30 Δεκεμβρίου 2022

Η οικονομία το 2023 στην Ελλάδα, την Ευρώπη και τον κόσμο

Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022) στο ένθετο του ΕΛΙΑΜΕΠ για τις προοπτικές της νέας χρονιάς, και ως ELIAMEP Policy Paper #121.

Στο περυσινό αφιέρωμα της εφημερίδας στις προβλέψεις του ΕΛΙΑΜΕΠ, κάναμε την εκτίμηση ότι «στην Ευρώπη η άνοδος του πληθωρισμού θα είναι σε μεγάλο βαθμό παροδική». Όπως όλοι γνωρίζουν, έναν χρόνο αργότερα ο πληθωρισμός είναι ακόμη εδώ και είναι ακόμη υψηλός, άρα δικαιολογημένα μπορεί οι αναγνώστες να αναλογιστούν το γνωστό ρητό, ότι οι οικονομολόγοι τα καταφέρνουν καλύτερα να προβλέπουν το παρελθόν παρά το μέλλον.

Παραδεχόμαστε την ενοχή μας, αλλά επικαλούμαστε τρία ελαφρυντικά. Το πρώτο είναι ότι δεν διαθέτουμε μαντικές ικανότητες: στην Ευρώπη ο πληθωρισμός οφείλεται κυρίως στη ρωσική επίθεση στην Ουκρανία, που εκτίναξε τις τιμές της ενέργειας. Να θυμίσουμε ότι μέχρι και τις παραμονές της 24ης Φεβρουαρίου, οι αμερικανικές προειδοποιήσεις ότι ο Πούτιν ετοιμάζει πόλεμο γίνονταν δεκτές με δυσπιστία στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες.

Το δεύτερο ελαφρυντικό μας είναι ότι είχαμε καλή παρέα. Παρότι στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός είχε εγχώριες αιτίες, ελάχιστοι οικονομολόγοι πριν από ένα χρόνο προέβλεψαν την κλιμάκωσή του. Η Janet Yellen, υπουργός οικονομικών, και πρώην διοικητής της ομοσπονδιακής κεντρικής τράπεζας, δεν ήταν ανάμεσά τους. Όπως παραδέχθηκε σε συνέντευξή της στο CNN, «Νομίζω ότι είχα άδικο πέρυσι όσον αφορά την εξέλιξη του πληθωρισμού. Συνέβησαν απρόσμενα και μεγάλα σοκ στην οικονομία που δεν κατανόησα πλήρως τότε.» (Βλ. σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times 1 Ιουνίου 2022.)

Εκ των υστέρων, εύκολα μπορεί να δει κανείς ότι μέχρι πολύ πρόσφατα οι υπεύθυνοι για την οικονομική πολιτική σε όλο τον κόσμο «πολεμούσαν τον προηγούμενο πόλεμο», σαν τους Γάλλους στρατηγούς τις παραμονές της γερμανικής εισβολής του Μαΐου 1940. Η τραυματική εμπειρία της λιτότητας και της ύφεσης πριν δέκα χρόνια, όταν ο Jean-Claude Trichet, διοικητής της ΕΚΤ, αύξησε τα επιτόκια δύο φορές εν μέσω ύφεσης «για να μην ξεφύγει ο πληθωρισμός», κάνοντας έτσι την ύφεση βαθύτερη, έκανε τους σημερινούς υπεύθυνους για την οικονομική πολιτική να κλείσουν τα αυτιά τους στα «γεράκια» που ζητούσαν μέτρα κατά του πληθωρισμού.

Βέβαια, στην προσπάθεια να αποφύγει κανείς ένα λάθος κινδυνεύει να διαπράξει το αντίθετο. Οι κεντρικές τράπεζες κατηγορούνται ότι άργησαν υπερβολικά να αυξήσουν τα επιτόκια. Σε κάθε περίπτωση, η «ανοχή» τους στον πληθωρισμό είναι μεγαλύτερη από ό,τι στο παρελθόν: λίγοι φαίνεται να έχουν το «στομάχι» για πάση θυσία μείωσή του στο 2%, εάν το τίμημα είναι ύφεση και άνοδος της ανεργίας. Εξ άλλου, τα νέα από το μέτωπο του πληθωρισμού είναι μάλλον θετικά. Οι προβλέψεις όλων των διεθνών οργανισμών δίνουν αποκλιμάκωση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη το 2023. Το ΔΝΤ (τον Οκτώβριο) 3-6%. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (τον Νοέμβριο) 6,1%. Η ΕΚΤ (τον Δεκέμβριο) 5,5%. (Το 2022 ο πληθωρισμός φαίνεται ότι θα διαμορφωθεί σε 8,1% στην Ευρωζώνη.) Αυτό είναι το τρίτο και τελευταίο ελαφρυντικό της περυσινής πρόβλεψης: η άνοδος του πληθωρισμού μπορεί τελικά όντως να αποδειχθεί παροδική, απλώς λίγο λιγότερο παροδική από ό,τι νομίζαμε (σχεδόν όλοι).

Κατά τα άλλα, αν και η πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του πολέμου στην Ουκρανία, υπάρχει έδαφος για (συγκρατημένη) αισιοδοξία. Μέχρι τώρα η ευρωπαϊκή βιομηχανία έχει καταφέρει κάτι που μέχρι τώρα φάνταζε ανέφικτο: να μειώσει την κατανάλωση ενέργειας χωρίς να μειώσει την βιομηχανική παραγωγή. Φυσικά, οι πιο ενεργοβόροι κλάδοι ζορίζονται. Αλλά κατά μέσο όρο, οι ευρωπαϊκές βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη προσαρμοστικότητα και επινοητικότητα.

Βέβαια, ο κίνδυνος της αποβιομηχανοποίησης είναι υπαρκτός, ιδίως στην Ευρώπη. Φυσικά, η υποχώρηση του μεριδίου της βιομηχανίας, με αύξηση του ειδικού βάρους των υπηρεσιών, είναι μακροχρόνια τάση, που σχετίζεται με την ανάδυση νέων κέντρων βιομηχανικής παραγωγής (κατά σειρά) στην Ιαπωνία, την Κορέα, την Ταϊβάν, την Κίνα και αλλού. Επιταχύνθηκε όμως από την επικράτηση ενός παραδείγματος οικονομικής πολιτικής που, στο όνομα της όντως τραυματικής εμπειρίας από τη σπάταλη και αποτυχημένη βιομηχανική πολιτική της δεκαετίας του ’70, που φόρτωσε την Ευρώπη με «προβληματικές επιχειρήσεις», κήρυττε την παραίτηση από οποιαδήποτε απόπειρα του κράτους να επηρεάσει την κατεύθυνση της οικονομικής μεταβολής. Τα αποτελέσματα είναι μπροστά μας: ολόκληροι παραγωγικοί κλάδοι έχουν αφεθεί να αποχωρήσουν από τα παλιά βιομηχανικά κέντρα και να μετεγκατασταθούν αλλού, ενώ στο πεδίο της εξασφάλισης κρίσιμων πόρων (ενέργεια, μικροεπεξεργαστές, σπάνιες γαίες), η Δύση αντιμετωπίζει το φάσμα της εξάρτησης από ξένες χώρες, ενίοτε με εχθρικά καθεστώτα.

Η αντίδραση των ΗΠΑ σε αυτό τον κίνδυνο ήταν η πρόσφατη ψήφιση του αμερικανικού Νόμου για τη Μείωση του Πληθωρισμού (IRA), που μεταξύ άλλων προσφέρει 369 δις δολάρια σε επιδοτήσεις και φορολογικές ελαφρύνσεις σε εταιρείες που αναπτύσσουν πράσινες τεχνολογίες παράγοντας στις ΗΠΑ. Παρότι θα είναι προφανώς θετική η επίδραση του Νόμου στο ζωτικό μέτωπο της αντιμετώπισης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής, μια ανησυχητική παρενέργειά του είναι η μεταφορά επενδύσεων και παραγωγικών δραστηριοτήτων από την Ευρώπη στις ΗΠΑ προκειμένου να επωφεληθούν από τις κρατικές επιδοτήσεις και άλλες ελαφρύνσεις. Ήδη ευρωπαϊκές εταιρείες όπως η γερμανική BASF ή η ιταλική Enel έχουν ανακοινώσει πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση, ενώ αντιστρόφως τα σχέδια αμερικανικών εταιρειών όπως η Intel για επενδύσεις στην Ευρώπη φαίνεται να παγώνουν, τουλάχιστον εν μέρει. Όσα κράτη μέλη διαθέτουν τον απαραίτητο δημοσιονομικό χώρο (με πρώτη την Γερμανία) θα επιχειρήσουν να απαντήσουν με αντίστοιχα μέτρα, ενώ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ανακοινώσει πρωτοβουλίες. Το εάν θα αρκούν για να αναζωογονήσουν την ευρωπαϊκή βιομηχανία είναι κάτι που θα φανεί.

Χάρη στις καλές επιδόσεις των τελευταίων μηνών, η ελληνική οικονομία διάγει περίοδο αισιοδοξίας. Είναι ωφέλιμη η αισιοδοξία, αρκεί να μην μετατραπεί σε εφησυχασμό. Η εξάρτηση από τον τουρισμό παραμένει υπερβολική, η εξειδίκευση σε δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας παραμένει μεγάλη, η στροφή προς ένα δυναμικότερο και βιωσιμότερο παραγωγικό μοντέλο παραμένει ζητούμενο. Οι πόροι του Ταμείου Ανάπτυξης και Ανθεκτικότητας είναι μοναδική ευκαιρία για την αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας. Η ευκαιρία αυτή δεν πρέπει να χαθεί.

Economic prospects in 2023: in the world, Europe, and Greece


Part of ELIAMEP Outlook, Predictions for 2023, published as ELIAMEP Policy Paper #121. A Greek version was published in the daily «TA ΝΕΑ» (Friday 30 December 2022).

In our December 2021 forecasts, we confidently predicted that “rising inflation in Europe will probably turn out to be temporary”. A year later, inflation is still with us, at its highest level since 1981. One can hardly fault readers for thinking that there may after all be some truth in the cliché that economists are better at predicting the past than the future.

In our defence, we would like to appeal to three extenuating circumstances.

The first is that we are not soothsayers. We did not predict that President Putin would unleash full-scale war on Ukraine – but, then, US warnings that Russia was going to invade were being dismissed by European leaders as late as 23 February 2022. It was Russian aggression that caused energy costs to skyrocket, causing the rest of the Consumer Price Index to climb with them.

Our second plea for mitigation is that we were hardly alone in underestimating inflationary pressures. Even though US inflation is higher, and unrelated to energy costs, few economists predicted its course. Janet Yellen, the US Treasury secretary, admitted as much in late May 2022. As she told reporters: “There have been unanticipated and large shocks to the economy that have boosted energy and food prices and supply bottlenecks that have affected our economy badly that I didn’t — at the time — didn’t fully understand, but we recognise that now”.

With hindsight, it is not difficult to see that economic policy makers around the world appeared to be fighting the last war until late in the day--not unlike the French generals on the eve of the Nazi invasion of May 1940. The trauma of the previous decade, when ECB President Jean-Claude Trichet raised interest rates twice in 2011 (“to nip inflation in the bud”), plunging the European economy into deeper recession, meant that today’s decision makers were unwilling to listen to the policy hawks calling for an early response to rising prices. In this context, erring on the side of caution posed a real risk.

As a matter of fact, central banks are now more tolerant of inflation than they were in the recent past: few seem to have the stomach for attempts to bring inflation down to 2% at the cost of engineering yet another recession and causing unemployment to soar. Moreover, international organisations think that inflation has now peaked and is about to de-escalate: the IMF forecast (in October) that prices in the Eurozone would rise by 3% to 6% in 2023; the European Commission (in November) came up with the conservative estimate of 6.1%; and the ECB (in December) put inflation in 2023 at 5.5%. (Inflation in the Eurozone in 2022 was expected to reach 8.1%.) This is the third and final point in our defence of last year’s prediction: rising inflation in Europe may well turn out to be temporary after all, albeit slightly less temporary than we all thought at first.

On another note, even though prospects for the European economy will also depend on what happens on the battlefields of Ukraine, recent developments leave room for (cautious) optimism. European manufacturers have recently achieved the rare feat of drastically reducing energy consumption while keeping industrial production at its previous level. Clearly, energy-intensive firms are struggling. But European manufacturing as a whole has to date proved remarkably flexible and inventive.

This is not to deny that the risk of deindustrialisation is real. To some extent, the fall in industry’s share of the economy and the rise of services are simply the continuation of a long-term trend associated with the emergence of new industrial powerhouses in Japan, Korea, Taiwan, China and elsewhere. This trend was reinforced by the laissez faire policy paradigm which viewed the failures of industrial policy in the 1970s as sufficient cause to abandon any ambitions of influencing the direction and pace of economic change through government action. The implications are now clear for all to see: entire industries have been allowed to desert old production centres and relocate elsewhere, while in terms of essential resources (energy, microprocessors, rare earths), the West is faced with dependence on foreign and often hostile regimes.

In the US, the quest for strategic autonomy was given a huge boost by the passing of the Inflation Reduction Act in August 2022, which provides for subsidies and tax relief worth $369 billion for firms investing in climate solutions. While clearly an impressive contribution to the fight against climate change, one side effect of the Act is that it radically changes the calculus by which firms weigh up investment decisions: European firms such as BASF and Enel have already announced that they will be investing in the US in order to take advantage of the very substantial public support made available by the Act, while US firms such as Intel have put investment projects in Europe on hold. In response, the European Commission, and those member states with the requisite fiscal space, are currently working on countermeasures. Whether these will be enough to stem the tide of relocation and give European manufacturing a new lease for life remains to be seen.

The Greek economy, though still nowhere near its 2007 peak, has outperformed expectations, bouncing back strongly from the Covid recession. The optimism of economic actors is a useful resource, provided it does not degenerate into complacency. Dependence on tourism remains excessive, too many activities remain low-tech and low-wage, and the turn to a more viable export-led growth model remains aspirational for now. The resources made available by the EU Recovery and Resilience Facility constitute a unique opportunity to modernise the economy, to upgrade skills and raise the game for Greek firms. We must not let it go to waste.

28 Δεκεμβρίου 2022

Πρόσφατες επιδόσεις και άμεσες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας


Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2022).

Μετά μια καταστροφική δεκαετία (όταν η χώρα φτώχυνε αισθητά, και μαζί της οι περισσότεροι από τους κατοίκους της), την οποία διαδέχθηκε μια πολύ δύσκολη διετία, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας δείχνει απρόσμενα ισχυρή.

Πράγματι, σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Νοέμβριος 2021), ο ρυθμός ανάπτυξης για το 2022 θα διαμορφωθεί σε 6,0% στην Ελλάδα έναντι 3,3% στο σύνολο της ΕΕ. Η πρόβλεψη για το 2023 – έτος κορύφωσης της ενεργειακής κρίσης – είναι μικρή αύξηση (1,0%) του ΑΕΠ στη χώρα μας έναντι ακόμη μικρότερης (0,3%) στην ΕΕ. Αυτή η εικόνα αναμένεται να συνεχιστεί και το 2024, με την ελληνική οικονομία (2,0%) να «τρέχει» γρηγορότερα από την ευρωπαϊκή (1,6%).

Ακόμη πιο ελπιδοφόρο είναι ότι η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας φαίνεται να στηρίζεται σε γερές βάσεις: η σύγκριση του πρώτου εννεάμηνου του 2022 με το αντίστοιχο του 2019 δείχνει σημαντική αύξηση των εξαγωγών αγαθών (+19%) και των επενδύσεων (+30%), κρίσιμα μεγέθη και τα δύο για τις μελλοντικές προοπτικές της χώρας.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί η προσέλκυση επιχειρηματικών δραστηριοτήτων υψηλής τεχνολογίας, είτε αυτό αφορά τη δημιουργία ερευνητικού κέντρου στη Θεσσαλονίκη από την Pfizer, είτε επενδύσεις σε cloud computing («υπολογιστικό νέφος») από κολοσσούς της Silicon Valley όπως η Microsoft και η Google, που αναμένεται να προσθέσουν μερικά δις ευρώ στο εθνικό εισόδημα και μερικές χιλιάδες (καλοπληρωμένες) θέσεις εργασίας.

Όλα καλά λοιπόν; Όχι ακριβώς. Ο μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας προς ένα πιο εξωστρεφές και πιο βιώσιμο παραγωγικό μοντέλο είναι ακόμη απελπιστικά ημιτελής. Για την ακρίβεια, χωρίς γενναία αλλαγή προσανατολισμού στη δημόσια πολιτική κινδυνεύει να μείνει για πάντα ημιτελής. Παρά τις θετικές εξελίξεις σε επιμέρους σημεία, η ελληνική οικονομία δείχνει να παραμένει εγκλωβισμένη σε παραγωγικές δραστηριότητες χαμηλής προστιθέμενης αξίας, από επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας, που απασχολούν εργαζόμενους χαμηλής ειδίκευσης, και πληρώνουν χαμηλούς μισθούς.

Ο πρώτος λόγος ανησυχίας αφορά το ρυθμό ανάπτυξης. Παρά την πρόσφατη επιτάχυνση, σε σύγκριση με την υποβάθμιση της προηγούμενης δωδεκαετίας η ανάπτυξη παραμένει θλιβερά αναιμική. Δεν πρόκειται για υποκειμενική εκτίμηση, του τύπου αν βλέπουμε το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο. Σύμφωνα με τις επίσημες εκτιμήσεις του ECFIN, εάν επιβεβαιωθούν οι θετικές προβλέψεις για την επόμενη διετία (βλ. παραπάνω), το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων (σε όρους αγοραστικής αξίας) το 2024 θα είναι 32% χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών (δηλ. όπως ακριβώς το 2016). Το 2009 το διαθέσιμο εισόδημα των Ελλήνων ήταν μόλις 6% χαμηλότερο του μέσου όρου της ΕΕ. Έχουμε αλήθεια συνειδητοποιήσει ότι, μετά τους Βούλγαρους και τους Σλοβάκους, είμαστε εδώ και καιρό οι φτωχότεροι στην Ευρώπη;

Ο δεύτερος λόγος ανησυχίας αφορά τις επενδύσεις. Παρά την πρόσφατη άνοδο, απέχουμε ακόμη πολύ από το να έχουμε αναπληρώσει το μεγάλο επενδυτικό κενό ολόκληρης της προηγούμενης δεκαετίας, όταν ο κεφαλαιουχικός εξοπλισμός της ελληνικής οικονομίας συρρικνωνόταν, καθώς ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου (αυτό που ονομάζουμε «επενδύσεις») δεν αρκούσε ούτε καν για να αντικαταστήσει την απαξίωσή του λόγω της φθοράς του χρόνου («αποσβέσεις»). Πράγματι, αν και σαφώς αυξημένες σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, οι επενδύσεις σήμερα βρίσκονται ακόμη κάτω από το μισό του επιπέδου που είχαν φτάσει προ δεκαπενταετίας. Επιπλέον, μια προσεκτικότερη ματιά στο είδος των επενδυτικών αγαθών που αυξάνονται περισσότερο δείχνει κυριαρχία των μη παραγωγικών επενδύσεων. Τα τελευταία τρία χρόνια οι επενδύσεις σε οπλικά συστήματα υπερ-εξαπλασιάστηκαν, ενώ οι επενδύσεις σε κατοικίες σχεδόν διπλασιάστηκαν. Αντίθετα, οι επενδύσεις σε τεχνολογικό, μεταφορικό ή μηχανικό εξοπλισμό (εκτός οπλικών συστημάτων) αυξήθηκαν ελάχιστα.

Ο τρίτος λόγος ανησυχίας αφορά τις εξαγωγές. Παρά την πρόσφατη βελτίωση, το μερίδιο των ευρωπαϊκών εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών που προέρχονται από την Ελλάδα είναι σήμερα καθαρά μικρότερο από ό,τι πριν 20 χρόνια (1,2% το 2021 έναντι 1,5% το 2000). Ακόμη χειρότερα, οι ατμομηχανές των ελληνικών εξαγωγών παραμένουν ο τουρισμός και τα καύσιμα (που εισάγονται, διυλίζονται, και επανεξάγονται). Σε πιο σύνθετα προϊόντα, υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να σημειώνει απογοητευτικές επιδόσεις. Τα δεδομένα του Οργανισμού Βιομηχανικής Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (UNIDO) δείχνουν ότι το μερίδιο των προϊόντων μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας στο σύνολο των εξαγωγών μεταποίησης έχει υποχωρήσει από 37% το 2007 σε 28% το 2019 (τελευταίο έτος για το οποίο υπάρχουν δεδομένα σήμερα). Η Ελλάδα ήταν τελευταία στην ΕΕ, και 84η στον κόσμο (σε σύνολο 151 χωρών).

Ο τέταρτος λόγος ανησυχίας αφορά τις εισαγωγές. Τα τελευταία δεδομένα για το πρώτο εννεάμηνο του 2022 δείχνουν ότι σε σχέση με το αντίστοιχο του 2019 οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών είναι αυξημένες κατά 18%, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μόνο κατά 2%. (Συγκεκριμένα, οι εξαγωγές αγαθών αυξήθηκαν κατά 19% το 2019-2022, όπως αναφέραμε παραπάνω, αλλά οι εξαγωγές υπηρεσιών μειώθηκαν κατά 11%. Το καλοκαίρι του 2022 ήταν εξαιρετικό για τον ελληνικό τουρισμό, αλλά λιγότερο προσοδοφόρο από εκείνο του 2019.) Και αφού η άνοδος των εισαγωγών είναι θεαματικότερη από εκείνη των εξαγωγών, το αποτέλεσμα είναι η διόγκωση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου: από μόλις 0,3% του ΑΕΠ το πρώτο εννεάμηνο του 2019 σε 6,2% το πρώτο εννεάμηνο της φετινής χρονιάς. Δεν χρειάζεται να υπενθυμίσουμε (ή ίσως χρειάζεται;) ότι το θηριώδες εξωτερικό έλλειμμα ήταν το ένα από τα δύο «δίδυμα ελλείμματα» πριν το 2010 που καταδίκασαν τη χώρα στη διεθνή οικονομική επιτροπεία των Μνημονίων.

Φαίνεται λοιπόν ότι εάν ξύσουμε λίγο τη γυαλιστερή επιφάνεια των πρόσφατων (αναμφισβήτητων) επιτυχιών θα βρεθούμε και πάλι αντιμέτωποι με την παραδοσιακή μετριότητα των οικονομικών επιδόσεων της χώρας, από την οποία πασχίζουμε να ξεφύγουμε.

Οι βαθύτερες αιτίες της κακοδαιμονίας αναλύονται αλλού, σε υπό έκδοση μελέτη μας για το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ. Το βασικό συμπέρασμα εκείνης της μελέτης είναι ότι η υποτίμηση της εργασίας και η αποδυνάμωση του δημόσιου τομέα έχουν εξαντλήσει τα όποια οφέλη τους, και πλέον λειτουργούν αντιπαραγωγικά. Η βιώσιμη ανάπτυξη δεν μπορεί να προκύψει με την απελευθέρωση των δυνάμεων της αγοράς από τις ρυθμίσεις που τις περιορίζουν. Η αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας έχει οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά προαπαιτούμενα: συνεπάγεται βαθιές τομές στην παραγωγή δεξιοτήτων, στην κοινωνική προστασία, στη φορολογία, και στις εργασιακές σχέσεις.

24 Δεκεμβρίου 2022

Small antidotes to existential angst

 


Οriginally published in Greek in Kathimerini (24 December 2022) under the title "Partying in Kyiv".

Wasn’t it Alki Zei, the novelist, who’d said “The best parties in Athens took place during the Occupation”? That was definitely not the selfish reaction of an unreflective individual, who turned in on herself while all around her fell apart; only the vital urge of a young woman in love (she had just met Giorgos Sevastikoglou, her lifetime companion), who drew strength from the certainty that she did the right thing (she had already joined the Resistance), and resolved to live every day to the full, knowing it could be her last.

That phrase came to mind as I read of the parties thrown in Kyiv and Lviv. With power from makeshift generators, and no heating, dancing with determination, waiting for the next bomb. Knowing that free men and women around the world admire them, cheer their military successes, and pin their hopes on their perseverance, until the end of the nightmare. It’s the human condition: we lick our wounds, count our losses, and push on. What else can one do?

Is it morally suspect of us western Europeans to watch a terrible war unfold as if it were a spectacle, from our warm home, with our beloved ones nearby and safe? It can be – unless we too are prepared to do the right thing: keep our calm about the rising cost of energy, treat compassionately Ukrainian (and other) refugees, send our governments the signal that we too will persevere, until the end of the nightmare.

Meanwhile, the spectacle par excellence for me and many other people around the world had already been stained by reports of thousands of migrant workers losing their lives to build Qatar’s stadiums before the bribing scandal at the European Parliament, involving MEPs from my adopted as well my actual country, from a political family close to mine (how many more trials does this life have in store for me?)

And yet, amidst the gloom, how many of us, against their better judgement, did not feel gradually engrossed in the childish excitement of a tense, closely contested football match? For 90 or 120 minutes (plus injury time) we forgot the war, climate change, the vulgarity of much of public life, the mediocrity of most of its protagonists, and geared up to applaud a great goal, or to regret a lost penalty, by a random millionaire from a faraway country.

Or to share the joy of those who cheered their own country’s victories, like the Moroccans who celebrated in the streets of Milan, children sitting on their shoulders, holding hands with their women, them wearing headscarf or lipstick and light makeup (or all of these at once), for a night of pure bliss, and then another, on top of the world.

Or to laugh with the near triumph of Ghana’s forward, by the name of Inaki Williams, who in the tenth minute of injury time, lurking behind the post with deadly intent, as Portugal goalkeeper Diogo Costa, oblivious to his presence, dropped the ball in front of him, darted forward, stole the ball, only to slip as he turned to score an easy goal, missing the chance to become a national hero, but not before giving a few million people around the world the gift of a few seconds of authentic joy, taking them back to the time when, sweaty and bruised, carefree and unsuspecting, they chased a ball on a dusty field for hours on end.

Οι μικρές απολαύσεις αντίδοτο στην υπαρξιακή αγωνία


Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2022) με τίτλο 
«Πάρτυ στο Κίεβο».

Η Άλκη Ζέη δεν είχε γράψει ότι «τα καλύτερα πάρτυ γίνονταν στη διάρκεια της Κατοχής»; Δεν επρόκειτο για εγωιστική αντίδραση αστόχαστου ανθρώπου, που κλείνεται στον εαυτό του ενώ έξω όλα καταρρέουν. Αλλά για τη ζωτική ανάγκη ενός νεαρού ερωτευμένου κοριτσιού (εκείνη την εποχή γνωρίζει τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, σύντροφο μιας ζωής), που αντλεί δύναμη και γαλήνη από τη συνείδηση ότι κάνει αυτό που πρέπει (έχει ήδη προσχωρήσει στην Αντίσταση), και αποφασίζει να ζήσει έντονα κάθε μέρα, γνωρίζοντας ότι μπορεί να είναι η τελευταία.

Αυτή η φράση και αυτή η ιστορία μου ήρθε στο μυαλό διαβάζοντας για τα πάρτυ των κατοίκων του Κιέβου και του Λβυβ. Με ρεύμα από γεννήτριες, χωρίς θέρμανση, χορεύοντας με πείσμα, περιμένοντας την επόμενη βόμβα. Γνωρίζοντας ότι οι ελεύθεροι άνθρωποι όλου του κόσμου τους θαυμάζουν, πανηγυρίζουν για τις επιτυχίες τους, και προσεύχονται να αντέξουν, μέχρι το τέλος του εφιάλτη. Είναι η ανθρώπινη συνθήκη: γλύφουμε τις πληγές μας, μετράμε τις απώλειες μας, και προχωράμε, προσπαθώντας κάθε φορά να κάνουμε το σωστό. Τι άλλο μπορούμε να κάνουμε;

Είναι ηθικά αμφίβολη η στάση μας αυτή, να παρακολουθούμε έναν ακόμη φριχτό πόλεμο σαν να είναι ψυχαγωγικό θέαμα, από το ζεστό μας σπίτι, με τους αγαπημένους μας κοντά μας και ασφαλείς; Ναι είναι – εκτός εάν είμαστε έτοιμοι να κάνουμε και εμείς το σωστό, τηρουμένων των πολλών αναλογιών: κάνοντας υπομονή για το ρεύμα που ακρίβυνε, συμπεριφερόμενοι ανθρώπινα στους Ουκρανούς (και στους άλλους) πρόσφυγες, και στέλνοντας στις κυβερνήσεις που μας εκπροσωπούν το σινιάλο ότι είμαστε και εμείς έτοιμοι να αντέξουμε, μέχρι το τέλος του εφιάλτη.

Εν τω μεταξύ, το κατ’ εξοχήν ψυχαγωγικό θέαμα, για μένα και εκατομμύρια άλλους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο, είχε από καιρό λεκιαστεί ανεξίτηλα, από την είδηση των χιλιάδων μεταναστών εργατών χωρίς δικαιώματα που έχασαν τη ζωή τους χτίζοντας τα γήπεδα όπου παίζεται το Μουντιάλ του Κατάρ. Ήδη προτού ξεσπάσει το σκάνδαλο χρηματισμού στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, και μάλιστα με πρωταγωνιστές πολιτικούς από τις δύο πατρίδες μου, και μάλιστα από συγγενική μου πολιτική οικογένεια (πόσες ακόμη δοκιμασίες μου επιφυλάσσει αυτή η ζωή;)

Και όμως, μέσα σε αυτό το ζόφο, πόσοι από εμάς δεν ένιωσαν, σχεδόν παρά τη θέλησή τους, να βυθίζονται σταδιακά στην παιδιάστικη απόλαυση ενός συναρπαστικού, αμφίρροπου αγώνα; «Τα λεπτά κυλούν, η αγωνία κορυφώνεται» - και για 90 ή 120 λεπτά (συν τις καθυστερήσεις) ξεχνάμε τον πόλεμο, την κλιματική αλλαγή, τη χυδαιότητα της δημόσιας ζωής, την ευτέλεια κάποιων πρωταγωνιστών της, και ετοιμαζόμαστε πάλι να πανηγυρίσουμε ένα γκολ, ή να λυπηθούμε για ένα χαμένο πέναλτυ, κάποιου άγνωστου σε εμάς εκατομμυριούχου από κάποια μακρινή χώρα.

Ή να μοιραστούμε τη χαρά όσων πανηγυρίζουν τις επιτυχίες της δικής τους χώρας, όπως οι Μαροκινοί του Μιλάνου, που βγήκαν με τις σημαίες τους, με τις καραμούζες τους, με τα παιδιά τους στους ώμους, κρατώντας από το χέρι τις γυναίκες τους, με μαντήλα ή με κραγιόν και ελαφρύ μακιγιάζ (ή με όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως), για μια νύχτα, και μετά άλλη μια, στην κορυφή του κόσμου: έρχονται άλλες εποχές.

Ή να γελάσουμε με το ημιτελές κατόρθωμα του επιθετικού της Γκάνας (Ινάκι Γουίλλιαμς το όνομά του), που στο δέκατο λεπτό των καθυστερήσεων του αγώνα με την Πορτογαλία κρύφτηκε πίσω από το δοκάρι, σαν τίγρης σε θανάσιμη ενέδρα, και όταν ο αντίπαλος τερματοφύλακας άφησε τη μπάλα στο χόρτο, τινάχτηκε μπροστά, του την έκλεψε, στράφηκε για να την σπρώξει στο άδειο τέρμα – και γλύστρησε, χάνοντας τη μεγάλη ευκαιρία να γίνει εθνικός ήρωας, έχοντας όμως προηγουμένως χαρίσει σε μερικά εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο λίγα δευτερόλεπτα αυθεντικής χαράς, ταξιδεύοντάς τους στα χρόνια που ιδρωμένοι και γρατζουνισμένοι, ξένοιαστοι και ανυποψίαστοι, έτρεχαν ώρες ατέλειωτες πίσω από μια μπάλα σε μια σκονισμένη αλάνα.

2 Δεκεμβρίου 2022

No, l’Europa sociale non è un miraggio



Ομιλία στην ημερίδα του Jobless Society Forum "Work in Regress: Ripensare il lavoro in tempo di crisi" του Ιδρύματος Giangiacomo Feltrinelli (Μιλάνο, Παρασκευή 2 Δεκεμβρίου 2022).

Il titolo di questa sessione è: L’Europa sociale è un miraggio?

La mia risposta è: no.

Forse dovrei fermarmi qui (è stata una giornata lunga, ed è già molto tardi), ma spiegherò brevemente perché la penso così.

1. Se prendiamo come criterio la quota di spesa nazionale dedicata alla protezione sociale, dobbiamo concludere che l’Europa non è mai stata così sociale. Nel 2020, la spesa sociale nell’UE (al netto delle spese amministrative) superava il 30% del Pil. Negli Stati Uniti (nel 2019) ammontava al 18%.

2. Ormai da parecchi anni, il campione europeo non è più la Svezia, ma la Francia (35,2%). L’Italia non è molto lontana da questo traguardo: la spesa sociale nel 2020 era pari al 33,3% del Pil. Certo, il 2020 era un anno anomalo, e nel 2019 la spesa sociale in Italia era ‘soltanto’ 28,3% del Pil. Ma questa cifra era a sua volta nettamente superiore a quella del 2007 (prima della crisi finanziaria, 24,3%), oppure a quella del 2000 (prima della moneta unica, 22,7%).

3. Si potrebbe obiettare che, se la spesa sociale è cresciuta negli ultimi decenni, i rischi e i problemi sociali sono cresciuti di pari passo, quindi dobbiamo correre di più per non rimanere indietro. Forse è così. Senz’altro oggi c’è più precarietà e povertà lavorativa rispetto agli anni Ottanta (quando avevo l’età che hanno oggi i miei due figli), e questo è uno dei motivi per cui bisogna ripensare le regole del mercato del lavoro e ribilanciare la spesa sociale a favore dei giovani.

4. Però, per altri aspetti, non ci stiamo necessariamente muovendo nella direzione sbagliata. Per esempio, la disuguaglianza non è in crescita dappertutto: lo è in Italia, ma nella metà degli stati membri oggi c’è meno disuguaglianza rispetto a prima della crisi finanziaria. Complessivamente nell’UE la disuguaglianza nel 2019 si attestava sul livello del 2007, quindi non mi sembra il caso di evocare un mitico passato in cui l’Europa era ‘più sociale’. Anzi, forse è il presente ad essere un po’ sorprendende: abbiamo avuto la crisi finanziaria, l’austerità, la pandemia, eppure lo stato sociale europeo è ancora fra noi ed è più forte che mai – stando ai livelli di spesa sociale. Forse dovremmo addirittura brindare. ('Count our blessings' come dicono gli anglosassoni.)

5. Se infatti è vero, come sostengo, che il modello sociale europeo – nonostante le apparenze – gode di ottima salute, dobbiamo piuttosto chiederci il perché. Qual è il segreto della sua resilienza (per abusare di una parola che va di moda ultimamente)?

6. A mio parere, la risposta va cercata in ciò che scrisse più di 30 anni fa, quando veniva abbattuto il Muro di Berlino, Ralf Dahrendorf (curioso intellettuale, che in una vita sola è riuscito a diventare parlamentare tedesco, Lord inglese e Commissario europeo). Scriveva Dahrendorf che quello che rende l’Europa unica al mondo è l'essere riuscita a quadrare il cerchio, cioè a coniugare (i) libertà politica, (ii) prosperità economica e (iii) coesione sociale. Due di questi tre aspetti sono riusciti a coniugarli altrove: gli Stati Uniti i primi due, la Cina gli ultimi due. Tutte e tre, invece, solo la nostra Europa. (Brindiamo ancora.)

7. Se il liberale Dahrendorf aveva ragione, per lo stesso motivo la democristiana Merkel aveva torto, quando faceva notare (a Davos, nel dicembre 2013) che il vecchio continente rappresenta il 7% della popolazione mondiale, il 25% del Pil mondiale e il 50% della spesa sociale mondiale, insinuando che in un’epoca di competizione globale una spesa sociale così elevata non fosse più sostenibile. Sbagliava: l’Europa è diventata ciò che è oggi proprio perché ha investito così tanto nella protezione sociale. E deve continuare a farlo (certo, in maniera intelligente) se intende mantenere la sua competitività economica oltre che la coesione sociale.

8. Per fare un altro esempio: è senz’altro vero che lo stato sociale danese è più forte di quello bulgaro, perché la Danimarca è più ricca della Bulgaria e perciò può permettersi di finanziare prestazioni sociali più generose. Ma è vero anche il contrario: l’economia danese è più competitiva di quella bulgara proprio perché può contare su una forza lavoro sana e ben istruita, su relazioni industriali non troppo conflittuali, su istituzioni del mercato del lavoro che coniugano flessibilità e sicurezza, e così via.

9. Detto fra parentesi, in una economia di mercato ignorare le esigenze legittime delle imprese non è una buona idea, se abbiamo nel cuore la coesione sociale. Quando il livello, la distribuzione e le regole della spesa sociale minano il buon funzionamento dell’economia, finisce male per tutti – a partire dai più deboli. Avendo osservato da vicino la crisi greca degli anni 2010, ve lo posso assicurare.

10. Cosa fare quindi? Investire, investire, investire: su programmi di sostegno al reddito efficaci (lo stress della povertà estrema danneggia le capacità cognitive delle persone e le induce a errori che ne peggiorano ulteriormente la situazione economica); su asili nido (il miglior investimento possibile e immaginabile, con un rendimento annuo pari al 13% secondo James Heckman, premio Nobel per l'economia nel 2000); sugli altri servizi di cura, aiutando sia i beneficiari sia i rispettivi familiari (di solito donne); e infine su sistemi di formazione che preparano le persone ad affermarsi nell’economia digitale.

Per un’Europa più libera, più prospera e più coesa.

10 Νοεμβρίου 2022

Η ελληνική οικονομία χρειάζεται μια αναπτυξιακή κοινωνική πολιτική












Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2022). Το άρθρο βασίζεται στην ομιλία μου στο συνέδριο του Κύκλου Ιδεών (3-4 Οκτωβρίου 2022).

Το κοινωνικό κράτος βλάπτει την οικονομία; Μερικές φορές ναι: Η συνταξιοδοτική πολιτική μέχρι το 2010 έστειλε στην αποστρατεία εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες (και ιδίως Ελληνίδες) παραγωγικής ακόμη ηλικίας και συνέβαλε καθοριστικά στην χρεωκοπία της χώρας. Εξίσου βλαπτική για την οικονομία, και χωρίς κοινωνικό αντίκρυσμα, υπήρξε η σπατάλη και η κακοδιαχείριση στο σύστημα υγείας. Ή η χαριστική χορήγηση αναπηρικών συντάξεων.

Άρα, ωφελεί την οικονομία ένα μικρότερο κοινωνικό κράτος; Η διεθνής εμπειρία δείχνει πως όχι. Ανάμεσα στις δυναμικότερες οικονομίες του κόσμου φιγουράρουν χώρες με υψηλή φορολογία και ρωμαλέο σύστημα κοινωνικής προστασίας. Και αντιστρόφως: στις φτωχότερες χώρες του κόσμου η φορολογία είναι χαμηλή και η κοινωνική προστασία υποτυπώδης.

Η χώρα μας φτώχυνε πολύ την περασμένη δεκαετία, και η κοινωνική δαπάνη συρρικνώθηκε. Αυτό που χρειαζόμαστε τώρα δεν είναι ούτε μειώσεις φόρων, ούτε μέτρα αναστήλωσης του κοινωνικού κράτους που μας οδήγησε στη χρεωκοπία (όπως γίνεται με την ακύρωση των περικοπών συντάξεων των Μνημονίων). Αυτό που χρειάζεται η ελληνική οικονομία είναι μια αναπτυξιακή κοινωνική πολιτική.

Μερικά παραδείγματα:

Ένα καλοσχεδιασμένο επίδομα ανεργίας βοηθά τη σωστή αντιστοίχιση ανέργων και κενών θέσεων ανεργίας. (Ο Χριστόφορος Πισσαρίδης κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ για τη δουλειά του στο πρόβλημα των «τριβών αντιστοίχισης».) Όμως στη χώρα μας η συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων δεν δικαιούται κανένα επίδομα.

Η δημιουργία ενός δικτύου δωρεάν βρεφονηπιακών σταθμών για όλα τα παιδιά προσχολικής ηλικίας σε δωρεάν βρεφονηπιακούς σταθμούς είναι η καλύτερη επένδυση που υπάρχει. (Ο James Heckman, κάτοχος του Βραβείου Νόμπελ, υπολόγισε ότι η ετήσια απόδοση της δημόσιας δαπάνης, εάν συνυπολογιστούν όλα τα μελλοντικά οφέλη, είναι της τάξης του 13%.) Όμως στη χώρα μας το ποσοστό κάλυψης των βρεφονηπιακών σταθμών είναι πολύ κάτω του ευρωπαϊκού μέσου όρου.

Η αναβάθμιση του αναπτυξιακού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας είναι απλώς ανέφικτη χωρίς αναβάθμιση των δεξιοτήτων των εργαζομένων και των ανέργων - και των επιχειρηματιών! Όμως η χώρα μας σημειώνει τραγικές επιδόσεις: σύμφωνα με την τελευταία έρευνα PIAAC του ΟΟΣΑ, στην Ελλάδα το 18,6% των αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας 20-34 ετών είναι λειτουργικά αναλφάβητοι («στερούνται βασικών δεξιοτήτων κατανόησης κειμένου, αριθμητικής, και επίλυσης προβλημάτων»).

Η επένδυση στο ανθρώπινο κεφάλαιο (με προσχολική αγωγή για όλα τα πιτσιρίκια, σχολικά γεύματα για όλους τους μαθητές, καλή περίθαλψη για όλους τους πολίτες, διά βίου μάθηση για όλους τους εργαζόμενους, ανέργους και επιχειρηματίες) είναι το κλειδί για την επιτάχυνση της βιώσιμης ανάπτυξης.

26 Σεπτεμβρίου 2022

Η «διάβρωση της μεσαίας τάξης» πίσω από το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία;











Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022).

Η νίκη της Δεξιάς στις χθεσινές εκλογές στην Ιταλία είχε προαναγγελθεί τόσο καθαρά από τις δημοσκοπήσεις (και τον «σφυγμό» της κοινής γνώμης) που η επόμενη μέρα προδιαγράφεται το ίδιο υποτονική όπως όλες οι προηγούμενες.

Σημάδι της υποτονικότητας το ρεκόρ αποχής: 36% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου έμειναν στο σπίτι τους, έναντι 27% το 2018.

Όπως αναμενόταν, ο συνασπισμός της Κεντροδεξιάς επικράτησε καθαρά (43,9%) έναντι εκείνου της Κεντροαριστεράς (26,5%), χωρίς πάντως να κερδίζει τα δύο τρίτα των εδρών που θα του επέτρεπαν να αλλάξει το Σύνταγμα, όπως τουλάχιστον φαίνεται μέχρι στιγμής.

Όπως μεταδίδουν τα ειδησεογραφικά πρακτορεία, οι πρώτοι που συνεχάρησαν τους νικητές ήταν οι πρωθυπουργοί της Πολωνίας και της Ουγγαρίας.

Σε επίπεδο κομμάτων, οι πρώην νεοφασίστες της Τζόρτζια Μελόνι (26,3%) άφησαν σε απόσταση το Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέττα (19,3%). Στο εσωτερικό της Κεντροδεξιάς, η λεπενική (και φιλοπουτινική) Λέγκα του Ματτέο Σαλβίνι καταποντίστηκε (8,9%), η Φόρτσα Ιτάλια του Σίλβιο Μπερλουσκόνι συγκράτησε τον κύριο όγκο των δυνάμεών της (8,0%). Εκτός των δύο συνασπισμών, το Κίνημα Πέντε Αστέρων υπό την ηγεσία του πρώην πρωθυπουργού Τζουζέπε Κόντε ξεπέρασε τις προσδοκίες (15%), ενώ το κεντρώο σχήμα των Κάρλο Καλέντα και Ματτέο Ρέντσι που φιλοδοξούσε να αναδειχθεί σε Τρίτο Πόλο έμεινε τέταρτο (7,8%).

Στις μονοεδρικές περιφέρειες (λίγο πάνω από το ένα τρίτο όλων των εδρών), ο χάρτης βάφτηκε μπλε, με λίγες κόκκινες νησίδες στην Εμίλια-Ρομάνια και στην Τοσκάνη, και ακόμη πιο λίγες κίτρινες (Κ5Α) στην Απουλία και στην Καμπανία.

Στις μικρότερες εκλογικές περιφέρειες, όπου βουλευτές και γερουσιαστές εκλέγονται με απλή αναλογική (εάν το κόμμα τους περάσει το 3%), η εκλογική γεωγραφία παρουσιάζει ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Στο κοσμοπολίτικο και δυναμικό Μιλάνο, η Κεντροδεξιά (34%) ηττήθηκε από την Κεντροαριστερά (38%), ενώ οι Καλέντα-Ρέντσι διπλασίασαν το εθνικό ποσοστό τους (16%). Αντίθετα, 770 χιλιόμετρα νοτιότερα, στη Νάπολι, όπου οι βασικοί εργοδότες είναι το Δημόσιο και η Καμόρρα, η Κεντροδεξιά έμεινε στο 21% και η Κεντροαριστερά στο 24%, ενώ το Κίνημα Πέντε Αστέρων θριάμβευσε (43%). Το μυστικό της δημοτικότητας του Κόντε, τον οποίο οι Ναπολιτάνοι υποδέχθηκαν περίπου σαν να ήταν ο μικρός αδελφός του Μαραντόνα, είναι το λαοφιλές «Εισόδημα του Πολίτη», που δίνει μέχρι 780 ευρώ το μήνα σε όσους δεν διαθέτουν (δηλωμένα) εισοδήματα. Ο σοφός Μάριο Ντράγκι είχε αναγνωρίσει ότι το «Εισόδημα του Πολίτη» συνιστούσε βήμα εξευρωπαϊσμού της ιταλικής πολιτικής κατά της φτώχειας, επέμενε όμως ότι έχρηζε επείγοντος ανασχεδιασμού. Μια τέτοια διάκριση παραείναι λεπτή για την Κεντροδεξιά, που έχει υποσχεθεί ότι θα το καταργήσει.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Federico Fubini, οικονομικού συντάκτη της Corriere della sera, το εκλογικό αποτέλεσμα αντανακλά την παρακμή της μεσαίας τάξης σε μια στάσιμη οικονομία. Η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ τόνωσε την αξία των περιουσιακών στοιχείων, και κατά συνέπεια τα εισοδήματα όσων διαθέτουν περιουσία, κινητή και ακίνητη. Στην άλλη άκρη της εισοδηματικής κατανομής, το «Εισόδημα του Πολίτη» βελτίωσε τη θέση των φτωχών. Οι υπόλοιποι έμειναν πίσω. Η παρακμή της μεσαίας τάξης συμπαρέσυρε το Κέντρο, η κοινωνική πόλωση ενίσχυσε την εκλογική.

Τι θα γίνει τώρα; Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλλα θα δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στη 45χρονη Τζόρτζια Μελόνι, που όταν γίνει πρωθυπουργός θα είναι η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της χώρας. (Στο νεαρόν της ηλικίας την είχε ξεπεράσει ο Ματτέο Ρέντσι, ο οποίος το 2014 ήταν 39 ετών.)

Κατά τα άλλα, αντίθετα με ό,τι είχε συμβεί το 2018, όταν κυβέρνηση είχαν σχηματίσει η Λέγκα και το Κίνημα Πέντε Αστέρων, και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλλα είχε αναγκαστεί να βάλει βέτο στην επιλογή για τη θέση του υπουργού οικονομικών ενός οπαδού της εξόδου της Ιταλίας από το ευρώ, οι αγορές έχουν προεξοφλήσει τις εξελίξεις: το περιθώριο κινδύνου (spread) στα ιταλικά ομόλογα έχει ήδη αυξηθεί, και δεν προβλέπεται να αυξηθεί άλλο βραχυπρόθεσμα. Σε λίγους μήνες όμως, όταν η ΕΚΤ αρχίσει να εκχωρεί ομόλογα, το δυσθεώρητο χρέος της Ιταλίας (2 τρις 770 δις ευρώ, περίπου 15 φορές το ΑΕΠ της Ελλάδας) θα ξαναμπεί στο μικροσκόπιο των αγορών, που ως γνωστόν έχουν την τάση να υπεραντιδρούν σε ο,τιδήποτε εκλαμβάνουν ως απειλή στη δανειοληπτική ικανότητα των κυβερνήσεων. Η συνέχεια αναμένεται με ενδιαφέρον.

25 Σεπτεμβρίου 2022

Η Ιταλία μπροστά στις κάλπες










Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022).

Όταν την περασμένη Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου τέθηκε σε ψηφοφορία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο η έκθεση της ειδικής επιτροπής για την κατάσταση στην Ουγγαρία – η οποία κατέληγε ότι αυτή η χώρα δεν μπορεί πλέον να θεωρείται δημοκρατική, και για αυτό η χρηματοδότησή της από το Ταμείο Ανάκαμψης θα πρέπει να ανασταλεί έως ότου αποκατασταθεί το κράτος δικαίου στο εσωτερικό της – εγκρίθηκε πανηγυρικά: 433 ευρωβουλευτές ψήφισαν υπέρ, 123 κατά, ενώ 28 απείχαν. Όμως τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της ιταλικής Δεξιάς, που αναμένεται να κερδίσει τις εκλογές της Κυριακής 25 Σεπτεμβρίου, οι πρώην νεοφασίστες της Τζόρτζια Μελόνι, και η λεπενική Λέγκα του Ματτέο Σαλβίνι, ψήφισαν κατά.

Θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για στάση αρχής: η απροκάλυπτη δυσανεξία απέναντι στα συνταγματικά αντίβαρα (ανεξάρτητος Τύπος, ανεξάρτητη δικαιοσύνη), η επιθετική ξενοφοβία, η υστερική υπεράσπιση της «φυσικής οικογένειας» διά της αποκατάστασης των διακρίσεων κατά των γυναικών και κατά των ομοφυλοφίλων, καθώς και η περιφρόνηση των ευρωπαϊκών θεσμών (όχι όμως των ευρωπαϊκών κονδυλίων), δηλ. όσα χαρακτηρίζουν την «ανελεύθερη δημοκρατία» του Βίκτωρ Όρμπαν, απηχούν επίσης τις πιο μύχιες επιθυμίες της ιταλικής – και όχι μόνο - Δεξιάς.

Πώς βρέθηκαν όλοι αυτοί στα πρόθυρα της εξουσίας σε μια χώρα που, μετά την καταστροφική εικοσαετία του μουσολινικού καθεστώτος, έγραψε τον αντιφασισμό στο σύνταγμά της; Καλή ερώτηση. Η απάντηση θα πρέπει μάλλον να αναζητηθεί στη σταδιακή φθορά των δημοκρατικών θεσμών από την κομματοκρατία, το οργανωμένο έγκλημα, την μαύρη και κόκκινη τρομοκρατία, τη διάβρωση του κράτους - και κυρίως από την πρωτοφανή στασιμότητα της ιταλικής οικονομίας εδώ και 30 σχεδόν χρόνια, που έχει εμπεδώσει μια αίσθηση παρακμής και στενών οριζόντων.

Μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα ανυποληψίας και χαμηλής εμπιστοσύνης, σημαντική μερίδα του εκλογικού σώματος αδιαφορεί, ή είναι έτοιμο να δοκιμάσει κάποιον «νέο και άφθαρτο» πολιτικό - Μπερλουσκόνι (43% στις εθνικές εκλογές του 1994), και πιο πρόσφατα: Ρέντσι (41% στις ευρωεκλογές του 2014), Γκρίλλο (32% στις εθνικές εκλογές του 2018), Σαλβίνι (34% στις ευρωεκλογές του 2019) – και αμέσως μετά να απογοητευθεί από αυτόν και να του γυρίσει την πλάτη. (Στις εκλογές της Κυριακής, οι παραπάνω τέσσερις αναμένεται να κινηθούν στο 10% ή και παρακάτω.)

Θα τα καταφέρει καλύτερα η Μελόνι; Όχι, εκτός και εάν πιστεύετε ότι οι εθνικοποιήσεις (π.χ. της Αλιτάλια), ο «ναυτικός αποκλεισμός» (που θα κρατήσει μακριά τους πρόσφυγες), η επιβολή έκτακτης φορολογίας στις ξένες επιχειρήσεις (!), και η επαναδιαπραγμάτευση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (191,5 δις ευρώ, περίπου όσο το ΑΕΠ της Ελλάδας) θα βάλουν την ιταλική οικονομία σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης. 

Στην πόλη όπου ζω, στο κοσμοπολίτικο και δυναμικό Μιλάνο, όπου ο πρώτος κινέζος μετανάστης άρχισε να πουλάει μεταξωτές γραβάτες στους φιλοπερίεργους αστούς με ρεντιγκότα και ημίψηλο καπέλο στην Πλατεία Ντουόμο στις αρχές του Εικοστού Αιώνα, όπου το 18% του πληθυσμού είναι ξένοι (ανάμεσά τους οι περισσότεροι φοιτητές μου), και όπου η εξωστρέφεια είναι το μυστικό της οικονομικής επιτυχίας, οι μουχλιασμένες συνταγές της Δεξιάς αντιμετωπίζονται με θυμηδία. Για αυτό άλλωστε, οι εύποροι αστοί της πόλης σνομπάρουν τον άξεστο Σαλβίνι, και πιθανότατα και τη Μελόνι, και είναι έτοιμοι να στραφούν προς το κεντρώο σχήμα των Κάρλο Καλέντα και Ματτέο Ρέντσι, καθώς και στο Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέττα (οι οποίοι βέβαια απέτυχαν να συνεργαστούν μεταξύ τους, σε άλλη μια θεαματική επίδειξη έλλειψης ενστίκτου αυτοσυντήρησης). Αντίθετα, οι λιγότερο μορφωμένοι (και φτωχότεροι) μικροαστοί και εργάτες θα εμπιστευθούν τη Δεξιά.

Αυτή δεν είναι η νέα πολιτική γεωγραφία της Δύσης; Νέα Υόρκη εναντίον Μεσοδυτικών Πολιτειών, Παρίσι εναντίον «Βαθιάς Γαλλίας», Μιλάνο εναντίον επαρχιακής Ιταλίας. Το χωριό περικυκλώνει την πόλη.

Αυτό είναι και το δράμα των οπαδών της ανοιχτής κοινωνίας. Εάν οι προοδευτικές και φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις δεν καταφέρουν να εκπροσωπήσουν όσους μένουν πίσω - να τους υποστηρίξουν ώστε να μπορέσουν και αυτοί να γευθούν τους καρπούς της οικονομικής επιτυχίας, και να προστατεύσουν όσους δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές –, ας ετοιμαστούν να υποστούν τις συνέπειες. Και μαζί τους και εμείς.

22 Σεπτεμβρίου 2022

Ενότητα και εξιλέωση

Δημοσιεύθηκε ως ανάρτηση στο fb (Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022).

Ευχαριστώ τον Νίκο Μπίστη για την αναφορά του στο άρθρο μου, και στη συζήτησή μας στο περιθώριο της παρουσίασης του ωραίου βιβλίου του Γιάννη Μπαλαμπανίδη "Οι ιδέες της προόδου και της συντήρησης: Δοκίμιο για την πολιτική σε ρευστούς καιρούς" (εκδόσεις Πόλις).

Είναι ενδιαφέρουσα η αναφορά του Νίκου Μπίστη στη "λήθη", που φυσικά θυμίζει το σύνθημα του Κέντρου (κυρίως) την πρώτη μετεμφυλιακή περίοδο.

Η χώρα μας βίωσε μια βαθιά διαίρεση την προηγούμενη δεκαετία, και τώρα προσπαθεί να γιατρέψει τις πληγές της. Για να συμβεί αυτό, η πρώτη προϋπόθεση είναι να πέσουν οι τόνοι. (Ας είναι αυτή η ανταλλαγή απόψεων, και ελπίζω και τα σχόλια όσων μπουν στον κόπο να σχολιάσουν, μια συμβολή σε αυτό.)

Η δεύτερη προϋπόθεση είναι η ειλικρινής αυτοκριτική όλων των πλευρών. Φοβάμαι ότι αυτό, όπως σημείωσε και ο Παντελής Καψής στη δική του ανάρτηση, σημαίνει πριν από κάθε τι άλλο, αυτοκριτική του ΣΥΡΙΖΑ, αφού η διχαστική ρητορική, η απαξίωση του αντιπάλου, τα "Ή εμείς ή αυτοί", από αυτό το κόμμα προήλθαν.

Δεν εκπροσωπώ παρά μόνο τον εαυτό μου - και αυτόν όχι πάντα, όπως θα έλεγε ο Μαρξ (Γκράουτσο) - αλλά για μένα το ζητούμενο δεν είναι η ευκαιριακή ενότητα της αριστεράς και της κεντροαριστεράς εν όψει των εκλογών ή και μετά. Στην ισπανική Δεύτερη Δημοκρατία (1931-1936), η ενότητα αυτή ήταν ευρύτατη: από τους αναρχικούς έως τους ρεπουμπλικάνους, συστρατεύθηκαν όλοι στο Λαϊκό Μέτωπο - όμως η χώρα βυθίστηκε στο μίσος, και τελικά οδηγήθηκε σε εμφύλιο πόλεμο.

Συνεπώς, το ζητούμενο (πάντα για μένα) είναι πώς θα αποκατασταθεί ένα κλίμα συνεννόησης των πολιτικών δυνάμεων, για τα πολλά που έμειναν άλυτα μετά την κρίση, και για τα δύσκολα που έρχονται. Και κάτι τέτοιο μου φαίνεται δύσκολο χωρίς την "εξιλέωση" του ΣΥΡΙΖΑ. (Και, στη συνέχεια, χωρίς την απομόνωση των ακραίων φωνών στη ΝΔ.)

Είμαι βέβαιος ότι οι σκεπτόμενοι άνθρωποι στο χώρο αυτό (και στους άλλους χώρους) καταλαβαίνουν τι εννοώ.

17 Σεπτεμβρίου 2022

Η ιταλική Δεξιά ετοιμάζεται να κυβερνήσει


















Δημοσιεύτηκε στα «ΝΕΑ» (Σάββατο 17 Σεπτεμβρίου 2022).

Εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, ο δεξιός συνασπισμός των πρώην νεοφασιστών της Giorgia Meloni, της λεπενικής Λέγκας του Matteo Salvini, και του παρηκμασμένου «Φόρτσα Ιτάλια» του Silvio Berlusconi, θα κερδίσει τις εκλογές της Κυριακής 25 Σεπτεμβρίου στην Ιταλία.

Όλα δείχνουν ότι η νίκη της ιταλικής Δεξιάς θα είναι καθαρή. Οι πολιτικοί επιστήμονες χρησιμοποιούν τον όρο «bandwagon effect» για να περιγράψουν τη στοίχιση των αναποφάσιστων (ή των αδιάφορων, ή των απληροφόρητων) πίσω από το άρμα εκείνου που παίρνει αέρα νίκης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό ενισχύεται από την πελατειακή συναλλαγή: ομάδες συμφερόντων, στη νόμιμη οικονομία ή και όχι, στο Νότο αλλά όχι μόνο, προσφέρουν στον διαφαινόμενο νικητή τα πακέτα ψήφων που διατείνονται ότι ελέγχουν, με αντάλλαγμα κάποια χαριστική σύμβαση ή ευνοϊκή ρύθμιση μετά τις εκλογές.

Το προβάδισμα της Δεξιάς οριστικοποιήθηκε στις αρχές Αυγούστου, όταν η συμφωνία του Enrico Letta, ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος, και του Carlo Calenda, επικεφαλής ενός κεντρώου σχηματισμού, να συνεργαστούν στις μονοεδρικές περιφέρειες, κατέρρευσε μετά την ξαφνική αποχώρηση του τελευταίου. Είχε προηγηθεί η άρνηση του Letta να συνεργαστεί με τον Matteo Renzi, πρώην ηγέτη του Δημοκρατικού Κόμματος, και νυν επικεφαλής άλλου κεντρώου κόμματος, επειδή το 2014 ο δεύτερος είχε ανατρέψει τον πρώτο για να γίνει πρωθυπουργός στη θέση του. Επιβεβαιώθηκε ένα φαινόμενο που επαναλαμβάνεται υπερβολικά συχνά σε διάφορες χώρες για να είναι τυχαίο: στα δεξιά του πολιτικού φάσματος ακόμη και οι βαρύτερες προσβολές παραμερίζονται προκειμένου οι πρώην αντίδικοι να συνεργαστούν προς το κοινό τους συμφέρον (την κατάληψη της εξουσίας), ενώ αντίθετα στα αριστερά οι πολιτικές στρατηγικές επικαθορίζονται από προσωπικές αντιπάθειες.

Βρισκόμαστε λοιπόν στα πρόθυρα της φασιστικής παλινόρθωσης; Όχι ακριβώς – παρά την ανατριχιαστική σύμπτωση της συμπλήρωσης ενός αιώνα από την Πορεία στη Ρώμη και άνοδο του Mussolini στην εξουσία (28 Οκτωβρίου 1922). Η Meloni (που προαλείφεται για πρωθυπουργός) και το κόμμα της (που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις προηγείται με 25%) δεν είναι φασίστες, δεν ετοιμάζονται να βάλουν λουκέτο στο Κοινοβούλιο, ούτε να στείλουν τους αντιφρονούντες στα ξερονήσια. Δεν θα κάνουν χωριστή συμφωνία αγοράς αερίου από τη Ρωσία, παρότι ο Πούτιν είναι παλιός φίλος του Berlusconi (και έχει φιλοξενηθεί επανειλημμένως στη βίλα του στη Σαρδηνία), ενώ ο Salvini είναι φανατικός οπαδός του Ρώσου δικτάτορα (και μεγάλου χορηγού τη Λέγκας, σύμφωνα με αρκετές ενδείξεις). Δεν θα βγάλουν καν την Ιταλία από την ΕΕ, αντίθετα θα καταπιούν γρήγορα τις ανοησίες περί «ανάγκης αποκατάστασης της πρωτοκαθεδρίας των εθνικών έναντι των κοινοτικών κανόνων δικαίου» στις οποίες δείχνουν να πιστεύουν, τουλάχιστον μέχρι το 2026 που θα εισπραχθεί το τελευταίο από τα 191,5 δις ευρώ που αναλογούν στην Ιταλία από επιχορηγήσεις και δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Με τι θα ασχοληθεί λοιπόν μια πιθανή κυβέρνηση Meloni; Βραχυπρόθεσμα, με αυτά που αρέσουν στους απανταχού δεξιούς: επαναπροωθήσεις γυναικοπαίδων, διακρίσεις κατά μεταναστών, περιορισμούς στην πρόσβαση των γυναικών σε αντισύλληψη και εκτρώσεις, άρνηση αναγνώρισης αστικών δικαιωμάτων σε ζευγάρια ομοφυλοφίλων. Μεσοπρόθεσμα, με την πολιτειακή αλλαγή, από την Προεδρευομένη στην Προεδρική Δημοκρατία, ώστε να εκλέγεται απευθείας ο ισχυρός ανήρ (ή η ισχυρά γυνή), έτσι ώστε να κυβερνά με πυγμή, χωρίς τις περιττές δεσμεύσεις των ασφαλιστικών δικλείδων και των θεσμικών αντίβαρων του κοινοβουλευτισμού. Το μέλλον θα έχει ενδιαφέρον – και πολλή ξηρασία.

1 Σεπτεμβρίου 2022

«Εξοδόχαρτο»

Δημοσιεύθηκε ως πρόλογος στο βιβλίο του Βαγγέλη Σιαφάκα «Εξοδόχαρτο / Μοναστηράκι» (εκδόσεις «Πόλις», Σεπτέμβριος 2022).

Τα κείμενα που απαρτίζουν το «Εξοδόχαρτο» του Βαγγέλη Σιαφάκα είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση στον κύκλο των αναγνωστών του από την αρχή, όταν τα δημοσίευε ένα-ένα στο fb, τους μήνες του εγκλεισμού, από τα μέσα του 2020 έως τα μέσα του 2021. Υπήρξα ένας από εκείνους που τον ενθάρρυναν να τα δημοσιεύσει σε βιβλίο. Με μοναδικό προσόν αυτό, βρέθηκα να το προλογίζω.

Ο λόγος που είχα σκεφτεί ότι αυτά τα κείμενα πρέπει να κυκλοφορήσουν σε βιβλίο δεν είναι (τόσο) ότι για τους ανθρώπους μιας κάποιας ηλικίας ο τυπωμένος λόγος έχει πάντοτε μεγαλύτερη αξία από τα έπεα πτερόεντα του ψηφιακού. Είναι ότι μου είχαν φανεί «μικρά κοσμήματα», πρωτότυπα και απολαυστικά, με πρώτες ύλες μια μεγάλη ποικιλία θεμάτων (τον έρωτα και το θάνατο, την πολιτική και το ποδόσφαιρο, την πόλη και το χωριό, το ευτελές και το πολύτιμο της ανθρώπινης κωμωδίας), με αναγνωρίσιμους ήρωες που μένουν μαζί μας αφού έχουν αποχωρήσει από τη σκηνή, και με ενοποιητική ουσία τη μοναδική φωνή του αφηγητή-συγγραφέα, αυτοσαρκαστική και επιεική, κυνική και τρυφερή. Έχοντας μόλις ξαναδιαβάσει ολόκληρη τη συλλογή, αισθάνομαι ότι όσοι γοητεύτηκαν από αυτά τα κείμενα και προέτρεψαν τον συγγραφέα να τα τυπώσει δικαιώνονται διπλά: αφενός η γοητεία τους αντέχει στο χρόνο, αφετέρου το σύνολο έχει μεγαλύτερη αξία από το άθροισμα των μερών.

Ας ξεκινήσουμε από τη μορφή. Το «Εξοδόχαρτο», χωρίς να το επιδιώκει, διαφημίζει τα θέλγητρα της βραχείας φόρμας. «Χωρίς να το επιδιώκει», επειδή εύκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι το μέγεθος των κειμένων (500 περίπου λέξεις το καθένα) δεν υπαγορεύθηκε από προγραμματικές φιλοδοξίες, τις οποίες ο ίδιος ο συγγραφέας μάλλον θα απέρριπτε ειρωνικά, αλλά κυρίως από το ένστικτο του παλιού δημοσιογράφου, παρότι το μέσο στο οποίο πρωτοεμφανίστηκαν (fb) καλλιεργεί πολύ λιγότερο την αυτοπειθαρχία από ό,τι η εφημερίδα ή το δελτίο ειδήσεων. Όπως και να έχει, ανεξαρτήτως προθέσεων, τη σπουδαία και κάπως παραγνωρισμένη παράδοση των «μικροδιηγημάτων» ακολουθεί το «Εξοδόχαρτο», παράδοση στην οποία διέπρεψαν ο Μπόρχες και άλλοι Λατινοαμερικάνοι συγγραφείς. Πόσο βραχεία μπορεί να είναι αυτή η φόρμα το έδειξε ο Αουγκούστο Μοντερόσο με τον περίφημο «Δεινόσαυρο», ένα μικροδιήγημα επτά μόλις λέξεων: «Όταν ξύπνησε, ο δεινόσαυρος ήταν ακόμη εκεί». Μεταξύ των θαυμαστών του ήταν και ο Ίταλο Καλβίνο, που γνώριζε καλά την ισπανόφωνη λογοτεχνία, και είχε έφεση στα λογοτεχνικά πειράματα (όπως άλλωστε δείχνει η δραστηριοποίησή του στο OuLiPo, το «Εργαστήριο Δυνητικής Λογοτεχνίας», μαζί με τον Ρεϊμόν Κενώ και άλλους). Τόσο πολύ θαύμαζε τον Μοντερόσο ο Καλβίνο που για να τον τιμήσει αφιέρωσε στο ίδιο θέμα ένα από τα κεφάλαια των «Κοσμοκωμικών» του («Οι δεινόσαυροι»).

Εάν όμως η μορφή «ιντριγκάρει» τον αναγνώστη, αυτό που τον συναρπάζει είναι το περιεχόμενο. Στην ταινία «Μπάρτον Φινκ» των αδελφών Κοέν, ο ομώνυμος ήρωας (τον υποδύεται ο Τζον Τορτούρο), συγγραφέας το επάγγελμα, άσημος ακόμη, συναντιέται με τον νέο του εργοδότη, έναν κινηματογραφικό παραγωγό, που τον υποδέχεται δίπλα στην πισίνα, λέγοντάς του: «Ένα μόνο πράγμα μας ενδιαφέρει, Μπαρτ. Μπορείς να πεις μια ιστορία; Μπορείς να μας κάνεις να γελάσουμε; Μπορείς να μας κάνεις να κλάψουμε;» Το «Εξοδόχαρτο» δείχνει ότι ο Βαγγέλης Σιαφάκας ξέρει να κάνει και τα τρία. Είναι fabulator: έμαθε να λέει ιστορίες με τον τρόπο του τεχνίτη, όπως οι «πετράδες» της Ηπείρου (και της Αλβανίας) έμαθαν να σμιλεύουν την πέτρα και οι ιστορίες που λέει είναι αστείες και συγκινητικές, διασκεδαστικές και σπαραχτικές, εναλλάξ και ταυτοχρόνως. Ο αναγνώστης του «Απαγορευμένο σεξ στον ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟ», ή του «Ετοιμάζω ταξίδι μοναχά για πάρτη μου», ή του «Δεν ανέχομαι τις ανορθογραφίες: με ταράζουν» διατρέχει τον κίνδυνο να αρχίσει ξαφνικά να γελάει φωναχτά, κάνοντας τους γύρω του να στραφούν προς το μέρος του απορημένοι. Και όταν φτάσει να διαβάζει το «Μη φοβηθείς», ή το «Το τελευταίο όνειρο», ή το «Εξοδόχαρτο» (που δίνει το όνομα στη συλλογή), πάλι θα πρέπει να προσέχει αν βρίσκεται σε δημόσιο χώρο εκτός αν φοράει γυαλιά ηλίου, ή έχει πρόχειρα χαρτομάντηλα. Όσο για «Το κλάμα του πατέρα», ή για το «Κατηγορώ» (με το οποίο κλείνει η συλλογή), αφήνουν τον αναγνώστη άναυδο, συγκλονισμένο, σαν να έχει γίνει μόλις μάρτυρας ενός οδυνηρού τραύματος, που ο συγγραφέας δεν έχει διστάσει να αποκαλύψει, και που έχει καταφέρει να μιλήσει για αυτό με μαστοριά, διαύγεια και εντιμότητα, χωρίς να χαρίζεται σε κανέναν (αρχίζοντας από τον εαυτό του), μετατρέποντας έτσι με τρόπο σχεδόν αλχημικό κάτι προσωπικό σε κάτι άλλο οικουμενικό. Αυτή δεν είναι η μαγεία της μεγάλης λογοτεχνίας;

Όλα αυτά και πολλά ακόμη με την αμίμητη αφηγηματική φωνή του συγγραφέα, η οποία είναι ανευλαβής (με την έννοια ότι δεν έχει ιερό και όσιο), αμείλικτα αυτοσαρκαστική, δυσανεκτική ως προς τα πολλά «δήθεν» του κόσμου γύρω μας, επιεικής με τους χαρακτήρες που επινοεί, φιγούρες της διπλανής πόρτας, παρά την ευτέλειά τους (ή μήπως εξαιτίας της;), με μια λέξη: μοναδική. Μια φωνή που μιλάει μια γλώσσα ζωντανή, αληθινή, χωρίς φτιασίδια, όπως οι γοητευτικές γυναίκες του συγγραφέα, που δεν νοιάζονται καθόλου αν έχουν λίγη κυτταρίτιδα παραπάνω, ξέροντας άλλωστε καλά ότι ούτε οι άνδρες νοιάζονται.

Δεν θα επεκταθώ στα άλλα που με συνδέουν με τους κόσμους που πλάθει ο Βαγγέλης Σιαφάκας, και που με κάνουν να τον αισθάνομαι σαν δικό μου άνθρωπο, παρότι δεν είχαμε γνωριστεί (και βέβαια τώρα δεν θα γνωριστούμε ποτέ): ο Ρήγας, η Ιταλία, η Ήπειρος, ο κινηματογράφος, το ποδόσφαιρο είναι το (σαθρό) υλικό από το οποίο είμαστε φτιαγμένοι. Δεν θα επεκταθώ επειδή το «Εξοδόχαρτο» πάει πολύ πέρα από όλα αυτά, τα μεταχειρίζεται απλώς ως αφορμή, για να πει κάτι μεγαλύτερο, που «μιλάει» σε κάθε αναγνώστη, όποια και αν είναι η καταγωγή του, η ηλικία του, το φύλο του, τα πολιτικά ή ποδοσφαιρικά του φρονήματα.

26 Αυγούστου 2022

Η ζήτηση για ενέργεια δεν είναι ανελαστική


Δημοσιεύθηκε ως ανάρτηση στο fb (Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022).

Η αλλεργία των οικονομολόγων (και ιδίως των φιλελεύθερων οικονομολόγων) στις επιδοτήσεις τιμών είναι γνωστή από καιρό. Άλλο είναι το ενδιαφέρον του χθεσινού άρθρου του Economist. Βλέπετε, δεν είναι τυχαίο περιοδικό: οι συντάκτες του παρακολουθούν τα πρόσφατα ευρήματα της επιστημονικής παραγωγής, αναλογίζονται τη σημασία τους για τη δημόσια πολιτική, και παρουσιάζουν τα κύρια σημεία με εύληπτο τρόπο σε ένα καλλιεργημένο μεν αλλά μη ειδικό (και πολυάσχολο) αναγνωστικό κοινό.
Το χθεσινό άρθρο λοιπόν σχολιάζει μια νέα γενιά οικονομικών ερευνών που χρησιμοποιούν νέες μεθόδους και νέα δεδομένα για να υπολογίσουν την ελαστικότητα της ζήτησης για καύσιμα ή για ενέργεια. Αυτό ακούγεται αφηρημένο, αλλά έχει μεγάλη σημασία. Εάν η ζήτηση είναι ανελαστική, καθώς οι τιμές αυξάνονται οι καταναλωτές κρατάνε σταθερή την ποσότητα που καταναλώνουν, συνεπώς επωμίζονται το σύνολο της επιβάρυνσης από την ακρίβεια. Όσο πιο ελαστική είναι η ζήτηση, τόσο περισσότερο μειώνουν οι καταναλωτές την ποσότητα που καταναλώνουν μετά από μια αύξηση της τιμής.
Τα πρόσφατα ευρήματα που παρουσιάζει το άρθρο του Economist ανατρέπουν προηγούμενες παραδοχές για τη δήθεν ανελαστικότητα της ζήτησης. Σύμφωνα με αυτά, όταν οι τιμές του πετρελαίου ή του φυσικού αερίου αυξάνονται, οι καταναλωτές μειώνουν την κατανάλωση. Η ελαστικότητα δεν είναι μεγάλη: στις ΗΠΑ, μια αύξηση της τιμής κατά 10% υπολογίστηκε ότι έφερε μείωση της κατανάλωσης σε 3% (πετρέλαιο) ή 2% (φυσικό αέριο). Και το αντίστροφο: όταν η πολιτεία της Καλιφόρνιας μείωσε κατά 20% την οριακή τιμή του φυσικού αερίου για τα φτωχά νοικοκυριά, η κατανάλωση τους αυξήθηκε κατά 8,5%.
Όπως αναφέρει το άρθρο, το 2015 η ουκρανική κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει τις επιδοτήσεις των καυσίμων, με αποτέλεσμα διπλασιασμό της τιμής. Όσα νοικοκυριά δεν επένδυσαν σε καλύτερη μόνωση κτλ., αναγκάστηκαν να μειώσουν την κατανάλωση τους κατά 16%.
Κάτι αντίστοιχο είχε γίνει στη χώρα μας το 2012, μετά από την εξίσωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στο πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης: ο λόγος που η αύξηση του φόρου απέδωσε πολύ λιγότερο από ό,τι ήλπιζε η κυβέρνηση (και η Τρόικα) ήταν ότι πολλά νοικοκυριά στράφηκαν από την κεντρική θέρμανση σε άλλες λύσεις (pellet, ξύλα, ηλεκτρική σόμπα, αερόθερμο), ή απλώς άρχισαν να ζεσταίνουν το σπίτι τους λιγότερο από πριν. Αυτό το προηγούμενο δείχνει πολλά για τις οικονομικές, κοινωνικές, και περιβαλλοντικές συνέπειες μιας απότομης μεταβολής των τιμών σε συνθήκες οικονομικής κρίσης. Διαψεύδει ωστόσο επίσης, και μάλιστα με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, την υπόθεση ότι οι καταναλωτές αφήνουν αμετάβλητες τις συνήθειες τους ακόμη και όταν οι τιμές αυξάνονται σημαντικά. Στην πραγματικότητα ισχύει το αντίθετο: η ζήτηση για ενέργεια είναι κάθε άλλο παρά “ανελαστική”.
Εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις ενδιαφέρονται πραγματικά για την απεξάρτηση από τη Ρωσία, καθώς και για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, τότε θα πρέπει να διευκολύνουν τους καταναλωτές να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους στην αύξηση των τιμών της ενέργειας καίγοντας λιγότερο ρεύμα ή πετρέλαιο ή φυσικό αέριο. Αντί να επιδοτούν τις τιμές της ενέργειας, θα πρέπει να επιδοτούν τις επενδύσεις σε μέτρα εξοικονόμησης, καθώς φυσικά και σε ανανεώσιμες πηγές. Βραχυπρόθεσμα, στη μεταβατική περίοδο, οι ενισχύσεις θα πρέπει να είναι εισοδηματικές (ώστε να μην επηρεάζουν τα κίνητρα εξοικονόμησης), και στοχευμένες (υπέρ φτωχών, ηλικιωμένων, κατοίκων ορεινών περιοχών κτλ).
Εάν, για πολιτικούς ή άλλους λόγους, προκρίνεται η επιδότηση των τιμών, τότε θα πρέπει να υπάρχει πλαφόν κατανάλωσης. Το άρθρο του Economist σχολιάζει ευνοϊκά την περίπτωση της Αυστρίας, όπου η επιδότηση δίνεται μόνο για το 80% της μέσης κατανάλωσης ενός νοικοκυριού. Υπενθυμίζεται ότι στην Ελλάδα οι επιδοτήσεις αφορούν αντίθετα “όλες τις παροχές, κύριας και μη κύριας κατοικίας, για το σύνολο της μηνιαίας κατανάλωσης, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια”.

23 Αυγούστου 2022

Οι επιδοτήσεις των λογαριασμών και η ενεργειακή μετάβαση









Δημοσιεύθηκε ως ανάρτηση στο fb (Τρίτη 23 Αυγούστου 2022).

Το χθεσινό άρθρο μου στο Kreport, καθώς και η μετέπειτα ανάρτησή μου, πυροδότησαν μια ενδιαφέρουσα συζήτηση για τους στόχους και τα μέσα της δημόσιας πολιτικής για την ενέργεια στις σημερινές δύσκολες συνθήκες. Παρόμοιες ανησυχίες είχαν διατυπώσει πριν από εμένα με άρθρα τους στην Καθημερινή ο Κώστας Κωστής (18 Ιουλίου 2022) και η Μιράντα Ξαφά (14 Αυγούστου 2022). Υπέρ της κυβερνητικής πολιτικής, των επιδοτήσεων-βροχή, έγραψε ο Θάνος Πετραλιάς, γενικός γραμματέας Δημοσιονομικής Πολιτικής (26 Ιουλίου 2022). Έλαβα πολλά σχόλια, δημόσια ή ιδιωτικά, που σχολίαζαν ή διόρθωναν αυτά που έγραψα. Ευχαριστώ θερμά όσους και όσες μπήκαν στον κόπο.

Πολλά από τα επιμέρους θέματα είναι τεχνικά, αλλά όχι τόσο ώστε να μην μπορεί να τα συλλάβει ο ενημερωμένος αναγνώστης. Η εναλλακτική επιλογή, να ασχολούνται με αυτά αποκλειστικά οι ειδικοί, εκεί όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις, ερήμην της κοινής γνώμης, μου είναι απεχθής – και το λέω τόσο από πεποίθηση (μια δημοκρατική Πολιτεία χρειάζεται πολίτες που συμμετέχουν ενεργά στη δημόσια συζήτηση) όσο και από επαγγελματική διαστροφή (η οικονομική ανάλυση της δημόσιας πολιτικής είναι ο τομέας μου και επίσης το πάθος μου).

Πολλές πτυχές του ζητήματος (μου) είναι τώρα πιο σαφείς. Οι κυβερνητικές επιδοτήσεις στους λογαριασμούς χρηματοδοτούνται σε μεγάλο βαθμό από πόρους της ΕΕ (χάρη στους μηχανισμούς του Ταμείου Ενεργειακής Μετάβασης), καθώς και από αυξημένα φορολογικά έσοδα (λόγω τουρισμού και λόγω πληθωρισμού). Συνεπώς, το κόστος των επιδοτήσεων, παρότι εξωφρενικό (1% του ΑΕΠ μόνο το μήνα Σεπτέμβριο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών) δεν θα εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό του 2022.

Όλα καλά λοιπόν; Κατά τη γνώμη μου όχι. Η επιλογή της κυβέρνησης να προστατεύσει τα νοικοκυριά από απότομες αυξήσεις είναι θεμιτή. (Είναι επίσης εκλογικά προσοδοφόρα, αλλά αυτό δεν την καθιστά λιγότερο θεμιτή.) Το πρόβλημα βρίσκεται στη δοσολογία της προστασίας. Η εποχή της φτηνής ενέργειας έχει παρέλθει οριστικά. Θα πρέπει όλοι να μάθουμε να ζούμε (και να παράγουμε) διαφορετικά. Είμαστε πολύ τυχεροί που υπάρχει το Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης (και που είμαστε στην ΕΕ). Εάν όμως σπαταλήσουμε τους πόρους του όχι για να προετοιμάσουμε την ενεργειακή μετάβαση, αλλά για να κρατήσουμε τεχνητά στη ζωή το σημερινό παρωχημένο μοντέλο, θα έχουμε χάσει άλλη μια μεγάλη ευκαιρία. Επίσης, θα έχουμε κάνει μια τρύπα στο νερό: η ενέργεια δεν πρόκειται να ξαναγίνει φτηνή, οι πόροι του Ταμείου δεν θα είναι απεριόριστοι για πάντα, η Ελλάδα δεν θα πάψει να έχει το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην ΕΕ (193% του ΑΕΠ το 2021), με μεγάλη απόσταση από τη δεύτερη Ιταλία (151%).

Χρειαζόμαστε λοιπόν λιγότερες επιδοτήσεις (άρα ακριβότερους λογαριασμούς), λιγότερη σπατάλη ενέργειας (αυτοβούλως αλλά και με κίνητρα για επενδύσεις εξοικονόμησης), περισσότερη ηλιακή και αιολική ενέργεια (αυτό είναι το συγκριτικό μας πλεονέκτημα) – και λιγότερα ελλείμματα: μια χώρα με το δικό μας παρελθόν (και με το δικό μας δημόσιο χρέος) δεν έχει την πολυτέλεια να πετάει λεφτά, μόνο και μόνο επειδή η φετινή χρονιά ήταν λίγο καλύτερη. Δεν ζούμε μέρες του 2008 λοιπόν (το παίρνω πίσω αυτό), ζούμε μέρες του 2005, εφησυχασμού και αμεριμνησίας. Τα τελευταία 15 χρόνια ήταν δύσκολα. Είναι κρίμα να μην μάθουμε από αυτά.

Άλλες πτυχές του ζητήματος ελπίζω να αποσαφηνιστούν στη συνέχεια (από άλλους). Λειτουργεί σωστά η ρύθμιση της αγοράς ενέργειας; Γιατί καθυστερεί το νομικό πλαίσιο για τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας; Η χωροταξική πολιτική της κυβέρνησης (π.χ. στα νησιά) ευνοεί την ενεργειακή μετάβαση; Προχωρούν ικανοποιητικά τα έργα του Ταμείου Ανάκαμψης για τις πράσινες επενδύσεις;

Από τέτοιου είδους ερωτήματα θα εξαρτηθεί η ευημερία μας, η δική μας και των παιδιών μας (και των παιδιών τους). Συνεπώς, η σιωπή γύρω από αυτά είναι το ίδιο καταστροφική (και το ίδιο ένοχη) όσο και η συνηθισμένη κακοφωνία της προεκλογικής δημαγωγίας.

22 Αυγούστου 2022

Η πολιτική της κυβέρνησης για τις τιμές της ενέργειας δεν είναι βιώσιμη









Δημοσιεύθηκε στο ενημερωτικό δελτίο του «K Report» (Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022). 

«Σε υψηλά επίπεδα, όπως αναμενόταν, διαμορφώνονται τα ονομαστικά τιμολόγια ρεύματος για τον Σεπτέμβριο που ανακοινώνουν από αργά χθες το βράδυ οι προμηθευτές. Το ενδιαφέρον στρέφεται τώρα στο ύψος της επιδότησης που θα ανακοινώσει η κυβέρνηση για τον επόμενο μήνα, με την οποία επιδιώκεται η διατήρηση των τελικών τιμών καταναλωτή κοντά στο επίπεδο του Αυγούστου» (Καθημερινή, 21 Αυγούστου 2022)

Είναι απαραίτητο να υπενθυμίσουμε στα (κατά τεκμήριο) φιλελεύθερα στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης το αλφαβητάρι της οικονομίας της αγοράς; Όπως μάλλον γνωρίζουν και οι ίδιοι, οι τιμές ενσωματώνουν πολύτιμες πληροφορίες, που επιτρέπουν στη ζήτηση και στην προσφορά να ισορροπούν. Η αλλοίωση των τιμών, μέσω επιδοτήσεων ή φόρων κατανάλωσης, επιβάλλεται σε ειδικές συνθήκες, π.χ. όταν οι τιμές δεν περιλαμβάνουν το κόστος εξωτερικών επιδράσεων, θετικών (όπως η διάδοση της καινοτομίας) ή αρνητικών (όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος). Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, η κυβέρνηση που επιλέγει να επιδοτήσει τις τιμές αλλοιώνει το σινιάλο, προκαλώντας σύγχυση στους καταναλωτές και στους παραγωγούς, και δυσχεραίνοντας την εξισορρόπηση των δυνάμεων της αγοράς.

Αυτό ακριβώς κάνει από την αρχή της ενεργειακής κρίσης η ελληνική κυβέρνηση: Δαπανά τεράστια ποσά για επιδοτήσεις τιμών, σε μια απέλπιδα προσπάθεια να περιορίσει τη δυσαρέσκεια των καταναλωτών εν μέσω (;) προεκλογικής περιόδου.

Το πρόβλημα της κυβέρνησης είναι ότι αυτή η πολιτική δεν είναι βιώσιμη. Για τρεις λόγους:

Ο πρώτος είναι δημοσιονομικός. Το κόστος των επιδοτήσεων (περίπου 700 εκατ. ευρώ μόνο για τον Ιούλιο) είναι απλώς εξωφρενικό. Σε ετήσια βάση, θα φτάσει το 5% του ΑΕΠ, δηλ. θα ξεπεράσει τη δημόσια δαπάνη για την Υγεία ή για την Παιδεία. Εάν οι τιμές αυξηθούν και άλλο, το ίδιο θα συμβεί και με το κόστος των επιδοτήσεων (εάν η κυβέρνηση επιμείνει στη σημερινή πολιτική). Αυτά τα χρήματα η χώρα δεν τα έχει – και αν τα είχε θα όφειλε να τα ξοδεύει καλύτερα. Με αυτόν το ρυθμό, η έξοδος από την οικονομική επιτήρηση κινδυνεύει να αποδειχθεί σύντομη παρένθεση.

Ο δεύτερος λόγος είναι κοινωνικός. Με πρόσχημα τη φοροδιαφυγή, που θολώνει την εικόνα για τις πραγματικές οικονομικές δυνατότητες των καταναλωτών, η κυβέρνηση επέλεξε οι επιδοτήσεις τιμών να είναι «οριζόντιες». Κατά συνέπεια, όσο μεγαλύτερο σπίτι (ή/και όσο περισσότερα σπίτια) διαθέτει κανείς, τόσο περισσότερο ρεύμα καταναλώνει, και τόσο περισσότερο ενισχύεται από το δημόσιο ταμείο. Ίσως είναι συμπτωματικό ότι οι πλέον ωφελημένοι τείνουν να υποστηρίζουν το κυβερνών κόμμα. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για τυπικό παράδειγμα ιδιοποίησης του δημοσίου χρήματος από ομάδα πίεσης με δυσανάλογα μεγάλη πολιτική ισχύ. Ένας πραγματικός φιλελεύθερος οφείλει να νιώθει την ίδια αποστροφή για μια τόσο σκανδαλώδη προσοδοθηρία, είτε πρόκειται για το ΔΣ της ΓΕΝΟΠ–ΔΕΗ είτε για όσους δροσίζουν το θηριώδες εξοχικό τους στη Μύκονο με την ευγενική χορηγία όλων των υπολοίπων.

Ο τρίτος λόγος είναι γεωπολιτικός (και περιβαλλοντικός). Όπως και εάν εξελιχθεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, η εποχή της φτηνής ενέργειας από τη Ρωσία έχει παρέλθει οριστικά. Επιπλέον, για να έχουμε την παραμικρή ελπίδα να παραδώσουμε στα παιδιά μας και στα παιδιά τους έναν πλανήτη που να μην είναι εντελώς αβίωτος, θα πρέπει να μειώσουμε την κατανάλωση ενέργειας, ιδίως όταν αυτή προέρχεται από ορυκτά καύσιμα. Για να το πετύχουμε, θα πρέπει όλοι (καταναλωτές, κατασκευαστές, καινοτόμοι επιχειρηματίες) να εξοικονομούμε ενέργεια. Για να έχουμε κίνητρο να το κάνουμε, θα πρέπει να επιτραπεί στις τιμές να φτάσουν στο επίπεδο που υπαγορεύουν οι συνθήκες της αγοράς, δηλ. να αυξηθούν πολύ. Μόνο έτσι θα κατεβάσουμε τον θερμοστάτη, θα βάλουμε ηλιακό θερμοσίφωνα, θα χτίζουμε σπίτια με καλύτερη μόνωση, θα αρχίσουμε να βλέπουμε χωρίς παρωπίδες τα πλεονεκτήματα της ανεμογεννήτριας.

Για τους λόγους αυτούς, όλοι οι διεθνείς οργανισμοί (η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, ο ΟΟΣΑ) συνιστούν στις κυβερνήσεις να αποφεύγουν τις επιδοτήσεις τιμών. Το πρόβλημα είναι ότι οι επιδοτήσεις είναι τόσο εθιστικές που η κατάργησή τους προκαλεί βίαιες αντιδράσεις. Ιδίως όταν είναι απότομη, και όταν δεν συνοδεύεται από τις απαραίτητες εισοδηματικές ενισχύσεις των πιο ευάλωτων καταναλωτών. Όπως με κάθε τι το εθιστικό, είναι προτιμότερο να απέχει κανείς εντελώς.

«Και τι να γίνει; Να αφήσουμε τους λογαριασμούς να ξεφύγουν;»

Δεν είναι πολύ δύσκολο να σχεδιάσει κανείς μια εναλλακτική απάντηση στην ενεργειακή κρίση. Η ιταλική κυβέρνηση του Μάριο Ντράγκι, ήδη πριν από την κυβερνητική κρίση, έθεσε σε εφαρμογή ένα σχέδιο με βασικούς πυλώνες (1) την έκτακτη φορολόγηση των έκτακτων κερδών (windfall profit tax) των εταιρειών παροχής και διανομής ενέργειας, (2) τη μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια (το μόνο οριζόντιο μέτρο), και (3) τη χορήγηση στοχευμένων εισοδηματικών ενισχύσεων στους πιο αδύναμους καταναλωτές. Παραλείπονται ως αυτονόητα τα συνοδευτικά μέτρα: η στροφή στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με πόρους του Ταμείου Ανάπτυξης, ο περιορισμός της άσκοπης κατανάλωσης στα δημόσια κτίρια κτλ.

Στα καθ’ ημάς, το μόνο σίγουρο είναι ότι η εμμονή της κυβέρνησης στην επιδότηση των τιμών ενέργειας δεν είναι απλώς ανεύθυνη δημοσιονομικά, άδικη κοινωνικά, και κοντόφθαλμη περιβαλλοντικά: Έχει επίσης κοντινή ημερομηνία λήξης. Γι’ αυτό, ο προφανής, ανομολόγητος αντίλογος («εκλογές έρχονται») δεν στέκει – εκτός βέβαια εάν δεχθούμε ότι το εκλογικό σώμα είναι πολύ πιο ελαφρόμυαλο από ό,τι μέχρι τώρα νομίζαμε.

Πράγματι, δεν θέλει και πολύ μυαλό για να καταλάβει κανείς ότι από την επομένη των εκλογών οι επιδοτήσεις θα αρχίσουν να «μαζεύονται». Μια στοιχειωδώς επαρκής αντιπολίτευση, αντί να πλειοδοτεί σε υποσχέσεις, θα καλούσε την κυβέρνηση να σοβαρευτεί. Τώρα, όχι μετά τις εκλογές.