6 Δεκεμβρίου 1999

Φιλελεύθεροι ή / και αριστεροί;

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 1999)

Η αντιπαράθεση των ιστορικών σχετικά με το “κλειδί ανάγνωσης” του 20ου αιώνα – ζήτημα συναρπαστικό, στο οποίο τα Ενθέματα αφιέρωσαν πρόσφατα αρκετές σελίδες τους – ανήκει στην κατηγορία των ερωτημάτων που σχεδόν υποχρεώνουν τον καθένα να πάρει θέση. Δεν θα εξέπληττε, ασφαλώς, κανένα αναγνώστη της εφημερίδας αυτής το να δηλώσω εξ αρχής ότι σε αυτή την αντιπαράθεση συντάσσομαι με τον Hobsbawm έναντι του Furet και του Nolte. Με άλλα λόγια, θεωρώ κορυφαία στιγμή της τραγικής ιστορίας του “αιώνα των άκρων” τον αντιφασισμό, τη συμμαχία κομμουνισμού και φιλελεύθερης δημοκρατίας που συνέτριψε το ναζισμό και το φασισμό, κινήματα που ιδρύθηκαν ως αντίδραση στη Ρωσική Επανάσταση μα ουσιαστικά στόχευαν στην άρση των συνεπειών της Γαλλικής Επανάστασης. Δεν με πείθει η άποψη περί νικηφόρου αγώνα των φιλελεύθερων δημοκρατιών εναντίον “ολοκληρωτισμών” κάθε χρώματος, ούτε πολύ περισσότερο η θεώρηση του ναζισμού ως πρωτοπορίας στον κοινό αγώνα της Δύσης εναντίον του “ασιατικού μπολσεβικισμού”. Και ούτε θα μπορούσε.

Πράγματι, φιλελεύθεροι και αριστεροί βρέθηκαν συχνά στο ίδιο στρατόπεδο στον αιώνα που κλείνει – και όχι μόνο στην αντίσταση. Στη Βρετανία, το Φιλελεύθερο Κόμμα για πολύ καιρό εκπροσώπησε ολόκληρη την προοδευτική κοινή γνώμη και οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του είχαν την υποστήριξη του Εργατικού Κόμματος (του οποίου, άλλωστε, οι πρώτοι βουλευτές είχαν εκλεγεί το 1906 με τα ψηφοδέλτια των Φιλελευθέρων). Και ο Beveridge και ο Keynes, οι θεμελιωτές του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, ήταν φιλελεύθεροι – και μάλιστα με κεφαλαίο Φ, αφού αυτό το κόμμα εκπροσωπούσαν στη Βουλή των Λόρδων. Μετά από μια μακρά περίοδο παρακμής, οι Βρετανοί Φιλελεύθεροι στήριξαν την κυβέρνηση μειοψηφίας των Εργατικών το 1976-79 ενώ σήμερα συμπολιτεύονται την κυβέρνηση Blair, ασκώντας εύστοχη κριτική, ιδίως σε θέματα συνταγματικών ελευθεριών και ευρωπαϊκής πολιτικής.

Η κυριαρχία του γκωλλισμού στη δεξιά και του γιακωβινισμού στην αριστερά δεν επέτρεψε την άνθιση μιας παρόμοιας κουλτούρας στη Γαλλία. Παρεμπιπτόντως, αυτό εν μέρει επίσης εξηγεί γιατί ο Jospin προκειμένου να διαχωρίσει τη θέση του από το εγχείρημα του “Τρίτου Δρόμου” αισθάνεται την ανάγκη να το χαρακτηρίσει “σοσιαλ-φιλελεύθερο”. Για ιστορικούς λόγους (οι Φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα ήταν συντηρητικοί, αντίπαλοι της επανάστασης του 1848) ο όρος “libéral” είναι πλήρως απαλλαγμένος από θετικές συνδηλώσεις για ένα Γάλλο αριστερό – σχεδόν απόλυτα συνώνυμος με τον όρο “νεο-φιλελεύθερος”.

Σε χώρες με μαζικά σοσιαλδημοκρατικά και χριστιανοδημοκρατικά κόμματα οι φιλελεύθεροι ήταν ιστορικά το κόμμα των επιχειρηματιών, το οποίο συμμαχούσε πότε με το ένα και πότε με το άλλο μεγάλο κόμμα, όπως συνέβη στη Σουηδία και τη Γερμανία. Αντίθετα, στην Ιταλία το Φιλελεύθερο Κόμμα υπήρξε ο πιο συντηρητικός εταίρος των μεταπολεμικών κυβερνήσεων (σαφώς στα δεξιά της Χριστιανικής Δημοκρατίας), έως την ανάδειξή του σε πρωταθλητή της διαφθοράς και τη διάλυσή του με το τέλος της Πρώτης Δημοκρατίας.

Ωστόσο, το εργαστήρι για την καλλιέργεια της παράδοσης του σοσιαλ-φιλελευθερισμού, μιας παράδοσης ένδοξης και έντιμης όσο και παραγνωρισμένης, ήταν ακριβώς η γειτονική Ιταλία. Η οργάνωση “Δικαιοσύνη και Ελευθερία” (από την ίδρυσή της το 1929 μέχρι τη δολοφονία των αδελφών Rosselli από πράκτορες του φασιστικού καθεστώτος στη Γαλλία το 1937) είχε αναπτύξει έντονη αντιφασιστική δράση στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Μέλη της πολέμησαν ως εθελοντές στο πλευρό της νόμιμης κυβέρνησης στην Ισπανία, όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους “ψευδοεθελοντές” του Mussolini στη μάχη της Γκουανταλαχάρα και τους νίκησαν.

Αργότερα τη σκυτάλη πήρε το “Κόμμα της Δράσης”, το οποίο συγκέντρωνε πολλούς νέους που πολέμησαν το φασισμό ως παρτιζάνοι στα βουνά της βόρειας Ιταλίας και διακρίθηκαν στη δημόσια ζωή της μεταπολεμικής περιόδου, όπως ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Carlo Azeglio Ciampi. Σήμερα, οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι αποτελούν ένα μικρό κύκλο γύρω από το περιοδικό “Micromega” που πολέμησε το λαϊκισμό του Craxi και του Berlusconi, υπερασπίστηκε με πάθος την επιχείρηση “Καθαρά Χέρια” εναντίον της διαφθοράς και υπέρ της αποκατάστασης της νομιμότητας, ενώ τώρα υποστηρίζει το κόμμα των Δημοκρατικών που ίδρυσε ο Romano Prodi και στο οποίο ανήκει ο Massimo Cacciari, δήμαρχος Βενετίας, καθηγητής της αισθητικής και τακτικός συνεργάτης του περιοδικού.

Η ανάλυση των Ιταλών σοσιαλ-φιλελεύθερων εστιάζει στην ανικανότητα της αστικής τάξης να φέρει σε πέρας τη φιλελεύθερη επανάσταση που χρειάζεται η χώρα. Το ιστορικό καθήκον του εκσυγχρονισμού των πολιτικών θεσμών, της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας, που ακόμη παραμένει στρεβλός και ατελής, πρέπει να περάσει σε μια ανανεωμένη αριστερά. Αυτή θα πρέπει να κάνει τους λογαριασμούς της όχι τόσο με το αυταρχικό παρελθόν της όσο με το λανθάνοντα γιακωβινισμό της, επανασυνδεόμενη με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών που επανειλημμένα απογοητεύονται από αυτήν, αλλά από αυτήν επίσης προσδοκούν να τους εκπροσωπήσει.

Και στην Ελλάδα; Ο φιλελευθερισμός συνθλιβόταν ανάμεσα στις συμπληγάδες μιας Δεξιάς συντηρητικής, αν όχι αντιδραστικής, και ενός παθητικού και αταβιστικά αντικομμουνιστικού Κέντρου. Και δύσκολα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε μια χώρα όπου τους τολμηρούς και ριψοκίνδυνους εμπόρους ή βιοτέχνες του 18ου και 19ου αιώνα διαδέχθηκε μια νέα αστική τάξη χωρίς αυτοπεποίθηση, συνηθισμένη στη θαλπωρή της κρατικής προστασίας. Οι διακρίσεις, αντίθετα, του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους σχεδόν ανάγκασαν τους Έλληνες αριστερούς να επανεκτιμήσουν την αξία των “αστικών ελευθεριών” και των δημοκρατικών θεσμών. Η ΕΔΑ και η Δημοκρατική Νεολαία Λαμπράκη πριν από τη δικτατορία, ο Ρήγας Φεραίος και το ΚΚΕ Εσωτερικού στη διάρκειά της και μετά, ήταν (ίσως περισσότερο από κάθε άλλο) φορείς ενός αυθεντικού πολιτικού και κοινωνικού φιλελευθερισμού. Σε μια συμβολική υπογράμμιση της “οριζόντιας” διάκρισης Δύσης-Ανατολής δίπλα στην “κάθετη” διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς, η συνθήκη ένταξης της χώρας στην τότε ΕΟΚ υπογράφεται από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή με παρόντες εκ μέρους της αντιπολίτευσης μόνον τον Ηλία Ηλιού και τους εκπροσώπους του ΚΚΕ Εσωτερικού, ενώ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ διαδηλώνουν εναντίον της ένταξης στους δρόμους της Αθήνας.

Σήμερα, ενώ η λεγόμενη “αριστερή αντιπολίτευση” υποκύπτει στον πειρασμό του λαϊκισμού, παραμένει αγκιστρωμένη στον κρατισμό και διολισθαίνει επικίνδυνα στον εθνικισμό, η Νέα Δημοκρατία δείχνει να μεταλλάσσεται σε κόμμα της λαϊκής δεξιάς, ένα μείγμα γκωλλισμού και ΕΡΕ (ή, αν προτιμάτε τα λογοπαίγνια, Συναγερμού για τη Δημοκρατία και Δημοκρατικού Συναγερμού). Χωρίς το λυσσαλέο αντικομμουνισμό του παρελθόντος, πρόθυμη αντίθετα να σιγοντάρει το αντιπολιτευτικό μένος του ΚΚΕ, ακόμη και τον αντιαμερικανισμό του έως ενός σημείου, δεν διστάζει να δημαγωγεί για “τα 2,5 εκατομμύρια Ελλήνων που στενάζουν από τη φτώχεια”.

Πέρα από τους συνήθεις υπόπτους της ανανεωτικής και δημοκρατικής αριστεράς, πέρα και από το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη με τις διστακτικές, αβέβαιες απόπειρες απογαλακτισμού από τη βαριά κληρονομιά του παπανδρεϊκού παρελθόντος, το κόμμα των Φιλελεύθερων του Στέφανου Μάνου φιλοδοξεί να καλύψει το “έλλειμμα φιλελευθερισμού” του πολιτικού μας συστήματος. Ο κ. Μάνος και οι συνεργάτες του δεν είναι βέβαια αριστεροί. Οι διαφορές τους με μια σύγχρονη Αριστερά είναι εμφανείς, ιδίως στην οικονομική πολιτική (οι Φιλελεύθεροι, στη χώρα με τη δυσμενέστερη αναλογία άμεσης και έμμεσης φορολογίας σε όλη την Ευρώπη, ζητούν μείωση της πρώτης και αύξηση της δεύτερης!), καθώς και στην κοινωνική πολιτική (όπου δείχνουν να ευνοούν ένα καθεστώς επιλεκτικών παροχών προς τους φτωχότερους και ιδιωτική ασφάλιση για όλους τους υπόλοιπους).

Και όμως, σε μια σειρά πολιτικών και κοινωνικών ζητημάτων οι θέσεις των Φιλελεύθερων δεν μπορούν παρά να αποσπάσουν την ενθουσιώδη επιδοκιμασία όλων των μη εθνολαϊκών αριστερών (δεν μπορεί, θα υπάρχουν ακόμη τέτοιοι). Αντιγράφω από τις “Προγραμματικές Θέσεις του Ιδρυτικού Συνεδρίου” (Οκτώβριος 1999).

“Εκκλησία-Κράτος: Οι Φιλελεύθεροι υποστηρίζουν τον πλήρη διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους με αποκοπή της Εκκλησίας από τον κρατικό προϋπολογισμό αλλά και επιστροφή της εκκλησιαστικής περιουσίας στην Εκκλησία. Επίσης, υποστηρίζουν κινήσεις συμβολικής βαρύτητας (μη αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες, κατάργηση όρκου βουλευτών-δημοσίων υπαλλήλων, καύση νεκρών).”

“Μετανάστες: Οι Φιλελεύθεροι προτείνουν ο αλλοδαπός εργαζόμενος που έχει νόμιμη εργασία επί μια τουλάχιστον πενταετία να μπορεί να λάβει την ελληνική ιθαγένεια και να καλέσει για μόνιμη εγκατάσταση τα μέλη της άμεσης οικογένειας (σύζυγο και τέκνα). Επίσης, προτείνουν να τους προσφέρεται η κάρτα εργασίας αλλά με διαδικασίες που επιτρέπουν την έκδοσή της εντός τριμήνου.”

“Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Οι Φιλελεύθεροι τάσσονται υπέρ της υποστήριξης από την Ελλάδα της υποψηφιότητας της Τουρκίας για είσοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με την προϋπόθεση ότι θα αποδεχθεί το χρονοδιάγραμμα το οποίο θέτουν από κοινού οι χώρες της Ένωσης για την προσαρμογή της στο κοινοτικό κεκτημένο.”

Είναι λοιπόν δυνατόν να είναι κανείς ειλικρινής φιλελεύθερος ακόμη και αν είναι ταυτόχρονα νεοφιλεύθερος. Όσο για τους αριστερούς, όταν πάψουν να είναι φιλελεύθεροι, δεν τους μένει παρά ο δρόμος των φαιοκόκκινων συμπτώσεων στον ανορθολογισμό και τον αντιδυτικισμό.

7 Νοεμβρίου 1999

Rendimento Mínimo, Bloco de Ezquerda και Dulce Pontes

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 7 Νοεμβρίου 1999)

Άρτι αφιχθείς από οκταήμερο ταξίδι στην Πορτογαλία, εξαιρετικά ωφέλιμο και ταυτόχρονα απρόσμενα σχεδόν τερπνόν, αποφάσισα να δοκιμάσω το πληκτρολόγιό μου στο λογοτεχνικό είδος του ταξιδιωτικού δοκιμίου. Προφανώς αστειεύομαι, αν και όχι εντελώς. Με κίνδυνο να μπω στα χωράφια του Ανταίου Χρυσοστομίδη (τον οποίο δεν γνωρίζω προσωπικά, αλλά από τότε, πριν πολλά χρόνια, που μου έδωσε τη συνήθεια να διαβάζω την Κυριακάτικη Αυγή από την τελευταία σελίδα διαπίστωσα ότι μας συνδέει μια δεύτερη πατρίδα και η κοινή αγάπη για τη λογοτεχνία της), ή του Βασίλη Πεσμαζόγλου (τον οποίο, αντίθετα, γνωρίζω αρκετά καλά ώστε να ξέρω ότι θα μου συγχωρέσει αυτή την εισβολή στο χώρο του ελεύθερου ρεπορτάζ των Ενθεμάτων τον οποίο εθιμικώ δικαίω κατέχει), προχωρώ χωρίς άλλες φλυαρίες στο θέμα.

Η Πορτογαλία δεν μου ήταν τελείως άγνωστη. Είχε τύχει να την επισκεφτώ για πρώτη φορά πριν από έξη χρόνια. Τότε η Λισσαβώνα μου είχε φανεί σαν μια αριστοκρατική κυρία, κάπως προχωρημένης ηλικίας και ίσως ξεπεσμένη κοινωνικά, μα πάντοτε γοητευτική παρόλα αυτά. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι με μοντέλα του ’60 ή του ’70 που μου θύμιζαν τα παιδικά μου χρόνια (θυμάστε τα Ford Taunus;). Οι άνθρωποι φτωχοί αλλά αξιοπρεπείς και σεμνοί, φιλόξενοι και απρόσβλητοι (ή μήπως απρόσβλητοι ακόμη;) από τον εκχυδαϊσμό της καθημερινής ζωής που συχνά συνοδεύει το μαζικό τουρισμό. Η σύγκριση με την Ελλάδα που τότε γνώριζα καλύτερα εκείνη της προηγούμενης δεκαετίας, αναπόφευκτη όσο και επώδυνη: αντί για την ευδαιμονία ενός καταναλωτισμού με δανεικά φαινόταν να κυριαρχεί η ηθική της σκληρής δουλειάς – όσο για τους κοινοτικούς πόρους, ήταν φανερό ότι χρηματοδοτούσαν σημαντικά έργα υποδομής, αντί να κατασπαταλώνται σε παραγωγικά ασήμαντες μα πολιτικά προσοδοφόρες ‘δράσεις’.

Αυτή τη φορά, η πόλη έμοιαζε να αναπνέει έναν άλλο αέρα: αυτοπεποίθησης, υπερηφάνειας, αισιοδοξίας για το μέλλον. Τι είχε μεσολαβήσει; Με κίνδυνο να φανώ διδακτικός, νομίζω ότι πρόκειται απλώς για τους καρπούς μιας πορείας σταθερής προόδου, ατομικής και συλλογικής ευημερίας. Τα εξωτερικά σημεία της ορατά δια γυμνού οφθαλμού: η νέα γέφυρα που ενώνει ανατολικότερα τις όχθες του Τάγου, ο νέος σιδηροδρομικός σταθμός κοντά στο αεροδρόμιο, οι εγκαταστάσεις της διεθνούς έκθεσης, το πολιτιστικό κέντρο της Μπελέμ, τα νέα κτίρια του κέντρου της πόλης και τα (περισσότερα) ανακαινισμένα των παραδοσιακών συνοικιών. Πέρα από αυτά (και πέρα από την άνοδο του εισοδήματος, εμφανή στα αυτοκίνητα, στα σπίτια και ακόμη στα ρούχα των ανθρώπων), η αίσθηση μιας χώρας συμφιλιωμένης με τον εαυτό της: με την πλάτη γυρισμένη σε ένα παρελθόν καθυστέρησης και καταπίεσης, οριστικό μέλος της οικογένειας των προηγμένων δημοκρατιών της Ευρώπης, με μια δυναμική οικονομία και μια ζωντανή κοινωνία των πολιτών.

Σύμφωνα με τη διεισδυτική ανάλυση του καθηγητή (και οικοδεσπότη μου) Pedro Hespanha σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Pùblico, τα αποτελέσματα των εκλογών της 10ης Οκτωβρίου οφείλονται ακριβώς σε αυτή την ικανοποίηση που συνορεύει επικίνδυνα με τον εφησυχασμό. Η σχεδόν γενική συναίνεση γύρω από τα κυριότερα ζητήματα, μαζί με τα πρόσφατα γεγονότα που ένωσαν ανθρώπους διαφορετικών πεποιθήσεων (η τραγωδία του Ανατολικού Τιμόρ αλλά και ο θάνατος της Amália Rodrigues, με το τριήμερο εθνικό πένθος που ακολούθησε), είχαν ως συνέπεια το μεγαλύτερο ποσοστό αποχής και το πιο προβλέψιμο εκλογικό αποτέλεσμα της 25ετούς ιστορίας της πορτογαλικής δημοκρατίας. Μόνο πέντε από τις 250 κοινοβουλευτικές έδρες άλλαξαν χέρια: όλες από το κεντροδεξιό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης (που ονομάζεται σοσιαλδημοκρατικό σε αυτή τη χώρα όπου το Σύνταγμα κάνει ρητή αναφορά στο σοσιαλισμό ως ‘αξία έμπνευσης’ του πολιτεύματος), δύο προς τους σοσιαλιστές (που όμως πάλι απέτυχαν να κερδίσουν την απόλυτη πλειοψηφία), μία προς τους κομμουνιστές και δύο προς το νεοεμφανισθέν ‘Μπλόκ της Αριστεράς’.

Αν και η νίκη των σοσιαλιστών επιβεβαίωσε τόσο την κυριαρχία τους στο πολιτικό σύστημα όσο και την ευρύτατη αποδοχή των θέσεών τους, το γεγονός ότι είναι και πάλι υποχρεωμένοι να σχηματίσουν κυβέρνηση μειοψηφίας δείχνει ότι το πρόγραμμά τους ελάχιστο ενθουσιασμό εμπνέει. Ως ένα βαθμό, αυτό είναι αποτέλεσμα της μετριοπάθειας των ηγετών τους: του Jorge Sampaio, Προέδρου της Δημοκρατίας, και του πρωθυπουργού António Guterres. Και οι δύο καθολικοί (ο δεύτερος μάλιστα έχει τον ίδιο εξομολογητή με τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης!), αισθάνθηκαν υποχρεωμένοι να διαχωρίσουν τη θέση τους από την επίσημη τοποθέτηση του κόμματος στο πρόσφατο δημοψήφισμα για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων επικαλούμενοι ‘λόγους συνείδησης’ – με αποτέλεσμα τη μετακίνηση μιας μικρής μα κρίσιμης μάζας ψηφοφόρων, αρκετής ώστε να στερήσει τη νίκη από την πλευρά που υποστηρίζει την τροποποίηση του σημερινού περιοριστικού καθεστώτος.

Πάντως, τα εκλογικά οφέλη των σοσιαλιστών σε βάρος του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος ήταν μεγαλύτερα από τις απώλειές τους υπέρ της αριστερής αντιπολίτευσης. Οι κομμουνιστές (παραδοσιακά οι πιο δογματικοί της Ευρώπης, μετά το ΚΚΕ) παρέμειναν κάτω του 10% των ψήφων, μακριά από το 20% των αρχών της προηγούμενης δεκαετίας. Αντίθετα, το ‘Μπλόκο της Αριστεράς’ με 1,8% και δύο βουλευτές ήταν η (μικρή) έκπληξη των εκλογών. Παρά τις καταβολές του στην εξωκοινοβουλευτική Αριστερά (πυρήνας του δείχνει να είναι η συμμαχία σταλινικών-τροτσκιστών: δεν μοιάζει με αστείο του Καλβίνο;), το ‘Μπλόκ’ υποστηρίζεται από τις κοινωνικές ομάδες που στην Ελλάδα εξέφραζε το ΚΚΕ Εσωτερικού: κάτοικοι των πόλεων, ριζοσπαστικοποιημένοι αστοί, διανοούμενοι με την ευρεία έννοια. Ως ρεφορμιστής εκ πεποιθήσεως εξακολουθώ να δυσπιστώ, αλλά ως καλοπροαίρετος άνθρωπος έχω φέρει ένα αντίγραφο του εκλογικού προγράμματος του κόμματος για περαιτέρω μελέτη με τη βοήθεια μιας παλιάς φίλης από το ‘Ρήγα’ που μιλά πορτογαλικά (Μαίρη, είναι μόνο πέντε σελίδες).

Αυτά περί ‘Bloco de Ezquerda’. Περί ‘Rendimento Mínimo’, το οποίο ήταν και ο σκοπός του ταξιδιού μου, υπόσχομαι (ή απειλώ, ανάλογα με το πώς το βλέπει κανείς) να γράψω την άλλη φορά. Όσο για τη γλυκύτατη Dulce Pontes, πρόκειται για τη μουσική (μου) ανακάλυψη των τελευταίων ετών: τραγουδίστρια των Fados (για πολλούς, διάδοχος της Amália Rodrigues), εκπρόσωπος του ‘νέου κύματος’ μαζί με τους Madredeus, με γοητευτική σκηνική παρουσία που ηλεκτρίζει το κοινό, η Dulce Pontes παραμένει ένα απλό κορίτσι που δουλεύει σκληρά, μελετά συνεχώς μουσική και δηλώνει ότι ‘της αρέσει να τραγουδά’. Και για να επιστρέψω στο σημείο από όπου ξεκίνησα: το τραγούδι της ‘A brisa do coracão’ (ένα από τα ωραιότερα της Dulce Pontes) γράφτηκε για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου ‘Ισχυρίζεται ο Περέιρα’ του Antonio Tabucchi, που κυκλοφορεί και στην Ελλάδα – σε μετάφραση, φυσικά, Ανταίου Χρυσοστομίδη. Μικρός που είναι ο κόσμος, ε;

10 Οκτωβρίου 1999

“Η γη μας είναι φιλόξενη” …

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 10 Οκτωβρίου 1999)

Τα σχολεία άνοιξαν στη γειτονική Ιταλία και μια παράδοση δεκαετιών θέλει τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να απευθύνει διάγγελμα στους πολίτες σε απευθείας ραδιοτηλεοπτική μετάδοση – το πρώτο διάγγελμα του νέου Προέδρου Carlo Azeglio Ciampi. Η εκλογή του πριν λίγους μήνες θεωρήθηκε μια επιτυχία της κεντροαριστερής πλειοψηφίας και ιδιαίτερα της αριστερής της συνιστώσας: είναι ο πρώτος μη καθολικός (δηλ. μη χριστιανοδημοκράτης) που εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας μετά το Sandro Pertini.

Ο Ciampi είναι γνήσιος αντιπρόσωπος της πολύχρωμης και γεμάτης ζωτικότητα κουλτούρας της ιταλικής αριστεράς: παρτιζάνος με το “Κόμμα της Δράσης” στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, “ανένταχτος” της μετροπαθούς αριστεράς στα μεταπολεμικά χρόνια, πρόεδρος της Τράπεζας της Ιταλίας στη δεκαετία του ’80, υπερκομματικός πρωθυπουργός της κυβέρνησης τεχνοκρατών (με την υποστήριξη της αριστεράς) μετά την κατάρρευση εν μέσω σκανδάλων της “Πρώτης Δημοκρατίας”, υπουργός εθνικής οικονομίας στις κυβερνήσεις Prodi και D'Alema.

Αρχιτέκτων της εξ αρχής ένταξης της Ιταλίας στην ΟΝΕ με μια πολιτική θεμελιωμένη στη συνεννόηση με τα συνδικάτα, εμπνευστής της “δημοσιονομικής πειθαρχίας με κοινωνική δικαιοσύνη” – ο νέος Πρόεδρος συγκεντρώνει την αγάπη του “λαού της αριστεράς”, αλλά και το σεβασμό ολόκληρου του πολιτικού φάσματος, από τον Berlusconi έως τον Bertinotti.

Στο διάγγελμά του λοιπόν – το οποίο παρακολούθησαν από το ραδιόφωνο στα σχολεία όλης της χώρας μαθητές και καθηγητές την πρώτη μέρα του σχολικού έτους – ο Ciampi διάβασε μια ομιλία σύντομη μα κάθε άλλο παρά εθιμοτυπική. Απευθυνόμενος στους μαθητές, αρκετοί από τους οποίους εγκαταλείπουν το σχολείο μετά το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης, τους θύμισε ότι “η δουλειά δεν είναι εναλλακτική στο σχολείο, μα καρπός ολοκληρωμένων σπουδών…η άνοδος της εκπαιδευτικής στάθμης είναι ο μόνος αληθινός τρόπος για να νικηθεί η ανεργία των νέων”. Απευθυνόμενος στους καθηγητές (“ίσως” γράφει η Reppublica “ιδίως στους αδιάφορους, στους θυμωμένους, σε όσους περιμένουν την πρόωρη συνταξιοδότηση”), τους κάλεσε να αναλογιστούν ότι “το σχολείο δεν είναι – δεν μπορεί να είναι – δουλειά χωρίς πάθος, χωρίς ψυχή…η επιτυχία ενός δασκάλου μετριέται με την επιτυχία των μαθητών του, καθώς αυξάνεται η γνώση και η σοφία τους, καθώς ωριμάζει η προσωπικότητά τους”.

Αναφερόμενος στη πρόσφατη μεταρρύθμιση του υπουργού Παιδείας Luigi Berlinguer – από το κόμμα των Δημοκρατών της Αριστεράς – πρόσφερε την υποστήριξή του (“είναι στη σωστή κατεύθυνση…πλησιάζουν το σχολείο στη ζωή και ευνοούν το αίσθημα ευθύνης”), μα πρόσθεσε: “καμιά μεταρρύθμιση δεν θα πετύχει πραγματικά χωρίς την πλήρη, πεπεισμένη και δημιουργική συμμετοχή όλων των πρωταγωνιστών – μαθητών, δασκάλων και γονέων”.
Όμως, ο πιο θερμός χαιρετισμός του νέου Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας ήταν για τους 83.000 μαθητές που είναι παιδιά μεταναστών. Σε μια χώρα όπου οι παραδόσεις της ηπιότητας και της φιλοξενίας δοκιμάζονται από την ανησυχία και το φόβο που προκαλεί η αύξηση της εγκληματικότητας, ο Carlo Azeglio Ciampi έριξε το βάρος του προσωπικού του κύρους και του θεσμικού του αξιώματος σε ένα κήρυγμα γαλήνης και ανοχής:

“Στα θρανία των σχολείων μας κάθονται όλο και περισσότερα αγόρια και κορίτσια, παιδιά οικογενειών που έχουν μεταναστεύσει στην Ιταλία. Τους στέλνω, όπως στέλνω σε όλους σας, ένα χαιρετισμό φιλίας. Η Ιταλία είναι γη φιλόξενη. Η ιστορία μας είναι κόρη της συνάντησης διαφορετικών λαών. Γνωρίζουμε ότι τα κράτη που αποδεικνύονται ικανά να υποδέχονται και να ενσωματώνουν διαφορετικές κοινότητες είναι πάντα τα πιο πλούσια, τα πιο ελεύθερα…Οι μετανάστες είναι για τη χώρα μας κεφάλαιο, όπως ήταν στο παρελθόν τα εκατομμύρια Ιταλών για τις χώρες που τους φιλοξένησαν”.

Αυτονόητα όλα αυτά; Μπορεί, αλλά όχι λιγότερο πολύτιμα για αυτό!

1 Σεπτεμβρίου 1999

«Η αναποδογυρισμένη ουτοπία» του Norberto Bobbio

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κοινωνία Πολιτών» (τεύχος 3, φθινόπωρο 1999)


Η αναποδογυρισμένη ουτοπία

Δέκα χρόνια από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, δημοσιεύουμε ένα κείμενο του ιταλού φιλοσόφου Norberto Bobbio (γνωστού στην Ελλάδα κυρίως μετά την επιτυχία του βιβλίου του με τίτλο "Αριστερά και Δεξιά"), το οποίο γράφτηκε εν θερμώ και δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο του τρομερού 1989, στη μόνιμη στήλη που μέχρι πρόσφατα διατηρούσε ο συγγραφέας στην καθημερινή εφημερίδα του Τορίνο La Stampa.

O Bobbio, που δεν υπήρξε ποτέ κομμουνιστής αλλά ανήκε πάντοτε στην Αριστερά, ισχυρίζεται στο κείμενο που ακολουθεί ότι η πτώση του κομμουνισμού έθεσε τέρμα στο μεγάλο εργαστήριο ενός ανθρώπινου ιδεώδους αιώνων που αντιτάχθηκε στην ατομική ιδιοκτησία.


Δεν υπάρχει τίποτε καινούργιο στην τάση συσχέτισης φασισμού και κομμουνισμού και από κοινού καταγγελίας τους. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η λέξη "ολοκληρωτισμός" επινοήθηκε ως ιστορικός και πολιτικός όρος για να καλύψει και τους δύο. Ήταν φυσικό το θέμα να επανέλθει και να καταστεί αντικείμενο νέων και έντονων συζητήσεων με την καταστροφική κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων στην Ευρώπη. Εκείνοι που κάποτε επετίθεντο εναντίον του "σοσιαλφασιστικού" ή "εθνικοσοσιαλιστικού" εχθρού είναι προορισμένοι με τη σειρά τους να δεχθούν επίθεση από τους σημερινούς εχθρούς του "κομμουνιστοφασισμού".

Το εκπληκτικό είναι, όμως, ότι ενώ πολλοί υπογραμμίζουν τις αναμφισβήτητες αναλογίες όσον αφορά τις δομές εξουσίας -περισσότερο κατεστρεπτικές μάλιστα στην περίπτωση της Σοβιετικής Ένωσης αφού το σύστημα εκεί διήρκεσε περισσότερο από τα 12 χρόνια των Nαζί- λησμονούν ότι, αντίθετα με το φασισμό, ο κομμουνισμός υπήρξε ως ιδανικό για 2.000 χρόνια στην Iστορία του δυτικού κόσμου. Εάν δεν ληφθεί υπ' όψιν αυτή η διαφορά, είναι δύσκολη η κατανόηση της τεράστιας ιστορικής σημασίας του τι συνέβη, καθώς και πολλών από τις αντιδράσεις που το γεγονός αυτό θα συνεχίσει να προκαλεί.

Για κάποιον που κοιτάζει το θέμα από τη σκοπιά της Iστορίας της ανθρώπινης σκέψης, ο φασισμός και ο κομμουνισμός δεν μπορούν να συγκριθούν καθόλου. Μπορεί κανείς να γράψει μια ιστορία των κομμουνιστικών ιδεών πηγαίνοντας μέχρι τον Πλάτωνα - μερικές τέτοιες ιστορίες έχουν ήδη γραφτεί. Αλλά μια ιστορία των φασιστικών ιδεών δεν θα μπορούσε να πάει πολύ μακρύτερα από την καταγωγή του εθνικισμού και των ρατσιστικών θεωριών του 19ου αιώνα.

Το κομμουνιστικό ιδεώδες αφορά το σχηματισμό μιας κοινωνίας ριζικά διαφορετικής από όσες προηγήθηκαν, μιας κοινωνίας βασισμένης στην κατάργηση της ιδιωτικής περιουσίας. Η τελευταία κατηγορείται ως η αιτία όλων των κακών που πλήττουν την ανθρωπότητα, από τις ελάσσονες αντιδικίες έως τους μεγάλους πολέμους που αναστάτωσαν τον κόσμο. Αφορά επίσης την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος βασισμένου στην κοινοκτημοσύνη, αν όχι όλων των αγαθών, τουλάχιστον εκείνων που αποτελούν τις κύριες πηγές πλούτου και κυριαρχίας του ανθρώπου στον άνθρωπο. Καλώς ή κακώς, αυτό είναι ο κομμουνισμός.

Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι ο κομμουνισμός είναι ένα ιδανικό το οποίο αναζητήθηκε για αιώνες από φιλόσοφους, πολιτικούς, συγγραφείς, ακόμη και θεολόγους, ούτε ότι ήταν το κύριο θέμα σε όλες τις φανταστικές ουτοπικές πόλεις που πολλοί ονειρεύτηκαν κατά την Αρχαιότητα, στη διάρκεια της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού. Oύτε μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι είναι αδύνατο να πεις το ίδιο για το φασισμό και το ναζισμό.

Πριν από το 1917, το κομμουνιστικό ιδανικό δεν είχε ποτέ τεθεί σε εφαρμογή, παρά μόνο σε μικρές κοινότητες, όπως σε μονές, όπου τα άτομα υποτάσσονταν εθελοντικά σε καθεστώς κοινοκτημοσύνης. Η Ρωσική Επανάσταση σημάδεψε την αρχή της πρώτης μείζονος απόπειρας να οικοδομηθεί μια κομμουνιστική κοινωνία με την αυθεντική σημασία του όρου: μια κοινωνία όπου η ατομική ιδιοκτησία θα καταργείτο και θα αντικαθίστατο με τη σχεδόν πλήρη κολλεκτιβοποίηση σε μια χώρα με πληθυσμό εκατομμυρίων.

Tα παραπάνω εξηγούν τόσο τον ενθουσιασμό που εκδηλώθηκε για τον κομμουνισμό σε όλο τον κόσμο όσο και την απόλυτα εξαιρετική σημασία της αποτυχίας του κομμουνισμού, η οποία δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να συγκριθεί με την πτώση του φασισμού. Η ήττα του φασισμού και του ναζισμού ήταν απλώς ένα επεισόδιο, αν και δραματικό, σε αυτό που ονομάστηκε ευρωπαϊκός εμφύλιος πόλεμος και διήρκεσε το μεγαλύτερο μέρος του αιώνα, από το 1914 έως το 1991. Eνώ για όσους θεωρούν την ήττα του κομμουνισμού ως μόνιμη, αποτελεί κοσμοϊστορικό γεγονός. Αντιπροσωπεύει το τέλος ενός ανθρώπινου, κοινωνικού και ιστορικού ιδεώδους το οποίο για αιώνες ενέπνευσε ιδιαίτερα προγράμματα ριζικής μεταρρύθμισης, καθώς και τα συλλογικά επαναστατικά κινήματα τα οποία σχηματίστηκαν για να τα επιβάλουν. Το ιδεώδες αυτό δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ στην πράξη μέχρι την Oκτωβριανή Επανάσταση.

Η πτώση των φασιστικών καθεστώτων θέτει μερικά σοβαρά ερωτήματα στους ιστορικούς, ωστόσο όχι τόσο σοβαρά ώστε να εγείρουν ζητήματα οικουμενικής φύσης. Όμως, η πτώση του κομμουνισμού θέτει σειρά ερωτημάτων που αφορούν θέματα οικουμενικά: είναι πράγματι εφικτή μια κοινωνία βασισμένη στην κοινοκτημοσύνη; Kαι εάν είναι εφικτή, είναι επιθυμητή; Mπορεί να θεωρηθεί ότι η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων αποτελεί απόδειξη ότι ίσως να ήταν εφικτά, αλλά δεν ήταν τόσο επιθυμητά; Για όσους επιμένουν ότι δεν ήταν επιθυμητά, το ερώτημα παραμένει: είναι το μόνο δυνατό είδος κομμουνισμού ο κομμουνισμός που εφαρμόστηκε; Και γενικότερα, τι θέση υπάρχει για ουτοπικά οράματα στην Iστορία του πραγματικού κόσμου;

Έχει ειπωθεί πολλές φορές ότι τα ουτοπικά οράματα δεν είναι εφαρμόσιμα ή ότι μπορούν να επιτευχθούν μόνο με τη βία -"τη μαμμή της Iστορίας"- και με τίμημα τη θυσία της ατομικής ελευθερίας. Αλλά αυτή ήταν μια αντίρρηση βασισμένη σε μια υποτιθέμενη γνώση της ανθρώπινης φύσης. Μετά από όσα συνέβησαν, αφού μια -ίσως άνευ προηγουμένου- βίαιη και δεσποτική εξουσία κυβέρνησε μια απέραντη χώρα για τόσο καιρό στο όνομα του κομμουνισμού, ίσως δεν είναι πλέον καθαρή θεωρία να διαπιστώσει κανείς ότι ο ριζικός μετασχηματισμός μιας κοινωνίας δεν είναι ούτε εφικτός ούτε επιθυμητός. Η ανθρώπινη φύση αποδείχθηκε αληθινά αδάμαστη.

Έχουν υπάρξει χιλιάδες αντιρρήσεων σε αυτό το ιδεώδες, και όχι μόνο στη σύγχρονη εποχή. Στην Oυτοπία του Thomas Moor, ο ταξιδιώτης που ανακάλυψε το ευτυχισμένο νησί, όπου η κοινοκτημοσύνη εφαρμόζεται πιστά, ερωτάται: "Δεν μπορείς να ζήσεις καλά σε έναν τόπο όπου τα πάντα είναι κοινά. Πώς μπορείς να έχεις αφθονία προϊόντων εάν όλοι προσπαθούν να αποφύγουν την εργασία, επειδή δεν παρακινούνται από σκέψεις προσωπικού οφέλους και επειδή η πίστη στην εργατικότητα των άλλων τους κάνει οκνηρούς;" Η ερώτηση είναι δόλια. Αλλά ο ταξιδιώτης δεν δυσκολεύεται να δώσει απάντηση: "Μιλάς έτσι επειδή δεν έχεις δει αυτό που θα έβλεπες εάν ήσουν μαζί μου στην Oυτοπία" λέει.

Εδώ βρίσκεται η πραγματική αλλαγή που επήλθε από τότε που το μεγαλειώδες και τραγικό πείραμα του κομμουνισμού τέθηκε σε εφαρμογή. Είναι αδύνατο πλέον να δώσει κανείς τέτοια απάντηση. Αντιμέτωπος με την αντίρρηση "μπορεί να είναι έτσι, αλλά δεν το πιστεύω", κανείς από όσους επισκέφθηκαν μια κομμουνιστική χώρα δεν μπορεί πλέον να πει "έλα να δεις και μετά μιλάς".

Στο παρελθόν, πολλοί πίστευαν ότι έβλεπαν πράγματα που στην πραγματικότητα δεν υπήρχαν. Πολλοί συνέχισαν να πιστεύουν ακόμη και αφού είχαν δει. Πολλοί είδαν και σταμάτησαν να πιστεύουν, αλλά παρηγορούσαν τον εαυτό τους λέγοντας: "Δεν υπήρξε ποτέ κομμουνισμός στη Σοβιετική Ένωση". Κανείς μα κανείς δεν μπορεί τώρα να μιμηθεί τον ταξιδιώτη και να πει "Εάν ήσουν στην Oυτοπία μαζί μου, θα ήσουν οπωσδήποτε πρόθυμος να παραδεχτείς ότι δεν είδες πουθενά ένα λαό που κυβερνάται τόσο καλά". Που κυβερνάται τόσο καλά! O ταξιδιώτης ήταν σε θέση να δώσει μια τέτοια απάντηση γιατί το ευτυχισμένο νησί ήταν φανταστικό.

Μετά από όσα συνέβησαν, δεν αρκεί να πεις ότι δεν υπήρξε ποτέ κομμουνισμός στη Σοβιετική Ένωση. Αυτό παραείναι εύκολο. Πρέπει να πεις γιατί, και να προτείνεις άλλους δρόμους που πρέπει να πάρεις ώστε να αποφύγεις παλιά λάθη. Δεν ξέρω αν υπάρχει κανείς σήμερα που να μπορεί να δώσει απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα. Πάντως, για να γυρίσω εκεί απ' όπου άρχισα, ένα πράγμα μου φαίνεται βέβαιο: είναι τελείως άχρηστο να προσπαθεί κανείς να καταργήσει τέτοιες αβεβαιότητες συγκρίνοντας τον κομμουνισμό με το φασισμό.

18 Ιουλίου 1999

Τα αεροπλάνα ανήκουν στους επιβάτες τους!

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 18 Ιουλίου 1999)

Τα πρώτα πράγματα που δημιουργεί ένα νέο κράτος είναι μια σημαία, ένας εθνικός ύμνος και μια αεροπορική εταιρεία – είχε γράψει κάποτε ο Eric Hobsbawm, ο μεγαλύτερος κατά πάσα πιθανότητα εν ζωή ιστορικός. Το ελληνικό κράτος δεν είναι πια νέο, όμως η συμβολική φόρτιση του ζητήματος της Ολυμπιακής παραμένει αρκετά μεγάλη ώστε να δυσκολεύει μια νηφάλια συζήτηση για το μέλλον της εταιρείας. Και όμως, ακριβώς μια νηφάλια συζήτηση (θα πρόσθετα: μεταξύ ενηλίκων) είναι σήμερα περισσότερο απαραίτητη από ποτέ.

Ας ξεκινήσουμε από τα βασικά: χρειαζόμαστε στα αλήθεια έναν ‘εθνικό αερομεταφορέα’; θα ήταν πράγματι καταστροφή αν δεν υπήρχε Ολυμπιακή; και εάν υπάρχει, πρέπει υποχρεωτικά να είναι δημόσια; Νομίζω ότι οποιοσδήποτε μη κρατιστής αριστερός με στοιχειώδεις γνώσεις οικονομικών θα έδινε τις εξής μονολεκτικές απαντήσεις: ‘μάλλον όχι’, ‘σίγουρα όχι’ και ‘όχι κατ’ ανάγκη’ (με τη σειρά εκφώνησης).

Το καλό με τις μονολεκτικές απαντήσεις είναι ότι επιτρέπουν σε αναγνώστες των Ενθεμάτων που παραμένουν κρατιστές αριστεροί (ή κρατιστές σκέτο) να γυρίσουν σελίδα μέχρι να βρουν κάτι περισσότερο του γούστου τους. Στους υπόλοιπους, όσους κατάφεραν να φθάσουν μέχρι εδώ, χρωστώ μια κάπως πιο αναλυτική απάντηση.

Λοιπόν, ζήτημα πρώτο (για να είμαστε στο κλίμα των ημερών). Σε τι χρησιμεύει ένας εθνικός αερομεταφορέας; Εδώ συνήθως γράφονται και λέγονται οι πιο απίστευτες ανοησίες, όπως και προ ετών με το θέμα του ΟΤΕ: ότι δήθεν διακυβεύεται η εθνική άμυνα, η κρατική ασφάλεια, κ.ο.κ. Η ιδέα ότι η ΕΥΠ ή δεν ξέρω ποιος άλλος (πρέπει να) παρακολουθεί τα τηλέφωνά μας και ενδεχομένως (πρέπει να) τα χρησιμοποιεί για λόγους (αντι-)κατασκοπείας μου προκαλεί ένα μείγμα αποστροφής μα και ιλαρότητας (δικά τους συστήματα επικοινωνιών δεν έχουν;). Παρομοίως, η ιδέα ότι τα αεροπλάνα της Ολυμπιακής επιτελούν κάποιο αδιευκρίνηστο έργο στρατιωτικής φύσεως την ώρα που εμείς νομίζουμε ότι απλώς πετάμε από το σημείο Α στο σημείο Β, μάλλον πλήττει (και άλλο) την αξιοπιστία της ως αερομεταφορέα χωρίς άλλους επιθετικούς προσδιορισμούς: δεν νομίζω ότι ο μέσος επιβάτης θα συναινούσε σε κάτι τέτοιο στην απίθανη περίπτωση που ζητούσε κανείς τη γνώμη του.

Εάν αφήσουμε τους δήθεν ‘εθνικούς’ λόγους τι άλλο μένει; Κατ’ αρχήν ο παραπλήσιος λόγος του εθνικού φιλότιμου, τον οποίο αντιπαρέρχομαι ως ελαφρώς διεστραμμένο: οι Αμερικανοί δεν έχουν εθνικό αερομεταφορέα (εκτός των F-16), ούτε και οι πιο φιλήσυχοι Σκανδιναβοί που μοιράζονται μεταξύ τους μια και μόνο αεροπορική εταιρεία (την SAS). Όμως, πέρα από αυτά τα μάλλον αφελή επιχειρήματα (μπορεί και αντεπιχειρήματα), υπάρχει ένα πιο σοβαρό: η ανάγκη συγκοινωνιακής σύνδεσης των απομακρυσμένων περιοχών, συνήθως νησιών.

Πρόκειται για πραγματικό πρόβλημα. Ωστόσο, η συχνή αεροπορική σύνδεση με την Αθήνα δεν είναι περισσότερο ζωτική από ό,τι η εύκολη πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες, σχολεία, κέντρα υγείας κτλ. επί τόπου ή σε κάποιο γειτονικό νησί. Ούτως ή άλλως, το πρόβλημα της αεροπορικής σύνδεσης με απομακρυσμένα νησιά λύνεται και με προγραμματικές συμβάσεις, επιδοτήσεις ναύλων κ.ο.κ. προς όποια αεροπορική εταιρεία κερδίσει το σχετικό διαγωνισμό ακόμη και χωρίς εθνικό αερομεταφορέα. Το ίδιο ισχύει πολύ περισσότερο για τις ακτοπλοϊκές συνδέσεις: καλό το αεροπλάνο, αλλά εάν το καράβι έρχεται μια φορά την εβδομάδα … Επί πλέον, η μέθοδος των επιδοτήσεων είναι περισσότερο διαφανής: εάν το ζήτημα είναι η άγονη γραμμή ευχαρίστως να πληρώσουμε, αλλά να ξέρουμε και πόσο μας κοστίζει.

Ζήτημα δεύτερο. Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει ότι η ανάθεση της διαχείρισης στη Speedwing στοχεύει στην εξυγίανση και ανάπτυξη της Ολυμπιακής, όχι στη συρρίκνωσή της, και δεν έχω λόγο να αμφιβάλλω για τις προθέσεις. Όμως, εάν ανάπτυξη σημαίνει πάση θυσία αγκίστρωση στο σημερινό, ελαφρώς ‘μεγαλοϊδεατικό’ πρόγραμμα πτήσεων (‘ΟΑ των 5 ηπείρων’, ‘γέφυρα 18 εκατομμυρίων Ελλήνων’ και τα συναφή), μου φαίνεται πολύ προτιμότερη η συρρίκνωση. Πράγματι, θεωρώ ελκυστικότερη την ιδέα μιας εταιρείας που επικεντρώνεται σε γραμμές που είναι κερδοφόρες, ή τουλάχιστον κοινωνικά επωφελείς (βλέπε προηγούμενο επιχείρημα περί απομακρυσμένων νησιών). Μια μικρή πλην τίμια Ολυμπιακή, μέρος μιας διεθνούς συμμαχίας αεροπορικών εταιρειών, έχει μια ευκαιρία να επιβιώσει. Αν δεν την αξιοποιήσει ούτε αυτή, θα πρέπει να αρχίσουμε να συνηθίζουμε στην ιδέα μιας Ελλάδας χωρίς Ολυμπιακή. Σε τέτοια περίπτωση, ο ιστορικός του μέλλοντος θα διαπιστώσει ότι στη ‘μακρά διάρκεια’ η υπόθεση του εθνικού αερομεταφορέα ήταν απλώς μια ολιγόχρονη παρένθεση – κατά κοινή ομολογία μάλιστα, όχι ιδιαίτερα ευτυχής.

Ζήτημα τρίτο και τελευταίο: ακόμη και εάν η Ολυμπιακή εξακολουθήσει να υπάρχει, πρέπει υποχρεωτικά να είναι δημόσια; Η επιχειρηματική δράση του κράτους σπανίως είναι επιτυχής, εκτός εάν επικρατούν συνθήκες ‘φυσικού μονοπωλίου’, οπότε η κρατική ιδιοκτησία (μπορεί να) εξασφαλίζει καλύτερα την προστασία του καταναλωτή και την πληρέστερη αξιοποίηση των παραγωγικών πόρων. Για αυτό και η ιδιωτικοποίηση των σιδηροδρόμων σχεδόν σίγουρα θα οδηγούσε σε ακριβότερα εισιτήρια ή και χειρότερη εξυπηρέτηση – εξ άλλου, τα τραίνα δεν κάνουν προσπεράσεις. Τέτοιοι περιορισμοί, όμως, δεν υφίστανται στην αγορά αεροπορικών μετακινήσεων, ή είναι λιγότερο … περιοριστικοί. Πράγματι, σε συνθήκες ανταγωνισμού και ανοιχτής αγοράς μια ιδιωτική εταιρεία συνήθως τα καταφέρνει καλύτερα, όπως δείχνει και το παράδειγμα της ίδιας της British Airways άλλωστε. Ούτε βέβαια λείπουν από την άλλη και τα αντίστοιχα παραδείγματα καλών αεροπορικών εταιρειών που παραμένουν δημόσιες. Προσοχή όμως: για να επιβιώσουν εταιρείες όπως π.χ. η Air France χρειάστηκε να λειτουργήσουν με κριτήρια σχεδόν αμιγώς ‘ιδιωτικοοικονομικά’, υπερνικώντας από τη μια τους πειρασμούς για πελατειακή ‘αξιοποίηση’ της εταιρείας από την εκάστοτε κυβέρνηση, και από την άλλη την επιμονή του προσωπικού στην υπεράσπιση αδικαιολόγητων εργασιακών και ασφαλιστικών προνομίων. Η ανάγκη συμβιβασμών μπορεί να εξασφάλισε την εργασιακή ειρήνη (και την ομαλή διεξαγωγή του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου πέρυσι το καλοκαίρι), αλλά πέραν αυτού μετέθεσε απλώς το πρόβλημα για αργότερα.

Ωστόσο, αν και το δίλημμα ‘δημόσιες ή ιδιωτικές αεροπορικές εταιρείες’ παραμένει σχετικά ανοιχτό σε θεωρητικό επίπεδο, η συγκεκριμένη εμπειρία της Ολυμπιακής δεν αφήνει πολλά περιθώρια για δισταγμούς. Η ιστορική διαδρομή της δείχνει πώς μια εταιρεία που αρχικά είχε κρατικοποιηθεί στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος, μετατράπηκε πρώτα σε προνομιακό πεδίο όλο και πιο ξέφρενων πελατειακών πρακτικών, για να καταλήξει μετά σε ‘κράτος εν κράτει’, με δικούς της κανόνες λειτουργίας, αδιάφορη αν όχι εχθρική προς τους επιβάτες – η εξυπηρέτηση των οποίων υποτίθεται ότι είναι ο λόγος ύπαρξής της.

Η παρατεταμένη κρίση της Ολυμπιακής φαίνεται να μπαίνει πλέον σε ένα δρόμο ‘επίλυσης’, με την έννοια της μετάβασης από τη σημερινή κατάσταση αργής μα σταθερής παρακμής προς κάποια άλλη, τα χαρακτηριστικά της οποίας προς το παρόν παραμένουν άγνωστα. Η έκβαση της κρίσης είναι αβέβαιη αλλά όχι και ανεξέλεγκτη, αφού συναρτάται με τις στρατηγικές των εμπλεκομένων μερών και συνεπώς επιδέχεται χειρισμών και παρεμβάσεων.

Όσον αφορά τη στάση του συνδικάτου, οι στρατηγικές επιλογές που ανοίγονται είναι σε γενικές γραμμές δύο. Από τη μια, αγκίστρωση στο σημερινό καθεστώς και τυφλή καταγγελία κάθε μεταβολής. Από την άλλη, παραδοχή της αναγκαιότητας βαθιών αλλαγών και συμμετοχή σε μια συμφωνημένη πορεία αναμόρφωσης. Η πρώτη στρατηγική ίσως εξασφαλίσει βραχυπρόθεσμα τη διατήρηση των ‘κεκτημένων’ τμήματος του προσωπικού, αλλά οδηγεί μακροπρόθεσμα στην πιο γρήγορη – και πιο οδυνηρή για το σύνολο των εργαζομένων – παρακμή της εταιρείας. Η δεύτερη δίνει στο συνδικάτο το διαπραγματευτικό πλεονέκτημα αλλά και το ηθικό δικαίωμα να διεκδικήσει ελαχιστοποίηση και δίκαιη κατανομή του κόστους προσαρμογής μεταξύ των εργαζομένων. Η ευθύνη της απόφασης βαρύνει τους ίδιους, αλλά οι συνέπειές της μας αφορούν όλους.

6 Ιουλίου 1999

Εικονικές απεργίες

Γράφτηκε για την «Αυγή» (Ιούλιος 1999) - δεν δημοσιεύτηκε ποτέ

Συμβαίνουν και εις Παρισίους, ή τουλάχιστον εις … Ρώμην: μια σειρά απεργιών, στην αρχή των οδηγών ταξί και στη συνέχεια των οδηγών λεωφορείων, προκάλεσαν, όπως αναμενόταν, συμφόρηση στις κυκλοφοριακές αρτηρίες της πόλης. Ο δήμαρχος Rutelli, εκλεγμένος με τα ψηφοδέλτια της Αριστεράς (όλης της Αριστεράς), αντέδρασε στην αναγγελία νέας απεργίας, αυτή τη φορά λίγο πριν τις γιορτές των Χριστουγέννων, εκφράζοντας την δυσαρεσκειά του: ‘κανείς δεν δικαιούται να θέτει υπό ομηρία την πόλη’. Ο αρμόδιος νομάρχης φάνηκε να κλίνει προς μια νομική πράξη η οποία θα υποχρέωνε τους εργαζομένους να αναβάλουν την κινητοποίηση για μετά τις γιορτές. Το θέμα βρίσκεται σε εξέλιξη.

Στο σημείο αυτό σταματούν οι αναλογίες με όσα συμβαίνουν στη χώρα μας: μεσούσης της κρίσης, η εργατική συνομοσπονδία της Αριστεράς (όλης της Αριστεράς) CGIL παρενέβη με δηλώσεις του περιφερειακού γραμματέα του συνδικάτου κοινής ωφελείας Ottavi. Ο εν λόγω συνδικαλιστής, σε ελεύθερη απόδοση, είπε ότι οι απεργίες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν πλήττουν τόσο την ‘εργοδοσία’ όσο τους πολίτες που χρησιμοποιούν δημόσιες υπηρεσίες, και για αυτό κινδυνεύουν να αποξενώνουν τους απεργούς από την κοινή γνώμη. Εάν το δικαίωμα των εργαζομένων στην απεργία είναι ιερό, άλλο τόσο ιερό είναι το δικαίωμα των κατοίκων στη συγκοινωνία, των ασθενών στην περίθαλψη, των μαθητών στην εκπαίδευση κ.ο.κ. Κατά συνέπεια, το συνδικάτο αναζητά μορφές διεκδίκησης που να του επιτρέπουν να ασκεί πίεση στις αρμόδιες αρχές κερδίζοντας ταυτόχρονα την υποστήριξη της κοινής γνώμης.

Μα υπάρχουν στ’ αλήθεια τέτοιες μορφές διεκδίκησης; Ο Ιταλός συνδικαλιστής επανέφερε μια ιδέα που είχε ρίξει νωρίτερα στη συζήτηση ο γενικός γραμματέας της CGIL Cofferati περί ‘εικονικής απεργίας’. Λοιπόν, η ιδέα αυτή εξειδικεύεται για την κοινή ωφέλεια ως εξής: (α) οι εργαζόμενοι θα απεργούν δουλεύοντας κανονικά (β) κατά τη διάρκεια της απεργίας ο μισθός τους θα καταβάλλεται όχι στους ίδιους αλλά σε ένα κοινό ταμείο (γ) η διοίκηση της δημόσιας επιχείρησης θα υποχρεώνεται να καταβάλει στο ίδιο κοινό ταμείο το τριπλάσιο του ποσού που κατέβαλαν οι ‘εικονικά’ απεργούντες.

Με το νέο ‘σύστημα’, είπε ο Ottavi, η διαμάχη μπορεί να επιλυθεί σε ήρεμη ατμόσφαιρα, το κύρος του συνδικάτου στην κοινή γνώμη αυξάνεται, ενώ οι εργαζόμενοι έχουν την ευκαιρία να επιδείξουν λίγη έμπρακτη αλληλεγγύη με τα έσοδα του κοινού ταμείου. Πώς δηλαδή; Για παράδειγμα, αγοράζοντας ένα ασθενοφόρο, ένα πυροσβεστικό όχημα, ένα λεωφορείο κτλ. με χορηγία του οιονεί ‘απεργιακού ταμείου’. Μάλιστα.

Υποθέτω ότι στη σπάνια περίπτωση που κάποιο από τα συνδικαλιστικά στελέχη της εγχωρίου Αριστεράς (τα οποία άλλωστε, κατά διαβολική σύμπτωση, προέρχονται σχεδόν αποκλειστικά από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα) διαβάζει αυτές τις γραμμές θα κουνάει με περιφρόνηση το κεφάλι του: ορίστε που οδηγούν δεκαετίες και δεκαετίες ρεβιζιονισμού. Πράγματι, μια τέτοια καινοτόμα μορφή διεκδίκησης δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την κουλτούρα του συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα, όπου η επιτυχία μιας κινητοποίησης κρίνεται κυρίως από το βαθμό κατά τον οποίο καταφέρνει να βυθίσει στο χάος την πόλη (ή τη χώρα).

Έτσι κάνουν όλοι: οι αγρότες κλείνουν τους δρόμους, οι τελωνειακοί τα σύνορα, οι δημοτικοί υπάλληλοι απειλούν να απεργήσουν στη διάρκεια των εκλογών, οι καθηγητές στη διάρκεια των εξετάσεων, οι ελεγκτές εναερίου κυκλοφορίας κατεβάζουν τους διακόπτες στην περίοδο των γιορτών, η ΓΕΝΟΠ κόβει το ρεύμα το χειμώνα κ.ο.κ. ‘Όλοι’ τρόπος του λέγειν δηλαδή: στη χώρα μας απεργούν μόνο όσοι έχουν εκ των προτέρων εξασφαλίσει ατιμωρησία - αυτοί που άλλοι, πιο κακοήθεις από εμένα, ονομάζουν ‘τζάμπα μάγκες’.

Κάπως έτσι αδειάζει από περιεχόμενο μια λέξη. Κάποτε όσοι απεργούσαν ρίσκαραν το άτομό τους στο όνομα μιας κοινής υπόθεσης. Τώρα - στο όνομα του άκρατου εγωισμού της ομάδας - ρισκάρουν μόνο τον εξευτελισμό μιας ιδέας: του κοινού συμφέροντος, της συλλογικότητας. Πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήνει κανείς στα χέρια ‘επαναστατών’ του γλυκού νερού.

23 Μαΐου 1999

Κοινωνική δαπάνη στην Ελλάδα - Ο μύθος της υστέρησης και η επικαιρότητα της μεταρρύθμισης

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 23 Μαΐου 1999)

Όπως τόσα άλλα πράγματα στη χώρα μας, η δημόσια συζήτηση για την κοινωνική πολιτική συχνά καταφεύγει σε ‘βεβαιότητες’ που με προσεκτικότερη εξέταση αποδεικνύονται απλώς μύθοι. Ένας από τους ευρύτερα διαδεδομένους και βαθύτερα ριζωμένους μύθους είναι αυτός της ‘υστέρησης’ της κοινωνικής δαπάνης στην Ελλάδα έναντι της αντίστοιχης στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ο μύθος μετατρέπεται σε μια πραγματική ‘ιεροτελεστία της άνοιξης’ κάθε Απρίλη, όταν η Eurostat (στατιστική υπηρεσία της Ε.Ε.) δημοσιεύει τις σχετικές συγκρίσεις. Αυτό που ακολουθεί έχει όλα τα γνωρίσματα μιας τελετουργίας: έγκυρες εφημερίδες τιτλοφορούν τα σχετικά ρεπορτάζ με φράσεις όπως ‘ουραγοί στην Ευρώπη’, η (αριστερή, αλλά όχι μόνο) αντιπολίτευση τρίβει τα χέρια της και κατακεραυνώνει την ‘κοινωνική αναλγησία’ της κυβέρνησης, ενώ η τελευταία απαντά με αναδρομές στις ιστορικές και άλλες ιδιαιτερότητες της χώρας (‘όταν οι άλλοι έχτιζαν κράτος πρόνοιας εμείς είχαμε εμφύλιο’) και απαριθμεί τις πρωτοβουλίες που έχει (ή πρόκειται να) αναλάβει για να μειώσει την απόσταση που μας χωρίζει από την υπόλοιπη Ευρώπη. Κάθε χρόνο, με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια, έτσι που αν κάποιος έχει ξαναδεί το ‘έργο’ να μπορεί να προφέρει τα λόγια των πρωταγωνιστών προτού αυτά βγουν από τα χείλη τους.

Το ότι πρόκειται περί μύθου, πράγμα που μερικοί υποψιάζονταν από καιρό, το επιβεβαιώνουν τα ίδια τα στοιχεία της Eurostat στην τελευταία τους έκδοση, για το 1996, όπου οι στατιστικές για την Ελλάδα προκύπτουν από την εφαρμογή (για πρώτη φορά …) της κοινής μεθοδολογίας που ακολουθούν οι άλλες χώρες. Σύμφωνα λοιπόν με αυτά τα στοιχεία, η κοινωνική δαπάνη στην Ελλάδα το 1996 έφθασε το 23.3% του εθνικού εισοδήματος, κάτω από το μέσο όρο των 15 κρατών μελών (28.7%) αλλά πάνω από την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία, ακόμη και την Ισλανδία (που δεν είναι στην Ε.Ε., αλλά στέλνει στοιχεία ως μέλος της ‘Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ζώνης’), δηλ. χώρες σαφώς πλουσιότερες από τη δική μας. Απίστευτο και όμως αληθινό; Ίσως, μα καλύτερα να το ‘χωνέψουμε’ όλοι ώστε να ξέρουμε για τι ακριβώς μιλάμε.

Η επίδραση των νέων στοιχείων στη δημόσια συζήτηση για την κοινωνική πολιτική προς το παρόν δείχνει μηδαμινή: οι ανακοινώσεις των κομμάτων και τα ρεπορτάζ των ανταποκριτών φαίνεται να διαπνέονται ακόμη από την παλιά, γνώριμη εικόνα της ‘καθυστέρησης’. Δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς αυτή τη στάση: εάν η ‘σταθερά’ της αντιπολιτευτικής γραμμής κομμάτων και συνδικάτων είναι ‘πιο πολλά λεφτά για την …’ (συμπληρώστε την κοινωνική πολιτική της αρεσκείας σας), η ανακάλυψη ότι τα λεφτά που ήδη δαπανώνται είναι κάθε άλλο παρά αμελητέα προκαλεί δικαιολογημένη αμηχανία.

Ωστόσο, η επίδραση των νέων στατιστικών στη συζήτηση για την κοινωνική πολιτική μπορεί να είναι μακροπρόθεσμα (δηλ. πέρα από την προεκλογική ‘αξιοποίησή’ τους) θετική, αφού συμβάλλει στη τοποθέτηση του ζητήματος της κοινωνικής δαπάνης στη σωστή του διάσταση, της κατανομής της και όχι του επιπέδου της.

Είναι λοιπόν καιρός να αφήσουμε κατά μέρος το μύθο της ‘χαμηλής’ δαπάνης για κοινωνική προστασία και να ασχοληθούμε με το πολύ σοβαρότερο πρόβλημα της χαμηλής κοινωνικής της αποτελεσματικότητας. Και τότε, πολύ πιο ενδιαφέροντα ερωτήματα ανακύπτουν από το εάν η κυβέρνηση έχει ή δεν έχει ‘κοινωνικό πρόσωπο’. Όπως: Γιατί η κοινωνική δαπάνη στην Ελλάδα συμβάλλει λιγότερο στη μείωση της φτώχειας και της ανισότητας από ό,τι σε όλες τις άλλες χώρες της Ε.Ε. (εκτός από την Πορτογαλία); Πώς γίνεται να δαπανούμε για συντάξεις μεγαλύτερο μέρος του εθνικού μας εισοδήματος από τη Σουηδία – μια όχι μόνο πλουσιότερη αλλά και ‘γηραιότερη’ χώρα – και ταυτόχρονα να έχουμε το μεγαλύτερο δείκτη φτώχειας των ηλικιωμένων (μετά την Πορτογαλία); Είναι λογικό να επιδοτείται η συνταξιοδότηση σχετικά υψηλομίσθων υπαλλήλων του ευρύτερου δημόσιου τομέα ηλικίας κάτω των 60 (καμιά φορά και κάτω των 50), όταν από την άλλη το επίδομα ανεργίας διακόπτεται μετά από 12 μήνες; Σε ποια αρχή κοινωνικής δικαιοσύνης βασίζεται η διανομή κοινωνικών παροχών όχι σε αυτούς που τις χρειάζονται περισσότερο αλλά σε αυτούς που φωνάζουν πιο πολύ;

Με αυτή την έννοια, η μετατροπή του μύθου της ‘χαμηλής’ κοινωνικής δαπάνης στην Ελλάδα σε ‘μη ζήτημα’ καθιστά περισσότερο επίκαιρο το αίτημα της μεταρρύθμισης του σημερινού κράτους πελατειακών παροχών και της οικοδόμησης στη θέση του ενός κοινωνικού κράτους άξιου του ονόματος. Τα ‘συστατικά’ του νέου κοινωνικού κράτους είναι θέμα μιας άλλης μεγάλης συζήτησης. Πάντως, δεν είναι δύσκολο να εντοπιστούν: Λιγότερη επιδότηση από το κοινωνικό σύνολο σε ‘συνταξιούχους-βρέφη’, περισσότερη ενίσχυση σε πραγματικά βρέφη. Όχι μόνο προστασία στους ‘υπερ-προστατευμένους’, αλληλεγγύη στις φτωχές οικογένειες και στους άνεργους νέους. Όχι μόνο επιδόματα, περισσότερη έμφαση στις υπηρεσίες. Κατάργηση των κάθε είδους ‘εξαιρέσεων’ και ‘ειδικών ρυθμίσεων’, αποκατάσταση της ισοτιμίας και της νομιμότητας. Και βέβαια, τέλος στην ‘Ελληνική ιδιομορφία’ και εναρμόνιση με την υπόλοιπη Ευρώπη στις πολιτικές, όχι μόνο στις δαπάνες – αλλά περί αυτών κάποια άλλη φορά.

21 Μαρτίου 1999

Πατρίς, θρησκεία – τώρα και οικογένεια;

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 21 Μαρτίου 1999)

“Όλες οι χώρες έχουν εξωτερική πολιτική, εμείς έχουμε εθνικά θέματα” λέει ένας καλός μου φίλος. “Όλες οι χώρες έχουν επίδομα παιδιού, εμείς έχουμε πολυτεκνικά επιδόματα” θα πρόσθετα εγώ. Όχι, δεν προσπαθώ να εφεύρω με κάθε τρόπο αναλογίες μεταξύ των θεμάτων που μονοπωλούν την επικαιρότητα των τελευταίων εβδομάδων και αυτών για τα οποία γράφω συνήθως στα ‘Ενθέματα’. Οι αναλογίες υπάρχουν, το ίδιο και ο κίνδυνος να αποκτήσουν και αυτά μια εκρηκτική επικαιρότητα στις εβδομάδες που έρχονται.

Υπερβολές; Η πρόσφατη εξαγγελία της Ιεράς Συνόδου για τη χορήγηση από την Εκκλησία επιδόματος τρίτου παιδιού στις χριστιανικές οικογένειες (και μάλιστα κατά προτεραιότητα σε εκείνες των ‘ακριτικών περιοχών’), καθώς και η βιαιότητα της αντίδρασης του εκπροσώπου της Αρχιεπισκοπής στην εύλογη (και όπως πάντα διατυπωμένη με νηφαλιότητα) διαμαρτυρία του Μουσταφά Μουσταφά, βουλευτή Θράκης του Συνασπισμού, λίγα περιθώρια αισιοδοξίας περί του αντιθέτου αφήνουν.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Ο ατροφικός χαρακτήρας των οικογενειακών παροχών είναι μια σοβαρή δομική ανισορροπία του συστήματος κοινωνικής προστασίας της χώρας μας. Πράγματι, η κρατική ενίσχυση για οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά (δηλ. για τη συντριπτική πλειοψηφία) είναι ασήμαντη, εκτός και εάν ο γονέας εργάζεται στο Δημόσιο. Η βοήθεια για το τρίτο παιδί είναι κάπως πιο ουσιαστική, λόγω του ομώνυμου επιδόματος. Από εκεί και πέρα τα πράγματα αλλάζουν. Το τέταρτο παιδί αποτελεί το εισιτήριο για το status του πολύτεκνου και για έναν πρωτοφανή για Ευρωπαϊκή χώρα κατακλυσμό ενισχύσεων: γενναία χρηματικά βοηθήματα, προτίμηση σε προσλήψεις στο Δημόσιο, άδειες ταξί, φοροαπαλλαγές (ακόμη και από το φόρο εισαγωγής πολυτελών αυτοκινήτων) κ.ο.κ.

Αν και η πολιτική αυτή συνήθως εμφανίζεται ως ‘κοινωνική’, μια προσεκτικότερη ανάγνωση πείθει για το αντίθετο. Για παράδειγμα, η ισόβια σύνταξη πολύτεκνης μητέρας και το μηνιαίο πολυτεκνικό επίδομα δίνονται σε μητέρες που έφεραν στον κόσμο τέσσερα ή περισσότερα παιδιά, ανεξαρτήτως από το εάν αυτά ζουν με τους γονείς τους – και από το εάν ζουν γενικώς. Πράγματι, ο σχετικός νόμος (εν ισχύ από την εποχή του εμφυλίου), αναγνωρίζει το status του πολύτεκνου ακόμη και σε όσους είχαν ήδη δύο παιδιά και μετά γέννησαν δίδυμα τα οποία έζησαν μόνο μια ημέρα. Το ελαφρώς μακάβριο αυτό παράδειγμα είναι διδακτικό: για το νομοθέτη, αυτό που έχει σημασία δεν είναι τα αυξημένα οικογενειακά βάρη τα οποία θέλει να ανακουφίσει η αρωγή της Πολιτείας, αλλά η τεκμηριωμένη πρόθεση (πολυ)τεκνοποίησης.

Από την άλλη, αγνοούνται οι εκατοντάδες χιλιάδες οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά που έχουν ανάγκη κοινωνικής προστασίας – ιδίως εάν η ανάγκη αυτή οριστεί με ευρύ πνεύμα, όπως στις ‘κοινωνικά προηγμένες’ χώρες του Ευρωπαϊκού βορρά όπου η ενεργοποίηση του μηχανισμού της κοινωνικής ενίσχυσης αρκείται στην ύπαρξη παιδιών στο νοικοκυριό. Κατά συνέπεια, τα επιδόματα παιδιού παρέχονται ανεξαρτήτως εισοδήματος, στη βάση της αρχής της οριζόντιας δικαιοσύνης, η οποία δέχεται ότι μεταξύ δύο οικογενειών με ίσο χρηματικό εισόδημα, εκείνη με τα περισσότερα παιδιά είναι φτωχότερη σε σχέση με τις ανάγκες διαβίωσης.

Εάν τα παραπάνω είναι σωστά, τότε το συμπέρασμα για την ακολουθητέα πολιτική προκύπτει αβίαστα: η οικοδόμηση ενός νέου κοινωνικού κράτους, άξιου του ονόματός του, θα πρέπει να περιλαμβάνει την εκλογίκευση και την επέκταση των οικογενειακών παροχών. Κατ’ αρχήν τη θεσμοθέτηση ενός ενιαίου ‘επιδόματος παιδιού’, σταθερού για κάθε παιδί μέχρι την ηλικία των 18 και κατά προτίμηση ανεξάρτητου από το οικογενειακό εισόδημα. Και ταυτόχρονα την ‘ύφανση’ ενός πλέγματος υπηρεσιών (προσιτοί βρεφονηπιακοί σταθμοί, ‘φύλαξη’ σε όλα τα δημόσια σχολεία, παιδότοποι στους χώρους δουλειάς κτλ.) που να επιτρέπει στις σύγχρονες γυναίκες να συνδυάζουν όσο το δυνατόν αρμονικότερα τις υποχρεώσεις της εργασίας με τις ευθύνες της οικογένειας.

Έστω - θα πει ο υπομονετικός αναγνώστης - αλλά πού είναι η αναλογία με τα εθνικά θέματα; Όπως έλεγα στην αρχή, το σύστημα των πολυτεκνικών επιδομάτων είναι κοινωνική πολιτική μόνο κατ’ επίφαση. Η πραγματική νομιμοποίησή τους γίνεται με τη (ρητή ή υπονοούμενη) σύνδεση του ζητήματος με τη ρητορική περί δημογραφικής απειλής, και μάλιστα στη γνωστή ‘εθνικόφρονα’ εκδοχή της. Πράγματι, το κλειδί για την κατανόηση της κατά τα άλλα μάλλον ασυνάρτητης πολιτικής του Ελληνικού κράτους για την οικογένεια είναι ακριβώς αυτό. Η αντίληψη της φροντίδας των παιδιών ως (τουλάχιστον εν μέρει) κοινωνικού ζητήματος και όχι (αποκλειστικά) ιδιωτικού συνεπάγεται την υιοθέτηση μιας πολιτικής όπως είναι αυτή που σκιαγραφείται παραπάνω. Αντίθετα, η αντίληψη της τεκνοποίησης ως ‘εθνικού καθήκοντος’ δίνει στο ισχύον σύστημα των τιμητικών παροχών σε πολυτέκνους μια κάποια λογική – που όμως μοιάζει απελπιστικά με τη λογική που χαρακτήριζε την πολιτική για την οικογένεια στη φασιστική Ιταλία, στην Ισπανία του Φράνκο, στην Πορτογαλία του Σαλαζάρ και (για να μην ξεχνιόμαστε) στην Ελλάδα της 4ης Αυγούστου και αργότερα των συνταγματαρχών.

Προφανώς, στο θεσμικό πλαίσιο ενός (έστω και απρόθυμα) πολυεθνοτικού κράτους όπως το Ελληνικό το πράγμα περιπλέκεται. Ενώ οι πολυτεκνικές παροχές δίνονται πρωτίστως ως μέσο για την ενίσχυση της άμυνας και την αποτροπή όσων ‘επιβουλεύονται τον ελληνισμό’, πολλοί δυνάμει δικαιούχοι ανήκουν στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Θράκης, με τα μεγάλα ποσοστά γονιμότητας και τις πολυμελείς οικογένειες.

Μέχρι πρόσφατα η παραπάνω αντίφαση ‘λυνόταν’ με έμμεσο τρόπο. Η ελλιπής ενημέρωση των μειονοτικών πληθυσμών για τα κοινωνικά δικαιώματά τους ως Έλληνες πολίτες και η αδιαφορία (αν όχι ανοικτή εχθρότητα) των διοικητικών αρχών που χορηγούν τις παροχές εξασφαλίζουν την ‘εθνική προτίμηση’ την οποία δεν θέλησε ή δεν μπόρεσε να θεσμοθετήσει ο νομοθέτης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο οικογένειες που λαμβάνουν πολυτεκνικά επιδόματα είναι περισσότερες στο νομό Έβρου (5.177) παρά στους νομούς Ξάνθης (4.804) και Ροδόπης (3.237). Σε αυτό το πλαίσιο, η απόφαση της Ιεράς Συνόδου απειλεί να αποτελέσει ένα ακόμη αποφασιστικό βήμα για την πληρέστερη ‘εθνοκάθαρση’ της πολιτικής μας για την οικογένεια.

Σε μια άλλη εποχή θα μπορούσε κανείς απλώς να επισημάνει την υποκρισία της ‘χριστιανικής αγάπης’ που εκδηλώνεται με αποκλεισμό των αλλοθρήσκων, καθώς και τον παραλογισμό της χρηματοδότησης μιας επιλεκτικής ενίσχυσης με χρήματα των φορολογουμένων (όλων: ακόμη και των μουσουλμάνων) στο σημερινό καθεστώς κρατικής προστασίας που απολαμβάνει η Εκκλησία μας και μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος. Σήμερα αυτό δεν είναι αρκετό: το εκρηκτικό δυναμικό μιας ακόμη διχαστικής παρέμβασης στις λεπτές ισορροπίες των τοπικών κοινωνιών της Θράκης πρέπει να απενεργοποιηθεί έγκαιρα, προτού αφεθεί να δηλητηριάσει με μια ακόμη δόση ρατσισμού και μισαλλοδοξίας το ήδη άρρωστο σώμα της κοινωνίας μας.

7 Φεβρουαρίου 1999

Δημόσια αθλιότητα - ιδιωτική ευδαιμονία

Δημοσιεύτηκε στην «Αυγή» (Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 1999)

“Η οικογένεια που θα βγει για βόλτα με το ολοκαίνουργιο μωβ-κόκκινο αυτοκίνητό της (μεγάλου κυβισμού, με κλιματιστικό και υδραυλικά φρένα) θα περάσει από πόλεις χωρίς πεζοδρόμια και γεμάτες σκουπίδια, από φθαρμένα κτίρια, από διαφημιστικά πλαίσια και από στύλους για σύρματα που θα έπρεπε από καιρό να ήταν υπόγεια. Θα φτάσουν σε μια ύπαιθρο που έχει γίνει σχεδόν τελείως αόρατη, κρυμμένη από την ‘εμπορική τέχνη’. (Τα αγαθά που η τελευταία διαφημίζει έχουν απόλυτη προτεραιότητα στο σύστημα αξιών μας. Συνεπώς, αισθητικές ανησυχίες όπως η θέα της εξοχής έρχονται δεύτερες. Σε τέτοια ζητήματα είμαστε συνεπείς.) Θα γευματίσουν με θαυμάσια συσκευασμένα φαγητά από ένα φορητό ψυγείο δίπλα σε ένα μολυσμένο ρυάκι και θα προχωρήσουν για να περάσουν τη νύχτα σε ένα πάρκο που προσβάλλει δημόσια υγεία και ήθη. Λίγο πριν τους πάρει ο ύπνος στο φουσκωτό στρώμα, κάτω από τη νάυλον τέντα, μέσα στη δυσοσμία των σκουπιδιών που αποσυντίθενται, ίσως θολά αναλογιστούν την παράξενη ασυμμετρία της επιτυχίας τους.”

Αυτά έγραφε πριν από σαράντα χρόνια ο καθηγητής Galbraith, τελευταίος των φιλελεύθερων αμερικανών στοχαστών, στο βιβλίο του ‘Η κοινωνία της αφθονίας’ (το οποίο επανεκδόθηκε μάλιστα πέρυσι με μια νέα εισαγωγή του συγγραφέα). Εάν εξαιρέσει κανείς τις προδιαγραφές του αυτοκινήτου και τις εκδρομικές συνήθειες της τυπικής οικογένειας του αποσπάσματος, θα μπορούσε να μιλά για την Ελλάδα της δεκαετίας του ’90. Αυτό τουλάχιστον έρχεται στο μυαλό μου κάθε φορά που περνώ με το δικό μου αυτοκίνητο από κάποια τυπικά Αθηναϊκή (ή μήπως Ελληνική;) ‘νέα περιοχή’ στα όρια των παλιών προαστίων (π.χ. ανάμεσα στο Μαρούσι και τα Βριλήσσια ή ανάμεσα στο Χαλάνδρι και την Αγία Παρασκευή), που μέχρι πρόσφατα ήταν χωράφια, βοσκοτόπια (!), καταυλισμοί τσιγγάνων. Σήμερα έχουν κτιστεί οι κατοικίες με τα ‘πολυτελή’ μεγάλα διαμερίσματα που στεγάζουν την ανερχόμενη μεσαία τάξη, από κάτω είναι παρκαρισμένα τα BMW, τα τζιπ και τα άλλα αυτοκίνητα-σύμβολο της τάξης αυτής – όμως, οι δρόμοι που οδηγούν στα σπίτια τους είναι μετά βίας ασφαλτοστρωμένοι, ή γεμάτοι βαθιές λακκούβες. ‘Δημόσια αθλιότητα - ιδιωτική ευδαιμονία’ αλά ελληνικά.

Η ‘φυγή από το κράτος’ – για την οποία έγραφε πρόσφατα από τις σελίδες αυτές ο Δημήτρης Σωτηρόπουλος – είναι σχεδόν πλήρης: οι ευκατάστατοι μεσοαστοί (και, όλο και περισσότερο, όχι μόνο αυτοί) στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικό σχολείο, έχουν δικό τους γιατρό, δεν θα πήγαιναν ποτέ σε δημόσιο νοσοκομείο, δεν χρησιμοποιούν δημόσια μέσα συγκοινωνίας και αθλούνται σε ιδιωτικό γυμναστήριο. Την ίδια στιγμή, καταφέρονται εναντίον του ‘ανίκανου κράτους’ και επαίρονται για την αυτάρκειά τους, καθησυχάζοντας ενδεχομένως τη συνείδησή τους για τα εισοδήματα που δεν δήλωσαν στην εφορία.

Οι πολιτικές επιπτώσεις της αυτο-εξαίρεσης συνεχώς περισσοτέρων από την κατανάλωση και τη χρηματοδότηση των λεγόμενων ‘συλλογικών αγαθών’ είναι, νομίζω, προφανείς. Όταν η τάση αυτή φθάσει στη λογική της κατάληξη, θα έχουμε οδηγηθεί σε μια βαλκανική εκδοχή της ‘άγριας δύσης’, όπου όλοι στρέφονται εναντίον όλων μέσα σε μια κατάσταση αμοιβαίας εχθρότητας ή καχυποψίας. Μια ‘μεταμοντέρνα’ αποδόμηση της μοντέρνας ‘αφήγησης’ ενός κράτους δημοκρατικού, αποτελεσματικού, στην υπηρεσία του πολίτη, το οποίο χρησιμοποιεί φορολογικά έσοδα για να καταπολεμά τα κοινωνικά προβλήματα και για να παρέχει υψηλού επιπέδου υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, το τέλος του ονείρου της ρεφορμιστικής (σε μετάφραση: μεταρρυθμιστικής) αριστεράς, που σε μια ορισμένη γωνιά του πλανήτη μια ορισμένη εποχή έγινε σχεδόν πραγματικότητα: στη βόρεια Ευρώπη των ‘χρυσών’ μεταπολεμικών δεκαετιών.

Και τώρα τι γίνεται; Στη μπερδεμένη Ελλάδα του τέλους του αιώνα, η αποκατάσταση – αν όχι εξ αρχής οικοδόμηση – του κύρους και της δημόσιας εικόνας των συλλογικών αγαθών (του εκπαιδευτικού μας συστήματος, του ΕΣΥ, των συγκοινωνιών, αλλά και της πολεοδομίας, της προστασίας των δασών και του φυσικού περιβάλλοντος, της δημόσιας ασφάλειας κτλ.) δεν μπορεί παρά να είναι το σημείο από το οποίο ξεκινά η ανάκτηση από την αριστερά της ηγεμονίας στο επίπεδο των ιδεών και των αξιών. Στο όνομα της πολιτισμένης συμβίωσης όλων σε μια κοινωνία συνοχής. Σε πείσμα του κομφορμισμού που θεωρεί βαθύτατα ντεμοντέ κάθε αναφορά στο ρόλο του κράτους που δεν εμπνέεται από ανοικτή περιφρόνηση. Σε πείσμα και όσων ενώ στα λόγια ορκίζονται στο δημόσιο χαρακτήρα του (συμπληρώστε τον τομέα της αρεσκείας σας), με τις πράξεις τους πριονίζουν το κλαδί που κάθονται.

Είναι ήδη πολύ αργά; Μπορεί, αλλά έχουμε τίποτε καλύτερο να κάνουμε; Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε θυμίζοντας στους συμπολίτες μας (και στους εαυτούς μας) ότι μετά το ιδιωτικό σχολείο, το ιδιωτικό νοσοκομείο, το ιδιωτικό γυμναστήριο και το ιδιωτικό αυτοκίνητο (κατά συρροή και εξακολούθηση), έρχεται η διαμονή σε ‘πρότυπα συγκροτήματα’, φρουρούμενα από ιδιωτική αστυνομία. Και δεν είναι μόνο ότι το όραμα αυτό είναι αποκρουστικό, είναι επίσης εξ ορισμού μόνο για λίγους. Οι οποίοι μπορεί και αυτοί μια μέρα να ξυπνήσουν βλέποντας με οδύνη ότι η μονοκατοικία που είχαν κτίσει μέσα στο πράσινο, μεταφέρθηκε ξαφνικά στην κορυφή ενός κατάμαυρου λόφου, με θέα ένα απέραντο καμένο δάσος. Και τότε “ίσως θολά αναλογιστούν την παράξενη ασυμμετρία της επιτυχίας τους” – μα ίσως πάλι όχι.