε κάθε φοιτητή διανέμεται απλώς ένα κουπόνι, μια ‘δωροεπιταγή’ ας πούμε, εξαργυρώσιμη στα βιβλιοπωλεία. Η αξία της μπορεί να είναι ίση με τη μέχρι τώρα δημόσια δαπάνη για συγγράμματα ανά διδασκόμενο, ενδεχομένως ανά Σχολή (τα βιβλία της Ιατρικής κοστίζουν περισσότερο). Για λόγους που θα μπορούσαν να εξηγήσουν αναλυτικά οι φοιτητές μου, η ιδέα να δίνεται το κουπόνι μόνο σε απόρους ή λιγότερο ευπόρους φοιτητές είναι μάλλον κακή, αν και αυτό δεν εμποδίζει μια κυβέρνηση που περνά κρίση γενναιοδωρίας να ορίσει υψηλότερη αξία κουπονιού για κατηγορίες φοιτητών οι οποίες κρίνει ότι χρήζουν πρόσθετης ενίσχυσης.
Από την άλλη, οι συγγραφείς θα βρεθούν σε μια κατάσταση η οποία θα τους υποχρεώνει να γράφουν για την αγορά, δηλ. για πληροφορημένους καταναλωτές που πριν αγοράσουν ένα βιβλίο το ξεφυλλίζουν, συμβουλεύονται την αμέσως προηγούμενη γενιά φοιτητών και τελικά ‘ψηφίζουν’ με το κουπόνι τους τα συγγράμματα με τη μεγαλύτερη διδακτική αξία στην πλέον συμφέρουσα τιμή. Έτσι πετυχαίνει κανείς με τον σμπάρο του κουπονιού και το τρυγόνι των πλεονεκτημάτων του ανταγωνισμού και αυτό της προαγωγής της κοινωνικής δικαιοσύνης. Δεν χρειάζεται να διδάσκει κανείς Δημόσια Οικονομική για να το δει, αν και βοηθάει.
Βοηθάει, επίσης, να έχει υπάρξει κανείς μέλος του Ρήγα: θυμάμαι ως πρωτοετής φοιτητής να διαβάζω τις θέσεις του Δημοκρατικού Αγώνα για ‘πανεπιστήμιο ανοιχτό στην κοινωνία και τις αντιφάσεις της’ (αυτό το τελευταίο ακόμη δεν το έχω καταλάβει πολύ καλά: ‘αντιθέσεις’ εντάξει, αλλά ‘αντιφάσεις’;) και να εντυπωσιάζομαι με τη φρεσκάδα των προτάσεων της παράταξης στην οποία μόλις είχα ενταχθεί - και κατ’ αρχήν της ιδέας για ‘κουπόνια βιβλίων’. Έχω άδικο να πιστεύω ότι έτσι κέρδιζε 15% στις φοιτητικές εκλογές ένα εξωκοινοβουλευτικό κόμμα; Ή ότι ο Ρήγας Φεραίος και όλη η ανανεωτική αριστερά στην Ελλάδα εκπροσωπούσε πέρα από κάθε τι άλλο μια βαθιά φιλελεύθερη στάση σε μια βαθιά κρατικολαϊκή κοινωνία;
21 Δεκεμβρίου 1998
29 Νοεμβρίου 1998
Μια νέα ώθηση για το ΕΣΥ
Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 29 Νοεμβρίου 1998). Η γελοιογραφία του Ανδρέα Πετρουλάκη, σχόλιο για το προεκλογικό debate εκείνων των ημερών, δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Παρασκευή 30 Μαρτίου 2000).
Τα τελευταία 15 χρόνια, από την ίδρυση δηλ. του ΕΣΥ, η ελληνική κοινωνία έχει κάνει μια μεγάλη επένδυση πόρων στο δημόσιο τομέα της υγείας. Ως αποτέλεσμα, ο τελευταίος σήμερα διαθέτει περισσότερα νοσοκομεία με περισσότερες κλίνες, αλλά και περισσότερους και καλύτερα αμειβόμενους ιατρούς από ό,τι ποτέ στο παρελθόν. Τι αποκομίζουμε ως κοινωνία από αυτή τη μεγάλη επένδυση πόρων; Αν και είμαστε υγιέστεροι από τους περισσότερους άλλους Ευρωπαίους, οι πολίτες της χώρας μας είναι πολύ λιγότερο ικανοποιημένοι από το δημόσιο σύστημα υγείας από ό,τι εκείνοι από το δικό τους.
Η αναντιστοιχία πόρων και αποτελέσματος μπορεί να έχει διάφορες αιτίες: οι πρόσθετοι πόροι σπαταλώνται, ή απορροφώνται από όσους δουλεύουν στο (ή με το) ΕΣΥ χωρίς να φθάνουν στους ασθενείς - ή απλώς οι προσδοκίες των τελευταίων αυξάνονται τόσο πολύ που το ΕΣΥ όσο και αν ‘τρέχει’ δεν μπορεί να τις προφτάσει. Τι από αυτά συμβαίνει στα αλήθεια; Μάλλον και τα τρία, δηλ. ένας συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων.
Η δυσαρέσκεια των πολιτών εκδηλώνεται με μια τάση εγκατάλειψης του ΕΣΥ από τα εύπορα (και λιγότερο εύπορα) στρώματα, έτσι ώστε ο δημόσιος τομέας της υγείας να κινδυνεύει να μετατραπεί σε παράρτημα της πρόνοιας. Το ότι δύο στις τρεις γεννήσεις στην Αθήνα γίνονται σε ιδιωτικά μαιευτήρια και όχι στο ‘Αλεξάνδρα’ ή στο ‘Έλενα’ (τα οποία μάλιστα είναι καλύτερα εξοπλισμένα) είναι ένα ακραίο και μη γενικεύσιμο παράδειγμα. Είναι όμως αποκαλυπτικό μιας επικίνδυνης τάσης αποξένωσης του μέσου πολίτη από το ΕΣΥ. Τυχόν επαλήθευση αυτής της τάσης στο μέλλον θα σήμαινε οριστική διάψευση της προσδοκίας για ένα οικουμενικό ΕΣΥ, το οποίο να παρέχει περίθαλψη υψηλής ποιότητας σε κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως ηλικίας, εισοδήματος, φορέα ασφάλισης κτλ.
Και όμως, ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας άξιο του ονόματος παραμένει η κοινωνικά δικαιότερη και οικονομικά αποτελεσματικότερη μορφή οργάνωσης του τομέα υγείας. Η επίτευξη αυτού του στόχου, άρα και αποτροπή του κινδύνου περιθωριοποίησης του δημόσιου τομέα της υγείας, προϋποθέτει μια νέα ώθηση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που άρχισε το 1983: επέκταση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, ισονομία στην κοινωνική ασφάλιση, οριοθέτηση από τον ιδιωτικό τομέα, αποκατάσταση του δημοσίου χαρακτήρα του ΕΣΥ - και, κυρίως, αύξηση της αποδοτικότητας, έτσι ώστε οι πρόσθετοι πόροι να μεταφράζονται σε βελτιώσεις αισθητές από τους ασθενείς.
Τα τελευταία 15 χρόνια, από την ίδρυση δηλ. του ΕΣΥ, η ελληνική κοινωνία έχει κάνει μια μεγάλη επένδυση πόρων στο δημόσιο τομέα της υγείας. Ως αποτέλεσμα, ο τελευταίος σήμερα διαθέτει περισσότερα νοσοκομεία με περισσότερες κλίνες, αλλά και περισσότερους και καλύτερα αμειβόμενους ιατρούς από ό,τι ποτέ στο παρελθόν. Τι αποκομίζουμε ως κοινωνία από αυτή τη μεγάλη επένδυση πόρων; Αν και είμαστε υγιέστεροι από τους περισσότερους άλλους Ευρωπαίους, οι πολίτες της χώρας μας είναι πολύ λιγότερο ικανοποιημένοι από το δημόσιο σύστημα υγείας από ό,τι εκείνοι από το δικό τους.
Η αναντιστοιχία πόρων και αποτελέσματος μπορεί να έχει διάφορες αιτίες: οι πρόσθετοι πόροι σπαταλώνται, ή απορροφώνται από όσους δουλεύουν στο (ή με το) ΕΣΥ χωρίς να φθάνουν στους ασθενείς - ή απλώς οι προσδοκίες των τελευταίων αυξάνονται τόσο πολύ που το ΕΣΥ όσο και αν ‘τρέχει’ δεν μπορεί να τις προφτάσει. Τι από αυτά συμβαίνει στα αλήθεια; Μάλλον και τα τρία, δηλ. ένας συνδυασμός όλων αυτών των παραγόντων.
Η δυσαρέσκεια των πολιτών εκδηλώνεται με μια τάση εγκατάλειψης του ΕΣΥ από τα εύπορα (και λιγότερο εύπορα) στρώματα, έτσι ώστε ο δημόσιος τομέας της υγείας να κινδυνεύει να μετατραπεί σε παράρτημα της πρόνοιας. Το ότι δύο στις τρεις γεννήσεις στην Αθήνα γίνονται σε ιδιωτικά μαιευτήρια και όχι στο ‘Αλεξάνδρα’ ή στο ‘Έλενα’ (τα οποία μάλιστα είναι καλύτερα εξοπλισμένα) είναι ένα ακραίο και μη γενικεύσιμο παράδειγμα. Είναι όμως αποκαλυπτικό μιας επικίνδυνης τάσης αποξένωσης του μέσου πολίτη από το ΕΣΥ. Τυχόν επαλήθευση αυτής της τάσης στο μέλλον θα σήμαινε οριστική διάψευση της προσδοκίας για ένα οικουμενικό ΕΣΥ, το οποίο να παρέχει περίθαλψη υψηλής ποιότητας σε κάθε πολίτη, ανεξαρτήτως ηλικίας, εισοδήματος, φορέα ασφάλισης κτλ.
Και όμως, ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας άξιο του ονόματος παραμένει η κοινωνικά δικαιότερη και οικονομικά αποτελεσματικότερη μορφή οργάνωσης του τομέα υγείας. Η επίτευξη αυτού του στόχου, άρα και αποτροπή του κινδύνου περιθωριοποίησης του δημόσιου τομέα της υγείας, προϋποθέτει μια νέα ώθηση στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια που άρχισε το 1983: επέκταση στην πρωτοβάθμια περίθαλψη, ισονομία στην κοινωνική ασφάλιση, οριοθέτηση από τον ιδιωτικό τομέα, αποκατάσταση του δημοσίου χαρακτήρα του ΕΣΥ - και, κυρίως, αύξηση της αποδοτικότητας, έτσι ώστε οι πρόσθετοι πόροι να μεταφράζονται σε βελτιώσεις αισθητές από τους ασθενείς.
26 Οκτωβρίου 1998
Το ΕΣΥ δεν νιώθει και τόσο καλά
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 25 Οκτωβρίου 1998)
Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των νοσοκομειακών γιατρών ενίσχυσαν την εικόνα που έχει ο μέσος πολίτης για το δημόσιο σύστημα υγείας ως ‘κακό Λεβιάθαν’, από τον οποίο ασθενείς και επισκέπτες δεν έχουν να περιμένουν παρά μικρο-γραφειοκρατική ταλαιπωρία, δυσάρεστο περιβάλλον και κυνική αδιαφορία εκ μέρους του προσωπικού. Πράγματι, τα νοσοκομεία μας καταφέρνουν να διαψεύδουν πολλούς μύθους ταυτοχρόνως.
Κατ’ αρχήν, εκείνον που θέλει τη φυλή μας να αποτελείται από πονετικούς ανθρώπους, έτοιμους ανά πάσα στιγμή να νιώσουν τη δυστυχία του (αγνώστου) διπλανού τους, σε αντίθεση με τους ψυχρούς και υπολογιστικούς Βόρειους. Δεν συνεχίζω άλλωστε το θέμα εμπίπτει στην αρμοδιότητα άλλων συνεργατών των ‘Ενθεμάτων’.
Ο δεύτερος μύθος είναι εκείνος του ιατρικού επαγγέλματος ως λειτουργήματος. Οι γιατροί-συνδικαλιστές που απώθησαν δυναμικά άτυχους ασθενείς και τους συγγενείς τους στις τελευταίες κινητοποιήσεις δεν εκφράζουν παρά την ‘μπρουτάλ’ εκδοχή μιας πεποίθησης ενδεχομένως ανομολόγητης αλλά ευρύτατα διαδεδομένης μεταξύ των συναδέλφων τους: ότι δηλ. το ΕΣΥ υπάρχει για να προσφέρει μια αρκετά άνετη και σχετικά καλοπληρωμένη ζωή σε όσους εργάζονται σε αυτό – ένα σχήμα στο οποίο οι ασθενείς χωρούν μόνο ως ενοχλητικοί παρείσακτοι, όπως άλλωστε δείχνει και ο τρόπος με τον οποίο κατά κανόνα αντιμετωπίζονται.
Οι απεργοί, βεβαίως, ισχυρίζονται ότι θέλουν να σώσουν το ΕΣΥ από την ‘κυβέρνηση του Σημίτη’ και τη ‘λογιστική’ της αντίληψη. Αυτός είναι ο κίνδυνος όμως; Αν και η τελική ευθύνη για την κατάσταση του δημοσίου συστήματος υγείας σε μια δημοκρατία βαρύνει τον αρμόδιο υπουργό και την κυβέρνηση στο σύνολό της (ενώ, επί πλέον, τα δεινά του ΕΣΥ οφείλονται εν μέρει και στις αποφάσεις ή παραλείψεις στη φάση του σχεδιασμού και της υλοποίησης του συστήματος), ωστόσο η κρίση του ΕΣΥ δεν είναι κρίση υποχρηματοδότησης. Κάθε άλλο: από το 1983 μέχρι σήμερα, η δημόσια δαπάνη για την υγεία αυξάνεται συνεχώς και μάλιστα ταχύτερα από το ρυθμό αύξησης του εθνικού μας εισοδήματος (προ-ΕΣΥ ήταν 4% του ΑΕΠ, σήμερα είναι 5%). Το πρόβλημα είναι άλλο: πώς δαπανώνται αυτά τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά.
Μια γρήγορη απάντηση είναι: άσχημα! Σύμφωνα με ένα πρόσφατο ‘Ευρωβαρόμετρο’ για το βαθμό ικανοποίησης του κοινού από τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, οι Έλληνες είναι οι πλέον δυσαρεστημένοι Ευρωπαίοι. Φυσικά, αν είσαι γιατρός το πράγμα αλλάζει: παρά το γεγονός ότι έχουμε να θρέψουμε περισσότερους γιατρούς ανά κάτοικο από ό,τι οι περισσότερες άλλες χώρες της Ευρώπης, τα εισοδήματα των Ελλήνων γιατρών (σε σύγκριση πάντοτε με τα μέσα εισοδήματα) είναι μάλλον υψηλά. Όχι ότι αυτό εμποδίζει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των γιατρών να θεωρούν ότι υποχρέωση του κράτους είναι να προσλαμβάνει στο ΕΣΥ όλους τους αποφοίτους ανά τον κόσμο ιατρικών σχολών και μετά να τους πληρώνει πλαστές εφημερίες.
Η κρίση του ΕΣΥ είναι κυρίως κρίση ταυτότητας. Δεκαπέντε χρόνια μετά τη θεσμοθέτησή του, με προγραμματικό στόχο την ‘αποεμπορευματοποίηση του αγαθού υγεία’, το εν λόγω αγαθό παραμένει περισσότερο εμπορευματοποιημένο παρά ποτέ - ακόμη και μέσα στα ίδια τα κρατικά νοσοκομεία, όπου συνήθως το πιο στοιχειώδες ενδιαφέρον γιατρών και νοσοκόμων εξασφαλίζεται με ‘φακελάκι’ (και με ‘μέσον’, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Επί πλέον, όλο και περισσότεροι χρήστες υπηρεσιών υγείας εγκαταλείπουν το ΕΣΥ και στρέφονται προς τον ιδιωτικό τομέα που ευημερεί. Το τέρμα αυτού του δρόμου είναι ορατό: η βαθμιαία μετάλλαξη του ΕΣΥ από ‘εθνικό σύστημα’ με σκοπό την παροχή δωρεάν υπηρεσιών υγείας σε κάθε πολίτη που τις χρειάζεται, σε υπηρεσία-παράρτημα της Πρόνοιας για όσους δεν ‘αντέχουν’ το κόστος της ιδιωτικής ιατρικής.
Πώς μπορεί να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο; Αυτό που έχει ανάγκη το ΕΣΥ δεν είναι τόσο περισσότερα χρήματα, αλλά μια ένεση ζωτικότητας - και αυτό, παραδόξως, κάνει το πράγμα περίπλοκο. Χρειαζόμαστε μια πολιτική υγείας που έχει ως επίκεντρο την υγεία των πολιτών και όχι τα εργασιακά των γιατρών. Χρειαζόμαστε διοικητές (και ‘μάνατζερ’) αφοσιωμένους στο δημόσιο συμφέρον, άρα αποφασισμένους να σταματήσουν τη διαφθορά. Χρειαζόμαστε γιατρούς και νοσοκόμους διατεθειμένους να εργαστούν σκληρά με αντάλλαγμα έναν απλώς αξιοπρεπή μισθό και ένα μεγαλύτερο κοινωνικό κύρος από αυτό που σήμερα απολαμβάνουν. Ουτοπικό; Μπορεί. Τίποτε λιγότερο, όμως, δεν αξίζει την υποστήριξή μας.
Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις των νοσοκομειακών γιατρών ενίσχυσαν την εικόνα που έχει ο μέσος πολίτης για το δημόσιο σύστημα υγείας ως ‘κακό Λεβιάθαν’, από τον οποίο ασθενείς και επισκέπτες δεν έχουν να περιμένουν παρά μικρο-γραφειοκρατική ταλαιπωρία, δυσάρεστο περιβάλλον και κυνική αδιαφορία εκ μέρους του προσωπικού. Πράγματι, τα νοσοκομεία μας καταφέρνουν να διαψεύδουν πολλούς μύθους ταυτοχρόνως.
Κατ’ αρχήν, εκείνον που θέλει τη φυλή μας να αποτελείται από πονετικούς ανθρώπους, έτοιμους ανά πάσα στιγμή να νιώσουν τη δυστυχία του (αγνώστου) διπλανού τους, σε αντίθεση με τους ψυχρούς και υπολογιστικούς Βόρειους. Δεν συνεχίζω άλλωστε το θέμα εμπίπτει στην αρμοδιότητα άλλων συνεργατών των ‘Ενθεμάτων’.
Ο δεύτερος μύθος είναι εκείνος του ιατρικού επαγγέλματος ως λειτουργήματος. Οι γιατροί-συνδικαλιστές που απώθησαν δυναμικά άτυχους ασθενείς και τους συγγενείς τους στις τελευταίες κινητοποιήσεις δεν εκφράζουν παρά την ‘μπρουτάλ’ εκδοχή μιας πεποίθησης ενδεχομένως ανομολόγητης αλλά ευρύτατα διαδεδομένης μεταξύ των συναδέλφων τους: ότι δηλ. το ΕΣΥ υπάρχει για να προσφέρει μια αρκετά άνετη και σχετικά καλοπληρωμένη ζωή σε όσους εργάζονται σε αυτό – ένα σχήμα στο οποίο οι ασθενείς χωρούν μόνο ως ενοχλητικοί παρείσακτοι, όπως άλλωστε δείχνει και ο τρόπος με τον οποίο κατά κανόνα αντιμετωπίζονται.
Οι απεργοί, βεβαίως, ισχυρίζονται ότι θέλουν να σώσουν το ΕΣΥ από την ‘κυβέρνηση του Σημίτη’ και τη ‘λογιστική’ της αντίληψη. Αυτός είναι ο κίνδυνος όμως; Αν και η τελική ευθύνη για την κατάσταση του δημοσίου συστήματος υγείας σε μια δημοκρατία βαρύνει τον αρμόδιο υπουργό και την κυβέρνηση στο σύνολό της (ενώ, επί πλέον, τα δεινά του ΕΣΥ οφείλονται εν μέρει και στις αποφάσεις ή παραλείψεις στη φάση του σχεδιασμού και της υλοποίησης του συστήματος), ωστόσο η κρίση του ΕΣΥ δεν είναι κρίση υποχρηματοδότησης. Κάθε άλλο: από το 1983 μέχρι σήμερα, η δημόσια δαπάνη για την υγεία αυξάνεται συνεχώς και μάλιστα ταχύτερα από το ρυθμό αύξησης του εθνικού μας εισοδήματος (προ-ΕΣΥ ήταν 4% του ΑΕΠ, σήμερα είναι 5%). Το πρόβλημα είναι άλλο: πώς δαπανώνται αυτά τα διόλου ευκαταφρόνητα ποσά.
Μια γρήγορη απάντηση είναι: άσχημα! Σύμφωνα με ένα πρόσφατο ‘Ευρωβαρόμετρο’ για το βαθμό ικανοποίησης του κοινού από τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, οι Έλληνες είναι οι πλέον δυσαρεστημένοι Ευρωπαίοι. Φυσικά, αν είσαι γιατρός το πράγμα αλλάζει: παρά το γεγονός ότι έχουμε να θρέψουμε περισσότερους γιατρούς ανά κάτοικο από ό,τι οι περισσότερες άλλες χώρες της Ευρώπης, τα εισοδήματα των Ελλήνων γιατρών (σε σύγκριση πάντοτε με τα μέσα εισοδήματα) είναι μάλλον υψηλά. Όχι ότι αυτό εμποδίζει τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των γιατρών να θεωρούν ότι υποχρέωση του κράτους είναι να προσλαμβάνει στο ΕΣΥ όλους τους αποφοίτους ανά τον κόσμο ιατρικών σχολών και μετά να τους πληρώνει πλαστές εφημερίες.
Η κρίση του ΕΣΥ είναι κυρίως κρίση ταυτότητας. Δεκαπέντε χρόνια μετά τη θεσμοθέτησή του, με προγραμματικό στόχο την ‘αποεμπορευματοποίηση του αγαθού υγεία’, το εν λόγω αγαθό παραμένει περισσότερο εμπορευματοποιημένο παρά ποτέ - ακόμη και μέσα στα ίδια τα κρατικά νοσοκομεία, όπου συνήθως το πιο στοιχειώδες ενδιαφέρον γιατρών και νοσοκόμων εξασφαλίζεται με ‘φακελάκι’ (και με ‘μέσον’, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία). Επί πλέον, όλο και περισσότεροι χρήστες υπηρεσιών υγείας εγκαταλείπουν το ΕΣΥ και στρέφονται προς τον ιδιωτικό τομέα που ευημερεί. Το τέρμα αυτού του δρόμου είναι ορατό: η βαθμιαία μετάλλαξη του ΕΣΥ από ‘εθνικό σύστημα’ με σκοπό την παροχή δωρεάν υπηρεσιών υγείας σε κάθε πολίτη που τις χρειάζεται, σε υπηρεσία-παράρτημα της Πρόνοιας για όσους δεν ‘αντέχουν’ το κόστος της ιδιωτικής ιατρικής.
Πώς μπορεί να αποτραπεί αυτό το ενδεχόμενο; Αυτό που έχει ανάγκη το ΕΣΥ δεν είναι τόσο περισσότερα χρήματα, αλλά μια ένεση ζωτικότητας - και αυτό, παραδόξως, κάνει το πράγμα περίπλοκο. Χρειαζόμαστε μια πολιτική υγείας που έχει ως επίκεντρο την υγεία των πολιτών και όχι τα εργασιακά των γιατρών. Χρειαζόμαστε διοικητές (και ‘μάνατζερ’) αφοσιωμένους στο δημόσιο συμφέρον, άρα αποφασισμένους να σταματήσουν τη διαφθορά. Χρειαζόμαστε γιατρούς και νοσοκόμους διατεθειμένους να εργαστούν σκληρά με αντάλλαγμα έναν απλώς αξιοπρεπή μισθό και ένα μεγαλύτερο κοινωνικό κύρος από αυτό που σήμερα απολαμβάνουν. Ουτοπικό; Μπορεί. Τίποτε λιγότερο, όμως, δεν αξίζει την υποστήριξή μας.
12 Ιουλίου 1998
3+1 μελαγχολικές σκέψεις για τον θερμό Ιούνιο του ‘98
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 12 Ιουλίου 1998)
1. ‘Το όραμα μιας θέσης στο Δημόσιο είναι το μόνο που μπορεί να κατεβάσει ανθρώπους στο δρόμο σήμερα’ είπε κάποιος αυτές τις μέρες με αφορμή τις κινητοποιήσεις για το διαγωνισμό πρόσληψης εκπαιδευτικών και την απεργία της Ιονικής. Η θέση στο Δημόσιο υπήρξε πάντοτε στη χώρα μας το κερασάκι στην τούρτα των οικογενειακών στρατηγικών απασχόλησης και προνομιακό πεδίο σύναψης πελατειακών σχέσεων (κι όχι μόνο από βουλευτές και υπουργούς: τώρα διορισμούς κάνουν και οι συνδικαλιστές). Αυτό που κάνει τόσο ελκυστικό το διορισμό σπανίως αναφέρεται, ίσως επειδή θεωρείται από όλους δεδομένο: η προοπτική μιας ήσυχης ζωής, η θαλπωρή της μονιμότητας, η θεσμοθετημένα πρόωρη συνταξιοδότηση, άλλα λιγότερο σημαντικά μα συχνά προκλητικά προνόμια. ‘Κεκτημένα’ για τους άμεσα ενδιαφερομένους, ανήκουστα για την πλειοψηφία των εργαζομένων. Είναι ακριβώς το χάσμα μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που εξηγεί τη βιαιότητα των πρόσφατων διαδηλώσεων. Συνεπώς, εκείνοι που προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τις σκέψεις τους πάνω στο ζήτημα θα πρέπει να ξεκινήσουν από το εξής: είναι οι συνθήκες εργασίας στο δημόσιο τομέα πρότυπο προς γενίκευση, ή είναι αντίθετα μέρος του κρίσιμου προβλήματος της αναποτελεσματικότητας και διαφθοράς της κρατικής μηχανής; Όποιος - πέρα από κάθε λογική - υποστηρίζει το πρώτο θα πρέπει να το δηλώσει. Όποιος αποδέχεται το δεύτερο, είναι υποχρεωμένος να δεχθεί και την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού (και πιθανότατα περικοπής) των ‘κεκτημένων’.
2. Οι ίδιοι οι διαδηλωτές δεν τρέφουν αυταπάτες περί του γενικεύσιμου ή μη του στόχου τους - αντίθετα, αγωνίζονται για να μην ενταχθούν στο ΙΚΑ (Ιονική) και για να μην κριθούν μαζί με τους υπόλοιπους υποψηφίους (αναπληρωτές). Και οι μεν και οι δε αποδέχονται πλήρως τις διαιρέσεις στην αγορά εργασίας και μάχονται απλώς για να περάσουν (ή να παραμείνουν) στη σωστή πλευρά. Πέρα από την ανάρμοστη βία, αυτό που κάνει απεχθή τον αγώνα τους στα μάτια ενός ‘ουδέτερου’ παρατηρητή είναι η απροκάλυπτη μερικότητα των διεκδικήσεων. Και για αυτό το λόγο, η πεποίθηση με την οποία οι διαδηλωτές περιβάλλουν τις απόψεις τους (και το πάθος με το οποίο τις εκφράζουν) δεν θα πρέπει να παρασύρει σε λυρικές εξάρσεις περί συλλογικότητας, υπερηφάνειας, αξιοπρέπειας και τα παρόμοια. Όλα αυτά υπήρξαν πράγματι. Αλλά αν πρέπει για αυτό να τύχουν της υποστήριξής μας, γιατί δεν συνέβη το ίδιο και με τα συλλαλητήρια εναντίον των ‘Σκοπιανών σκυλιών’ όπου περίσσευε το (ελληνορθόδοξο) πάθος και η (εθνικιστική) ενότητα; Φυσικά, για πολλούς (ανάμεσά τους και μερικοί που νομίζουν ότι είναι αριστεροί) αυτό συνέβη και τότε – όμως εγώ απευθύνομαι στους άλλους.
3. Για λόγους που δεν χρειάζεται να αναλύσω εδώ, η εκπροσώπηση των εργαζομένων από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι ασυνήθιστα ετεροβαρής στη χώρα μας: τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ και των τραπεζών κυριαρχούν στη ΓΣΕΕ και υπαγορεύουν την πολιτική της. Η φωνή εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, που δεν διαθέτουν την άνεση να συνδικαλίζονται εκ του ασφαλούς αλλά συχνά αγωνίζονται για την κατάκτηση στοιχειωδών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, δεν φθάνει στα αυτιά της συνδικαλιστικής ηγεσίας του τόπου, η οποία δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το εάν οι αεροσυνοδοί μπορούν να παίρνουν άδεια ή όχι την ημέρα της ονομαστικής τους εορτής. Η κρίση αντιπροσώπευσης και η μείωση της επιρροής των συνδικάτων δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα τα ίδια. Θα έπρεπε όμως να ανησυχεί την Αριστερά.
4. Η περί ου ο λόγος Αριστερά βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα - ή μάλλον σταυροδρόμι. Από τη μια είναι ο δρόμος της θορυβώδους υποστήριξης κάθε διαμαρτυρίας από όπου και εάν προέρχεται ανεξαρτήτως περιεχομένου. Είναι ένας δρόμος εύκολος, αλλά όπως είναι επόμενο υπάρχει αρκετός συνωστισμός. Από την άλλη είναι ο δρόμος της κοπιαστικής αναζήτησης προωθητικών λύσεων για τη μείωση των ανισοτήτων και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων. Είναι ένας δρόμος δύσβατος, αλλά εκεί ο αέρας είναι καθαρότερος.
1. ‘Το όραμα μιας θέσης στο Δημόσιο είναι το μόνο που μπορεί να κατεβάσει ανθρώπους στο δρόμο σήμερα’ είπε κάποιος αυτές τις μέρες με αφορμή τις κινητοποιήσεις για το διαγωνισμό πρόσληψης εκπαιδευτικών και την απεργία της Ιονικής. Η θέση στο Δημόσιο υπήρξε πάντοτε στη χώρα μας το κερασάκι στην τούρτα των οικογενειακών στρατηγικών απασχόλησης και προνομιακό πεδίο σύναψης πελατειακών σχέσεων (κι όχι μόνο από βουλευτές και υπουργούς: τώρα διορισμούς κάνουν και οι συνδικαλιστές). Αυτό που κάνει τόσο ελκυστικό το διορισμό σπανίως αναφέρεται, ίσως επειδή θεωρείται από όλους δεδομένο: η προοπτική μιας ήσυχης ζωής, η θαλπωρή της μονιμότητας, η θεσμοθετημένα πρόωρη συνταξιοδότηση, άλλα λιγότερο σημαντικά μα συχνά προκλητικά προνόμια. ‘Κεκτημένα’ για τους άμεσα ενδιαφερομένους, ανήκουστα για την πλειοψηφία των εργαζομένων. Είναι ακριβώς το χάσμα μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα που εξηγεί τη βιαιότητα των πρόσφατων διαδηλώσεων. Συνεπώς, εκείνοι που προσπαθούν να ξεδιαλύνουν τις σκέψεις τους πάνω στο ζήτημα θα πρέπει να ξεκινήσουν από το εξής: είναι οι συνθήκες εργασίας στο δημόσιο τομέα πρότυπο προς γενίκευση, ή είναι αντίθετα μέρος του κρίσιμου προβλήματος της αναποτελεσματικότητας και διαφθοράς της κρατικής μηχανής; Όποιος - πέρα από κάθε λογική - υποστηρίζει το πρώτο θα πρέπει να το δηλώσει. Όποιος αποδέχεται το δεύτερο, είναι υποχρεωμένος να δεχθεί και την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού (και πιθανότατα περικοπής) των ‘κεκτημένων’.
2. Οι ίδιοι οι διαδηλωτές δεν τρέφουν αυταπάτες περί του γενικεύσιμου ή μη του στόχου τους - αντίθετα, αγωνίζονται για να μην ενταχθούν στο ΙΚΑ (Ιονική) και για να μην κριθούν μαζί με τους υπόλοιπους υποψηφίους (αναπληρωτές). Και οι μεν και οι δε αποδέχονται πλήρως τις διαιρέσεις στην αγορά εργασίας και μάχονται απλώς για να περάσουν (ή να παραμείνουν) στη σωστή πλευρά. Πέρα από την ανάρμοστη βία, αυτό που κάνει απεχθή τον αγώνα τους στα μάτια ενός ‘ουδέτερου’ παρατηρητή είναι η απροκάλυπτη μερικότητα των διεκδικήσεων. Και για αυτό το λόγο, η πεποίθηση με την οποία οι διαδηλωτές περιβάλλουν τις απόψεις τους (και το πάθος με το οποίο τις εκφράζουν) δεν θα πρέπει να παρασύρει σε λυρικές εξάρσεις περί συλλογικότητας, υπερηφάνειας, αξιοπρέπειας και τα παρόμοια. Όλα αυτά υπήρξαν πράγματι. Αλλά αν πρέπει για αυτό να τύχουν της υποστήριξής μας, γιατί δεν συνέβη το ίδιο και με τα συλλαλητήρια εναντίον των ‘Σκοπιανών σκυλιών’ όπου περίσσευε το (ελληνορθόδοξο) πάθος και η (εθνικιστική) ενότητα; Φυσικά, για πολλούς (ανάμεσά τους και μερικοί που νομίζουν ότι είναι αριστεροί) αυτό συνέβη και τότε – όμως εγώ απευθύνομαι στους άλλους.
3. Για λόγους που δεν χρειάζεται να αναλύσω εδώ, η εκπροσώπηση των εργαζομένων από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι ασυνήθιστα ετεροβαρής στη χώρα μας: τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ και των τραπεζών κυριαρχούν στη ΓΣΕΕ και υπαγορεύουν την πολιτική της. Η φωνή εκατοντάδων χιλιάδων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, που δεν διαθέτουν την άνεση να συνδικαλίζονται εκ του ασφαλούς αλλά συχνά αγωνίζονται για την κατάκτηση στοιχειωδών εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων, δεν φθάνει στα αυτιά της συνδικαλιστικής ηγεσίας του τόπου, η οποία δείχνει να ενδιαφέρεται περισσότερο για το εάν οι αεροσυνοδοί μπορούν να παίρνουν άδεια ή όχι την ημέρα της ονομαστικής τους εορτής. Η κρίση αντιπροσώπευσης και η μείωση της επιρροής των συνδικάτων δεν φαίνεται να ανησυχεί ιδιαίτερα τα ίδια. Θα έπρεπε όμως να ανησυχεί την Αριστερά.
4. Η περί ου ο λόγος Αριστερά βρίσκεται μπροστά σε ένα δίλημμα - ή μάλλον σταυροδρόμι. Από τη μια είναι ο δρόμος της θορυβώδους υποστήριξης κάθε διαμαρτυρίας από όπου και εάν προέρχεται ανεξαρτήτως περιεχομένου. Είναι ένας δρόμος εύκολος, αλλά όπως είναι επόμενο υπάρχει αρκετός συνωστισμός. Από την άλλη είναι ο δρόμος της κοπιαστικής αναζήτησης προωθητικών λύσεων για τη μείωση των ανισοτήτων και τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλων. Είναι ένας δρόμος δύσβατος, αλλά εκεί ο αέρας είναι καθαρότερος.
31 Μαΐου 1998
Δίχτυ ασφαλείας;
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 31 Μαΐου 1998)
‘Μπορεί να μην έχουμε κοινωνικό κράτος άξιο του ονόματός του, αλλά ευτυχώς που υπάρχει και η οικογένεια’. Το επιχείρημα λανθάνει παλαιόθεν, ενώ τώρα τελευταία ακούγεται όλο και συχνότερα. Ο συλλογισμός δεν στερείται εντελώς λογικής βάσης, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο επικίνδυνα τα συμπεράσματα πολιτικής στα οποία σιωπηρά οδηγεί: ‘η κοινωνική πολιτική μπορεί να έχει χαμηλή προτεραιότητα όσο η οικογένεια απορροφά τους κραδασμούς’.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικογένεια στην Ελλάδα αναδιανέμει εισόδημα, προστατεύει τα άνεργα μέλη της, περιθάλπτει τους ηλικιωμένους, φροντίζει τα παιδιά. Βέβαια, όλα αυτά μόνο όταν υπάρχει και όταν είναι πρόθυμη να συνεισφέρει. Διαφορετικά, εκτός οικογενείας (καμιά φορά και εντός) συχνά βασιλεύει η σκληρότητα: απέναντι σε παιδιά με ειδικές ανάγκες, σε διανοητικά ανάπηρους, σε ανθρώπους με προβλήματα που μας φέρνουν σε δύσκολη θέση. Άλλες κοινωνίες παρέχουν προστασία στα αδύναμα μέλη τους μέσω του κράτους αλλά και των εθελοντικών οργανώσεων, οι οποίες στην Ελλάδα βρίσκονται ακόμη σε νηπιακό στάδιο.
Ακόμη και όταν η οικογένεια υπάρχει και προσφέρεται να βοηθήσει, το τίμημα είναι μεγάλο: το βάρος της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων πέφτει στους ώμους των γυναικών, οι οποίες υποχρεώνονται να παραιτηθούν από την επαγγελματική σταδιοδρομία τους για λίγο ή για πάντα, αλλά και από ολόκληρο σχεδόν τον ελεύθερο χρόνο που απαιτεί η ανάπτυξη της προσωπικότητας, η καλλιέργεια κοινωνικών σχέσεων, η αναψυχή.
Η επιστροφή (ή παραμονή) της γυναίκας στο σπίτι δεν είναι το μοναδικό προαπαιτούμενο για τη λειτουργία του ‘οικογενειακού διχτυού ασφαλείας’: η παράταση της εξάρτησης των νέων από την οικογένεια είναι το άλλο.
Πράγματι, η οικοδόμηση των θεσμών αγοράς εργασίας και κοινωνικής προστασίας γύρω από το μοντέλο του ‘άνδρα κουβαλητή’ με ‘εξαρτημένα μέλη οικογενείας’ έχει σημαντικές παρενέργειες. Ο συνδυασμός ‘οικογενειακού μισθού’ (αρκετού για τη στήριξη ολόκληρης της οικογένειας), υψηλών κοινωνικών εισφορών και ανελαστικών ωραρίων μπορεί να ωφελεί τους ‘από μέσα’, αλλά δυσκολεύει την ένταξη των ‘απ’ έξω’: η ανεργία των ‘αρχηγών νοικοκυριού’ είναι κάτω από 3%, μα το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των νέων φθάνει το 30%.
Η καθυστερημένη απόκτηση οικονομικής (δηλ. επαγγελματικής και στεγαστικής) αυτονομίας εκ μέρους των νέων δεν είναι απλώς ο βασικότερος λόγος για τις δυσμενείς δημογραφικές τάσεις των τελευταίων ετών. Είναι επίσης ένα μείζον κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα και ως τέτοιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται από τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς: οι Ιταλοί σύντροφοί μας το έχουν καταλάβει καλά, όπως φάνηκε στην περυσινή ομιλία του D’Alema στο ‘Κάραβελ’.
Ανακεφαλαιώνω: το ‘οικογενειακό δίχτυ ασφαλείας’, αν και καλύτερο από το τίποτε, είναι το ίδιο πηγή σημαντικών προβλημάτων. Η επιτάχυνση της διαδικασίας αυτονόμησης των νέων, η χειραφέτηση των γυναικών από την οικιακή δουλεία και η συμμετοχή τους στη δημόσια ζωή, η υπεράσπιση της αξιοπρέπειας των ηλικιωμένων, όλα αυτά τα εξόχως πολύτιμα για την Αριστερά προϋποθέτουν την (αν)οικοδόμηση ενός σύγχρονου, δίκαιου και αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους. Το οποίο, μεταξύ άλλων, οφείλει να προστατεύει τα άτομα και από την οικογένειά τους, ακόμη και όταν αυτή έχει τις καλύτερες προθέσεις - ή μάλλον ειδικά τότε!
‘Μπορεί να μην έχουμε κοινωνικό κράτος άξιο του ονόματός του, αλλά ευτυχώς που υπάρχει και η οικογένεια’. Το επιχείρημα λανθάνει παλαιόθεν, ενώ τώρα τελευταία ακούγεται όλο και συχνότερα. Ο συλλογισμός δεν στερείται εντελώς λογικής βάσης, γεγονός που καθιστά ακόμη πιο επικίνδυνα τα συμπεράσματα πολιτικής στα οποία σιωπηρά οδηγεί: ‘η κοινωνική πολιτική μπορεί να έχει χαμηλή προτεραιότητα όσο η οικογένεια απορροφά τους κραδασμούς’.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η οικογένεια στην Ελλάδα αναδιανέμει εισόδημα, προστατεύει τα άνεργα μέλη της, περιθάλπτει τους ηλικιωμένους, φροντίζει τα παιδιά. Βέβαια, όλα αυτά μόνο όταν υπάρχει και όταν είναι πρόθυμη να συνεισφέρει. Διαφορετικά, εκτός οικογενείας (καμιά φορά και εντός) συχνά βασιλεύει η σκληρότητα: απέναντι σε παιδιά με ειδικές ανάγκες, σε διανοητικά ανάπηρους, σε ανθρώπους με προβλήματα που μας φέρνουν σε δύσκολη θέση. Άλλες κοινωνίες παρέχουν προστασία στα αδύναμα μέλη τους μέσω του κράτους αλλά και των εθελοντικών οργανώσεων, οι οποίες στην Ελλάδα βρίσκονται ακόμη σε νηπιακό στάδιο.
Ακόμη και όταν η οικογένεια υπάρχει και προσφέρεται να βοηθήσει, το τίμημα είναι μεγάλο: το βάρος της φροντίδας των παιδιών και των ηλικιωμένων πέφτει στους ώμους των γυναικών, οι οποίες υποχρεώνονται να παραιτηθούν από την επαγγελματική σταδιοδρομία τους για λίγο ή για πάντα, αλλά και από ολόκληρο σχεδόν τον ελεύθερο χρόνο που απαιτεί η ανάπτυξη της προσωπικότητας, η καλλιέργεια κοινωνικών σχέσεων, η αναψυχή.
Η επιστροφή (ή παραμονή) της γυναίκας στο σπίτι δεν είναι το μοναδικό προαπαιτούμενο για τη λειτουργία του ‘οικογενειακού διχτυού ασφαλείας’: η παράταση της εξάρτησης των νέων από την οικογένεια είναι το άλλο.
Πράγματι, η οικοδόμηση των θεσμών αγοράς εργασίας και κοινωνικής προστασίας γύρω από το μοντέλο του ‘άνδρα κουβαλητή’ με ‘εξαρτημένα μέλη οικογενείας’ έχει σημαντικές παρενέργειες. Ο συνδυασμός ‘οικογενειακού μισθού’ (αρκετού για τη στήριξη ολόκληρης της οικογένειας), υψηλών κοινωνικών εισφορών και ανελαστικών ωραρίων μπορεί να ωφελεί τους ‘από μέσα’, αλλά δυσκολεύει την ένταξη των ‘απ’ έξω’: η ανεργία των ‘αρχηγών νοικοκυριού’ είναι κάτω από 3%, μα το αντίστοιχο ποσοστό μεταξύ των νέων φθάνει το 30%.
Η καθυστερημένη απόκτηση οικονομικής (δηλ. επαγγελματικής και στεγαστικής) αυτονομίας εκ μέρους των νέων δεν είναι απλώς ο βασικότερος λόγος για τις δυσμενείς δημογραφικές τάσεις των τελευταίων ετών. Είναι επίσης ένα μείζον κοινωνικό και πολιτικό πρόβλημα και ως τέτοιο θα έπρεπε να αντιμετωπίζεται από τα συνδικάτα και τα κόμματα της αριστεράς: οι Ιταλοί σύντροφοί μας το έχουν καταλάβει καλά, όπως φάνηκε στην περυσινή ομιλία του D’Alema στο ‘Κάραβελ’.
Ανακεφαλαιώνω: το ‘οικογενειακό δίχτυ ασφαλείας’, αν και καλύτερο από το τίποτε, είναι το ίδιο πηγή σημαντικών προβλημάτων. Η επιτάχυνση της διαδικασίας αυτονόμησης των νέων, η χειραφέτηση των γυναικών από την οικιακή δουλεία και η συμμετοχή τους στη δημόσια ζωή, η υπεράσπιση της αξιοπρέπειας των ηλικιωμένων, όλα αυτά τα εξόχως πολύτιμα για την Αριστερά προϋποθέτουν την (αν)οικοδόμηση ενός σύγχρονου, δίκαιου και αποτελεσματικού κοινωνικού κράτους. Το οποίο, μεταξύ άλλων, οφείλει να προστατεύει τα άτομα και από την οικογένειά τους, ακόμη και όταν αυτή έχει τις καλύτερες προθέσεις - ή μάλλον ειδικά τότε!
24 Μαΐου 1998
Κριτική στον δημοσιονομικό σφετερισμό
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 24 Μαΐου 1998)
Παρά τα επιφαινόμενα, με βάση το βιοτικό επίπεδο και τη δημογραφική σύνθεση της χώρας, έχουμε ένα υπερβολικά γενναιόδωρο σύστημα συντάξεων, το οποίο μάλιστα στερεί πόρους από άλλα, κοινωνικά χρησιμότερα, προγράμματα κοινωνικής πολιτικής. Ο υπερτροφισμός των συντάξεων και τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα σε άλλους τομείς της κοινωνικής πολιτικής είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα αναρωτάται: είναι δυνατό να αποκαλείται γενναιόδωρο ένα σύστημα που, κατά τη φράση του συνδικαλιστικού συρμού, δίνει ‘συντάξεις πείνας’; Και όμως είναι: Κατ’ αρχήν επειδή εκτός από γενναιόδωρο είναι και κακοσχεδιασμένο, αφού δίνει κίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης και εισφοροδιαφυγής. Αφ’ ετέρου επειδή για κάθε χαμηλοσυνταξιούχο (και για κάθε ηλικιωμένο χωρίς καμιά σύνταξη) υπάρχουν ένας ή περισσότεροι συνταξιούχοι με συντάξεις που δεν πλήρωσαν ποτέ οι ίδιοι.
Ο κατακερματισμός του συστήματος σε μια πληθώρα ταμείων, το καθένα με τους δικούς του κανόνες, συσκοτίζει - και για αυτό διευκολύνει - τη διαιώνιση προνομίων. Η λέξη είναι φορτισμένη, για αυτό θα ήταν καλό να την ορίσουμε. Προτείνω τον εξής ορισμό: ‘ρυθμίσεις που ωφελούν επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες ενώ επιβαρύνουν το κοινωνικό σύνολο’.
Τα δεδομένα του προβλήματος πρέπει (ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε) να είναι γνωστά σε όλους: Ελλείψει μεταλλωρύχων, στα ‘βαρέα και ανθυγιεινά’ επαγγέλματα εντάσσονται κομμωτές και παρουσιαστές της τηλεόρασης. Συντάξεις αναπηρίας χορηγούνται με ελαστικά κριτήρια, συχνά με χρηματικά ή και πολιτικά ανταλλάγματα. Πώς αλλιώς εξηγείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό συντάξεων αναπηρίας στην Ελλάδα εκδίδεται στην υγιέστερη περιφέρεια της Ευρώπης (την Κρήτη); Οι ασφαλισμένοι των ‘ειδικών ταμείων’ συνταξιοδοτούνται με πλήρη δικαιώματα έως και δέκα χρόνια νωρίτερα από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ.
Η συσσώρευση πολλών προνομίων στο ίδιο άτομο οδηγεί σε καταστάσεις που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως καθαρές παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των πολιτών μπροστά στο νόμο: μια εργάτρια κλωστοϋφαντουργίας, ηλικίας 60 ετών, δεν στοιχειοθετεί δικαίωμα για σύνταξη εάν έχει ‘ένσημα’ για λιγότερα από 15 χρόνια, όμως μια δημόσια υπάλληλος με δύο παιδιά συνταξιοδοτείται στα 45 (δηλ. όταν τα παιδιά της είναι πλέον στο λύκειο).
Σύμφωνα με μια σε ανύποπτο χρόνο διατυπωμένη φράση του σημερινού πρωθυπουργού, ‘το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα’ ως ‘προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων’. Αυτή η διαδικασία, από την οποία προέκυψε το σημερινό ‘εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων’, κάνει την Ελληνική περίπτωση μοναδική και της δίνει το χαρακτηρισμό του ‘κράτους πελατειακών παροχών’. Ο σημερινός ‘χάρτης’ των κοινωνικών παροχών στην Ελλάδα φέρνει τα σημάδια μιας ιστορικής διαδικασίας, κατά την οποία η προνομιακή πρόσβαση ορισμένων ομάδων στην πολιτική εξουσία τους έχει δώσει τη δύναμη να αποσπούν και να διατηρούν ευνοϊκές ρυθμίσεις για λογαριασμό των μελών τους.
Η εξάπλωση των πελατειακών παροχών σίγουρα δεν αρμόζει σε ένα κράτος δικαίου και είναι επικίνδυνη για την αξιοπιστία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επί πλέον, οι ισχυρές πολιτικά ομάδες συνήθως διαθέτουν και οικονομική ισχύ: συνεπώς, τα προνόμια καταλήγουν να ωφελούν ομάδες κατά κανόνα πιο εύπορες από αυτές τις οποίες επιβαρύνουν.
Ο μηχανισμός της μεταβίβασης πόρων από το κοινωνικό σύνολο στις ομάδες που ευνοούνται από τα προνόμια είναι συχνά αδιαφανής. Το έλλειμμα του ΙΚΑ ανακοινώνεται κάθε χρόνο, αλλά το ‘έλλειμμα’ των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων όχι. Το κόστος των προνομίων των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ μετακυλίεται στο φορολογούμενο, αλλά και στον καταναλωτή των υπηρεσιών τους. Το ‘άνοιγμα’ μεταξύ επιτοκίου χορηγήσεων και επιτοκίου καταθέσεων έχει σωστά διαγνωσθεί ως σύμπτωμα της ολιγοπωλιακής δομής του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αλλά λησμονείται ότι μέρος της ‘προσόδου’ διανέμεται στους εργαζομένους των Τραπεζών (ιδίως των κρατικών), με τη μορφή υψηλών συντάξεων σε χαμηλή ηλικία.
Άλλες φορές, η ιδιοποίηση κοινωνικών πόρων γίνεται με μια απροκάλυπτη ωμότητα που θα σόκαρε όποιον δεν έχει εξοικειωθεί καλά με τα πολιτικά ήθη της χώρας μας. Η εξαίρεση του Ταμείου Νομικών από την υποχρέωση συνεισφοράς στο Λογαριασμό Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης του ν.2084/92 έγινε από τη Βουλή - με διακομματική συναίνεση. Το ΤΣΜΕΔΕ, το ταμείο των μηχανικών, εισπράττει 1% της δαπάνης εκτέλεσης δημοσίων έργων με αποτέλεσμα να πρέπει τώρα να αποφασίσει εάν είναι προτιμότερο να επενδύσει τα κέρδη από τα πακέτα Ντελόρ και Σαντέρ (και τα μελλοντικά από την Ολυμπιάδα του 2004) σε δικό του νοσοκομείο, δική του τράπεζα ή σε συνδυασμό και των δύο. Το ΤΣΑΥ, το ταμείο των γιατρών, εισέπραττε μέχρι πέρυσι ένα ποσοστό της τιμής κάθε φαρμάκου, ώστε οι υψηλές συντάξεις αυτής της κατά τεκμήριο εύπορης κοινωνικής ομάδας να χρηματοδοτούνται από τους αγοραστές φαρμάκων, δηλαδή κυρίως από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και του ΟΓΑ.
Όταν πέρυσι, στα πλαίσια της νέας τιμολογιακής πολιτικής για το φάρμακο, αποφασίστηκε η κατάργηση αυτής της επιβάρυνσης, το υπουργείο Οικονομικών (κέρβερος, κατά τα άλλα, του δημοσίου χρήματος) έσπευσε να αποζημιώσει το πλεονασματικό ΤΣΑΥ με μια επιχορήγηση ύψους 12 δις. δρχ., δηλ. 2,5 φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη επιχορήγηση του ΙΚΑ ανά συνταξιούχο του κάθε ταμείου.
Πάνω σε αυτό το φαινόμενο που ο Maurizio Ferrera αποκαλεί ‘δημοσιονομικό σφετερισμό’ και που εμείς κατ’ ευφημισμό ονομάζουμε ‘κοινωνικούς πόρους’ λίγα έχω να προσθέσω σε αυτά που ο σημερινός πρωθυπουργός έγραφε πριν από εννέα χρόνια: ‘Το σύστημα των πολλαπλών ταμείων και κοινωνικών πόρων, το οποίο έχει ως συνέπεια να φορολογεί ο κάθε Έλληνας τους υπολοίπους και να αναδιανέμονται οι εισφορές σε όφελος της ισχυρότερης πολιτικά ομάδας, είναι ανάγκη να αντικατασταθεί’.
Παρά τα επιφαινόμενα, με βάση το βιοτικό επίπεδο και τη δημογραφική σύνθεση της χώρας, έχουμε ένα υπερβολικά γενναιόδωρο σύστημα συντάξεων, το οποίο μάλιστα στερεί πόρους από άλλα, κοινωνικά χρησιμότερα, προγράμματα κοινωνικής πολιτικής. Ο υπερτροφισμός των συντάξεων και τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα σε άλλους τομείς της κοινωνικής πολιτικής είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα αναρωτάται: είναι δυνατό να αποκαλείται γενναιόδωρο ένα σύστημα που, κατά τη φράση του συνδικαλιστικού συρμού, δίνει ‘συντάξεις πείνας’; Και όμως είναι: Κατ’ αρχήν επειδή εκτός από γενναιόδωρο είναι και κακοσχεδιασμένο, αφού δίνει κίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης και εισφοροδιαφυγής. Αφ’ ετέρου επειδή για κάθε χαμηλοσυνταξιούχο (και για κάθε ηλικιωμένο χωρίς καμιά σύνταξη) υπάρχουν ένας ή περισσότεροι συνταξιούχοι με συντάξεις που δεν πλήρωσαν ποτέ οι ίδιοι.
Ο κατακερματισμός του συστήματος σε μια πληθώρα ταμείων, το καθένα με τους δικούς του κανόνες, συσκοτίζει - και για αυτό διευκολύνει - τη διαιώνιση προνομίων. Η λέξη είναι φορτισμένη, για αυτό θα ήταν καλό να την ορίσουμε. Προτείνω τον εξής ορισμό: ‘ρυθμίσεις που ωφελούν επιλεγμένες κοινωνικές ομάδες ενώ επιβαρύνουν το κοινωνικό σύνολο’.
Τα δεδομένα του προβλήματος πρέπει (ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε) να είναι γνωστά σε όλους: Ελλείψει μεταλλωρύχων, στα ‘βαρέα και ανθυγιεινά’ επαγγέλματα εντάσσονται κομμωτές και παρουσιαστές της τηλεόρασης. Συντάξεις αναπηρίας χορηγούνται με ελαστικά κριτήρια, συχνά με χρηματικά ή και πολιτικά ανταλλάγματα. Πώς αλλιώς εξηγείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό συντάξεων αναπηρίας στην Ελλάδα εκδίδεται στην υγιέστερη περιφέρεια της Ευρώπης (την Κρήτη); Οι ασφαλισμένοι των ‘ειδικών ταμείων’ συνταξιοδοτούνται με πλήρη δικαιώματα έως και δέκα χρόνια νωρίτερα από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ.
Η συσσώρευση πολλών προνομίων στο ίδιο άτομο οδηγεί σε καταστάσεις που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως καθαρές παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των πολιτών μπροστά στο νόμο: μια εργάτρια κλωστοϋφαντουργίας, ηλικίας 60 ετών, δεν στοιχειοθετεί δικαίωμα για σύνταξη εάν έχει ‘ένσημα’ για λιγότερα από 15 χρόνια, όμως μια δημόσια υπάλληλος με δύο παιδιά συνταξιοδοτείται στα 45 (δηλ. όταν τα παιδιά της είναι πλέον στο λύκειο).
Σύμφωνα με μια σε ανύποπτο χρόνο διατυπωμένη φράση του σημερινού πρωθυπουργού, ‘το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα’ ως ‘προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων’. Αυτή η διαδικασία, από την οποία προέκυψε το σημερινό ‘εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων’, κάνει την Ελληνική περίπτωση μοναδική και της δίνει το χαρακτηρισμό του ‘κράτους πελατειακών παροχών’. Ο σημερινός ‘χάρτης’ των κοινωνικών παροχών στην Ελλάδα φέρνει τα σημάδια μιας ιστορικής διαδικασίας, κατά την οποία η προνομιακή πρόσβαση ορισμένων ομάδων στην πολιτική εξουσία τους έχει δώσει τη δύναμη να αποσπούν και να διατηρούν ευνοϊκές ρυθμίσεις για λογαριασμό των μελών τους.
Η εξάπλωση των πελατειακών παροχών σίγουρα δεν αρμόζει σε ένα κράτος δικαίου και είναι επικίνδυνη για την αξιοπιστία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επί πλέον, οι ισχυρές πολιτικά ομάδες συνήθως διαθέτουν και οικονομική ισχύ: συνεπώς, τα προνόμια καταλήγουν να ωφελούν ομάδες κατά κανόνα πιο εύπορες από αυτές τις οποίες επιβαρύνουν.
Ο μηχανισμός της μεταβίβασης πόρων από το κοινωνικό σύνολο στις ομάδες που ευνοούνται από τα προνόμια είναι συχνά αδιαφανής. Το έλλειμμα του ΙΚΑ ανακοινώνεται κάθε χρόνο, αλλά το ‘έλλειμμα’ των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων όχι. Το κόστος των προνομίων των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ μετακυλίεται στο φορολογούμενο, αλλά και στον καταναλωτή των υπηρεσιών τους. Το ‘άνοιγμα’ μεταξύ επιτοκίου χορηγήσεων και επιτοκίου καταθέσεων έχει σωστά διαγνωσθεί ως σύμπτωμα της ολιγοπωλιακής δομής του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αλλά λησμονείται ότι μέρος της ‘προσόδου’ διανέμεται στους εργαζομένους των Τραπεζών (ιδίως των κρατικών), με τη μορφή υψηλών συντάξεων σε χαμηλή ηλικία.
Άλλες φορές, η ιδιοποίηση κοινωνικών πόρων γίνεται με μια απροκάλυπτη ωμότητα που θα σόκαρε όποιον δεν έχει εξοικειωθεί καλά με τα πολιτικά ήθη της χώρας μας. Η εξαίρεση του Ταμείου Νομικών από την υποχρέωση συνεισφοράς στο Λογαριασμό Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης του ν.2084/92 έγινε από τη Βουλή - με διακομματική συναίνεση. Το ΤΣΜΕΔΕ, το ταμείο των μηχανικών, εισπράττει 1% της δαπάνης εκτέλεσης δημοσίων έργων με αποτέλεσμα να πρέπει τώρα να αποφασίσει εάν είναι προτιμότερο να επενδύσει τα κέρδη από τα πακέτα Ντελόρ και Σαντέρ (και τα μελλοντικά από την Ολυμπιάδα του 2004) σε δικό του νοσοκομείο, δική του τράπεζα ή σε συνδυασμό και των δύο. Το ΤΣΑΥ, το ταμείο των γιατρών, εισέπραττε μέχρι πέρυσι ένα ποσοστό της τιμής κάθε φαρμάκου, ώστε οι υψηλές συντάξεις αυτής της κατά τεκμήριο εύπορης κοινωνικής ομάδας να χρηματοδοτούνται από τους αγοραστές φαρμάκων, δηλαδή κυρίως από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και του ΟΓΑ.
Όταν πέρυσι, στα πλαίσια της νέας τιμολογιακής πολιτικής για το φάρμακο, αποφασίστηκε η κατάργηση αυτής της επιβάρυνσης, το υπουργείο Οικονομικών (κέρβερος, κατά τα άλλα, του δημοσίου χρήματος) έσπευσε να αποζημιώσει το πλεονασματικό ΤΣΑΥ με μια επιχορήγηση ύψους 12 δις. δρχ., δηλ. 2,5 φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη επιχορήγηση του ΙΚΑ ανά συνταξιούχο του κάθε ταμείου.
Πάνω σε αυτό το φαινόμενο που ο Maurizio Ferrera αποκαλεί ‘δημοσιονομικό σφετερισμό’ και που εμείς κατ’ ευφημισμό ονομάζουμε ‘κοινωνικούς πόρους’ λίγα έχω να προσθέσω σε αυτά που ο σημερινός πρωθυπουργός έγραφε πριν από εννέα χρόνια: ‘Το σύστημα των πολλαπλών ταμείων και κοινωνικών πόρων, το οποίο έχει ως συνέπεια να φορολογεί ο κάθε Έλληνας τους υπολοίπους και να αναδιανέμονται οι εισφορές σε όφελος της ισχυρότερης πολιτικά ομάδας, είναι ανάγκη να αντικατασταθεί’.
7 Μαΐου 1998
Τα διλήμματα της μεταρρύθμισης της κοινωνικής ασφάλισης
Oμιλία σε συνάντηση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) (Αθήνα 7 Μαΐου 1998)
Θα ξεκινήσω με μια κοινή διαπίστωση: ο διάλογος για το μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τα προβλήματα του συστήματος συντάξεων. Αυτό ισχύει τόσο για τον επίσημο - ‘κοινωνικό’ - διάλογο, όσο και για τον ανεπίσημο (και, κατά κανόνα, πιο διαφωτιστικό) δημόσιο διάλογο που διεξάγεται με άρθρα και εκθέσεις, ή με ομιλίες σε συνέδρια και εκδηλώσεις όπως η σημερινή.
Η μια μονομέρεια (της συζήτησης) αντανακλά πιστά μιαν άλλη: τη μονομέρεια της δομής του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας. Οι συντάξεις απορροφούν το 60% της κοινωνικής δαπάνης του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Το φαινόμενο αυτό είναι Ελληνική πρωτοτυπία: το ειδικό βάρος των συντάξεων είναι σε όλες τις χώρες της Ευρώπης μεγάλο, πουθενά όμως τόσο μεγάλο.
Σπεύδω να προλάβω τη συνηθισμένη ένσταση: ότι το ποσοστό των συντάξεων στη συνολική κοινωνική δαπάνη είναι υψηλό επειδή η τελευταία είναι χαμηλή. Θα συμφωνήσω εν μέρει. Η δαπάνη για κοινωνική προστασία στην Ελλάδα είναι σίγουρα χαμηλότερη από το μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Όμως, αφού η χώρα μας είναι η λιγότερο πλούσια μεταξύ των εταίρων της, το αντίθετο θα ήταν παράδοξο. Και πάλι, η κοινωνική δαπάνη είναι υψηλότερη στην Ελλάδα από ό,τι στην Πορτογαλία - και στο ίδιο περίπου επίπεδο όπως στην Ιρλανδία.
[Παρένθεση: γνωρίζω ότι οι στατιστικές που κυκλοφορούν δίνουν μια διαφορετική εικόνα, αλλά αυτό αφορά περισσότερο τις ίδιες τις στατιστικές παρά την πραγματικότητα την οποία υποτίθεται ότι περιγράφουν. Η συμφιλίωση στατιστικών και πραγματικότητας είναι το έργο μιας ομάδας της ΕΣΥΕ, η οποία αναμένεται να παραδώσει το Σεπτέμβριο. Ήδη, όμως, είναι ενδεικτικό ότι η αμέσως επόμενη σειρά πινάκων που πρόκειται να δημοσιεύσει η Eurostat θα περιλαμβάνει ολόκληρα προγράμματα κοινωνικής προστασίας, συνολικού ύψους ούτε λίγο ούτε πολύ 5% του ΑΕΠ, τα οποία είχαμε παραλείψει να προσμετρήσουμε τις προηγούμενες φορές. Αν όλα πάνε καλά, η απόσταση στατιστικών και πραγματικότητας θα κυμαίνεται στο μέλλον σε λογικότερα επίπεδα από ό,τι στο παρελθόν.]
Επιστρέφουμε στο θέμα. Ένα σύστημα συντάξεων είναι ένα σύνολο ρυθμίσεων, με τις οποίες μια κοινωνία διανέμει τους διαθέσιμους πόρους μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων. Το πώς γίνεται αυτή η διανομή είναι μάλλον τεχνικό ζήτημα, με ουσιαστικές όμως προεκτάσεις, μερικές από τις οποίες θα θίξω στη συνέχεια. Το πόσο, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος το οποίο απορροφάται από τις συντάξεις, είναι θέμα επιλογής. Στην Ελλάδα, το ποσοστό του ΑΕΠ το οποίο διανέμουμε στους συνταξιούχους είναι γύρω στο 12%.
Πολύ είναι αυτό ή λίγο; Μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα βλέποντας τι κάνουν άλλες χώρες. Η Ιταλία δαπανά περισσότερο, η Σουηδία περίπου το ίδιο, η Γερμανία και η Γαλλία λιγότερο. Εάν σκεφθεί κανείς ότι πρόκειται για χώρες όχι μόνο πλουσιότερες από τη δική μας αλλά και με μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων, τότε μάλλον δαπανούμε πολύ. Με βάση τις σημερινές τάσεις, όταν η δημογραφική πυραμίδα της Ελλάδας πάρει τη μορφή της υπόλοιπης Ευρώπης θα δαπανούμε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα.
Όπως ανέφερα πριν, το πόσο δαπανά μια χώρα για συντάξεις είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα επιλογής. Τίποτε δεν μας εμποδίζει να είμαστε περισσότερο γενναιόδωροι προς τους δικούς μας συνταξιούχους από ό,τι είναι άλλοι λαοί προς τους δικούς τους. Αρκεί βέβαια να είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε το τίμημα: ως γνωστόν, δωρεάν γεύματα δεν υπάρχουν. Μια δραχμή παραπάνω για τις συντάξεις σημαίνει μια δραχμή λιγότερο για κάτι άλλο.
Μεταξύ των θυμάτων του υπερτροφισμού του συστήματος συντάξεων στη χώρα μας είναι τα υπόλοιπα κοινωνικά προγράμματα. Τα επιδόματα ανεργίας στην Ελλάδα είναι μικρότερης αξίας και διάρκειας από ό,τι σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Οι μισοί σχεδόν άνεργοι είναι νέοι, αλλά μόνο πρόσφατα άρχισαν να εφαρμόζονται μαζικά προγράμματα ένταξης στην αγορά εργασίας. Τα οικογενειακά επιδόματα είναι μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους, για τους υπόλοιπους υπάρχουν μόνο ‘πολυτεκνικά’. Για να αποκτήσει ένα νέο ζευγάρι στεγαστική αυτονομία θα πρέπει να προικοδοτηθεί αγρίως και από τις δύο οικογένειες. Και όλα αυτά σε μια χώρα που υποτίθεται ότι ανησυχεί για το ότι όλο και λιγότεροι νέοι σχηματίζουν όλο και μικρότερες οικογένειες σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία.
Και λοιπόν; Άραγε τα κενά στην κοινωνική προστασία οφείλονται στο ότι δαπανούμε τόσο πολύ για συντάξεις; Σε μεγάλο βαθμό, ναι! Όπως ανέφερα πριν, στη χώρα μας η συνολική κοινωνική δαπάνη είναι σε συγκρίσιμα επίπεδα με αυτά συγκρίσιμων χωρών, ενώ η δαπάνη για συντάξεις είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι σε πλουσιότερες χώρες με μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων. Η χρηματοδότηση των υπολοίπων κοινωνικών προγραμμάτων δεν είναι φτωχή επειδή το ύψος της κοινωνικής δαπάνης στην Ελλάδα είναι χαμηλό, αλλά επειδή η κατανομή της είναι μονομερής. Θα πρέπει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε μήπως το ‘μείγμα’ κοινωνικών πολιτικών που θα είχαμε εάν εξοικονομούσαμε πόρους που σήμερα απορροφώνται από το σύστημα συντάξεων έχει μεγαλύτερη κοινωνική αξία από το σημερινό μείγμα. Αυτό είναι το πρώτο δίλημμα που προτείνω στη σημερινή συζήτηση:
Συντάξεις και ‘ξερό ψωμί’, ή ένα ισορροπημένο σύστημα κοινωνικής προστασίας για όλες τις ηλικίες και για όλους τους κοινωνικούς κινδύνους;
Η ομιλία μου μέχρι αυτό το σημείο συνοψίζεται ως εξής: Με βάση το βιοτικό επίπεδο και τη δημογραφική σύνθεση της χώρας, έχουμε ένα υπερβολικά γενναιόδωρο σύστημα συντάξεων. Ο υπερτροφισμός των συντάξεων και τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα σε άλλους τομείς της κοινωνικής πολιτικής είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Φαντάζομαι ότι ένα μέρος του ακροατηρίου δεν θα πιστεύει στα αυτιά του: πώς είναι δυνατό να αποκαλείται γενναιόδωρο ένα σύστημα που, κατά τη φράση του συνδικαλιστικού συρμού, δίνει ‘συντάξεις πείνας’; Και όμως είναι: Κατ’ αρχήν επειδή εκτός από γενναιόδωρο είναι και κακοσχεδιασμένο, αφού δίνει κίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης και εισφοροδιαφυγής. Αφ’ ετέρου επειδή για κάθε χαμηλοσυνταξιούχο (και για κάθε ηλικιωμένο χωρίς καμιά σύνταξη) υπάρχουν ένας ή περισσότεροι συνταξιούχοι με συντάξεις που δεν πλήρωσαν ποτέ οι ίδιοι.
Ο κατακερματισμός του συστήματος σε μια πληθώρα ταμείων, το καθένα με τους δικούς του κανόνες (όσον αφορά όρους ασφάλισης, ύψος εισφορών, προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, υπολογισμό σύνταξης), συσκοτίζει - και για αυτό διευκολύνει - τη διαιώνιση προνομίων. Η λέξη είναι φορτισμένη, για αυτό θα ήταν καλό να την ορίσουμε. Προτείνω τον εξής ορισμό: ‘ρυθμίσεις των οποίων το όφελος κατανέμεται μόνο σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, ενώ το κόστος διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο’.
Τα δεδομένα του προβλήματος πρέπει (ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε) να είναι γνωστά σε όλους: Ελλείψει μεταλλωρύχων, στα ‘βαρέα και ανθυγιεινά’ επαγγέλματα εντάσσονται κομμωτές και παρουσιαστές της τηλεόρασης. Συντάξεις αναπηρίας χορηγούνται με ελαστικά κριτήρια, συχνά με χρηματικά ή και πολιτικά ανταλλάγματα. Πώς αλλιώς εξηγείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό συντάξεων αναπηρίας στην Ελλάδα εκδίδεται στην υγιέστερη περιφέρεια της Ευρώπης (την Κρήτη); Συντάξεις χηρείας απονέμονται χωρίς κριτήρια ηλικίας. Οι γυναίκες συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους άνδρες και οι μητέρες ανηλίκων νωρίτερα από τις γυναίκες χωρίς παιδιά. Οι ασφαλισμένοι των ‘ειδικών ταμείων’ συνταξιοδοτούνται με πλήρη δικαιώματα έως και δέκα χρόνια νωρίτερα από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ.
Η συσσώρευση πολλών προνομίων στο ίδιο άτομο οδηγεί σε καταστάσεις που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως καθαρές παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των πολιτών μπροστά στο νόμο: μια εργάτρια κλωστοϋφαντουργίας, ηλικίας 60 ετών, δεν στοιχειοθετεί δικαίωμα για σύνταξη εάν έχει ‘ένσημα’ για λιγότερα από 15 χρόνια, όμως μια δημόσια υπάλληλος με δύο παιδιά συνταξιοδοτείται στα 45 (δηλ. όταν τα παιδιά της είναι πλέον στο λύκειο).
Σύμφωνα με την εύστοχη και σε ανύποπτο χρόνο διατυπωμένη φράση ενός πρώην υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ‘το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα’ ως ‘προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων’. Αυτή η διαδικασία, από την οποία προέκυψε το σημερινό ‘εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων’, κάνει την Ελληνική περίπτωση μοναδική και της δίνει το χαρακτηρισμό του ‘κράτους πελατειακών παροχών’. Πράγματι, ο σημερινός ‘χάρτης’ των κοινωνικών παροχών στην Ελλάδα φέρνει τα σημάδια μιας ιστορικής διαδικασίας, κατά την οποία η προνομιακή πρόσβαση ορισμένων ομάδων στην πολιτική εξουσία τους έχει δώσει τη δύναμη να αποσπούν και να διατηρούν ευνοϊκές ρυθμίσεις για λογαριασμό των μελών τους.
Ως πολίτης, θα περιοριστώ στη διαπίστωση ότι η εξάπλωση των πελατειακών παροχών είναι επικίνδυνη για την αξιοπιστία του δημοκρατικού πολιτεύματος και σίγουρα δεν αρμόζει σε ένα κράτος δικαίου. Ως ‘ειδικός’ σε θέματα κοινωνικής πολιτικής, θα προσθέσω απλώς ότι οι ισχυρές πολιτικά ομάδες συνήθως διαθέτουν και οικονομική ισχύ: συνεπώς, τα προνόμια καταλήγουν να ωφελούν ομάδες κατά κανόνα πιο εύπορες από αυτές τις οποίες επιβαρύνουν.
Ο μηχανισμός της μεταβίβασης πόρων από το κοινωνικό σύνολο στις ομάδες που ευνοούνται από τα προνόμια είναι συχνά αδιαφανής. Το έλλειμμα του ΙΚΑ ανακοινώνεται κάθε χρόνο, αλλά το ‘έλλειμμα’ των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων όχι. Το κόστος των προνομίων των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ μετακυλίεται στο φορολογούμενο, αλλά και στον καταναλωτή των υπηρεσιών τους. Το ‘άνοιγμα’ μεταξύ επιτοκίου χορηγήσεων και επιτοκίου καταθέσεων έχει σωστά διαγνωσθεί ως σύμπτωμα της ολιγοπωλιακής δομής του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αλλά λησμονείται ότι μέρος της ‘προσόδου’ διανέμεται στους εργαζομένους των Τραπεζών (ιδίως των κρατικών), με τη μορφή υψηλών συντάξεων σε χαμηλή ηλικία.
Άλλες φορές, η ιδιοποίηση κοινωνικών πόρων γίνεται με μια απροκάλυπτη ωμότητα που θα σόκαρε όποιον δεν έχει εξοικειωθεί καλά με τα πολιτικά ήθη της χώρας μας. Η εξαίρεση του Ταμείου Νομικών από την υποχρέωση συνεισφοράς στο Λογαριασμό Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης του ν.2084/92 έγινε από τη Βουλή - με διακομματική συναίνεση. Το ΤΣΜΕΔΕ, το ταμείο των μηχανικών, εισπράττει 1% της δαπάνης εκτέλεσης δημοσίων έργων με αποτέλεσμα να πρέπει τώρα να αποφασίσει εάν είναι προτιμότερο να επενδύσει τα κέρδη από τα πακέτα Ντελόρ και Σαντέρ (και τα μελλοντικά από την Ολυμπιάδα του 2004) σε δικό του νοσοκομείο, δική του τράπεζα ή σε συνδυασμό και των δύο. Το ΤΣΑΥ, το ταμείο των γιατρών, εισέπραττε μέχρι πέρυσι ένα ποσοστό της τιμής κάθε φαρμάκου, ώστε οι υψηλές συντάξεις αυτής της κατά τεκμήριο εύπορης κοινωνικής ομάδας να χρηματοδοτούνται από τους αγοραστές φαρμάκων, δηλαδή κυρίως από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και του ΟΓΑ. Όταν πέρυσι, στα πλαίσια της νέας τιμολογιακής πολιτικής για το φάρμακο, αποφασίστηκε η κατάργηση αυτής της επιβάρυνσης, το υπουργείο Οικονομικών (κέρβερος, κατά τα άλλα, του δημοσίου χρήματος) έσπευσε να αποζημιώσει το πλεονασματικό ΤΣΑΥ με μια επιχορήγηση ύψους 12 δις. δρχ., δηλ. 863.000 δρχ. ανά συνταξιούχο του ταμείου.
Πάνω σε αυτό το φαινόμενο, που ένας Ιταλός συνάδελφός μου αποκαλεί ‘δημοσιονομικό σφετερισμό’ και που εμείς κατ’ ευφημισμό ονομάζουμε ‘κοινωνικό πόρο’, δεν έχω τίποτε να προσθέσω σε αυτό που ο ίδιος πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας έγραφε πριν από εννέα ολόκληρα χρόνια: ‘Το σύστημα των πολλαπλών ταμείων και κοινωνικών πόρων, το οποίο έχει ως συνέπεια να φορολογεί ο κάθε Έλληνας τους υπολοίπους και να αναδιανέμονται οι εισφορές σε όφελος της ισχυρότερης πολιτικά ομάδας, είναι ανάγκη να αντικατασταθεί’. Αυτό είναι το δεύτερο δίλημμα που προτείνω στους ομιλητές που θα μας διαδεχθούν:
Πελατειακή επιλεκτικότητα και κατακερματισμός, ή ισονομία και ενιαίοι κανόνες για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως ταμείου ασφάλισης;
Προλαβαίνω την επόμενη ένσταση (‘μα εξίσωση προς τα κάτω θα κάνουμε;’) και σπεύδω να διευκρινήσω ότι η ισονομία δεν ταυτίζεται με την ισοπεδωτική ομοιομορφία. Κανένα άτομο δεν θα πρέπει να εμποδίζεται να συνταξιοδοτηθεί στην ηλικία των 55 εάν το επιθυμεί. Όμως, ένα δίκαιο σύστημα θα έδινε σημαντικά χαμηλότερη σύνταξη σε μια τέτοια περίπτωση από ό,τι εάν το άτομο συνέχιζε να εργάζεται και να πληρώνει εισφορές μέχρι την ηλικία των 65.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι εάν τα όρια ηλικίας θα ανέβουν ή όχι, αλλά το ποιος θα πληρώνει τις συντάξεις εκείνων που σήμερα έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους υπόλοιπους. Είναι και πάλι θέμα επιλογής. Μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουμε ότι κάποια ομάδα καλώς συνταξιοδοτείται νωρίτερα από τις υπόλοιπες και ότι καλώς η κοινωνία αναλαμβάνει το κόστος. Για παράδειγμα, οι μητέρες ανηλίκων. Ίσως, όμως, διαπιστώσουμε ότι η συνταξιοδότηση μιας 45χρονης με παιδιά 16-17 ετών είναι μάλλον άστοχη ως πολιτική για την οικογένεια (αν όχι επιζήμια για την ευημερία των παιδιών). Ο διπλασιασμός σε διάρκεια της άδειας μητρότητας για όλες τις εργαζομένες θα κόστιζε απείρως λιγότερο από την πρόωρη συνταξιοδότηση και θα ωφελούσε απείρως περισσότερο τις οικογένειες με παιδιά.
Μπορεί να αποφασίσουμε ότι στον κατάλογο όσων καλώς συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους υπόλοιπους (και με έξοδα των υπολοίπων) ανήκουν π.χ. και οι τραπεζικοί υπάλληλοι; Τίποτε δεν είναι απίθανο, αλλά νομίζω ότι δύσκολα μια κοινωνία, όσο και εάν αντιστέκεται στον ορθολογισμό, θα αποφάσιζε συνειδητά να ενισχύσει κατά προτεραιότητα μια κοινωνική ομάδα μάλλον υψηλού εισοδήματος με τη συγκέντρωση πόρων από το κοινωνικό σύνολο.
Το κλειδί του προβλήματος είναι η λέξη ‘συνειδητά’: κάτι τέτοιο είναι δυνατό στο σημερινό σύστημα ακριβώς επειδή στη συζήτηση για το λεγόμενο ‘ασφαλιστικό’ έχει επικαθήσει μια ομίχλη που μειώνει την ορατότητα. Αν και απεχθάνομαι τις θεωρίες συνωμοσίας, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι η ομίχλη αυτή είναι τόσο βολική για ορισμένους που τους εξωθεί σε αντιδράσεις δυσανάλογης βιαιότητας κάθε φορά που μια πνοή φρέσκου αέρα καθαρίζει το τοπίο, έστω και για λίγο - όπως συνέβη με τη δημοσίευση της Έκθεσης Σπράου.
Έστω λοιπόν ότι αποφασίζουμε (με νηφαλιότητα και κανενός είδους εκδικητικότητα) ότι στο εξής τα προνόμια των προνομιούχων θα χρηματοδοτούνται από τους ίδιους. Θα λυθεί έτσι το ‘ασφαλιστικό’; Ως προς το ένα σκέλος, αυτό της δικαιοσύνης μεταξύ διαφορετικών ομάδων, ναι! Η επίλυση του άλλου σκέλους του προβλήματος, αυτού της δικαιοσύνης μεταξύ γενεών, απαιτεί πρόσθετη προσπάθεια: θα αντισταθούμε στον πειρασμό να επιρρίψουμε το κόστος των σημερινών αποφάσεών μας στις περίφημες ‘επερχόμενες γενεές’, οι οποίες δεν είναι σε θέση να πάρουν μέρος στον κοινωνικό διάλογο;
Εδώ διακυβεύονται πολύ περισσότερα από ό,τι υπαινίσσεται ένα τεχνικό ζήτημα διαγενεακής κατανεμητικής δικαιοσύνης: διακυβεύεται η αξιοπιστία (και, συνεπώς, η βιωσιμότητα) του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης. Εάν οι εργαζόμενοι του μέλλοντος βρεθούν αντιμέτωποι με ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ το οποίο προβλέπει για αυτούς δυσβάσταχτες υποχρέωσεις και αβέβαια δικαιώματα, μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουν ότι τους εξαπατήσαμε. Και τότε; Τότε μπορεί να αρνηθούν να τηρήσουν τους όρους αυτού του ‘κοινωνικού συμβολαίου’ που δεν έλαβε υπόψη τα δικά τους συμφέροντα, ενώ για τους όρους του δεν ρωτήθηκαν ποτέ. Δεν πρόκειται για κινδυνολογία: η συναίνεση στο κοινωνικό κράτος δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά εξαρτάται από το κατά πόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δέχονται τις ισχύουσες ρυθμίσεις ως δίκαιες. Αυτό είναι το τελευταίο δίλημμα που θέτω στη συζήτηση:
‘Μετά από εμάς ο κατακλυσμός’, ή υπεύθυνες λύσεις που υπερασπίζονται τα συμφέροντα και της επόμενης γενιάς;
Η απόρριψη της εύκολης λύσης της ελλειμματικής χρηματοδότησης με δανεισμό δεν αφήνει παρά τρεις δυνατότητες: ή αύξηση των εσόδων, ή μείωση των συντάξεων, ή επιμήκυνση του χρόνου καταβολής εισφορών σε σχέση με το χρόνο πληρωμής της σύνταξης. Όσοι (αρκετά δικαιολογημένα) απεύχονται το δεύτερο και (λιγότερο δικαιολογημένα) αρνούνται το τρίτο, αρπάζονται από το πρώτο όπως ο ναυαγός από μια σανίδα σωτηρίας: ‘αντί να μειωθούν οι συντάξεις μας ή να δουλεύουμε περισσότερο, ας αυξηθούν οι πόροι του συστήματος’.
Η συλλογιστική αυτή προδίδει την αρκετά διαδεδομένη, δυστυχώς, αντίληψη ότι για ό,τι δεν πάει καλά φταίει πάντα κάποιος άλλος, στην προκειμένη περίπτωση ‘τα μονοπώλια’ που δεν πληρώνουν φόρους και εισφορές. Το πρόβλημα με τη συλλογιστική αυτή είναι ότι ακόμη και η εισφοροδιαφυγή, για την πάταξη της οποίας δεν θα διαφωνήσει ποτέ κανείς, οφείλεται και στο ότι η αύξηση των εσόδων είχε θεωρηθεί στο παρελθόν η εύκολη λύση που θα επιτρέψει σε όλους να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε εισφορές που ως ποσοστό του μισθού είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και που δυσκολεύουν (όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη) την καταπολέμηση της ανεργίας, από την οποία μεταξύ άλλων εξαρτάται και η βιωσιμότητα του ίδιου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Το να κατακρίνει κανείς την εισφοροδιαφυγή ως αντικοινωνική και μυωπική συμπεριφορά είναι αναγκαίο αλλά δεν αρκεί: θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι όταν οι εισφορές είναι υψηλές, ενώ για μια μακρά περίοδο του εργάσιμου βίου δεν λαμβάνονται καν υπόψη στον καθορισμό του ύψους της σύνταξης, η εισφοροδιαφυγή γίνεται ορθολογική συμπεριφορά. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι για να είναι αποτελεσματική και δίχως παρενέργειες η αναζήτηση νέων πόρων πρέπει να στηριχθεί όχι στην αύξηση των συντελεστών ή στην επιβολή νέων φόρων, αλλά στην ενίσχυση της ανταποδοτικότητας των εισφορών.
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις: μόνο στο εσωτερικό του συστήματος μπορούν να βρεθούν πρόσθετοι πόροι. Ένα δίκαιο σύστημα συντάξεων, το οποίο συνδέει το ύψος της σύνταξης με την αξία των καταβληθέντων εισφορών, θα είναι επίσης ένα σύστημα διαφανές: θα μεταφέρει στον ίδιο τον ασφαλισμένο τόσο το όφελος από την καταβολή εισφορών, όσο και το κόστος από την εισφοροδιαφυγή. Τεχνικές που να συνδυάζουν την ανταποδοτικότητα με την αλληλεγγύη σε δοσολογία αντίστοιχη με τις κοινωνικές προτιμήσεις είναι εύκολο να επινοηθούν. Το δύσκολο είναι να πάρουμε ως κοινωνία τη ‘μεγάλη απόφαση’.
Θα ολοκληρώσω την ομιλία μου με μια διευκρίνηση. Δεν θα ήθελα να δώσω την εντύπωση ότι θεωρώ την απάντηση σε αυτά τα διλήμματα εύκολη ή αυτονόητη. Κάθε άλλο: τα οφέλη της αναγκαίας μεταρρύθμισης διαχέονται σε κοινωνικές ομάδες με μικρή πολιτική δύναμη, ενώ αντίθετα το κόστος της επικεντρώνεται σε κοινωνικές ομάδες που είναι διατεθειμένες να υπερασπιστούν το status quo με νύχια και με δόντια - και έχουν τη δύναμη να το κάνουν. Οι επερχόμενες γενεές δεν ψηφίζουν - και είναι γνωστό ότι ο χρόνος για πολλούς πολιτικούς και ακόμη περισσότερους συνδικαλιστές δεν μετράται με ‘γενεές’ αλλά με χρόνια (αν όχι μήνες). Θα πρόσθετα μόνο ότι από τον τρόπο που απαντά κανείς σε παρόμοια διλήμματα κρίνεται το αν θα γράφουν για αυτόν οι εφημερίδες της επόμενης εβδομάδας, ή τα βιβλία ιστορίας του επόμενου αιώνα.
Θα ξεκινήσω με μια κοινή διαπίστωση: ο διάλογος για το μέλλον της κοινωνικής ασφάλισης περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τα προβλήματα του συστήματος συντάξεων. Αυτό ισχύει τόσο για τον επίσημο - ‘κοινωνικό’ - διάλογο, όσο και για τον ανεπίσημο (και, κατά κανόνα, πιο διαφωτιστικό) δημόσιο διάλογο που διεξάγεται με άρθρα και εκθέσεις, ή με ομιλίες σε συνέδρια και εκδηλώσεις όπως η σημερινή.
Η μια μονομέρεια (της συζήτησης) αντανακλά πιστά μιαν άλλη: τη μονομέρεια της δομής του συστήματος κοινωνικής προστασίας στη χώρα μας. Οι συντάξεις απορροφούν το 60% της κοινωνικής δαπάνης του κράτους και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Το φαινόμενο αυτό είναι Ελληνική πρωτοτυπία: το ειδικό βάρος των συντάξεων είναι σε όλες τις χώρες της Ευρώπης μεγάλο, πουθενά όμως τόσο μεγάλο.
Σπεύδω να προλάβω τη συνηθισμένη ένσταση: ότι το ποσοστό των συντάξεων στη συνολική κοινωνική δαπάνη είναι υψηλό επειδή η τελευταία είναι χαμηλή. Θα συμφωνήσω εν μέρει. Η δαπάνη για κοινωνική προστασία στην Ελλάδα είναι σίγουρα χαμηλότερη από το μέσο Ευρωπαϊκό όρο. Όμως, αφού η χώρα μας είναι η λιγότερο πλούσια μεταξύ των εταίρων της, το αντίθετο θα ήταν παράδοξο. Και πάλι, η κοινωνική δαπάνη είναι υψηλότερη στην Ελλάδα από ό,τι στην Πορτογαλία - και στο ίδιο περίπου επίπεδο όπως στην Ιρλανδία.
[Παρένθεση: γνωρίζω ότι οι στατιστικές που κυκλοφορούν δίνουν μια διαφορετική εικόνα, αλλά αυτό αφορά περισσότερο τις ίδιες τις στατιστικές παρά την πραγματικότητα την οποία υποτίθεται ότι περιγράφουν. Η συμφιλίωση στατιστικών και πραγματικότητας είναι το έργο μιας ομάδας της ΕΣΥΕ, η οποία αναμένεται να παραδώσει το Σεπτέμβριο. Ήδη, όμως, είναι ενδεικτικό ότι η αμέσως επόμενη σειρά πινάκων που πρόκειται να δημοσιεύσει η Eurostat θα περιλαμβάνει ολόκληρα προγράμματα κοινωνικής προστασίας, συνολικού ύψους ούτε λίγο ούτε πολύ 5% του ΑΕΠ, τα οποία είχαμε παραλείψει να προσμετρήσουμε τις προηγούμενες φορές. Αν όλα πάνε καλά, η απόσταση στατιστικών και πραγματικότητας θα κυμαίνεται στο μέλλον σε λογικότερα επίπεδα από ό,τι στο παρελθόν.]
Επιστρέφουμε στο θέμα. Ένα σύστημα συντάξεων είναι ένα σύνολο ρυθμίσεων, με τις οποίες μια κοινωνία διανέμει τους διαθέσιμους πόρους μεταξύ εργαζομένων και συνταξιούχων. Το πώς γίνεται αυτή η διανομή είναι μάλλον τεχνικό ζήτημα, με ουσιαστικές όμως προεκτάσεις, μερικές από τις οποίες θα θίξω στη συνέχεια. Το πόσο, το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος το οποίο απορροφάται από τις συντάξεις, είναι θέμα επιλογής. Στην Ελλάδα, το ποσοστό του ΑΕΠ το οποίο διανέμουμε στους συνταξιούχους είναι γύρω στο 12%.
Πολύ είναι αυτό ή λίγο; Μπορούμε να πάρουμε μια ιδέα βλέποντας τι κάνουν άλλες χώρες. Η Ιταλία δαπανά περισσότερο, η Σουηδία περίπου το ίδιο, η Γερμανία και η Γαλλία λιγότερο. Εάν σκεφθεί κανείς ότι πρόκειται για χώρες όχι μόνο πλουσιότερες από τη δική μας αλλά και με μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων, τότε μάλλον δαπανούμε πολύ. Με βάση τις σημερινές τάσεις, όταν η δημογραφική πυραμίδα της Ελλάδας πάρει τη μορφή της υπόλοιπης Ευρώπης θα δαπανούμε περισσότερο από κάθε άλλη χώρα.
Όπως ανέφερα πριν, το πόσο δαπανά μια χώρα για συντάξεις είναι σε μεγάλο βαθμό θέμα επιλογής. Τίποτε δεν μας εμποδίζει να είμαστε περισσότερο γενναιόδωροι προς τους δικούς μας συνταξιούχους από ό,τι είναι άλλοι λαοί προς τους δικούς τους. Αρκεί βέβαια να είμαστε έτοιμοι να πληρώσουμε το τίμημα: ως γνωστόν, δωρεάν γεύματα δεν υπάρχουν. Μια δραχμή παραπάνω για τις συντάξεις σημαίνει μια δραχμή λιγότερο για κάτι άλλο.
Μεταξύ των θυμάτων του υπερτροφισμού του συστήματος συντάξεων στη χώρα μας είναι τα υπόλοιπα κοινωνικά προγράμματα. Τα επιδόματα ανεργίας στην Ελλάδα είναι μικρότερης αξίας και διάρκειας από ό,τι σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Οι μισοί σχεδόν άνεργοι είναι νέοι, αλλά μόνο πρόσφατα άρχισαν να εφαρμόζονται μαζικά προγράμματα ένταξης στην αγορά εργασίας. Τα οικογενειακά επιδόματα είναι μόνο για τους δημοσίους υπαλλήλους, για τους υπόλοιπους υπάρχουν μόνο ‘πολυτεκνικά’. Για να αποκτήσει ένα νέο ζευγάρι στεγαστική αυτονομία θα πρέπει να προικοδοτηθεί αγρίως και από τις δύο οικογένειες. Και όλα αυτά σε μια χώρα που υποτίθεται ότι ανησυχεί για το ότι όλο και λιγότεροι νέοι σχηματίζουν όλο και μικρότερες οικογένειες σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία.
Και λοιπόν; Άραγε τα κενά στην κοινωνική προστασία οφείλονται στο ότι δαπανούμε τόσο πολύ για συντάξεις; Σε μεγάλο βαθμό, ναι! Όπως ανέφερα πριν, στη χώρα μας η συνολική κοινωνική δαπάνη είναι σε συγκρίσιμα επίπεδα με αυτά συγκρίσιμων χωρών, ενώ η δαπάνη για συντάξεις είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι σε πλουσιότερες χώρες με μεγαλύτερο ποσοστό ηλικιωμένων. Η χρηματοδότηση των υπολοίπων κοινωνικών προγραμμάτων δεν είναι φτωχή επειδή το ύψος της κοινωνικής δαπάνης στην Ελλάδα είναι χαμηλό, αλλά επειδή η κατανομή της είναι μονομερής. Θα πρέπει, λοιπόν, να αναρωτηθούμε μήπως το ‘μείγμα’ κοινωνικών πολιτικών που θα είχαμε εάν εξοικονομούσαμε πόρους που σήμερα απορροφώνται από το σύστημα συντάξεων έχει μεγαλύτερη κοινωνική αξία από το σημερινό μείγμα. Αυτό είναι το πρώτο δίλημμα που προτείνω στη σημερινή συζήτηση:
Συντάξεις και ‘ξερό ψωμί’, ή ένα ισορροπημένο σύστημα κοινωνικής προστασίας για όλες τις ηλικίες και για όλους τους κοινωνικούς κινδύνους;
Η ομιλία μου μέχρι αυτό το σημείο συνοψίζεται ως εξής: Με βάση το βιοτικό επίπεδο και τη δημογραφική σύνθεση της χώρας, έχουμε ένα υπερβολικά γενναιόδωρο σύστημα συντάξεων. Ο υπερτροφισμός των συντάξεων και τα κενά του συστήματος κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα σε άλλους τομείς της κοινωνικής πολιτικής είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Φαντάζομαι ότι ένα μέρος του ακροατηρίου δεν θα πιστεύει στα αυτιά του: πώς είναι δυνατό να αποκαλείται γενναιόδωρο ένα σύστημα που, κατά τη φράση του συνδικαλιστικού συρμού, δίνει ‘συντάξεις πείνας’; Και όμως είναι: Κατ’ αρχήν επειδή εκτός από γενναιόδωρο είναι και κακοσχεδιασμένο, αφού δίνει κίνητρα πρόωρης συνταξιοδότησης και εισφοροδιαφυγής. Αφ’ ετέρου επειδή για κάθε χαμηλοσυνταξιούχο (και για κάθε ηλικιωμένο χωρίς καμιά σύνταξη) υπάρχουν ένας ή περισσότεροι συνταξιούχοι με συντάξεις που δεν πλήρωσαν ποτέ οι ίδιοι.
Ο κατακερματισμός του συστήματος σε μια πληθώρα ταμείων, το καθένα με τους δικούς του κανόνες (όσον αφορά όρους ασφάλισης, ύψος εισφορών, προϋποθέσεις συνταξιοδότησης, υπολογισμό σύνταξης), συσκοτίζει - και για αυτό διευκολύνει - τη διαιώνιση προνομίων. Η λέξη είναι φορτισμένη, για αυτό θα ήταν καλό να την ορίσουμε. Προτείνω τον εξής ορισμό: ‘ρυθμίσεις των οποίων το όφελος κατανέμεται μόνο σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες, ενώ το κόστος διαχέεται στο κοινωνικό σύνολο’.
Τα δεδομένα του προβλήματος πρέπει (ή, τουλάχιστον, θα έπρεπε) να είναι γνωστά σε όλους: Ελλείψει μεταλλωρύχων, στα ‘βαρέα και ανθυγιεινά’ επαγγέλματα εντάσσονται κομμωτές και παρουσιαστές της τηλεόρασης. Συντάξεις αναπηρίας χορηγούνται με ελαστικά κριτήρια, συχνά με χρηματικά ή και πολιτικά ανταλλάγματα. Πώς αλλιώς εξηγείται ότι το μεγαλύτερο ποσοστό συντάξεων αναπηρίας στην Ελλάδα εκδίδεται στην υγιέστερη περιφέρεια της Ευρώπης (την Κρήτη); Συντάξεις χηρείας απονέμονται χωρίς κριτήρια ηλικίας. Οι γυναίκες συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους άνδρες και οι μητέρες ανηλίκων νωρίτερα από τις γυναίκες χωρίς παιδιά. Οι ασφαλισμένοι των ‘ειδικών ταμείων’ συνταξιοδοτούνται με πλήρη δικαιώματα έως και δέκα χρόνια νωρίτερα από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ.
Η συσσώρευση πολλών προνομίων στο ίδιο άτομο οδηγεί σε καταστάσεις που θα μπορούσαν να ερμηνευθούν ως καθαρές παραβιάσεις της αρχής της ισότητας των πολιτών μπροστά στο νόμο: μια εργάτρια κλωστοϋφαντουργίας, ηλικίας 60 ετών, δεν στοιχειοθετεί δικαίωμα για σύνταξη εάν έχει ‘ένσημα’ για λιγότερα από 15 χρόνια, όμως μια δημόσια υπάλληλος με δύο παιδιά συνταξιοδοτείται στα 45 (δηλ. όταν τα παιδιά της είναι πλέον στο λύκειο).
Σύμφωνα με την εύστοχη και σε ανύποπτο χρόνο διατυπωμένη φράση ενός πρώην υπουργού Εθνικής Οικονομίας, ‘το κοινωνικό κράτος στην Ελλάδα οικοδομήθηκε άναρχα’ ως ‘προϊόν συνεχών συμβιβασμών με ομάδες πίεσης ή περιστασιακής αντιμετώπισης κρίσεων’. Αυτή η διαδικασία, από την οποία προέκυψε το σημερινό ‘εντυπωσιακό μωσαϊκό ρυθμίσεων’, κάνει την Ελληνική περίπτωση μοναδική και της δίνει το χαρακτηρισμό του ‘κράτους πελατειακών παροχών’. Πράγματι, ο σημερινός ‘χάρτης’ των κοινωνικών παροχών στην Ελλάδα φέρνει τα σημάδια μιας ιστορικής διαδικασίας, κατά την οποία η προνομιακή πρόσβαση ορισμένων ομάδων στην πολιτική εξουσία τους έχει δώσει τη δύναμη να αποσπούν και να διατηρούν ευνοϊκές ρυθμίσεις για λογαριασμό των μελών τους.
Ως πολίτης, θα περιοριστώ στη διαπίστωση ότι η εξάπλωση των πελατειακών παροχών είναι επικίνδυνη για την αξιοπιστία του δημοκρατικού πολιτεύματος και σίγουρα δεν αρμόζει σε ένα κράτος δικαίου. Ως ‘ειδικός’ σε θέματα κοινωνικής πολιτικής, θα προσθέσω απλώς ότι οι ισχυρές πολιτικά ομάδες συνήθως διαθέτουν και οικονομική ισχύ: συνεπώς, τα προνόμια καταλήγουν να ωφελούν ομάδες κατά κανόνα πιο εύπορες από αυτές τις οποίες επιβαρύνουν.
Ο μηχανισμός της μεταβίβασης πόρων από το κοινωνικό σύνολο στις ομάδες που ευνοούνται από τα προνόμια είναι συχνά αδιαφανής. Το έλλειμμα του ΙΚΑ ανακοινώνεται κάθε χρόνο, αλλά το ‘έλλειμμα’ των συντάξεων των δημοσίων υπαλλήλων όχι. Το κόστος των προνομίων των εργαζομένων στις ΔΕΚΟ μετακυλίεται στο φορολογούμενο, αλλά και στον καταναλωτή των υπηρεσιών τους. Το ‘άνοιγμα’ μεταξύ επιτοκίου χορηγήσεων και επιτοκίου καταθέσεων έχει σωστά διαγνωσθεί ως σύμπτωμα της ολιγοπωλιακής δομής του Ελληνικού τραπεζικού συστήματος, αλλά λησμονείται ότι μέρος της ‘προσόδου’ διανέμεται στους εργαζομένους των Τραπεζών (ιδίως των κρατικών), με τη μορφή υψηλών συντάξεων σε χαμηλή ηλικία.
Άλλες φορές, η ιδιοποίηση κοινωνικών πόρων γίνεται με μια απροκάλυπτη ωμότητα που θα σόκαρε όποιον δεν έχει εξοικειωθεί καλά με τα πολιτικά ήθη της χώρας μας. Η εξαίρεση του Ταμείου Νομικών από την υποχρέωση συνεισφοράς στο Λογαριασμό Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης του ν.2084/92 έγινε από τη Βουλή - με διακομματική συναίνεση. Το ΤΣΜΕΔΕ, το ταμείο των μηχανικών, εισπράττει 1% της δαπάνης εκτέλεσης δημοσίων έργων με αποτέλεσμα να πρέπει τώρα να αποφασίσει εάν είναι προτιμότερο να επενδύσει τα κέρδη από τα πακέτα Ντελόρ και Σαντέρ (και τα μελλοντικά από την Ολυμπιάδα του 2004) σε δικό του νοσοκομείο, δική του τράπεζα ή σε συνδυασμό και των δύο. Το ΤΣΑΥ, το ταμείο των γιατρών, εισέπραττε μέχρι πέρυσι ένα ποσοστό της τιμής κάθε φαρμάκου, ώστε οι υψηλές συντάξεις αυτής της κατά τεκμήριο εύπορης κοινωνικής ομάδας να χρηματοδοτούνται από τους αγοραστές φαρμάκων, δηλαδή κυρίως από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ και του ΟΓΑ. Όταν πέρυσι, στα πλαίσια της νέας τιμολογιακής πολιτικής για το φάρμακο, αποφασίστηκε η κατάργηση αυτής της επιβάρυνσης, το υπουργείο Οικονομικών (κέρβερος, κατά τα άλλα, του δημοσίου χρήματος) έσπευσε να αποζημιώσει το πλεονασματικό ΤΣΑΥ με μια επιχορήγηση ύψους 12 δις. δρχ., δηλ. 863.000 δρχ. ανά συνταξιούχο του ταμείου.
Πάνω σε αυτό το φαινόμενο, που ένας Ιταλός συνάδελφός μου αποκαλεί ‘δημοσιονομικό σφετερισμό’ και που εμείς κατ’ ευφημισμό ονομάζουμε ‘κοινωνικό πόρο’, δεν έχω τίποτε να προσθέσω σε αυτό που ο ίδιος πρώην υπουργός Εθνικής Οικονομίας έγραφε πριν από εννέα ολόκληρα χρόνια: ‘Το σύστημα των πολλαπλών ταμείων και κοινωνικών πόρων, το οποίο έχει ως συνέπεια να φορολογεί ο κάθε Έλληνας τους υπολοίπους και να αναδιανέμονται οι εισφορές σε όφελος της ισχυρότερης πολιτικά ομάδας, είναι ανάγκη να αντικατασταθεί’. Αυτό είναι το δεύτερο δίλημμα που προτείνω στους ομιλητές που θα μας διαδεχθούν:
Πελατειακή επιλεκτικότητα και κατακερματισμός, ή ισονομία και ενιαίοι κανόνες για όλους τους πολίτες ανεξαρτήτως ταμείου ασφάλισης;
Προλαβαίνω την επόμενη ένσταση (‘μα εξίσωση προς τα κάτω θα κάνουμε;’) και σπεύδω να διευκρινήσω ότι η ισονομία δεν ταυτίζεται με την ισοπεδωτική ομοιομορφία. Κανένα άτομο δεν θα πρέπει να εμποδίζεται να συνταξιοδοτηθεί στην ηλικία των 55 εάν το επιθυμεί. Όμως, ένα δίκαιο σύστημα θα έδινε σημαντικά χαμηλότερη σύνταξη σε μια τέτοια περίπτωση από ό,τι εάν το άτομο συνέχιζε να εργάζεται και να πληρώνει εισφορές μέχρι την ηλικία των 65.
Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι εάν τα όρια ηλικίας θα ανέβουν ή όχι, αλλά το ποιος θα πληρώνει τις συντάξεις εκείνων που σήμερα έχουν δικαίωμα να συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους υπόλοιπους. Είναι και πάλι θέμα επιλογής. Μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουμε ότι κάποια ομάδα καλώς συνταξιοδοτείται νωρίτερα από τις υπόλοιπες και ότι καλώς η κοινωνία αναλαμβάνει το κόστος. Για παράδειγμα, οι μητέρες ανηλίκων. Ίσως, όμως, διαπιστώσουμε ότι η συνταξιοδότηση μιας 45χρονης με παιδιά 16-17 ετών είναι μάλλον άστοχη ως πολιτική για την οικογένεια (αν όχι επιζήμια για την ευημερία των παιδιών). Ο διπλασιασμός σε διάρκεια της άδειας μητρότητας για όλες τις εργαζομένες θα κόστιζε απείρως λιγότερο από την πρόωρη συνταξιοδότηση και θα ωφελούσε απείρως περισσότερο τις οικογένειες με παιδιά.
Μπορεί να αποφασίσουμε ότι στον κατάλογο όσων καλώς συνταξιοδοτούνται νωρίτερα από τους υπόλοιπους (και με έξοδα των υπολοίπων) ανήκουν π.χ. και οι τραπεζικοί υπάλληλοι; Τίποτε δεν είναι απίθανο, αλλά νομίζω ότι δύσκολα μια κοινωνία, όσο και εάν αντιστέκεται στον ορθολογισμό, θα αποφάσιζε συνειδητά να ενισχύσει κατά προτεραιότητα μια κοινωνική ομάδα μάλλον υψηλού εισοδήματος με τη συγκέντρωση πόρων από το κοινωνικό σύνολο.
Το κλειδί του προβλήματος είναι η λέξη ‘συνειδητά’: κάτι τέτοιο είναι δυνατό στο σημερινό σύστημα ακριβώς επειδή στη συζήτηση για το λεγόμενο ‘ασφαλιστικό’ έχει επικαθήσει μια ομίχλη που μειώνει την ορατότητα. Αν και απεχθάνομαι τις θεωρίες συνωμοσίας, δεν μπορώ παρά να παρατηρήσω ότι η ομίχλη αυτή είναι τόσο βολική για ορισμένους που τους εξωθεί σε αντιδράσεις δυσανάλογης βιαιότητας κάθε φορά που μια πνοή φρέσκου αέρα καθαρίζει το τοπίο, έστω και για λίγο - όπως συνέβη με τη δημοσίευση της Έκθεσης Σπράου.
Έστω λοιπόν ότι αποφασίζουμε (με νηφαλιότητα και κανενός είδους εκδικητικότητα) ότι στο εξής τα προνόμια των προνομιούχων θα χρηματοδοτούνται από τους ίδιους. Θα λυθεί έτσι το ‘ασφαλιστικό’; Ως προς το ένα σκέλος, αυτό της δικαιοσύνης μεταξύ διαφορετικών ομάδων, ναι! Η επίλυση του άλλου σκέλους του προβλήματος, αυτού της δικαιοσύνης μεταξύ γενεών, απαιτεί πρόσθετη προσπάθεια: θα αντισταθούμε στον πειρασμό να επιρρίψουμε το κόστος των σημερινών αποφάσεών μας στις περίφημες ‘επερχόμενες γενεές’, οι οποίες δεν είναι σε θέση να πάρουν μέρος στον κοινωνικό διάλογο;
Εδώ διακυβεύονται πολύ περισσότερα από ό,τι υπαινίσσεται ένα τεχνικό ζήτημα διαγενεακής κατανεμητικής δικαιοσύνης: διακυβεύεται η αξιοπιστία (και, συνεπώς, η βιωσιμότητα) του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης. Εάν οι εργαζόμενοι του μέλλοντος βρεθούν αντιμέτωποι με ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο’ το οποίο προβλέπει για αυτούς δυσβάσταχτες υποχρέωσεις και αβέβαια δικαιώματα, μπορεί κάλλιστα να αποφασίσουν ότι τους εξαπατήσαμε. Και τότε; Τότε μπορεί να αρνηθούν να τηρήσουν τους όρους αυτού του ‘κοινωνικού συμβολαίου’ που δεν έλαβε υπόψη τα δικά τους συμφέροντα, ενώ για τους όρους του δεν ρωτήθηκαν ποτέ. Δεν πρόκειται για κινδυνολογία: η συναίνεση στο κοινωνικό κράτος δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αλλά εξαρτάται από το κατά πόσον τα συμβαλλόμενα μέρη δέχονται τις ισχύουσες ρυθμίσεις ως δίκαιες. Αυτό είναι το τελευταίο δίλημμα που θέτω στη συζήτηση:
‘Μετά από εμάς ο κατακλυσμός’, ή υπεύθυνες λύσεις που υπερασπίζονται τα συμφέροντα και της επόμενης γενιάς;
Η απόρριψη της εύκολης λύσης της ελλειμματικής χρηματοδότησης με δανεισμό δεν αφήνει παρά τρεις δυνατότητες: ή αύξηση των εσόδων, ή μείωση των συντάξεων, ή επιμήκυνση του χρόνου καταβολής εισφορών σε σχέση με το χρόνο πληρωμής της σύνταξης. Όσοι (αρκετά δικαιολογημένα) απεύχονται το δεύτερο και (λιγότερο δικαιολογημένα) αρνούνται το τρίτο, αρπάζονται από το πρώτο όπως ο ναυαγός από μια σανίδα σωτηρίας: ‘αντί να μειωθούν οι συντάξεις μας ή να δουλεύουμε περισσότερο, ας αυξηθούν οι πόροι του συστήματος’.
Η συλλογιστική αυτή προδίδει την αρκετά διαδεδομένη, δυστυχώς, αντίληψη ότι για ό,τι δεν πάει καλά φταίει πάντα κάποιος άλλος, στην προκειμένη περίπτωση ‘τα μονοπώλια’ που δεν πληρώνουν φόρους και εισφορές. Το πρόβλημα με τη συλλογιστική αυτή είναι ότι ακόμη και η εισφοροδιαφυγή, για την πάταξη της οποίας δεν θα διαφωνήσει ποτέ κανείς, οφείλεται και στο ότι η αύξηση των εσόδων είχε θεωρηθεί στο παρελθόν η εύκολη λύση που θα επιτρέψει σε όλους να διατηρήσουν τα κεκτημένα τους. Το αποτέλεσμα είναι ότι έχουμε εισφορές που ως ποσοστό του μισθού είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη και που δυσκολεύουν (όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη) την καταπολέμηση της ανεργίας, από την οποία μεταξύ άλλων εξαρτάται και η βιωσιμότητα του ίδιου του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Το να κατακρίνει κανείς την εισφοροδιαφυγή ως αντικοινωνική και μυωπική συμπεριφορά είναι αναγκαίο αλλά δεν αρκεί: θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι όταν οι εισφορές είναι υψηλές, ενώ για μια μακρά περίοδο του εργάσιμου βίου δεν λαμβάνονται καν υπόψη στον καθορισμό του ύψους της σύνταξης, η εισφοροδιαφυγή γίνεται ορθολογική συμπεριφορά. Η διαπίστωση αυτή συνεπάγεται ότι για να είναι αποτελεσματική και δίχως παρενέργειες η αναζήτηση νέων πόρων πρέπει να στηριχθεί όχι στην αύξηση των συντελεστών ή στην επιβολή νέων φόρων, αλλά στην ενίσχυση της ανταποδοτικότητας των εισφορών.
Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις: μόνο στο εσωτερικό του συστήματος μπορούν να βρεθούν πρόσθετοι πόροι. Ένα δίκαιο σύστημα συντάξεων, το οποίο συνδέει το ύψος της σύνταξης με την αξία των καταβληθέντων εισφορών, θα είναι επίσης ένα σύστημα διαφανές: θα μεταφέρει στον ίδιο τον ασφαλισμένο τόσο το όφελος από την καταβολή εισφορών, όσο και το κόστος από την εισφοροδιαφυγή. Τεχνικές που να συνδυάζουν την ανταποδοτικότητα με την αλληλεγγύη σε δοσολογία αντίστοιχη με τις κοινωνικές προτιμήσεις είναι εύκολο να επινοηθούν. Το δύσκολο είναι να πάρουμε ως κοινωνία τη ‘μεγάλη απόφαση’.
Θα ολοκληρώσω την ομιλία μου με μια διευκρίνηση. Δεν θα ήθελα να δώσω την εντύπωση ότι θεωρώ την απάντηση σε αυτά τα διλήμματα εύκολη ή αυτονόητη. Κάθε άλλο: τα οφέλη της αναγκαίας μεταρρύθμισης διαχέονται σε κοινωνικές ομάδες με μικρή πολιτική δύναμη, ενώ αντίθετα το κόστος της επικεντρώνεται σε κοινωνικές ομάδες που είναι διατεθειμένες να υπερασπιστούν το status quo με νύχια και με δόντια - και έχουν τη δύναμη να το κάνουν. Οι επερχόμενες γενεές δεν ψηφίζουν - και είναι γνωστό ότι ο χρόνος για πολλούς πολιτικούς και ακόμη περισσότερους συνδικαλιστές δεν μετράται με ‘γενεές’ αλλά με χρόνια (αν όχι μήνες). Θα πρόσθετα μόνο ότι από τον τρόπο που απαντά κανείς σε παρόμοια διλήμματα κρίνεται το αν θα γράφουν για αυτόν οι εφημερίδες της επόμενης εβδομάδας, ή τα βιβλία ιστορίας του επόμενου αιώνα.
5 Απριλίου 1998
Ρεφορμιστές με επαναστατικό ζήλο
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 5 Απριλίου 1998)
Μετά από 20 σχεδόν χρόνια ένας Εργατικός υπουργός παρουσιάζει τον προϋπολογισμό του στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ένα τέτοιο γεγονός θα ήταν ιστορικό από μόνο του, όποιο και να ήταν το περιεχόμενο της ομιλίας του Gordon Brown. Όπως αποδείχθηκε, το νούμερο δύο της κυβέρνησης του Tony Blair, παλαιόθεν ‘ανανεωτής’ με πολλές συμπάθειες στη βάση του κόμματος, παρουσίασε ένα οικονομικό πρόγραμμα που ίσως χαραχθεί στη μνήμη των Βρετανών για το στίγμα του: ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα μετριοπαθές, ένα μείγμα καινοτομίας και σύνεσης.
Κατ’ αρχήν ο προϋπολογισμός περιέχει όλα τα αναμενόμενα από μια κυβέρνηση της κεντρο-αριστεράς: σημαντική αύξηση των δαπανών για την υγεία με στόχο τη μείωση της λίστας αναμονής για εισαγωγή στα δημόσια νοσοκομεία, για την παιδεία με στόχο τη μείωση του μέσου αριθμού μαθητών ανά τάξη, καθώς και για τις δημόσιες συγκοινωνίες. Η εντυπωσιακή δημοσιονομική επίδοση του προηγούμενου έτους επιτρέπει τη χρηματοδότηση των ανωτέρω όχι από φορολογία ή δανεισμό αλλά από το πλεόνασμα του 1997.
Το πραγματικό ενδιαφέρον όμως βρίσκεται αλλού: με μια δέσμη καλοσχεδιασμένων μέτρων, ο Gordon Brown έδωσε το περίγραμμα (ίσως μόνο αυτό, αλλά ένα περίγραμμα με υλική υπόσταση) ενός συχνά εξαγγελλόμενου αλλά συνήθως νεφελώδους εγχειρήματος, μέσα στην καρδιά των απανταχού ‘εκσυγχρονιστών’: της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους. Στο προεκλογικό μανιφέστο τους (στη Βρετανία τα κόμματα δεσμεύονται από τις εξαγγελίες τους και κρίνονται από αυτές) οι ‘Νέοι Εργατικοί’ είχαν υποσχεθεί να μετακινήσουν εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά ‘από την πρόνοια στη δουλειά’. Με τον προϋπολογισμό της 17 Μαρτίου δείχνουν τι εννοούν και πώς σκοπεύουν να το επιτύχουν.
Τα νέα μέτρα δίνουν έμφαση στην αντιμετώπιση της λεγόμενης ‘παγίδας της φτώχειας’, του κύριου προβλήματος κάθε συστήματος προστασίας των εισοδημάτων των χαμηλόμισθων και των ανέργων: όταν οι δικαιούχοι επιδομάτων πρόνοιας εργάζονται περισσότερο, το συνολικό τους εισόδημα αυξάνεται ελάχιστα ή καθόλου, καθώς οι αμοιβές από εργασία εξανεμίζονται πρώτα από την παράλληλη μείωση των επιδομάτων και μετά από την υποχρέωση καταβολής φόρου. Υπό αυτές τις συνθήκες η εργασία γίνεται ασύμφορη: τα άτομα προτιμούν τα χαμηλά έστω επιδόματα, δηλαδή παγιδεύονται στη φτώχεια και στην ανεργία.
Η νεοφιλελεύθερη συνταγή είναι η δραστική περικοπή των επιδομάτων. Οι ‘Νέοι Εργατικοί’ αντιπαραθέτουν όχι την άρνηση του προβλήματος, αλλά ένα σύνολο μέτρων που κάνει την εργασία ελκυστική χωρίς να απειλεί με εξαθλίωση όσους δεν βρίσκουν δουλειά ή δεν είναι σε θέση να εργαστούν. Μια από τις λίγες ρητορικές εξάρσεις της σχετικά σύντομης ομιλίας του Gordon Brown εκδηλώθηκε σε αυτό ακριβώς το σημείο: ‘Σε αυτούς που μπορούν να εργαστούν λέω: αυτό είναι το Κοινωνικό μας Συμβόλαιο [New Deal]. Η ευθύνη σας είναι να ψάξετε για δουλειά. Η εγγύησή μου είναι ότι αν δουλέψετε η δουλειά θα σας ανταμείψει’. Τα νέα μέτρα περιορίζουν τον αριθμό των οικογενειών που υπόκεινται σε ‘υποδηλούμενο φορολογικό συντελεστή’ ανώτερο του 70% από 740.000 σε 260.000.
Ο βασικός πυλώνας της νέας πολιτικής είναι η θεσμοθέτηση από τον Οκτώβριο του 1999 της ‘Φορολογικής Πίστωσης για Εργαζόμενες Οικογένειες’. Πρόκειται για ένα είδος ‘αρνητικού φόρου εισοδήματος’ που συμπληρώνει τα εισοδήματα των οικογενειών των χαμηλομίσθων έτσι ώστε η βαθμιαία μείωση των επιδομάτων να υπολείπεται σημαντικά κάθε αύξησης των αμοιβών από εργασία καθώς οι δικαιούχοι εργάζονται περισσότερο ή αμείβονται καλύτερα. Με τον τρόπο αυτό, το συνολικό εισόδημα μιας οικογένειας με δύο παιδιά στο όριο εισόδου στην αγορά εργασίας αυξάνεται από 200 σε 223 λίρες την εβδομάδα.
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζει μια φτωχή οικογένεια που προσπαθεί να βελτιώσει τη θέση της είναι η φροντίδα των παιδιών. Με μια κίνηση που ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες του ‘λόμπυ της φτώχειας’, η κυβέρνηση εισάγει τη νέα ‘Φορολογική Πίστωση για τη Φροντίδα των Παιδιών’, με την οποία δεσμεύεται να αποζημιώσει έως και 70% της δαπάνης των οικογενειών για τα δίδακτρα βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών ή για τις υπηρεσίες εγγεγραμμένων baby sitter. Η επιδότηση είναι υψηλότερη για οικογένειες χαμηλού εισοδήματος και μειώνεται βαθμιαία καθώς αυξάνεται το οικογενειακό εισόδημα, αλλά για την αποφυγή αντικινήτρων δεν μηδενίζεται εντελώς προτού το τελευταίο φθάσει το αρκετά υψηλό επίπεδο των 30.000 λιρών το χρόνο.
Αν και η φιλοσοφία της νέας κυβέρνησης είναι η ενθάρρυνση της εργασιακής προσπάθειας των χαμηλόμισθων και ανέργων και όχι η συντήρηση της εξάρτησής τους από τα επιδόματα πρόνοιας, τα τελευταία κάθε άλλο παρά περικόπτονται. Η πρόσφατη μείωση του επιδόματος μονογονεϊκών οικογενειών, που προκάλεσε τη μίνι-εξέγερση δεκάδων Εργατικών βουλευτών πριν λίγους μήνες, δεν αποκαθίσταται – όμως τα επιδόματα όλων των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά αυξάνονται από το Νοέμβριο του 1998 κατά πολύ περισσότερο, ανεξάρτητα από τη μορφή της οικογένειας.
Παρά την έμφαση στις επιλεκτικές ενισχύσεις, η σημασία των οικουμενικών παροχών δεν παραγνωρίζεται: η κυβέρνηση ανήγγειλε την αύξηση κατά 20% του Επιδόματος Παιδιού, το οποίο είχε παγώσει επί Συντηρητικών και οι μέρες του εθεωρούντο από πολλούς μετρημένες. Το επίδομα, που καταβάλλεται σε όλες τις οικογένειες με παιδιά ανεξαρτήτως εισοδήματος και χορηγείται στη μητέρα, θα παραμείνει οικουμενικό αφού, όπως ανέφερε στην ομιλία του ο Gordon Brown, ‘παραμένει ο δικαιότερος, αποτελεσματικότερος και οικονομικότερος τρόπος αναγνώρισης της πρόσθετης δαπάνης και ευθύνης όλων των οικογενειών με παιδιά’.
Κάθε άλλο λοιπόν παρά ‘light εκδοχή των Tories’ – σύμφωνα με τη βιαστική ετυμηγορία των επιφανειακών αναλύσεων – η νέα Βρετανική κυβέρνηση αποδεικνύει ότι υπάρχουν τρόποι να συνδυαστεί η συνετή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών με ένα κοινωνικό πρόσωπο που δίνει πραγματικές ευκαιρίες ζωής σε όσους τις έχουν περισσότερο ανάγκη. Τρόποι ‘έξυπνοι’ που απαιτούν πρωτότυπη προσέγγιση και προσοχή στη λεπτομέρεια, απεγκλωβισμό από τις εμμονές του παρελθόντος αλλά και προσήλωση στους ιστορικούς στόχους του κοινωνικού κράτους: καταπολέμηση της φτώχειας, μείωση των ανισοτήτων, προστασία σε όλους.
Το εγχείρημα των Βρετανών ‘Νέων Εργατικών’, με τους θριάμβους του και τις ανεπάρκειές του, με τις διεισδυτικές ενοράσεις αλλά και τις μεγαλόστομες κοινοτοπίες που εκφωνούνται από τους ίδιους ή τους θαυμαστές τους, εντάσσεται (παρά τα επιφαινόμενα της ρήξης με το παρελθόν) σε μια πολιτική παράδοση απόλυτα συνυφασμένη με την ιστορική πορεία του σοσιαλιστικού κινήματος – τη μάλλον παραγνωρισμένη παράδοση του ‘αναθεωρητισμού’, εκπροσωπούμενη από μερικά από τα οξυδερκέστερα πνεύματα της εποχής τους: Bernstein το 1890, Crosland το 1950.
Σε αυτούς τους ‘αναθεωρητές’ της δεκαετίας του ’50, πνευματικούς πατέρες των Blair και Brown, αφιερώνει τρία σημαντικά κεφάλαια ο Βρετανός ιστορικός Donald Sassoon, νεαρώτερος συνάδελφος του Eric Hobsbawm, στο συναρπαστικό παρά τον όγκο του (965 σελίδες) πρόσφατο βιβλίο ‘Εκατό χρόνια σοσιαλισμού: η δυτικοευρωπαϊκή αριστερά στον εικοστό αιώνα’. Με μια κομψή, εύστοχη φράση συλλαμβάνει το διαχρονικό παράδοξο κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος, επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε: ‘αυθεντικά ρεφορμιστικές πολιτικές, για να είναι νικηφόρες, απαιτούν κάποτε – ίσως πάντοτε – επαναστατικό ζήλο και μια ριζοσπαστική προοπτική’.
Μετά από 20 σχεδόν χρόνια ένας Εργατικός υπουργός παρουσιάζει τον προϋπολογισμό του στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ένα τέτοιο γεγονός θα ήταν ιστορικό από μόνο του, όποιο και να ήταν το περιεχόμενο της ομιλίας του Gordon Brown. Όπως αποδείχθηκε, το νούμερο δύο της κυβέρνησης του Tony Blair, παλαιόθεν ‘ανανεωτής’ με πολλές συμπάθειες στη βάση του κόμματος, παρουσίασε ένα οικονομικό πρόγραμμα που ίσως χαραχθεί στη μνήμη των Βρετανών για το στίγμα του: ριζοσπαστικό και ταυτόχρονα μετριοπαθές, ένα μείγμα καινοτομίας και σύνεσης.
Κατ’ αρχήν ο προϋπολογισμός περιέχει όλα τα αναμενόμενα από μια κυβέρνηση της κεντρο-αριστεράς: σημαντική αύξηση των δαπανών για την υγεία με στόχο τη μείωση της λίστας αναμονής για εισαγωγή στα δημόσια νοσοκομεία, για την παιδεία με στόχο τη μείωση του μέσου αριθμού μαθητών ανά τάξη, καθώς και για τις δημόσιες συγκοινωνίες. Η εντυπωσιακή δημοσιονομική επίδοση του προηγούμενου έτους επιτρέπει τη χρηματοδότηση των ανωτέρω όχι από φορολογία ή δανεισμό αλλά από το πλεόνασμα του 1997.
Το πραγματικό ενδιαφέρον όμως βρίσκεται αλλού: με μια δέσμη καλοσχεδιασμένων μέτρων, ο Gordon Brown έδωσε το περίγραμμα (ίσως μόνο αυτό, αλλά ένα περίγραμμα με υλική υπόσταση) ενός συχνά εξαγγελλόμενου αλλά συνήθως νεφελώδους εγχειρήματος, μέσα στην καρδιά των απανταχού ‘εκσυγχρονιστών’: της μεταρρύθμισης του κοινωνικού κράτους. Στο προεκλογικό μανιφέστο τους (στη Βρετανία τα κόμματα δεσμεύονται από τις εξαγγελίες τους και κρίνονται από αυτές) οι ‘Νέοι Εργατικοί’ είχαν υποσχεθεί να μετακινήσουν εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά ‘από την πρόνοια στη δουλειά’. Με τον προϋπολογισμό της 17 Μαρτίου δείχνουν τι εννοούν και πώς σκοπεύουν να το επιτύχουν.
Τα νέα μέτρα δίνουν έμφαση στην αντιμετώπιση της λεγόμενης ‘παγίδας της φτώχειας’, του κύριου προβλήματος κάθε συστήματος προστασίας των εισοδημάτων των χαμηλόμισθων και των ανέργων: όταν οι δικαιούχοι επιδομάτων πρόνοιας εργάζονται περισσότερο, το συνολικό τους εισόδημα αυξάνεται ελάχιστα ή καθόλου, καθώς οι αμοιβές από εργασία εξανεμίζονται πρώτα από την παράλληλη μείωση των επιδομάτων και μετά από την υποχρέωση καταβολής φόρου. Υπό αυτές τις συνθήκες η εργασία γίνεται ασύμφορη: τα άτομα προτιμούν τα χαμηλά έστω επιδόματα, δηλαδή παγιδεύονται στη φτώχεια και στην ανεργία.
Η νεοφιλελεύθερη συνταγή είναι η δραστική περικοπή των επιδομάτων. Οι ‘Νέοι Εργατικοί’ αντιπαραθέτουν όχι την άρνηση του προβλήματος, αλλά ένα σύνολο μέτρων που κάνει την εργασία ελκυστική χωρίς να απειλεί με εξαθλίωση όσους δεν βρίσκουν δουλειά ή δεν είναι σε θέση να εργαστούν. Μια από τις λίγες ρητορικές εξάρσεις της σχετικά σύντομης ομιλίας του Gordon Brown εκδηλώθηκε σε αυτό ακριβώς το σημείο: ‘Σε αυτούς που μπορούν να εργαστούν λέω: αυτό είναι το Κοινωνικό μας Συμβόλαιο [New Deal]. Η ευθύνη σας είναι να ψάξετε για δουλειά. Η εγγύησή μου είναι ότι αν δουλέψετε η δουλειά θα σας ανταμείψει’. Τα νέα μέτρα περιορίζουν τον αριθμό των οικογενειών που υπόκεινται σε ‘υποδηλούμενο φορολογικό συντελεστή’ ανώτερο του 70% από 740.000 σε 260.000.
Ο βασικός πυλώνας της νέας πολιτικής είναι η θεσμοθέτηση από τον Οκτώβριο του 1999 της ‘Φορολογικής Πίστωσης για Εργαζόμενες Οικογένειες’. Πρόκειται για ένα είδος ‘αρνητικού φόρου εισοδήματος’ που συμπληρώνει τα εισοδήματα των οικογενειών των χαμηλομίσθων έτσι ώστε η βαθμιαία μείωση των επιδομάτων να υπολείπεται σημαντικά κάθε αύξησης των αμοιβών από εργασία καθώς οι δικαιούχοι εργάζονται περισσότερο ή αμείβονται καλύτερα. Με τον τρόπο αυτό, το συνολικό εισόδημα μιας οικογένειας με δύο παιδιά στο όριο εισόδου στην αγορά εργασίας αυξάνεται από 200 σε 223 λίρες την εβδομάδα.
Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που αντιμετωπίζει μια φτωχή οικογένεια που προσπαθεί να βελτιώσει τη θέση της είναι η φροντίδα των παιδιών. Με μια κίνηση που ξεπέρασε και τις πιο αισιόδοξες προσδοκίες του ‘λόμπυ της φτώχειας’, η κυβέρνηση εισάγει τη νέα ‘Φορολογική Πίστωση για τη Φροντίδα των Παιδιών’, με την οποία δεσμεύεται να αποζημιώσει έως και 70% της δαπάνης των οικογενειών για τα δίδακτρα βρεφονηπιακών και παιδικών σταθμών ή για τις υπηρεσίες εγγεγραμμένων baby sitter. Η επιδότηση είναι υψηλότερη για οικογένειες χαμηλού εισοδήματος και μειώνεται βαθμιαία καθώς αυξάνεται το οικογενειακό εισόδημα, αλλά για την αποφυγή αντικινήτρων δεν μηδενίζεται εντελώς προτού το τελευταίο φθάσει το αρκετά υψηλό επίπεδο των 30.000 λιρών το χρόνο.
Αν και η φιλοσοφία της νέας κυβέρνησης είναι η ενθάρρυνση της εργασιακής προσπάθειας των χαμηλόμισθων και ανέργων και όχι η συντήρηση της εξάρτησής τους από τα επιδόματα πρόνοιας, τα τελευταία κάθε άλλο παρά περικόπτονται. Η πρόσφατη μείωση του επιδόματος μονογονεϊκών οικογενειών, που προκάλεσε τη μίνι-εξέγερση δεκάδων Εργατικών βουλευτών πριν λίγους μήνες, δεν αποκαθίσταται – όμως τα επιδόματα όλων των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά αυξάνονται από το Νοέμβριο του 1998 κατά πολύ περισσότερο, ανεξάρτητα από τη μορφή της οικογένειας.
Παρά την έμφαση στις επιλεκτικές ενισχύσεις, η σημασία των οικουμενικών παροχών δεν παραγνωρίζεται: η κυβέρνηση ανήγγειλε την αύξηση κατά 20% του Επιδόματος Παιδιού, το οποίο είχε παγώσει επί Συντηρητικών και οι μέρες του εθεωρούντο από πολλούς μετρημένες. Το επίδομα, που καταβάλλεται σε όλες τις οικογένειες με παιδιά ανεξαρτήτως εισοδήματος και χορηγείται στη μητέρα, θα παραμείνει οικουμενικό αφού, όπως ανέφερε στην ομιλία του ο Gordon Brown, ‘παραμένει ο δικαιότερος, αποτελεσματικότερος και οικονομικότερος τρόπος αναγνώρισης της πρόσθετης δαπάνης και ευθύνης όλων των οικογενειών με παιδιά’.
Κάθε άλλο λοιπόν παρά ‘light εκδοχή των Tories’ – σύμφωνα με τη βιαστική ετυμηγορία των επιφανειακών αναλύσεων – η νέα Βρετανική κυβέρνηση αποδεικνύει ότι υπάρχουν τρόποι να συνδυαστεί η συνετή διαχείριση των δημοσίων οικονομικών με ένα κοινωνικό πρόσωπο που δίνει πραγματικές ευκαιρίες ζωής σε όσους τις έχουν περισσότερο ανάγκη. Τρόποι ‘έξυπνοι’ που απαιτούν πρωτότυπη προσέγγιση και προσοχή στη λεπτομέρεια, απεγκλωβισμό από τις εμμονές του παρελθόντος αλλά και προσήλωση στους ιστορικούς στόχους του κοινωνικού κράτους: καταπολέμηση της φτώχειας, μείωση των ανισοτήτων, προστασία σε όλους.
Το εγχείρημα των Βρετανών ‘Νέων Εργατικών’, με τους θριάμβους του και τις ανεπάρκειές του, με τις διεισδυτικές ενοράσεις αλλά και τις μεγαλόστομες κοινοτοπίες που εκφωνούνται από τους ίδιους ή τους θαυμαστές τους, εντάσσεται (παρά τα επιφαινόμενα της ρήξης με το παρελθόν) σε μια πολιτική παράδοση απόλυτα συνυφασμένη με την ιστορική πορεία του σοσιαλιστικού κινήματος – τη μάλλον παραγνωρισμένη παράδοση του ‘αναθεωρητισμού’, εκπροσωπούμενη από μερικά από τα οξυδερκέστερα πνεύματα της εποχής τους: Bernstein το 1890, Crosland το 1950.
Σε αυτούς τους ‘αναθεωρητές’ της δεκαετίας του ’50, πνευματικούς πατέρες των Blair και Brown, αφιερώνει τρία σημαντικά κεφάλαια ο Βρετανός ιστορικός Donald Sassoon, νεαρώτερος συνάδελφος του Eric Hobsbawm, στο συναρπαστικό παρά τον όγκο του (965 σελίδες) πρόσφατο βιβλίο ‘Εκατό χρόνια σοσιαλισμού: η δυτικοευρωπαϊκή αριστερά στον εικοστό αιώνα’. Με μια κομψή, εύστοχη φράση συλλαμβάνει το διαχρονικό παράδοξο κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος, επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε: ‘αυθεντικά ρεφορμιστικές πολιτικές, για να είναι νικηφόρες, απαιτούν κάποτε – ίσως πάντοτε – επαναστατικό ζήλο και μια ριζοσπαστική προοπτική’.
15 Φεβρουαρίου 1998
Αντιεξουσιαστικός κιτρινισμός
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 1998)
«Καλά, ο Πλάτων Τήνιος που γράφει στα ‘Ενθέματα’ είναι υπέρ του Χιλιανού συστήματος συντάξεων;» με ρώτησε τις προάλλες η φίλη μου η Μαρία. Βλέποντας το σκοτεινό βλέμμα μου βιάστηκε να διευκρινήσει: «Το γράφει η ‘Ελευθεροτυπία’!».
Προς στιγμήν νόμισα ότι αναφερόταν στην προ τριών μηνών ‘δημοσιογραφική επιτυχία’ της έγκριτης εφημερίδας (βλ. φωτογραφίες Σπράου-Pinochet) και σκέφτηκα να την παραπέμψω στο σχετικό άρθρο μου στα ‘Ενθέματα’ – και να την επιπλήξω: αναγνώστρια της ‘Αυγής’ και φίλη μου, πώς τολμά να μη θυμάται τα άρθρα μου! Όμως όχι: η ‘Ε’ επανήλθε στο θέμα με αφορμή ρεπορτάζ για εκδήλωση στη Βρετανική Πρεσβεία, με ομιλητές τον προαναφερθέντα και το Βρετανό υπουργό Frank Field. Το αστείο είναι ότι και οι δύο συμφώνησαν ότι το Χιλιανό σύστημα δεν ταιριάζει στην Ευρώπη: «καλό για το 70% που είναι μέσα, όχι για τους υπόλοιπους που είναι έξω», είπε ο κ. Field – «ανέφικτο και ανεπιθύμητο» έγραφε η Έκθεση Σπράου διά χειρός Τήνιου.
Προς τι, λοιπόν, το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Μα το θέμα δεν είναι το Χιλιανό σύστημα συντάξεων αλλά το Ελληνικό: οι υποβολείς των ακαταπόνητων λαγωνικών της ‘Ελευθεροτυπίας’ μπορεί να επικαλούνται πομπώδεις αρχές αλλά στην πραγματικότητα ενδιαφέρονται κυρίως για τη διατήρηση των προνομίων των λίγων σε βάρος των πολλών. Απλώς (τρόπος του λέγειν) τυχαίνει να έχουν δυσανάλογα μεγάλη πολιτική δύναμη. Για αυτό εμείς είμαστε με τους άλλους. Ή όχι;
«Καλά, ο Πλάτων Τήνιος που γράφει στα ‘Ενθέματα’ είναι υπέρ του Χιλιανού συστήματος συντάξεων;» με ρώτησε τις προάλλες η φίλη μου η Μαρία. Βλέποντας το σκοτεινό βλέμμα μου βιάστηκε να διευκρινήσει: «Το γράφει η ‘Ελευθεροτυπία’!».
Προς στιγμήν νόμισα ότι αναφερόταν στην προ τριών μηνών ‘δημοσιογραφική επιτυχία’ της έγκριτης εφημερίδας (βλ. φωτογραφίες Σπράου-Pinochet) και σκέφτηκα να την παραπέμψω στο σχετικό άρθρο μου στα ‘Ενθέματα’ – και να την επιπλήξω: αναγνώστρια της ‘Αυγής’ και φίλη μου, πώς τολμά να μη θυμάται τα άρθρα μου! Όμως όχι: η ‘Ε’ επανήλθε στο θέμα με αφορμή ρεπορτάζ για εκδήλωση στη Βρετανική Πρεσβεία, με ομιλητές τον προαναφερθέντα και το Βρετανό υπουργό Frank Field. Το αστείο είναι ότι και οι δύο συμφώνησαν ότι το Χιλιανό σύστημα δεν ταιριάζει στην Ευρώπη: «καλό για το 70% που είναι μέσα, όχι για τους υπόλοιπους που είναι έξω», είπε ο κ. Field – «ανέφικτο και ανεπιθύμητο» έγραφε η Έκθεση Σπράου διά χειρός Τήνιου.
Προς τι, λοιπόν, το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός; Μα το θέμα δεν είναι το Χιλιανό σύστημα συντάξεων αλλά το Ελληνικό: οι υποβολείς των ακαταπόνητων λαγωνικών της ‘Ελευθεροτυπίας’ μπορεί να επικαλούνται πομπώδεις αρχές αλλά στην πραγματικότητα ενδιαφέρονται κυρίως για τη διατήρηση των προνομίων των λίγων σε βάρος των πολλών. Απλώς (τρόπος του λέγειν) τυχαίνει να έχουν δυσανάλογα μεγάλη πολιτική δύναμη. Για αυτό εμείς είμαστε με τους άλλους. Ή όχι;
1 Φεβρουαρίου 1998
Η «κοινωνική πολιτική» και τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ
Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 1 Φεβρουαρίου 1998)
Το κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων της περασμένης εβδομάδας δείχνει να έχει κοπάσει, τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, τα ερωτήματα που έθεσε (ή μάλλον επανέφερε) στη δημόσια συζήτηση παραμένουν. Το θέμα αυτής καθ’ εαυτής της επίμαχης τροπολογίας καλύπτεται εκτενώς σε άλλες σελίδες της ανά χείρας εφημερίδας. Το σημείωμα μου σε κάτι άλλο αναφέρεται: στη διαφαινόμενη επικράτηση στην κοινή γνώμη μιας μάλλον επικίνδυνης αντίληψης, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στο Οργουελλιανό σχήμα ‘δημόσιο = κακό, ιδιωτικό = καλό’.
Βέβαια, ο κρατισμός που χαρακτήριζε την ιστορική Αριστερά και στις δύο βασικές συνιστώσες της (κομμουνιστές, αλλά και σοσιαλδημοκράτες) έχει παρέλθει - και ευτυχώς. Ούτε όμως είμαστε στην ορμητική φάση της νεοφιλελεύθερης πλημμυρίδας, τότε που τα επιχειρήματα του ‘ελάχιστου Κράτους’ έμοιαζαν σχεδόν ανεπίδεκτα λογικής αναίρεσης. Η εμπειρία, θετική και αρνητική, των ιδιωτικοποιήσεων στη Βρετανία και αλλού επιτρέπει μια πιο ελαστική προσέγγιση του θέματος των ορίων και του χαρακτήρα της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία.
Το ερώτημα που ανακύπτει πρώτο είναι και το πιο δύσκολο: πότε πρέπει (μπορεί) να είναι μια επιχείρηση δημόσια - και πότε, αντίθετα, μπορεί (πρέπει) να είναι ιδιωτική; Δύσκολο, επειδή συχνά η απάντηση δίνεται με κριτήρια ιδεολογικά, ενώ ούτε καν ο τρόπος με τον οποίο τίθεται η ερώτηση δεν είναι απαλλαγμένος από προκαταλήψεις, οι οποίες προδίδονται από τη χρήση των ρημάτων εντός ή εκτός των παρενθέσεων. Πέραν των ιδεολογικών, στην τρέχουσα συζήτηση για τους λόγους που επιτρέπουν (επιβάλλουν) το δημόσιο χαρακτήρα μιας επιχείρησης αναφέρονται συχνά και οι εξής απαντήσεις: το ‘εθνικό συμφέρον’, στόχοι ‘κοινωνικής πολιτικής’ και η ταμειακή θέση της επιχείρησης, δηλ. εάν είναι κερδοφόρα ή όχι.
Κατά τη γνώμη μου, κανένας από τους τρεις λόγους-κριτήρια δεν είναι πειστικός. Αντιπαρέρχομαι τα περί ‘εθνικού συμφέροντος’, ως αρμοδιότητα των συντακτών του υπολοίπου 80% της ύλης των ‘Ενθεμάτων’ – αν και παραμένει μυστήριο για μένα το πώς αυτό ακριβώς το επιχείρημα υπήρξε το πρόσχημα, έστω, για την πτώση μιας ολόκληρης κυβέρνησης. Το άλλο κριτήριο, αυτό της κερδοφορίας, έχει και αυτό αναφερθεί συχνά και μάλιστα σχετικά με την ίδια επιχείρηση: τον ΟΤΕ. Σύμφωνα με τους φύσει ή θέσει κρατιστές, το απαράδεκτο της ιδιωτικοποίησης - μετοχοποίησης του ΟΤΕ ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Οργανισμός είναι κερδοφόρος.
Πέρα από την απλοϊκότητα του επιχειρήματος (κανείς ιδιώτης δεν θα αγόραζε μια παθολογικά ζημιογόνα επιχείρηση), τα κέρδη δεν είναι ασφαλές κριτήριο επιτυχημένης διαχείρισης. Κάθε άλλο: μια μονοπωλιακή επιχείρηση, όπως είναι ο ΟΤΕ και οι περισσότερες άλλες ΔΕΚΟ, μπορεί κάλλιστα να επιτυγχάνει κέρδη εκμεταλλευόμενη αγρίως τους καταναλωτές. Βέβαια, τυχαίνει η κερδοφορία συγκεκριμένα του ΟΤΕ να συμβαδίζει με μια γενική βελτίωση των υπηρεσιών του, αλλά μπορεί κανείς να φανταστεί παραδείγματα ΔΕΚΟ που θα μπορούσαν να μεταβληθούν σε κερδοφόρες εν μια νυκτί, τριπλασιάζοντας απλώς τις τιμές τους. Η προστασία του καταναλωτή έναντι μονοπωλιακών παραγωγών αποτελεί βασικό στόχο της δημόσιας παρέμβασης ανεξαρτήτως ιδιοκτησιακού καθεστώτος της επιχείρησης: για αυτό, άλλωστε, η ιδιωτικοποίηση του Βρετανικού ΟΤΕ συνοδεύτηκε από τη συμβατική υποχρέωσή του να περιορίζει τις ετήσιες αυξήσεις τιμών σε ένα ποσοστό που δεν θα ξεπερνά τον τιμάριθμο μείον τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
Ούτε και τα ελλείμματα κατ’ ανάγκη υποδηλώνουν κακοδιαχείριση: ο τριπλασιασμός της τιμής των εισιτηρίων στις αστικές συγκοινωνίες μπορεί να μείωνε σημαντικά το έλλειμμα του ΟΑΣ, ίσως και όχι. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των τιμών θα ωθούσε περισσότερους προς το αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα χειρότερο για όλους: περισσότερη κυκλοφοριακή συμφόρηση, περισσότερη ρύπανση, περισσότερα ατυχήματα. Συνεπώς, η επιδότηση των αστικών συγκοινωνιών είναι απαραίτητη, αφού η λειτουργία τους με κριτήριο το κέρδος δεν είναι επιθυμητή.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει εν λευκώ κάλυψη των ελλειμμάτων: πράγματι, τα ελλείμματα και η κακοδιαχείριση συχνά συνυπάρχουν στις δημόσιες επιχειρήσεις. Όπως είναι αυτονόητο, πέρα από κάποιο σημείο τα ελλείμματα οφείλονται και στην κακοδιαχείριση, και στη χαμηλή παραγωγικότητα, και στη γενική αδιαφορία προσωπικού και διοίκησης για την εξοικονόμηση του δημοσίου χρήματος. Παρά το γεγονός ότι δύσκολα ορίζεται με ακρίβεια, η καθημερινή επαφή με τις δημόσιες υπηρεσίες δημιουργεί την εντύπωση ότι αυτό το σημείο έχει μάλλον ξεπεραστεί προ πολλού.
Συνεπώς, παρά την αναμφισβήτητη προτεραιότητα του περιορισμού των κρατικών δαπανών (και της αύξησης των κρατικών εσόδων – αλλά αυτό είναι μια άλλη, δυσκολότερη υπόθεση), ο πιο σημαντικός λόγος για τον εκσυγχρονισμό π.χ. της ΕΑΣ είναι ότι οι υπηρεσίες που παρέχει δεν είναι ικανοποιητικές και έτσι αποτυγχάνει στην αποστολή της, που είναι η μετακίνηση όσο το δυνατόν περισσότερων Αθηναίων με λεωφορείο και όσο το δυνατόν λιγότερων με ιδιωτικό αυτοκίνητο. Μια εκσυγχρονισμένη ΕΑΣ θα είναι κατά πάσα πιθανότητα επίσης ελλειμματική – αλλά θα έχει τακτικά δρομολόγια, σε γρήγορα και άνετα λεωφορεία, με εξυπηρετικούς οδηγούς και σταθμάρχες.
Και το εισιτήριο; Η τιμή του θα πρέπει να καθορίζεται με γνώμονα και την ανταγωνιστικότητα του λεωφορείου με το αυτοκίνητο. Οι περισσότεροι θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για τη βελτίωση των υπηρεσιών και τη συντόμευση του χρόνου μετακίνησης - για τους υπόλοιπους (ηλικιωμένους, ανέργους, φοιτητές κτλ.) επιβάλλεται η εφαρμογή μειωμένου τιμολογίου.
Πράγμα που οδηγεί στον τρίτο συχνά αναφερόμενο λόγο ύπαρξης των δημοσίων επιχειρήσεων: την ‘κοινωνική πολιτική’. Τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ είναι δικαιολογημένα, λένε οι συνδικαλιστές τους, αφού ο ‘μέσος εργαζόμενος’ δεν θα άντεχε να πληρώσει τη μη επιδοτούμενη τιμή του εισιτηρίου, του ρεύματος, του τηλεφώνου κτλ. από το μισθό του. Εδώ θα μπορούσε κανείς δικαιολογημένα να παρατηρήσει ότι οι αποδέκτες της ‘κοινωνικής πολιτικής’ των ΔΕΚΟ δεν είναι τόσο οι καταναλωτές όσο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σε αυτές: πράγματι, το ρεύμα, το τηλέφωνο, τα εισιτήρια κτλ. μπορεί να έχουν χαμηλή τιμή για τους καταναλωτές, αλλά για τους εργαζομένους της αντίστοιχης επιχείρησης είναι εντελώς δωρεάν. Εξ άλλου, σε ποιον άλλο τομέα της οικονομίας μπορεί κανείς να συνταξιοδοτηθεί δέκα χρόνια νωρίτερα από το κανονικό με πλήρη σύνταξη;
Αλλά το παράλογο του επιχειρήματος είναι ότι με την ίδια λογική θα έπρεπε να επιδοτείται και το ψωμί, το γάλα, το κρέας και όλα τα άλλα ζωτικά αγαθά. Όμως, όπως έδειξε η εμπειρία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι επιδοτήσεις τιμών παραμορφώνουν τη λειτουργία της αγοράς, ενώ ως εργαλεία κοινωνικής πολιτικής είναι εξ ορισμού ‘άστοχες’: συχνά, αυτοί που ωφελούνται από την επιδότηση είναι περισσότερο εύποροι από αυτούς που πληρώνουν τα ελλείμματα.
Παρεμπιπτόντως, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του φαινομένου αυτού στη Δυτική Ευρώπη είναι η (ευτυχώς, υπό αναθεώρηση) Κοινή Αγροτική Πολιτική. Οι παρενέργειές της είναι παροιμιώδεις: από τη μια, λίμνες γάλακτος και βουνά βουτύρου – ή, καθ’ ημάς, υπόγεια κοιτάσματα ροδακίνων – από την άλλη, εισοδηματικές ενισχύσεις υπέρ δικαίων και αδίκων. Αλλά φαντάζομαι ότι σε αυτό το θέμα τα ‘Ενθέματα’ θα επανέλθουν σε λίγες εβδομάδες, όταν στους δρόμους της Αθήνας θα έχουν μεν επιστρέψει τα λεωφορεία, αλλά μπορεί να έχουν εμφανιστεί μαζί τους και τρακτέρ..
Το κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων της περασμένης εβδομάδας δείχνει να έχει κοπάσει, τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, τα ερωτήματα που έθεσε (ή μάλλον επανέφερε) στη δημόσια συζήτηση παραμένουν. Το θέμα αυτής καθ’ εαυτής της επίμαχης τροπολογίας καλύπτεται εκτενώς σε άλλες σελίδες της ανά χείρας εφημερίδας. Το σημείωμα μου σε κάτι άλλο αναφέρεται: στη διαφαινόμενη επικράτηση στην κοινή γνώμη μιας μάλλον επικίνδυνης αντίληψης, η οποία μπορεί να συνοψιστεί στο Οργουελλιανό σχήμα ‘δημόσιο = κακό, ιδιωτικό = καλό’.
Βέβαια, ο κρατισμός που χαρακτήριζε την ιστορική Αριστερά και στις δύο βασικές συνιστώσες της (κομμουνιστές, αλλά και σοσιαλδημοκράτες) έχει παρέλθει - και ευτυχώς. Ούτε όμως είμαστε στην ορμητική φάση της νεοφιλελεύθερης πλημμυρίδας, τότε που τα επιχειρήματα του ‘ελάχιστου Κράτους’ έμοιαζαν σχεδόν ανεπίδεκτα λογικής αναίρεσης. Η εμπειρία, θετική και αρνητική, των ιδιωτικοποιήσεων στη Βρετανία και αλλού επιτρέπει μια πιο ελαστική προσέγγιση του θέματος των ορίων και του χαρακτήρα της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία.
Το ερώτημα που ανακύπτει πρώτο είναι και το πιο δύσκολο: πότε πρέπει (μπορεί) να είναι μια επιχείρηση δημόσια - και πότε, αντίθετα, μπορεί (πρέπει) να είναι ιδιωτική; Δύσκολο, επειδή συχνά η απάντηση δίνεται με κριτήρια ιδεολογικά, ενώ ούτε καν ο τρόπος με τον οποίο τίθεται η ερώτηση δεν είναι απαλλαγμένος από προκαταλήψεις, οι οποίες προδίδονται από τη χρήση των ρημάτων εντός ή εκτός των παρενθέσεων. Πέραν των ιδεολογικών, στην τρέχουσα συζήτηση για τους λόγους που επιτρέπουν (επιβάλλουν) το δημόσιο χαρακτήρα μιας επιχείρησης αναφέρονται συχνά και οι εξής απαντήσεις: το ‘εθνικό συμφέρον’, στόχοι ‘κοινωνικής πολιτικής’ και η ταμειακή θέση της επιχείρησης, δηλ. εάν είναι κερδοφόρα ή όχι.
Κατά τη γνώμη μου, κανένας από τους τρεις λόγους-κριτήρια δεν είναι πειστικός. Αντιπαρέρχομαι τα περί ‘εθνικού συμφέροντος’, ως αρμοδιότητα των συντακτών του υπολοίπου 80% της ύλης των ‘Ενθεμάτων’ – αν και παραμένει μυστήριο για μένα το πώς αυτό ακριβώς το επιχείρημα υπήρξε το πρόσχημα, έστω, για την πτώση μιας ολόκληρης κυβέρνησης. Το άλλο κριτήριο, αυτό της κερδοφορίας, έχει και αυτό αναφερθεί συχνά και μάλιστα σχετικά με την ίδια επιχείρηση: τον ΟΤΕ. Σύμφωνα με τους φύσει ή θέσει κρατιστές, το απαράδεκτο της ιδιωτικοποίησης - μετοχοποίησης του ΟΤΕ ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Οργανισμός είναι κερδοφόρος.
Πέρα από την απλοϊκότητα του επιχειρήματος (κανείς ιδιώτης δεν θα αγόραζε μια παθολογικά ζημιογόνα επιχείρηση), τα κέρδη δεν είναι ασφαλές κριτήριο επιτυχημένης διαχείρισης. Κάθε άλλο: μια μονοπωλιακή επιχείρηση, όπως είναι ο ΟΤΕ και οι περισσότερες άλλες ΔΕΚΟ, μπορεί κάλλιστα να επιτυγχάνει κέρδη εκμεταλλευόμενη αγρίως τους καταναλωτές. Βέβαια, τυχαίνει η κερδοφορία συγκεκριμένα του ΟΤΕ να συμβαδίζει με μια γενική βελτίωση των υπηρεσιών του, αλλά μπορεί κανείς να φανταστεί παραδείγματα ΔΕΚΟ που θα μπορούσαν να μεταβληθούν σε κερδοφόρες εν μια νυκτί, τριπλασιάζοντας απλώς τις τιμές τους. Η προστασία του καταναλωτή έναντι μονοπωλιακών παραγωγών αποτελεί βασικό στόχο της δημόσιας παρέμβασης ανεξαρτήτως ιδιοκτησιακού καθεστώτος της επιχείρησης: για αυτό, άλλωστε, η ιδιωτικοποίηση του Βρετανικού ΟΤΕ συνοδεύτηκε από τη συμβατική υποχρέωσή του να περιορίζει τις ετήσιες αυξήσεις τιμών σε ένα ποσοστό που δεν θα ξεπερνά τον τιμάριθμο μείον τρεις ποσοστιαίες μονάδες.
Ούτε και τα ελλείμματα κατ’ ανάγκη υποδηλώνουν κακοδιαχείριση: ο τριπλασιασμός της τιμής των εισιτηρίων στις αστικές συγκοινωνίες μπορεί να μείωνε σημαντικά το έλλειμμα του ΟΑΣ, ίσως και όχι. Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των τιμών θα ωθούσε περισσότερους προς το αυτοκίνητο, με αποτέλεσμα χειρότερο για όλους: περισσότερη κυκλοφοριακή συμφόρηση, περισσότερη ρύπανση, περισσότερα ατυχήματα. Συνεπώς, η επιδότηση των αστικών συγκοινωνιών είναι απαραίτητη, αφού η λειτουργία τους με κριτήριο το κέρδος δεν είναι επιθυμητή.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει εν λευκώ κάλυψη των ελλειμμάτων: πράγματι, τα ελλείμματα και η κακοδιαχείριση συχνά συνυπάρχουν στις δημόσιες επιχειρήσεις. Όπως είναι αυτονόητο, πέρα από κάποιο σημείο τα ελλείμματα οφείλονται και στην κακοδιαχείριση, και στη χαμηλή παραγωγικότητα, και στη γενική αδιαφορία προσωπικού και διοίκησης για την εξοικονόμηση του δημοσίου χρήματος. Παρά το γεγονός ότι δύσκολα ορίζεται με ακρίβεια, η καθημερινή επαφή με τις δημόσιες υπηρεσίες δημιουργεί την εντύπωση ότι αυτό το σημείο έχει μάλλον ξεπεραστεί προ πολλού.
Συνεπώς, παρά την αναμφισβήτητη προτεραιότητα του περιορισμού των κρατικών δαπανών (και της αύξησης των κρατικών εσόδων – αλλά αυτό είναι μια άλλη, δυσκολότερη υπόθεση), ο πιο σημαντικός λόγος για τον εκσυγχρονισμό π.χ. της ΕΑΣ είναι ότι οι υπηρεσίες που παρέχει δεν είναι ικανοποιητικές και έτσι αποτυγχάνει στην αποστολή της, που είναι η μετακίνηση όσο το δυνατόν περισσότερων Αθηναίων με λεωφορείο και όσο το δυνατόν λιγότερων με ιδιωτικό αυτοκίνητο. Μια εκσυγχρονισμένη ΕΑΣ θα είναι κατά πάσα πιθανότητα επίσης ελλειμματική – αλλά θα έχει τακτικά δρομολόγια, σε γρήγορα και άνετα λεωφορεία, με εξυπηρετικούς οδηγούς και σταθμάρχες.
Και το εισιτήριο; Η τιμή του θα πρέπει να καθορίζεται με γνώμονα και την ανταγωνιστικότητα του λεωφορείου με το αυτοκίνητο. Οι περισσότεροι θα ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για τη βελτίωση των υπηρεσιών και τη συντόμευση του χρόνου μετακίνησης - για τους υπόλοιπους (ηλικιωμένους, ανέργους, φοιτητές κτλ.) επιβάλλεται η εφαρμογή μειωμένου τιμολογίου.
Πράγμα που οδηγεί στον τρίτο συχνά αναφερόμενο λόγο ύπαρξης των δημοσίων επιχειρήσεων: την ‘κοινωνική πολιτική’. Τα ελλείμματα των ΔΕΚΟ είναι δικαιολογημένα, λένε οι συνδικαλιστές τους, αφού ο ‘μέσος εργαζόμενος’ δεν θα άντεχε να πληρώσει τη μη επιδοτούμενη τιμή του εισιτηρίου, του ρεύματος, του τηλεφώνου κτλ. από το μισθό του. Εδώ θα μπορούσε κανείς δικαιολογημένα να παρατηρήσει ότι οι αποδέκτες της ‘κοινωνικής πολιτικής’ των ΔΕΚΟ δεν είναι τόσο οι καταναλωτές όσο οι ίδιοι οι εργαζόμενοι σε αυτές: πράγματι, το ρεύμα, το τηλέφωνο, τα εισιτήρια κτλ. μπορεί να έχουν χαμηλή τιμή για τους καταναλωτές, αλλά για τους εργαζομένους της αντίστοιχης επιχείρησης είναι εντελώς δωρεάν. Εξ άλλου, σε ποιον άλλο τομέα της οικονομίας μπορεί κανείς να συνταξιοδοτηθεί δέκα χρόνια νωρίτερα από το κανονικό με πλήρη σύνταξη;
Αλλά το παράλογο του επιχειρήματος είναι ότι με την ίδια λογική θα έπρεπε να επιδοτείται και το ψωμί, το γάλα, το κρέας και όλα τα άλλα ζωτικά αγαθά. Όμως, όπως έδειξε η εμπειρία των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, οι επιδοτήσεις τιμών παραμορφώνουν τη λειτουργία της αγοράς, ενώ ως εργαλεία κοινωνικής πολιτικής είναι εξ ορισμού ‘άστοχες’: συχνά, αυτοί που ωφελούνται από την επιδότηση είναι περισσότερο εύποροι από αυτούς που πληρώνουν τα ελλείμματα.
Παρεμπιπτόντως, το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα του φαινομένου αυτού στη Δυτική Ευρώπη είναι η (ευτυχώς, υπό αναθεώρηση) Κοινή Αγροτική Πολιτική. Οι παρενέργειές της είναι παροιμιώδεις: από τη μια, λίμνες γάλακτος και βουνά βουτύρου – ή, καθ’ ημάς, υπόγεια κοιτάσματα ροδακίνων – από την άλλη, εισοδηματικές ενισχύσεις υπέρ δικαίων και αδίκων. Αλλά φαντάζομαι ότι σε αυτό το θέμα τα ‘Ενθέματα’ θα επανέλθουν σε λίγες εβδομάδες, όταν στους δρόμους της Αθήνας θα έχουν μεν επιστρέψει τα λεωφορεία, αλλά μπορεί να έχουν εμφανιστεί μαζί τους και τρακτέρ..
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)