15 Δεκεμβρίου 2008



Comic strip από τη σειρά Calvin and Hobbes (πρώτη δημοσίευση Αύγουστος 1986). Οπτικό υλικό από δοκίμιό μου με τίτλο "Limitations of democratic decision making within the family: a case study" (forthcoming).

11 Δεκεμβρίου 2008

Η βία ταιριάζει στους ποδηλάτες;

Ταπεινή συνεισφορά στον διάλογο που έχει αναπτυχθεί στο forum των Ποδηλατ(ισσ)ών (http://www.podilates.gr/) πάνω στο μέγα ζήτημα των ημερών (Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008)

Είναι αλήθεια ότι το μόνο κοινό που έχουμε μεταξύ μας είναι ότι κάνουμε ποδήλατο.

Αυτό, όμως, που αρέσει εμένα στο ποδήλατο είναι ότι είναι ένα ειρηνικό εργαλείο: ούτε ρυπαίνει, ούτε θόρυβο κάνει, ούτε πεζούς πατάει.

Όταν είναι κανείς πεζός ή ποδηλάτης στην Αθήνα υφίσταται το νταηλίκι και τον τσαμπουκά του οδηγού ΙΧ ή του μοτοσυκλεττιστή που οδηγεί επικίνδυνα (για τους άλλους), μπαίνει κόντρα στο μονόδρομο, ανεβαίνει σε πεζοδρόμια, τρέχει κανονικά στον πεζόδρομο - και όλα αυτά επειδή απλώς έτσι τον βολεύει.

Για αυτό, παρότι συμμερίζομαι απολύτως την αγανάκτηση για την (όπως φαίνεται) εν ψυχρώ δολοφονία του πιτσιρικά, θεωρώ την τυφλή βία των διαδηλώσεων γλίστρημα στη βαρβαρότητα.

Το "όραμα" που δείχνουν να έχουν στο κεφάλι τους οι μπαχαλάκηδες μου φαίνεται εντελώς εφιαλτικό.

Εγώ θέλω έναν κόσμο όπου ο αστυνομικός σέβεται τον πολίτη, η κυβέρνηση σέβεται την κοινή γνώμη (από την οποία αναδείχθηκε) και ο πολίτης σέβεται τους άλλους πολίτες, ιδίως όταν έχουν διαφορετική γνώμη από τον ίδιον.

Α ναι, και όπου τα αυτοκίνητα σέβονται τις μοτοσυκλέττες, οι μοτοσυκλέττες τα ποδήλατα, και όλοι μαζί τους πεζούς.

Διαφορετικά, θα ζούμε σε μια ζούγκλα, όπου θα επικρατεί όχι το δίκαιο, αλλά το "δίκαιο" του ισχυροτέρου.

Ελαστικότερη αγορά εργασίας με ασφάλεια και κοινωνική προστασία

Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2008)

Η πρόταση του προέδρου του ΕΒΕΑ για ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας και συγκεκριμένα για εβδομάδα 3 ή 4 ημερών με ανάλογη μείωση αποδοχών και ενσήμων δέχθηκε πυρά πανταχόθεν και μάλλον πρόκειται να αποδειχθεί χαρταετός που τελικά δεν πέταξε. Όλοι, η ΓΣΕΕ, το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΜΕ, η υπουργός Εργασίας, ακόμη και ο πρωθυπουργός (που δήλωσε στη Βουλή: «Είμαστε υπέρ της ποιοτικής και πλήρους εργασίας») συμφώνησαν ότι η ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας ισοδυναμεί με «εργασιακό μεσαίωνα».

Έτσι είναι; Και ναι και όχι. Όπως σίγουρα γνωρίζει ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ, η ελαστικοποίηση όπως την εννοούν οι εργοδότες στη χώρα μας είναι κάπως ασύμμετρη. Όσοι φίλοι μου εργάζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, ακόμη και σε μεγάλες τράπεζες ή σοβαρές εταιρείες συμβούλων, έχουν να λένε για την αφόρητη πίεση που τους ασκείται για εργάσιμη ημέρα 10 ωρών και εβδομάδα 6 ημερών – εννοείται με απλήρωτες υπερωρίες. Εάν οι εργοδότες μας ενδιαφέρονται πραγματικά για μια ελαστικότερη αγορά εργασίας, θα πρέπει να το θυμούνται και όταν η αυξημένη ζήτηση απαιτεί εντατικότερους ρυθμούς δουλειάς, όχι μόνο όταν συμβαίνει το αντίθετο (όπως τώρα). Αλλιώς δεν πρόκειται για ελαστικότερη αγορά εργασίας αλλά απλώς για εργοδοτική αυθαιρεσία.

Είμαστε, όμως, σίγουροι ότι ελαστικότητα είναι εξ ορισμού αρνητική; Ότι η μερική απασχόληση είναι πάντοτε κακό πράγμα; Ότι η αγορά εργασίας που έχουμε σήμερα αξίζει την υπεράσπιση σύσσωμης της πολιτικής ελίτ; Τα ιλιγγιώδη ποσοστά ανεργίας των νέων και των γυναικών δείχνουν το αντίθετο. Το πρόβλημα με τις ανελαστικές αγορές εργασίας είναι ότι προστατεύουν τις θέσεις όσων εργάζονται, αλλά με τίμημα την έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης για όσους ψάχνουν για δουλειά.

Το ερώτημα είναι: μπορούμε να έχουμε τα πλεονεκτήματα της ελαστικότητας χωρίς τα μειονεκτήματά της; Η απάντηση είναι «ναι, υπό όρους». Χρειαζόμαστε μια μερική (και ελεγχόμενη) ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, και ταυτόχρονα αναπροσανατολισμό της κοινωνικής πολιτικής για περισσότερη απασχόληση με μεγαλύτερη κοινωνική ασφάλεια.

Δύσκολη στρατηγική. Προϋποθέτει πολιτικούς εμπνευσμένους, με κύρος (και φαντασία). Προϋποθέτει, επίσης, συνδικαλιστές που δεν εκπροσωπούν μόνο τις προνομιούχες ομάδες από τις οποίες οι ίδιοι προέρχονται αλλά όλους τους εργαζομένους (και άνεργους). Άλλος, όμως, δρόμος για μια δικαιότερη αγορά εργασίας και μια δυναμικότερη οικονομία δεν υπάρχει.

6 Δεκεμβρίου 2008

Έλλειψη γενναιοδωρίας και έλλειψη φαντασίας

Mια πρώτη αξιολόγηση των μέτρων της κυβέρνησης για τη στήριξη των ασθενών στρωμάτων. Γράφτηκε με αφορμή συνέντευξη στο βραδυνό δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης του «ΣΚΑΪ» (Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008), όπου αναγκαστικά συζητήθηκαν ελάχιστα από τα σχετικά ζητήματα.

Αυξάνονται οι κοινωνικές μεταβιβάσεις υπέρ των οικονομικά αδυνάμων με δύο δράσεις κόστους €300 εκατ. που χρηματοδοτούνται από το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής.

Η πρώτη δράση είναι η χορήγηση έκτακτου επιδόματος κοινωνικής συνοχής σε συνταξιούχους του ΟΓΑ, δικαιούχους του ΕΚΑΣ, και εγγεγραμμένους ανέργους. Το επίδομα διαφοροποιείται με το χωρισμό της χώρας σε τρεις ζώνες, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες και ανέρχεται σε €200 για την πρώτη ζώνη, σε €150 για τη δεύτερη και σε €100 για την τρίτη ζώνη. Το επίδομα θα χορηγηθεί εφάπαξ τον Ιανουάριο 2009.

Η δεύτερη δράση είναι η χορήγηση έκτακτου επιδόματος στεγαστικού δανείου σε δικαιούχους του ΕΚΑΣ και επιδοτούμενους ανέργους του ΟΑΕΔ που έχουν στεγαστικό δάνειο για κύρια κατοικία που έχει συναφθεί πριν από την αρχή του 2009. Το επίδομα ανέρχεται σε €500 και θα χορηγηθεί σε δύο δόσεις, τον Ιανουάριο και τον Ιούνιο του 2009.


Τα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση δείχνουν όχι μόνο έλλειψη γενναιοδωρίας αλλά και έλλειψη φαντασίας. Πρώτον, η κρατική ενίσχυση έχει έκτακτο χαρακτήρα: οι μόνιμες, διαρθρωτικές αδυναμίες της πολιτικής κατά της φτώχειας δεν αντιμετωπίζονται. Δεύτερον, οι πρόσθετοι πόροι θα ενισχύσουν τους «εγγεγραμμένους φτωχούς»: τα υπόλοιπα νοικοκυριά που επίσης αντιμετωπίζουν οξείες δυσχέρειες μένουν αβοήθητα. Τρίτον, η σύλληψη των μέτρων προδίδει μια αντίληψη πιο πολύ επικοινωνιακής παρά ουσιαστικής παρέμβασης: το ποσοστό των ληπτών στεγαστικού δανείου που είναι άνεργοι ή χαμηλοσυνταξιούχοι είναι πολύ χαμηλό.

Η κύρια δυσκολία είναι ότι έχουμε ένα σύστημα κοινωνικής προστασίας που είναι εντελώς ακατάλληλο για την αντιμετώπιση κρίσεων όπως αυτή που περνάμε, επειδή δεν έχει ως προτεραιότητα την καταπολέμηση της φτώχειας. Πράγματι, η συνεισφορά των κοινωνικών παροχών στη μείωση της φτώχειας είναι απίστευτα μικρή, παρότι η συνολική δαπάνη είναι κοντά στον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ανάλογα με το εθνικό εισόδημα). Με άλλα λόγια, ενώ οι πόροι που διατίθενται δεν είναι ευκαταφρόνητοι, σπαταλώνται σε πολιτικές με ασήμαντο κοινωνικό όφελος, όπως είναι η κρατική επιδότηση των προνομιακών όρων συνταξιοδότησης εύπορων ομάδων.

Φυσικά, η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι δεν περισσεύουν πόροι για πολιτικές με απείρως σημαντικότερο κοινωνικό αντίκρυσμα. Εδώ αξίζει να αναφερθεί το μεγάλο κεφάλαιο της καταπολέμησης της φτώχειας (βλ. παρακάτω), καθώς και οι κοινωνικές υπηρεσίες τύπου «βοήθεια στο σπίτι» για τη στήριξη όσων ηλικιωμένων δεν θέλουν να ζουν σε ιδρύματα, οι βρεφονηπιακοί σταθμοί για μητέρες που εργάζονται (ή θα ήθελαν να εργαστούν), οι δράσεις για την προώθηση της απασχόλησης των νέων και των γυναικών, η πολιτική κατοικίας για την ενίσχυση της στεγαστικής αυτονομίας των νέων ζευγαριών κ.ο.κ.

Το βασικό πρόβλημα με τη στήριξη των ασθενών στρωμάτων είναι ότι το «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας» που έχουμε είναι διάτρητο: πολλές φτωχές οικογένειες δεν είναι επιλέξιμες για κοινωνικές παροχές αφού δεν ανήκουν σε κάποια από τις επιδοτούμενες κατηγορίες βάσει των στενών κριτηρίων που προβλέπονται.

Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων οι μακροχρόνια άνεργοι που έχουν εξαντλήσει το δικαίωμα επιδότησης, οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας που ακόμη και όταν έχουν χαμηλό εισόδημα δεν δικαιούνται επίδομα ανεργίας επειδή δεν έχουν ακόμη εργαστεί, όσοι εργάζονται χωρίς ένσημα αφού μένουν ακάλυπτοι σε περίπτωση ανεργίας, ασθενείας ή μητρότητας («η γενιά των €700»), όσοι εισπράττουν μια πολύ χαμηλή σύνταξη (π.χ. ανασφαλίστων ή χηρείας) χωρίς να διαθέτουν άλλα εισοδήματα, άτομα ανίκανα να εργαστούν που όμως δεν στοιχειοθετούν δικαίωμα σε κάποιο από τα αναπηρικά επιδόματα, οικογένειες χαμηλού εισοδήματος με μόνο ένα ή δύο παιδιά κ.ά.

Εξαιτίας της ανορθολογικής δομής του συστήματος κοινωνικής προστασίας, υπάρχει μια έντονη αναντιστοιχία μεταξύ των κοινωνικών προβλημάτων και των μέτρων πολιτικής που (υποτίθεται ότι) έχουν προβλεφθεί για την αντιμετώπισή τους.

Το σύστημα εισοδηματικής στήριξης των ανέργων είναι προβληματική. Πολλοί άνεργοι δεν παίρνουν επίδομα ανεργίας, ενώ πολλοί επιδοτούμενοι άνεργοι είναι εποχικοί εργαζόμενοι. Το επίδομα ασφάλισης ανεργίας έχει υπερβολικά μικρή διάρκεια. Το επίδομα μακροχρόνια ανέργων έχει υπερβολικά αυστηρούς κανόνες επιλεξιμότητας και υπερβολικά χαμηλή αξία, ενώ οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας δεν το δικαιούνται καθόλου.

Παρά την ύπαρξη μιας πληθώρας μέτρων (κατώτατα όρια, συντάξεις ανασφαλίστων κτλ.), και παρότι το ΕΚΑΣ και οι αγροτικές συντάξεις έχουν βελτιωθεί πολύ τα τελευταία 10-12 χρόνια, εξακολουθεί να λείπει ένας συνεκτικός μηχανισμός στήριξης των χαμηλών συντάξεων. Από την άλλη, έχουμε το πιο άδικο σύστημα συντάξεων στην Ευρώπη – και ένα από τα πιο ακριβά. Το αποτέλεσμα είναι ότι η φτώχεια των ηλικιωμένων παραμένει υπερβολικά υψηλή.

Η ενίσχυση των ατόμων με ειδικές ανάγκες δεν είναι ενιαία, αλλά εξαρτάται από το είδος της αναπηρίας και τα χαρακτηριστικά των δικαιούχων. Χορηγούνται 23 διαφορετικά επιδόματα για 10 διαφορετικές κατηγορίες αναπηρίας. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα: το ειδικό επίδομα «τυφλών ασκούμενων δικηγόρων» είναι τρεις φορές πιο γενναιόδωρο από το επίδομα των τυφλών που δεν είναι ασκούμενοι δικηγόροι.

Η στεγαστική πολιτική είναι κατά κανόνα ανταποδοτική, δηλ. απαιτεί σταθερή απασχόληση και προϋποθέτει ιστορικό ασφάλισης. Επίσης, προσανατολίζεται στην ιδιοκατοίκηση, όχι στην ενοικιαζόμενη κατοικία. Για όλους αυτούς τους λόγους, οι στεγαστικές ενισχύσεις είναι βασικά απρόσιτες για τις φτωχές οικογένειες.

Οι οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά δικαιούνται γενναιόδωρες ενισχύσεις, μερικές φορές υπερβολικά γενναιόδωρες, παρότι τα περισσότερα παιδιά – και τα περισσότερα φτωχά παιδιά – ζουν σε μικρότερες οικογένειες που δεν δικαιούνται ενισχύσεις. Μόνο στη χώρα μας πλέον παρατηρείται αυτή η εμμονή στην ενίσχυση των πολύτεκνων οικογενειών (τυπικό δείγμα κοινωνικής πολιτικής των νοτιοευρωπαϊκών φασισμών της δεκαετίας του ’30).

Τέλος, η Ελλάδα παραμένει η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 χωρών που δεν έχει θεσμοθετήσει ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα– ούτε καν σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, όπως είναι η περίπτωση της Ιταλίας, της Ισπανίας και της Ουγγαρίας.

Είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση της ΝΔ «κληρονόμησε» αυτή την κατάσταση από τις κυβερνήσεις που προηγήθηκαν. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια ότι όχι μόνο δεν έκανε σπουδαία πράγματα για να εκσυγχρονίσει το σύστημα κοινωνικής προστασίας και να ενδυναμώσει το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, αλλά επέτεινε κάποιες από τις παραδοσιακές στρεβλώσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σπουδαιότερη δράση που έχει χρηματοδοτήσει μέχρι τώρα το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής είναι η επέκταση στους τρίτεκνους των συχνά σκανδαλωδών προνομίων που απολαμβάνουν οι πολύτεκνοι.

Είναι αλήθεια, τέλος, ότι σε αυτό το – εντελώς ακατάλληλο για την καταπολέμηση της φτώχειας – σύστημα κοινωνικής προστασίας παραμένει δέσμια η πολιτική ελίτ στο σύνολο της (κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κόμματα και συνδικάτα). Μια πολιτική ελίτ που βλέπει το αδιέξοδο αλλά πασχίζει να αποφύγει το περίφημο «πολιτικό κόστος» της αναγκαίας μεταρρύθμισης. Μεταθέτοντας έτσι το κοινωνικό κόστος της μη μεταρρύθμισης στα ασθενέστερα στρώματα, στους νέους, στις επόμενες γενιές ...

5 Δεκεμβρίου 2008

Ποιοι ωφελούνται από την φοροδιαφυγή;

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Παρασκευή 5 Δεκεμβρίου 2008)

«Αν οι φτωχοί είχαν περισσότερες ευκαιρίες φοροδιαφυγής από ό,τι οι πλούσιοι, ή ήταν ικανότεροι σε αυτήν, τότε ο προοδευτικός πολιτικός [the egalitarian policy maker] θα είχε έναν καλό λόγο να αντιμετωπίζει τη φοροδιαφυγή με χαμόγελο επιείκειας: μέχρι ενός σημείου τουλάχιστον». Τάδε έφη Frank Cowell, καθηγητής Δημόσιας Οικονομικής στη London School of Economics.

Ενδιαφέρουσα ιδέα. Πράγματι, γνωρίζουμε τις αρνητικές παρενέργειες της φοροδιαφυγής: στερεί πολύτιμα έσοδα από το κράτος, διατηρεί τεχνητά στη ζωή μη βιώσιμες επιχειρήσεις, στρεβλώνει την αγορά εργασίας ωθώντας προς δραστηριότητες με μεγαλύτερες δυνατότητες απόκρυψης εισοδημάτων, εισάγει «οριζόντιες» ανισότητες διαφοροποιώντας το καθαρό εισόδημα φορολογουμένων με το ίδιο προ φόρου εισόδημα.

Γνωρίζουμε, επίσης, τις ευρύτερες τοξικές επιδράσεις της – ή θα έπρεπε: εάν είχε δίκιο ο Φ. Ρούζβελτ, ότι «οι φόροι είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας», τότε η φοροδιαφυγή (αγαπημένο χόμπυ των τζαμπατζήδων που ενώ απαιτούν τα προνόμια αρνούνται να πληρώσουν τα «τέλη συνδρομής») υποσκάπτει τα θεμέλια μιας τέτοιας κοινωνίας.

Μήπως, όμως, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η φοροδιαφυγή έχει τουλάχιστον αυτό το καλό: ότι βοηθά τους φτωχούς να τα βγάλουν πέρα, πράγμα δύσκολο ή αδύνατο εάν επρόκειτο να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούν;

Ομολογουμένως, το ερώτημα έχει λογική βάση. Ανήκει στην κατηγορία των επιστημονικών ερωτημάτων, εκείνων δηλ. που μπορούν να επαληθευτούν ή να διαψευστούν διά της εμπειρικής έρευνας. Βέβαια, για να συμβεί αυτό θα πρέπει ο ερευνητής να έχει πρόσβαση σε δυσπρόσιτα ή / και εμπιστευτικά δεδομένα, π.χ. τις φορολογικές δηλώσεις των ατόμων.

Αυτό ακριβώς είναι το ερώτημα που προσπαθήσαμε να απαντήσουμε – ο υπογράφων μαζί με την κ. Μαρία Φλεβοτόμου, ερευνήτρια της Τράπεζας της Ελλάδος και διδακτορική φοιτήτρια στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών – με την πρόσφατη έρευνά μας για τις «διανεμητικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής». Η έρευνα είχε το πλεονέκτημα της πρόσβασης σε δεδομένα από 27.414 φορολογικές δηλώσεις (41.283 φορολογούμενοι συν 12.203 παιδιά και άλλα «εξαρτημένα μέλη») του οικονομικού έτους 2005, τα οποία μας παραχώρησε η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων σε ανώνυμη μορφή, αφού πρώτα αφαίρεσε οποιαδήποτε πληροφορία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την ταυτοποίηση των φορολογουμένων.

Η εκτίμηση του μεγέθους και της κατανομής της φοροδιαφυγής προϋποθέτει γνώση του δηλωθέντος στην Εφορία εισοδήματος αλλά και του πραγματικού εισοδήματος των φορολογουμένων, περιλαμβανουμένου και του τμήματος που αποκρύπτεται. Έστω ότι το δείγμα μας (0,53% του συνόλου των φορολογουμένων) ήταν αρκετά αντιπροσωπευτικό ώστε να επιτρέπει την εκτίμηση του δηλωθέντος εισοδήματος με ικανοποιητική ακρίβεια. Γνωρίζουμε το πραγματικό εισόδημα για να το συγκρίνουμε με αυτό;

Εδώ η απάντηση είναι «και ναι και όχι». Χρησιμοποιήσαμε την Έρευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών της ΕΣΥΕ, η οποία αποτελεί την κύρια πηγή πληροφόρησης για την κατανομή του εισοδήματος, και συνεπώς για την εκτίμηση της φτώχειας και της ανισότητας. Ναι μεν γνωρίζαμε ότι δεν υπάρχει καμμιά εγγύηση για το αληθές των εισοδημάτων που δηλώνει εκεί κάθε νοικοκυριό, αλλά δεχθήκαμε ως εύλογη την υπόθεση ότι τα κίνητρα απόκρυψης του εισοδήματος σε μια στατιστική έρευνα είναι ασθενή, ίσως και ανύπαρκτα, αφού τα οφέλη της απόκρυψης δεν είναι άμεσα και υλικά όπως με τη δήλωση στην Εφορία. Σε κάθε περίπτωση, το μόνο σίγουρο είναι ότι η ΕΟΠ μας παρέχει μια ελάχιστη εκτίμηση των πραγματικών εισοδημάτων, τα οποία παραμένουν άγνωστα. Συνεπώς, προχωρήσαμε εν πλήρει συνειδήσει ότι κάθε εκτίμηση (όπως η δική μας) που βασίζεται στη σύγκριση ΕΟΠ και φορολογικών δηλώσεων μοιραία υποτιμά το πραγματικό μέγεθος της φοροδιαφυγής.

Συγκρίναμε, λοιπόν, το δείγμα μας των φορολογικών δηλώσεων του 2005 με δεδομένα για 17.386 άτομα σε 6.555 νοικοκυριά από την τελευταία ΕΟΠ του 2004/5, η οποία καλύπτει την ίδια χρονική περίοδο απόκτησης των εισοδημάτων. Συγκεκριμένα, χωρίσαμε τον πληθυσμό σε 16 σχετικά ομοιογενείς κατηγορίες, ανάλογα με την κύρια πηγή εισοδήματος και τη γεωγραφική περιφέρεια. Στη συνέχεια, συγκρίναμε το εισόδημα της κάθε κατηγορίας όπως αναφέρεται σε κάθε μια από τις δύο βάσεις δεδομένων. Τέλος, χρησιμοποιήσαμε τον λόγο των δύο μεγεθών για να χωρίσουμε τα εισοδήματα που αναφέρονται στην ΕΟΠ στο τμήμα που δηλώνεται στην Εφορία και στο τμήμα που αποκρύπτεται. Με άλλα λόγια, δίπλα στην ήδη διαθέσιμη κατανομή του (υποτιθέμενου) «πραγματικού» εισοδήματος κατασκευάσαμε μια «συνθετική» κατανομή εισοδήματος: την κατανομή του δηλωθέντος εισοδήματος.

Τα αποτελέσματα, παρότι αναμενόμενα, ήταν μάλλον εντυπωσιακά. Πραγματικά και δηλωθέντα εισοδήματα ταυτίζονται κατά 100% στην περίπτωση των συντάξεων και κατά 99,5% σε εκείνη των μισθών. Αντίθετα, το ποσοστό των αγροτικών εισοδημάτων που δηλώνεται στην Εφορία μετά βίας φτάνει το 47%, ενώ εκείνο των εισοδημάτων από ελεύθερο επάγγελμα δεν υπερβαίνει το 76%. Όσον αφορά τη γεωγραφική περιφέρεια, το δηλωθέν εισόδημα υπολογίστηκε σε 94% του συνολικού στην Αττική, και από 84% έως 88% στην υπόλοιπη Ελλάδα. Τέλος, ο συνολικός λόγος δηλωθέντος και πραγματικού εισοδήματος εκτιμήθηκε σε 90,1%.

Με βάση τα παραπάνω, και χωρίς να ληφθεί υπόψη ότι μαζί με το εισόδημα αυξάνεται και το κίνητρο για φοροδιαφυγή, προέκυψε μια συνθετική κατανομή δηλωθέντος εισοδήματος που υπολείπεται της κατανομής του πραγματικού εισοδήματος κυρίως στα άκρα, και μάλιστα περισσότερο στην κορυφή παρά στη βάση. Το ποσοστό απόκρυψης εισοδήματος ήταν 15% στο πλουσιότερο 10% του πληθυσμού (και έφτανε το 24% στο πλουσιότερο 1%). Αμέσως μετά, το φτωχότερο 30% του πληθυσμού απέκρυπτε το 10-11% του εισοδήματός του. Τα δεκατημόρια 4 και 5 απέκρυπταν το 5-6%, και τα δεκατημόρια 6 έως 9 το 7-8% του εισοδήματος.

Χρησιμοποιώντας το υπόδειγμα φόρων-παροχών Euromod «μεταφράσαμε» την απόκρυψη του εισοδήματος σε χρηματικό όφελος μείωσης φόρου. Λόγω της συγκεκριμένης κατανομής του δηλωθέντος εισοδήματος, σε συνάρτηση με την άνοδο των φορολογικών συντελεστών καθώς αυξάνεται το εισόδημα, η απόκρυψη του κατά μέσο όρο 10% του εισοδήματος προκαλεί απώλεια ίση με το 35% των σημερινών εσόδων από το φόρο εισοδήματος. Τέλος, όσον αφορά τις διανεμητικές επιδράσεις της φοροδιαφυγής, εξ αιτίας της η κατανομή εισοδήματος γίνεται ανισότερη (κατά 3-9%), η φτώχεια υψηλότερη (κατά 1-2%), και η προοδευτικότητα του φορολογικού συστήματος ασθενέστερη (κατά 10-24%, ανάλογα με τον δείκτη που χρησιμοποιείται).

Ας σταματήσουμε εδώ – άλλωστε η έρευνα είναι ακόμη σε εξέλιξη. Όλα όσα, όμως, μας έμαθε για τη φοροδιαφυγή επιβεβαιώνουν την αρχική υποψία μας ότι όχι, ο προοδευτικός πολιτικός δεν έχει κανένα λόγο να αντιμετωπίζει τη φοροδιαφυγή με χαμόγελο επιείκειας. Αντίθετα, έχει κάθε λόγο να εργαστεί μεθοδικά για την καταπολέμηση αυτού του ευρύτατα διαδεδομένου αλλά βαθύτατα αντικοινωνικού χόμπυ.

1 Νοεμβρίου 2008

Vittorio Foa, 1910-2008

Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Νοέμβριος 2008)

Vittorio Foa, uno dei padri nobili della sinistra italiana, è morto il 20 ottobre a sua casa a Formia. Spirito lucido e irrequieto, lontano anni luce dalla politica delle poltrone e appassionato alla politica delle idee, ha unito amici e avversari (da Napolitano e Veltroni fino a Fini e Alemanno) in un saluto di congedo caloroso e pieno di stima profonda che è sembrato andare ben oltre le solite formule di circostanza. Quello che più colpiva in lui, al di là della sua originalità di pensiero e della capacità di sorprendere l’interlocutore con punti di vista sempre nuovi, erano soppratutto le sue qualità umane: la fiducia nelle persone e nella loro capacità di pensare e vivere in libertà, la simpatia spontanea che ispirava ai giovani, l’ottimismo, la buona fede che sfiorava – agli occhi dei più cinici – l’ingenuità.

Nato a Torino 98 anni fa, Foa è rimasto torinese tutta la vita. «Erano tanti gli amici», ricorda Pietro Marcenaro, già "ragazzo di bottega" della Fiom e Flm di Bruno Trentin, oggi senatore Pd, «che ancora pochi anni fa ogni autunno partivamo insieme per andare a trovarlo a Formia, carichi di peperoni cardi e topinambour, per fare una grande bagna cauda». Tipicamente torinese fu anche la sua formazione politica, all’insegna del socialismo liberale di Gobetti e di Rosselli, una tradizione ideale trascurata e sottovalutata ma non per questo meno ammirevole e meritevole di attenzione. Critico nei confronti dei comunisti, di cui sospettava la loro tentazione autoritaria e dottrinaria, con loro condivideva quella concezione di dignità operaia altrettanto tipicamente torinese, e insieme a loro ha lottato senza riserve nella Resistenza e nel sindacato.

Il suo percorso politico si può riassumere così. Frequenta il leggendario liceo D' Azeglio, non a torto definito «scuola di antifascismo» dell’élite democratica torinese. Studia Giurisprudenza, e a 21 anni si laurea nella stessa sessione di Norberto Bobbio. Nel 1933 dopo entra nel movimento Giustizia e Libertà. Nel 1935 viene arrestato e poi condannato a 15 anni di reclusione – «perchè distribuiva dei volantini», come ha ricordato a chi non riusciva a concepire cosa fosse il fascismo molti anni dopo Bobbio. Esce dal carcere di Castelfranco Emilia appena dopo il 25 luglio 1943, e entra subito nelle file del Partito d’Azione e le sue brigate Giustizia e Libertà. Diventa uno dei massimi esponenti del PdA, con Carlo Levi, Emilio Lussu, Guido Dorso, Ugo La Malfa, Altiero Spinelli e Ferruccio Parri, primo Presidente del Consiglio dell’Italia Repubblicana. Dopo lo scioglimento del Partito d’Azione stenta a trovare una collocazione soddisfacente nei ranghi di questo o di quel partito, e si dedica invece al lavoro sindacale nella Cgil. Nei 45 anni della Prima Repubblica attraversa quasi tutto l’arco della sinistra italiana, entrando, fondando a uscendo dai vari partiti. Incredibilmente, lo fa senza nessun calcolo di vantaggio personale, sempre coerente alla sua concezione della politica, per cui quello che conta è la fedeltà ai contenuti ideali e non l’attaccamento alla forma-partito. Successivamente parlamentare del Psi e fondatore del Psiup, nella stagione terribile degli «anni di piombo» passa al Partito di unità proletaria e poi a Democrazia proletaria nel tentativo dichiarato di sottrare la sinistra radicale alla tentazione della violenza. Ogni tanto abbandona senza rimpianti qualsiasi attività politica per dedicarsi alla stesura di vari libri, alla riflessione o all’insegnamento alle università di Modena e Torino. Nel 1987 viene eletto senatore come indipendente nelle liste del Pci. Segue con interesse la nascita del Pds e dei Ds, si schiera a favore della trasformazione dell’Ulivo come somma di partiti a un nuovo soggetto, sostiene il progetto del Pd.

Nei primi anni Novanta Foa venne accusato, da sinistra, di guardare con troppa ingenuità e fiducia alla proclamata trasformazione di An. «Ma Lei si fida delle parole di Fini?» gli venne chiesto. «L'appartenenza politica» rispose Foa «è un dato culturale non genetico. Se uno dichiara di volersi liberare dal mito fascista, io sono contento. Se mi fido? Nella storia della sinistra italiana l'espressione non mi fido è stata una delle regole più perverse». Allo stesso tempo, rimane lontano dal revisionismo storico che va tanto di moda oggi, per cui fascisti e antifascisti sarebbero equivalenti o almeno ugualmente meritevoli di rispetto. In una trasmissione televisiva Pisanò, uno dei fondatori del Movimento Sociale, che allora era senatore, gli si è rivolto dicendo: «Lei sa quanto me che avevamo degli ideali tutti e due. Diversi, certo. Ma la patria era un valore per lei e per me». Foa gli ha risposto: «Senta, sarà pure come dice Lei. Però se vinceva Lei io sarei ancora in prigione. Avendo vinto io, Lei è senatore della Repubblica e parla qui con me».

18 Οκτωβρίου 2008

Φιλελευθερισμός και αριστερά

Ομιλία στο συνέδριο της «Φιλελεύθερης Συμμαχίας» (Σάββατο 18 Οκτωβρίου 2008)

Είμαι πράγματι επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, αλλά φαντάζομαι ότι δεν με καλέσατε στο πάνελ για αυτό – εάν ναι, τότε είμαι σε λάθος πάνελ. Υποθέτω ότι ο λόγος που με προσκαλέσατε να σας μιλήσω για το θέμα αυτού του πάνελ («φιλελευθερισμός και αριστερά») οφείλεται μάλλον στο πολιτικό βιογραφικό μου. Και αυτό λέει ότι στη δεκαετία του ’80 ως στέλεχος του Ρήγα Φεραίου συμμετείχα στην ίδρυση του κόμματος της Ελληνικής Αριστεράς (Ε.ΑΡ.), ότι στη δεκαετία του ’90 όπως και πολλοί «ανανεωτές αριστεροί» της γενιάς μου παρακολούθησα με ενδιαφέρον το κατά Σημίτη εκσυγχρονιστικό εγχείρημα (και αρκετή συμπάθεια ώστε να δεχθώ την κολακευτική πρόταση του επιτελείου του να εργαστώ ως σύμβουλος του Πρωθυπουργού σε θέματα κοινωνικής πολιτικής), καθώς και ότι τώρα (μετά από μια παρένθεση υψηλής πολιτικής ως πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων της Ιταλικής Σχολής Αθηνών), από πέρυσι που αποφάσισα να ασχοληθώ με τον πανεπιστημιακό συνδικαλισμό, είμαι μέλος της Διοικούσας Επιτροπής της τρομερής ΠΟΣΔΕΠ, αν και, σπεύδω να σας καθησυχάσω, στην παράταξη της μειοψηφίας.

Να με συμπαθάτε που περιαυτολογώ, αλλά πιστεύω ότι οι άνθρωποι συνεννοούνται καλύτερα όταν παίζουν με ανοιχτά χαρτιά.

Είμαι, λοιπόν, αριστερός (κανείς δεν είναι τέλειος) – αν και φοβάμαι ότι δεν εκπροσωπώ παρά τον εαυτό μου, αφού η ιστορική τροχιά του ρεύματος της μεταρρυθμιστικής δημοκρατικής αριστεράς στο οποίο πάντοτε ανήκα φαίνεται να έχει εξαντληθεί οριστικά. Για παράδειγμα, ως αριστερός, αντίθετα από ό,τι εσείς, προσυπογράφω την περίφημη φράση του Φ. Ρούζβελτ ότι «οι φόροι είναι τα τέλη συνδρομής που πληρώνουμε για τα προνόμια που απολαμβάνουμε ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας». Είμαι, λοιπόν, αριστερός. Το ερώτημα είναι: είμαι και φιλελεύθερος; Ή μάλλον, για να πάψω στα αλήθεια να περιαυτολογώ, μπορεί ένας αριστερός να είναι ταυτόχρονα και φιλελεύθερος;

Τα ιστορικά (αλλά και γεωγραφικά) προηγούμενα δεν λείπουν. Όπως γνωρίζετε, το τελευταίο βιβλίο του – νομπελίστα πλέον – Paul Krugman τιτλοφορείται «The conscience of a liberal» που στη γλώσσα μας μεταφράστηκε «Η συνείδηση ενός προοδευτικού». Στη Βρετανία, το Φιλελεύθερο Κόμμα για πολύ καιρό εκπροσώπησε ολόκληρη την προοδευτική κοινή γνώμη και οι κοινωνικές μεταρρυθμίσεις του είχαν την υποστήριξη του Εργατικού Κόμματος (του οποίου, άλλωστε, οι πρώτοι βουλευτές είχαν εκλεγεί το 1906 με τα ψηφοδέλτια των Φιλελευθέρων). Και ο Beveridge και ο Keynes, οι θεμελιωτές του μεταπολεμικού κοινωνικού συμβολαίου, ήταν φιλελεύθεροι – και μάλιστα με κεφαλαίο Φ, αφού αυτό το κόμμα εκπροσωπούσαν στη Βουλή των Λόρδων. Μετά από μια μακρά περίοδο παρακμής, οι Βρετανοί Φιλελεύθεροι στήριξαν την κυβέρνηση μειοψηφίας των Εργατικών το 1976-79, ενώ στην τελευταία δεκαετία τοποθετούνται μάλλον στα αριστερά των Νέων Εργατικών, ασκώντας εύστοχη κριτική στις κυβερνήσεις Blair και Brown ιδίως σε θέματα συνταγματικών ελευθεριών.

Στη Γαλλία, η κυριαρχία του γκωλλισμού στη δεξιά και του γιακωβινισμού στην αριστερά δεν επέτρεψε την άνθιση μιας παρόμοιας κουλτούρας. Όχι μόνο επειδή και οι μεν και οι δε συμμερίζονται την dirigiste πολιτική παράδοση της χώρας αυτής, αλλά και για ιστορικούς λόγους: επειδή οι Φιλελεύθεροι του 19ου αιώνα ήταν συντηρητικοί, αντίπαλοι της δημοκρατικής επανάστασης του 1848, ο όρος «libéral» είναι σήμερα πλήρως απαλλαγμένος από θετικές συνδηλώσεις για ένα Γάλλο αριστερό.

Σε χώρες με μαζικά σοσιαλδημοκρατικά και χριστιανοδημοκρατικά κόμματα οι φιλελεύθεροι ήταν ιστορικά το κόμμα των επιχειρηματιών, το οποίο συμμαχούσε πότε με το ένα και πότε με το άλλο μεγάλο κόμμα, όπως συνέβη στη Σουηδία και τη Γερμανία. Αντίθετα, στην Ιταλία το Φιλελεύθερο Κόμμα υπήρξε ο πιο συντηρητικός εταίρος των μεταπολεμικών κυβερνήσεων (σαφώς στα δεξιά της Χριστιανικής Δημοκρατίας), έως την ανάδειξή του σε πρωταθλητή της διαφθοράς και τη διάλυσή του με το τέλος της Πρώτης Δημοκρατίας.

Και όμως, το εργαστήρι για την καλλιέργεια της έντιμης αλλά και παραγνωρισμένης παράδοσης του σοσιαλφιλελευθερισμού ήταν ακριβώς η γειτονική Ιταλία. Η οργάνωση «Giustizia e Libertà» (από την ίδρυσή της το 1929 μέχρι τη δολοφονία των αδελφών Rosselli από πράκτορες του φασιστικού καθεστώτος στη Γαλλία το 1937) είχε αναπτύξει έντονη αντιφασιστική δράση στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Μέλη της πολέμησαν ως εθελοντές στο πλευρό της νόμιμης κυβέρνησης στην Ισπανία, όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους «ψευδοεθελοντές» του Mussolini στη μάχη της Γκουανταλαχάρα και τους νίκησαν. Αργότερα τη σκυτάλη πήρε το «Κόμμα της Δράσης», το οποίο συγκέντρωνε πολλούς νέους που πολέμησαν το φασισμό ως παρτιζάνοι στα βουνά της βόρειας Ιταλίας και διακρίθηκαν στη δημόσια ζωή της μεταπολεμικής περιόδου όπως ο φιλόσοφος Norberto Bobbio και ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Carlo Azeglio Ciampi.

Σήμερα, οι φιλελεύθεροι αριστεροί αποτελούν ένα μικρό κύκλο γύρω από το περιοδικό «Micromega» που πολέμησε το λαϊκισμό του Craxi και του Berlusconi, υπερασπίστηκε με πάθος την επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» εναντίον της διαφθοράς και υπέρ της αποκατάστασης της νομιμότητας, ενώ παρόμοιες απόψεις υιοθετεί η «τάση» των liberal (sic, στα αγγλικά!) στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος του Walter Veltroni, η οποία μάλιστα προέρχεται από το πρώην Κομμουνιστικό Κόμμα και εκπροσωπείται από τον Michele Salvati, γερουσιαστή και καθηγητή πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.

Η ανάλυση των Ιταλών σοσιαλφιλελεύθερων εστιάζει στην ανικανότητα της αστικής τάξης να φέρει σε πέρας τη φιλελεύθερη επανάσταση που χρειάζεται η χώρα (κατά Massimo D’Alema). Έτσι, το ιστορικό καθήκον του εκσυγχρονισμού των πολιτικών θεσμών, της δημόσιας διοίκησης και της οικονομίας, που ακόμη παραμένει στρεβλός και ατελής, πρέπει να περάσει σε μια ανανεωμένη αριστερά. Αυτή θα πρέπει να κάνει τους λογαριασμούς της όχι τόσο με το αυταρχικό παρελθόν της όσο με το λανθάνοντα γιακωβινισμό της, επανασυνδεόμενη με τις δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών που επανειλημμένα απογοητεύονται από αυτήν, αλλά από αυτήν επίσης προσδοκούν να τους εκπροσωπήσει.

Και στην Ελλάδα; Ο φιλελευθερισμός είναι ένα πολιτικό ρεύμα αδύναμο, κυρίως λόγω της ιστορικής αδυναμίας της αστικής τάξης, καθώς και της επικράτησης ενός ιδιαίτερου τύπου επιχειρηματικότητας, προσοδοθηρικής και «διαφθείρουσας» (corrupting). Μια αστική τάξη που επιδιώκει τη θαλπωρή της κρατικής προστασίας, δεν επιζητά τον ανταγωνισμό αλλά τον απεχθάνεται (και είναι διατεθειμένη να πληρώσει για να τον αποφύγει) – για να μην μιλήσουμε για τη συνήθως καχύποπτη στάση της απέναντι στα δημοκρατικά δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες. Αντίθετα, οι διακρίσεις του μετεμφυλιοπολεμικού κράτους ανάγκασαν σχεδόν τους Έλληνες αριστερούς να επανεκτιμήσουν την αξία των δημοκρατικών θεσμών και των «αστικών ελευθεριών». Ήταν ένα πολύτιμο μάθημα – αν και η ιστορία δείχνει ότι τα μαθήματα ενίοτε «ξεμαθαίνονται».

Τι παρατηρούμε σήμερα ατενίζοντας τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στη χώρα μας; Πώς κρίνουμε τα πολιτικά κόμματα με γνώμονα το κριτήριο του φιλελευθερισμού;

Βλέπουμε ένα ΚΚΕ αντιδυτικό και αντιδημοκρατικό, με την έννοια ότι η αντίληψη του για τη δημοκρατία είναι εντελώς εργαλειακή: φυσικά αξιοποιεί τους δημοκρατικούς θεσμούς για να προωθεί τις θέσεις του, αλλά η δημοκρατία ως τρόπος σκέψης το αφήνει αδιάφορο.

Βλέπουμε, επίσης, ένα ΠΑΣΟΚ που διατελεί εν πλήρει συγχύσει π.χ. όσον αφορά την οικονομική πολιτική. Βέβαια, η σύγχυση είναι γενετικό χαρακτηριστικό του κόμματος αυτού. Πράγματι – όμως τουλάχιστον επί Σημίτη είχαμε σταθερό Ευρωπαϊκό προσανατολισμό, σεβασμό του Κοινοβουλίου, εσωκομματική δημοκρατία, ανεξάρτητες διοικητικές αρχές και άλλα πολλά στα οποία ένας φιλελεύθερος δεν θα είχε να προσάψει τίποτε.

Βλέπουμε, τέλος, έναν Συνασπισμό που από τη μια είναι προς τιμήν του ο συνεπέστερος υπέρμαχος των πολιτικών ελευθεριών και των δικαιωμάτων των μεταναστών, ενώ από την άλλη εμφανίζεται ως σύμμαχος ακραίων ομάδων, το πολιτικό πρόγραμμα των οποίων (π.χ. στο πανεπιστήμιο) φαίνεται να εξαντλείται στη βίαιη κατάλυση της ελευθερίας του λόγου, χωρίς την οποία, ως γνωστόν, δεν νοείται πανεπιστήμιο.

Πάντως, εάν το «έλλειμμα φιλελευθερισμού» είναι φανερό στην αριστερά (και, υπό άλλη έννοια, στο ΠΑΣΟΚ), τι να πει κανείς για τη Νέα Δημοκρατία; Πρόκειται για έναν πολιτικό σχηματισμό στον οποίο πλέον περισσεύει ο κρατισμός, ο εθνικισμός, καθώς και η συμμαχία με την Εκκλησία της Ελλάδος και μάλιστα στην πιο σκληροπυρηνική εκδοχή της, διακηρυγμένο αντίπαλο όχι μόνο της φιλελεύθερης Δύσης αλλά ολόκληρης της παράδοσης του Ορθού Λόγου και του Διαφωτισμού.

Θυμίζω ότι αυτή ακριβώς η παράδοση αποτελεί κοινή κληρονομιά τόσο της αριστεράς όσο και του φιλελευθερισμού – και συνεπώς αριστεροί και φιλελεύθεροι θα πρέπει από κοινού να την προστατεύουν.

14 Οκτωβρίου 2008

Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση

Συνέντευξη στο «Ηλεκτρονικό Ενημερωτικό Δελτίο» του Συνήγορου του Πολίτη (Οκτώβριος 2008) http://www.synigoros.gr/newsletters/013/index.htm#thema

1. Ο Συνήγορος του Πολίτη δέχεται σημαντικό αριθμό αναφορών οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τη διεκδίκηση κοινωνικοασφαλιστικών παροχών. Μέσω των αναφορών αναδύεται, μεταξύ άλλων, το αίτημα διασφάλισης ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης. Πιστεύετε ότι με τον νέο ασφαλιστικό νόμο ενισχύεται η κοινωνική αλληλεγγύη; Το «Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης των Γενεών» που προβλέπεται μπορεί να δώσει λύση στο υπάρχον πρόβλημα;

Το ζήτημα της διασφάλισης ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, με την έννοια της προστασίας από τη φτώχεια, είναι πολύ ευρύτερο του ασφαλιστικού – για πολλούς λόγους. Κατ’ αρχήν, η κοινωνική ασφάλιση στη χώρα μας κατά βάση παρέχει συντάξεις. Συνεπώς, οι νεότερες ηλικίες μένουν μάλλον απροστάτευτες. Ακόμη και οι συνταξιούχοι, όμως, παρά το πολύ υψηλό δημοσιονομικό κόστος των συντάξεων, δεν προστατεύονται επαρκώς από τη φτώχεια, όπως άλλωστε δείχνουν τα πολύ υψηλά ποσοστά φτώχειας των ηλικιωμένων. Εν μέρει το πρόβλημα οφείλεται στον κατακερματισμό του συστήματος συντάξεων, και ειδικότερα στην πληθώρα μέτρων υπέρ των χαμηλοσυνταξιούχων: κατώτατες συντάξεις ΙΚΑ και ταμείων, βασικές συντάξεις αγροτών, συντάξεις ανασφαλίστων, ΕΚΑΣ). Ένα συνεκτικότερο σύστημα θα μπορούσε ενδεχομένως να καλύψει καλύτερα τα σημερινά κενά προστασίας.

Όσον αφορά τις νεότερες ηλικίες, το ζήτημα της προστασίας από τη φτώχεια δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά από ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η φτώχεια δεν είναι ‘ασφαλίσιμος κίνδυνος’ όπως η μητρότητα, η ασθένεια ή ακόμη και η ανεργία. Εκείνοι που δεν καταφέρνουν να εξασφαλίσουν ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης στον εαυτό τους και στην οικογένειά τους, συνήθως δεν έχουν σταθερή δουλειά άρα ούτε τα απαραίτητα ένσημα για κάποιο επίδομα κοινωνικής ασφάλισης. Η διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης και η προστασία από τη φτώχεια στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες προϋποθέτει ένα ισχυρό σύστημα κοινωνικής πρόνοιας, κατά κανόνα με τη μορφή ενός προγράμματος ελαχίστου εγγυημένου εισοδήματος.

Γενικά το σημερινό σύστημα συντάξεων είναι άδικο στη μεταχείριση διαφορετικών κατηγοριών συνταξιούχων, ενώ είναι επίσης σοβαρά ελλειμματικό – σε βαθμό που απειλεί τη βιωσιμότητά του. Ένα τέτοιο σύστημα συντάξεων δεν υπηρετεί ούτε την κοινωνική αλληλεγγύη ούτε την αλληλεγγύη των γενεών. Όμως, ο νέος ασφαλιστικός νόμος, με το νεοσυσταθέν «Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης των Γενεών», είναι υπερβολικά αποσπασματικός ώστε να δώσει λύση στο πρόβλημα της ανισότητας, και υπερβολικά άτολμος ώστε να δώσει λύση στο πρόβλημα της βιωσιμότητας.

2. Θεωρείτε ότι η ενοποίηση των ταμείων θα επιλύσει το πρόβλημα της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών οργανισμών; Θα επιτύχει η ενοποίηση να οδηγήσει σε αναδιάρθρωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας όσον αφορά την οργανωτική του δομή και τον εξορθολογισμό των ασφαλιστικών καθεστώτων; Ποια πορεία ακολούθησαν άλλες ευρωπαϊκές χώρες που αντιμετώπιζαν παρόμοια προβλήματα; Μπορούν να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα από την Ευρωπαϊκή εμπειρία;

Η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών είναι δομικό πρόβλημα, όχι τόσο διαχειριστικό. Πάντως, η ύπαρξη και λειτουργία εκατοντάδων ταμείων επιβαρύνει το σύστημα με περιττά διοικητικά κόστη, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι τα περισσότερα ταμεία δεν είναι ικανά καλά-καλά να συντάξουν τον προϋπολογισμό τους, πόσω μάλλον να ολοκληρώσουν σχετικά γρήγορα τη διαδικασία έκδοσης των νέων συντάξεων. Επί πλέον, ο κατακερματισμός του ασφαλιστικού συστήματος διευκολύνει επίσης την παραχώρηση ειδικών προνομίων σε κάποιες κατηγορίες ασφαλισμένων, με κριτήρια που υπακούν στην πελατειακή – και καμμιά άλλη – λογική. Συνεπώς, η ενοποίηση των ταμείων είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τον εξορθολογισμό του συστήματος. Η Ευρωπαϊκή εμπειρία επιβεβαιώνει αυτό το συμπέρασμα, καθώς τα οικονομικώς υγιέστερα και κοινωνικώς δικαιότερα συστήματα συντάξεων εντοπίζονται σε χώρες με ενιαία ασφαλιστικά καθεστώτα.

3. Με την ενοποίηση των ταμείων ΤΣΑ, ΤΕΒΕ και ΤΑΕ στον ΟΑΕΕ δημιουργήθηκαν σοβαρά προβλήματα διοικητικής και λειτουργικής φύσης με αποτέλεσμα μεγάλες καθυστερήσεις στην καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών. Πώς προβλέπετε ότι θα εφαρμοστεί η πρόσφατη ενοποίηση και, σε περίπτωση που παρουσιαστούν καθυστερήσεις, υπάρχει τρόπος για να ξεπεραστεί το τυχόν πρόβλημα;

Δεδομένης της προχειρότητας με την οποία συνήθως υλοποιούνται παρόμοια μέτρα, αλλά και της απροθυμίας των ενδιαφερομένων φορέων να τα εφαρμόσουν, η εμφάνιση λειτουργικών προβλημάτων δεν θα πρέπει να εκπλήσσει κανέναν. Οι πολιτικές εξοικονόμησης πόρων είναι «ακριβές», επειδή μια καλύτερη υποδομή απαιτεί καλύτερη χρηματοδότηση και καλύτερο σχεδιασμό. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, ακόμη και ένα απολύτως εύλογο μέτρο – όπως αυτό της ενοποίησης των ταμείων – κινδυνεύει να συκοφαντηθεί και τελικά να βαλτώσει.

4. Κρίνετε ότι ο νέος ασφαλιστικός νόμος θα συμβάλλει στην αναβάθμιση των υπηρεσιών υγείας των Ταμείων; Ποια είναι η γνώμη σας για το διπλασιασμό των ημερών ασφάλισης που απαιτούνται πλέον για τη χορήγηση βιβλιαρίου υγείας; Μήπως μία ασφαλιστική μεταρρύθμιση θα μπορούσε να συνδυαστεί με την αποδέσμευση των παροχών ασθένειας από τα ασφαλιστικά ταμεία;

Η διατήρηση των ταμείων υγείας παρά την ίδρυση του ΕΣΥ αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία που έχει κοστίσει ακριβά στο δημόσιο σύστημα υγείας: μεγαλύτερη ταλαιπωρία των ασθενών, περισσότερες ανισότητες μεταξύ κατηγοριών, υψηλότερα διοικητικά κόστη στο σύστημα. Οι υπηρεσίες ασθένειας των ταμείων υγείας θα έπρεπε προ πολλού να έχουν συγχωνευθεί με τις αντίστοιχες του ΕΣΥ. Ωστόσο, αν κρίνω από την παταγώδη αποτυχία όλων μέχρι τώρα των προσπαθειών προς αυτή την κατεύθυνση, κάτι τέτοιο δεν φαίνεται να είναι στην ημερήσια διάταξη της πολιτικής υγείας στη χώρα μας.

Εν τω μεταξύ, η σκλήρυνση των ασφαλιστικών προϋποθέσεων για την χορήγηση βιβλιαρίου υγείας μας απομακρύνει ακόμη περισσότερο από το στόχο της χωρίς φραγμούς πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας, την επίτευξη του οποίου υποτίθεται ότι εξασφάλισε η ίδρυση του ΕΣΥ πριν από 25 χρόνια. Ιδιαίτερα προβλήματα αναμένεται να δημιουργήσει σε κοινωνικές ομάδες με ελλιπές ιστορικό ασφάλισης, δηλ. λίγα ένσημα: οι άνεργοι, οι επισφαλώς απασχολούμενοι, όσοι εργάζονται σε ανασφάλιστες εργασίες, οι νέοι, οι ξένοι εργάτες. Αδυνατώ να κατανοήσω ποιον ακριβώς στόχο πολιτικής εξυπηρετεί η στέρηση στοιχειωδών δικαιωμάτων ασφάλισης υγείας από αυτές τις κοινωνικές ομάδες – ένα μέτρο με αμφίβολα (εισπρακτικά;) οφέλη και απολύτως προβλέψιμες και απολύτως αρνητικές συνέπειες στην υγεία των ενδιαφερομένων και στο ήδη διάτρητο «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας».

6 Σεπτεμβρίου 2008

Το ασφαλιστικό πρόβλημα και το πρόβλημα με τα συνδικάτα

Δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» (Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008)

Η πρόσφατη αναζωπύρωση της συζήτησης για το ασφαλιστικό, με αφορμή τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης Καραμανλή (ο όρος «μεταρρύθμιση» δείχνει ακατάλληλος για μια τόσο περιορισμένης εμβέλειας απόπειρα νοικοκυρέματος), και η πεισματική άρνηση των συνδικάτων και των κομμάτων της αντιπολίτευσης να παραδεχθούν ότι το πρόβλημα υφίσταται (και να επεξεργαστούν προτάσεις επίλυσής του στη διαφορετική κατεύθυνση για την οποία υποτίθεται ότι αγωνίζονται), φαίνεται να διαψεύδει τις ελπίδες όσων εξακολουθούν να θεωρούν ότι η ουσιαστική και ταυτόχρονα συναινετική αντιμετώπιση του ασφαλιστικού προβλήματος είναι ακόμη εφικτή.

Και, δυστυχώς, το ασφαλιστικό πρόβλημα είναι πολύ σοβαρό. Κατ’ αρχήν, λόγω των ελλειμμάτων. Ήδη η δαπάνη για συντάξεις στην Ελλάδα είναι υψηλότερη ως ποσοστό του ΑΕΠ από εκείνη άλλων χωρών, και μάλιστα χωρών πλουσιότερων, κοινωνικά προηγμένων, και με γηραιότερο πληθυσμό. Στα επόμενα 40-50 χρόνια, όπως μονότονα δείχνουν όλες οι αναλογιστικές μελέτες (και του ΙΝΕ ΓΣΕΕ), η δαπάνη αυτή σχεδόν θα διπλασιαστεί. Ένα τέτοιο βάρος καμιά κοινωνία δεν μπορεί να το αντέξει. Ιδιαίτερα μια κοινωνία όπως η δική μας, με τεράστια υστέρηση στις πολιτικές κοινωνικής προστασίας. Η δαπάνη για συντάξεις δεν μπορεί να αυξάνεται με τρόπο ανεξέλεγκτο. Η χρηματοδότηση ενός σύγχρονου κοινωνικού κράτους – αλλά και η χρηματοδότηση της έρευνας, της παιδείας κτλ. – αυτό απαιτεί.

Δεν πρόκειται, όμως, για μια θυσία της κοινωνικής αλληλεγγύης στο βωμό της μείωσης των ελλειμμάτων. Η αποκατάσταση της βιωσιμότητας είναι ζήτημα κοινωνικής αλληλεγγύης, έναντι της γενιάς των παιδιών μας ή των παιδιών των παιδιών μας. Τα ανεξέλεγκτα ελλείμματα που το σύστημα κληροδοτεί στις επόμενες γενεές εργαζομένων υποσκάπτουν την αλληλεγγύη των γενεών. Επί πλέον, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι πελατειακό και κατακερματισμένο, έτσι ώστε άτομα με όμοια κατά τα άλλα χαρακτηριστικά να έχουν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Τα πολύ υψηλά ποσοστά ανισότητας και φτώχειας των ηλικιωμένων δείχνουν ότι το σημερινό σύστημα κάθε άλλο παρά υπηρετεί την κοινωνική αλληλεγγύη στο εσωτερικό της τωρινής γενιάς συνταξιούχων, παρά τους τεράστιους πόρους που απορροφά.

Το ερώτημα που τίθεται είναι: αφού το ασφαλιστικό είναι οικονομικά και, θα πρόσθετα, ηθικά χρεωκοπημένο, γιατί το υπερασπίζονται τα συνδικάτα; Η απάντηση που προτείνω είναι ότι οι ανισότητες στην πολιτική ισχύ και εκπροσώπηση των συμφερόντων των διαφόρων κοινωνικών ομάδων αντανακλούν και αναπαράγουν τις ανισότητες στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που παρατηρούνται στο σημερινό σύστημα.

Να διευκρινίσω προκαταβολικά ότι το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους μισθωτούς. Όπως άλλωστε φάνηκε στις κινητοποιήσεις εναντίον του ασφαλιστικού νομοσχεδίου της κυβέρνησης, οι σθεναρότεροι υπερασπιστές των «κεκτημένων» ήταν το τεχνικό επιμελητήριο και οι δικηγορικοί και ιατρικοί σύλλογοι. Όμως, η στάση των συνδικάτων είναι κρίσιμη, επειδή τα τελευταία χρόνια δεν απειλείται τόσο η αυτονομία των συνδικάτων από τα κόμματα, αλλά η αυτονομία των κομμάτων από τα συνδικάτα.

Είναι επίσης λιγότερο αυτονόητη από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως, αφού η διεθνής εμπειρία διαψεύδει την αντίληψη ότι τα συνδικάτα αποτελούν «φυσικό» εμπόδιο στη μεταρρύθμιση των συντάξεων. Πράγματι, τα σημαντικότερα παραδείγματα τέτοιας μεταρρύθμισης στη δεκαετία του ‘90, και σε «εξισωτική» μάλιστα κατεύθυνση (Ιταλία και Σουηδία), δείχνουν τι μπορεί να επιτευχθεί όταν τα συνδικάτα είναι σε θέση να εκπροσωπούν τα συμφέροντα του συνόλου των εργαζομένων, σημερινών και αυριανών, αντί απλώς να υπερασπίζονται τα «κεκτημένα» των μελών τους.

Αντίθετα, εάν κάτι απέδειξε η πρόσφατη διαμάχη για το ασφαλιστικό είναι ότι η επιρροή των συνδικάτων δεν οφείλεται στην οργανωτική τους δύναμη, στην παρουσία τους στους χώρους δουλειάς και στην ικανότητά τους να υπερασπίζονται τους εργαζομένους απέναντι σε εργοδότες σκληρούς και άπληστους – άλλωστε, εκεί όπου οι εργοδότες είναι όντως σκληροί και άπληστοι, τα συνδικάτα απουσιάζουν. Η αλήθεια, και πρόκειται για μια αλήθεια γνωστή όσο και πικρή, είναι ότι η επιρροή των συνδικάτων εξαρτάται από την εμμονή της εκάστοτε κυβέρνησης στην εξασφάλιση της συναίνεσής τους – είτε για λόγους πεποίθησης, όπως συνέβαινε επί κυβερνήσεων Σημίτη, είτε για λόγους ανάγκης, όπως συμβαίνει επί κυβερνήσεων ΝΔ. Εάν για κάποιο λόγο η κυβέρνηση πάψει να αναζητά ή να χρειάζεται τη συναίνεσή τους, τα συνδικάτα αποκαλύπτονται στην πραγματικότητα αδύναμα.

Η αδυναμία των συνδικάτων οφείλεται κυρίως στην ουσιαστική απουσία τους από τους περισσότερους χώρους δουλειάς. Ο συνδικαλισμός στη χώρα μας αναπτύσσεται κυρίως στη σχετική ασφάλεια της δημόσιας απασχόλησης: όχι μόνο στο Δημόσιο αυτό καθεαυτό, αλλά και στο χώρο των δημοσίων επιχειρήσεων και των (μέχρι πρόσφατα επίσης κρατικών) τραπεζών. Οι δύο τελευταίοι κλάδοι απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών που οργανώνονται στη ΓΣΕΕ, όμως η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ διαθέτουν απόλυτη πλειοψηφία στα όργανα της συνομοσπονδίας. Αντιστρόφως, η συνδικαλιστική πυκνότητα στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα είναι γύρω στο 10%.

Γενικά, η οργανωτική διείσδυση των συνδικάτων είναι χαμηλότερη στα πιο δυναμικά τμήματα της μισθωτής απασχόλησης. Η ισχνή παρουσία τους στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα αναφέρθηκε ήδη. Το 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η «φυλετική» αναλογία στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ την περίοδο 1992-2004 ήταν κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη. Παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι μικρότερη κατά 5 φορές από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών. Τέλος, με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει οργανώσει τους ξένους εργάτες ή έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε ΔΣ ομοσπονδίας.

Το γεγονός ότι η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή (άνδρας, μεσήλικας, με μονιμότητα, 100% Έλληνας) μοιάζει όλο και λιγότερο με την εικόνα του μέσου μισθωτού (νεότερος, χωρίς μονιμότητα, με πιθανότητα 40% να είναι γυναίκα και 12% να είναι ξένος) δεν είναι άσχετο με τη μείωση της επιρροής των συνδικάτων. Ενώ εκείνα δίνουν μάχες οπισθοφυλακής για την διατήρηση της μονιμότητας και του «κεκτημένου δικαιώματος» όσων εργάζονται στις ΔΕΚΟ και στις τράπεζες να συνταξιοδοτούνται 10 ή και 20 χρόνια νωρίτερα από τους υπόλοιπους, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζόμενων αντιμετωπίζει εντελώς διαφορετικά προβλήματα: απλήρωτες υπερωρίες, ανασφάλιστη εργασία, χαμηλότερες αμοιβές, αβέβαιες προοπτικές.

Πρόκειται για δύο διαφορετικούς κόσμους. Όσο η πολιτική των συνδικάτων κυριαρχείται από την «ατζέντα» των εργαζομένων του προστατευμένου τομέα, τόσο δυσκολότερη θα είναι η αύξηση της επιρροής τους μεταξύ των γυναικών, των ξένων εργατών, των νέων – και τόσο δυσκολότερη θα είναι η συναινετική επίλυση του ασφαλιστικού στην κατεύθυνση της εξίσωσης των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων των εργαζομένων, σημερινών και αυριανών.

7 Ιουλίου 2008

Κίνητρα, δράσεις και δημόσια πολιτική


Δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία» (Κυριακή 6 Ιουλίου 2008)

Κάποτε, στη δυτική και βόρεια Ευρώπη της πρώτης μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας», για τους υπεύθυνους της δημόσιας πολιτικής καθώς και για τους θεωρητικούς της (βλέπε τη χαρισματική περίπτωση του Richard Titmuss, καθηγητή κοινωνικής πολιτικής στη London School of Economics), τα πράγματα ήταν καθαρά. Οι γιατροί του εθνικού συστήματος υγείας ή οι δάσκαλοι και οι καθηγητές κάθε βαθμίδας της δημόσιας εκπαίδευσης ήταν «ιππότες», δηλ. υψηλόφρονες δημόσιοι λειτουργοί, προσηλωμένοι σε μια απαιτητική δεοντολογία, με αυταπάρνηση ταγμένοι στο λειτούργημά τους και στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος – όπως, φυσικά, το ερμήνευαν οι ίδιοι. Εκείνοι ήταν οι ειδικοί, «ήξεραν καλύτερα», άρα για τους ασθενείς ή τους μαθητές και φοιτητές τους δεν έμενε παρά ο ρόλος του ευγνώμονα αποδέκτη αυτής της ιπποτικής «αρχοντιάς». Σύμφωνα με την κρατούσα τότε αντίληψη, οι χρήστες των δημόσιων υπηρεσιών ήταν – και ορθώς – άβουλα «πιόνια».

Όλα αυτά άλλαξαν γύρω στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70: πρώτα στο επίπεδο των θεωρητικών επεξεργασιών, μετά στο επίπεδο της πολιτικής αλλαγής. Η σαρωτική νίκη της Margaret Thatcher το 1979 τερμάτισε τη μεταπολεμική συναίνεση στη Βρετανική πολιτική και αμφισβήτησε τα δύο βασικά συστατικά της: κεϋνσιανή οικονομική πολιτική και κοινωνικό κράτος. Είχε προηγηθεί μια «αλλαγή παραδείγματος» σε θεωρητικό επίπεδο, η οποία εξασφάλισε την ηγεμονία στις συντηρητικές ιδέες και προλείανε το έδαφος για τη κυριαρχία των Συντηρητικών κυβερνήσεων. Σύμφωνα με τη νέα αντίληψη, όσοι εργάζονται στο δημόσιο τομέα δεν είναι αλτρουιστές «ιππότες» αλλά εγωιστές «κατεργάρηδες», με τα δικά τους συμφέροντα και τη δική τους ατζέντα, η οποία μόνο συμπτωματικά μπορεί να περιέχει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του φορολογούμενου πολίτη. Μόνη λύση η κατάργηση των κρατικών μονοπωλίων στους χώρους της υγείας και της παιδείας, και η «ενδυνάμωση» των χρηστών: όχι πια ανίσχυρα «πιόνια», αλλά πανίσχυρες «βασίλισσες», όπως στο σκάκι, όπως κάθε κυρίαρχος καταναλωτής στην ελεύθερη αγορά.

Τελικά, η αντοχή των θεσμών του κοινωνικού κράτους απεδείχθη ισχυρότερη των βλέψεων της κυρίας Thatcher και των κυβερνήσεων της. Το ΕΣΥ δεν ιδιωτικοποίηθηκε, ούτε η δημόσια εκπαίδευση έγινε λιγότερο δημόσια. Ακόμη και η «Σιδηρά Κυρία» αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τις εισηγήσεις των αδελφών Saatchi και των άλλων μάγων της πολιτικής διαφήμισης, καθώς και του Nigel Lawson και των άλλων υπουργών οικονομικών της, που την προειδοποιούσαν για τις ανεπιθύμητες παρενέργειες της ιδιωτικοποίησης του σκληρού πυρήνα του κοινωνικού κράτους στη δημοτικότητα της κυβέρνησης και στα δημόσια οικονομικά αντιστοίχως. Η ιδιωτικοποίηση χρειάστηκε να εγκαταλειφθεί, και το Σχέδιο Β που τέθηκε σε εφαρμογή αμέσως μετά προέβλεπε απλώς τη θεσμοθέτηση «οιονεί αγορών» στο εσωτερικό της δημόσιας υγείας και της δημόσιας εκπαίδευσης: δωρεάν υπηρεσίες για όλους, δημόσια χρηματοδότηση εκείνων που τις παρέχουν, αλλά υπό τον όρο της επιλογής τους από τους χρήστες, δηλ. τους ασθενείς και τους μαθητές (ή μάλλον τους γονείς τους).

Σήμερα, τις σφοδρές θεωρητικές και πολιτικές συγκρούσεις των αρχών της δεκαετίας του ’90, όταν πρωτοτέθηκαν σε εφαρμογή οι «οιονεί αγορές», έχει διαδεχθεί ένας γενικευμένος πραγματισμός. Οι Νέοι Εργατικοί κράτησαν πολλές από τις καινοτομίες της προηγούμενης κυβέρνησης, κατήργησαν μερικές, εισήγαγαν κάποιες άλλες δικές τους. Η κοινή γνώμη δείχνει να έχει υιοθετήσει ένα επιλεκτικό μείγμα δοξασιών και από τις δύο «σχολές σκέψης»: υπηρεσίες καλύτερα δημόσιες παρά ιδιωτικές, αλλά κανένα ίχνος από το παραδοσιακό δέος μπροστά στην αυθεντία γιατρών και καθηγητών.

Το βιβλίο του Julian Le Grand, κατόχου της Έδρας Richard Titmuss στη London School of Economics, δεν περιγράφει απλώς τη «νέα συναίνεση». Από τη θέση του καθηγητή, αλλά και του αρθρογράφου και φυσικά του συμβούλου του Tony Blair, αυτός ο ακούραστος παραγωγός νέων ιδεών έχει συμβάλει όσο λίγοι στη διαμόρφωση της συναίνεσης αυτής. Το βιβλίο, γραμμένο με τρόπο συναρπαστικό και με ύφος γεμάτο χιούμορ, διερωτάται για τα κίνητρα όσων εργάζονται στο δημόσιο τομέα, και απαντά ότι πρόκειται για μείγμα όπου συνυπάρχουν «ιπποτικοί» και «κατεργάρικοι» υπολογισμοί. Για αυτό, προτείνει τον ανασχεδιασμό των δημόσιων πολιτικών ώστε να ενθαρρύνουν τους πρώτους και να περιορίζουν τους δεύτερους, αλλά και να επιτυγχάνουν την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος είτε οι πολιτικές αυτές υλοποιούνται από «ιππότες» είτε από «κατεργάρηδες». Τέλος, παρουσιάζει συγκεκριμένα παραδείγματα τέτοιων πολιτικών στους τομείς της υγείας, της παιδείας, αλλά και της φορολογίας, της κρατικής ενίσχυσης της ατομικής ασφάλισης, καθώς και των παιδικών ομολόγων ή «baby bonds» που με κρατική χρηματοδότηση εφαρμόζονται ήδη. Ένα βιβλίο που ακόμη και όταν δεν πείθει εντελώς, «ιντριγκάρει», και προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη. Δεν είναι και λίγο, αυτή την εποχή της ξηρασίας των ιδεών, ιδίως των ιδεών για μια προοδευτική διακυβέρνηση.

1 Φεβρουαρίου 2008

La saga della riforma pensionistica: ultima puntata

Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Φεβρουάριος 2008)

Dopo un breve, e piuttosto timido, tentativo di toccare la patata bollente della riforma pensionistica, e davanti alle proteste furiose di ingegneri, medici e avvocati, il governo greco sembra abbia deciso di rinviare a tempi migliori. Una mossa abbastanza comprensibile, visto che lo stesso governo (eletto due volte facendo della lotta implacabile alla corruzione sua bandiera principale) si sta ultimamente sprofondendo in una serie di scandali, l’uno più disgustoso dell’altro, che mostrano chiaramente non solo che la corruzione è più diffusa che mai, ma anche che i nostri governanti sono più che mai arrogantamente convinti della loro impunitá. Ma questo è un’altro discorso (forse).

Possiamo dunque tirare un collettivo sospiro di sollievo, per il pericolo scampato che le nostre pensioni siano riformate? Non direi proprio. Sta diventando sempre più difficile negare che al sistema pensionistico greco servono urgentemente delle riforme incisive e addirittura radicali. Quelli che negano (o fanno finta di negare) ancora questa necessitá suonano sempre meno convicenti, i loro argomenti sempre più assurdi. Eppure, fare la riforma rimane uno degli obiettivi politici più difficili, a centrodestra come a centrosinistra.

Cerchiamo di spiegare il perchè, a partire dalla necessitá (meglio, l’ineludabilitá) della riforma. Prima di tutto, in termini di sostenibilitá economica, quello greco è il sistema pensionistico più squilibrato d’Europa. Infatti, mentre la spesa pensionistica media nell’Ue è destinata a salire dall’ 11-12% del prodotto interno lordo oggi al 13-14% fra 40 anni, in Grecia si prevede un aumento di questa spesa dal 13% al 24% del pil in 2050. Nessuna economia può reggere un peso simile, e nessuna societá vorrebbe farlo. Negare la riforma oggi vuol dire semplicemente rendere inevitabile una riforma molto più dolorosa domani.

Dal punto di vista della giustizia sociale (o, se si preferisce, di equitá di trattamento), gli effetti distributivi del sistema pensionistico greco si rivelano piuttosto disastrosi. La spesa fuori controllo citata sopra, e gli annessi deficit, oltre a un mero problema di finanza pubblica, costituiscono sopratutto un problema di equitá - equitá intergenerazionale, come la definiscono gli esperti. In poche parole, la difesa accanita dei privilegi, spacciata come battaglia nobile per salvaguardare i diritti sociali, può più accuratamente essere interpretata come un attacco ai diritti sociali delle generazioni a venire: una graduale e unilaterale riformulazione dell’ implicito contratto sociale a loro insaputa e ovviamente a loro sfavore.

Ma anche a livello intragenerazionale, cioè fra le varie categorie dei pensionati e dei contribuenti di oggi, le disuguaglianze sono francamente scandalosi. Non si tratta di un sistema unico e minimamente coerente, ma di una vera e propria “giungla delle pensioni” (come veniva definito il vecchio sistema italiano finchè i governi tecnici a cavallo fra la prima e la seconda repubblica, sostenuti dai sindacati, non abbiano saputo riformarlo). Si tratta di un sistema che trasferisce risorse e diritti dai dipendenti ai professionisti, dai lavoratori privati a quelli pubblici, dalle donne (tranne poche che invece godono dei privilegi assurdi) ai maschi, dai giovani ai vecchi, dai poveri ai ricchi. Inevitabilmente, la povertá fra gli anziani è altissima, decisamente più alta che in molti altri paesi europei, che per le pensioni spendono meno ma la povertá degli anziani sono riusciti a quasi eliminarla.

Una storiella raccontata qualche anno fa da Anna Diamantopoulou, al tempo Commissaria europea di lavoro e affari sociali, in quota socialista, riassume bene il volto cattivo e crudele del nostro sistema pensionistico. «Nella mia circoscrizione elettorale [provincia di Kozani, nel nordovest della Grecia], si trovano le fabbriche della ΔΕΗ [l’Enel greca]. Lì si possono incontrare tre operai che lavorano l’uno a fianco all’altro. Il primo è un dipendente della ΔΕΗ: andrá in pensione a 50 anni e prenderá €1800 al mese. Il secondo è un dipendente della societá in subbappalto: andrá in pensione a 65 anni e prenderá €375 al mese. Il terzo, pure lui un dipendente della societá in subbappalto, pure lui un giorno “andrá in pensione”, nel senso che non potrá più lavorare, ma se avrá una pensione non lo può dire con certezza nessuno.»

Morale della favola: il nostro sistema pensionistico è sicuramente da riformare, e presto. Ma come insegna l’esperienza internazionale e europea, riformare le pensioni è un’ operazione complicata nei migliori dei casi. Perchè sia riuscita ha bisogno di una classe politica distinta da un alto senso dello Stato, una stampa seria e responsabile, sindacati disposti a difendere i diritti di tutti i lavoratori, presenti e futuri, e non solo gli interessi delle categorie privilegiate da cui provengono i loro dirigenti, intellettuali pronti a fare luce su veritá scomode, e infine una societá sobria e matura. I presupposti sono questi. Francamente, non mi pare che siano in vista, almeno per il momento, in questo paese – ma ovviamente mi potrei sbagliare ...

29 Ιανουαρίου 2008

Για μια αριστερή μεταρρύθμιση των συντάξεων ...

Oμιλία στην ημερίδα του ομίλου «Αριστερά Σήμερα» (ΑΡ.ΣΗ.) (Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008)

Πόσο επείγουσα είναι η μεταρρύθμιση των συντάξεων;

Εξαιρετικά επείγουσα. Ήδη η δαπάνη για συντάξεις στη χώρα μας είναι (ως ποσοστό του ΑΕΠ) υψηλότερη από εκείνη άλλων χωρών, και μάλιστα χωρών πλουσιότερων, κοινωνικά προηγμένων, και με γηραιότερο πληθυσμό. Επί πλέον, όπως μονότονα δείχνουν όλες οι αναλογιστικές μελέτες (και του ΙΝΕ ΓΣΕΕ), η δαπάνη αυτή σχεδόν θα διπλασιαστεί στα επόμενα 40-50 χρόνια. Ένα τέτοιο βάρος καμιά κοινωνία δεν μπορεί να αντέξει. Ιδιαίτερα μια κοινωνία όπως η δική μας, με τεράστια υστέρηση στις πολιτικές για την καταπολέμηση της φτώχειας, στις πολιτικές για την προστασία των ανέργων και την προώθηση της απασχόλησης, στις πολιτικές για την υποστήριξη των οικογενειών με παιδιά, στις πολιτικές κατοικίας και ενίσχυσης της στεγαστικής αυτονομίας των νέων, στις πολιτικές κοινωνικής φροντίδας. Η δαπάνη για συντάξεις δεν μπορεί να αυξάνεται με τρόπο ανεξέλεγκτο. Η χρηματοδότηση ενός σύγχρονου συστήματος κοινωνικής προστασίας – αλλά και η χρηματοδότηση της έρευνας, της παιδείας κτλ. – αυτό απαιτεί.

Άρα θυσία της κοινωνικής αλληλεγγύης στο βωμό της μείωσης των ελλειμμάτων;

Κάθε άλλο. Κατ’ αρχήν, όπως δείχνουν τα ανεξέλεγκτα ελλείμματα που κληροδοτεί στις επόμενες γενεές εργαζομένων, το υπάρχον σύστημα υποσκάπτει αντί να προάγει την αλληλεγγύη των γενεών. Επί πλέον, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης είναι άδικο, πελατειακό και κατακερματισμένο: 155 ταμεία που δεν συνιστούν ένα ενιαίο αλλά πολλά συνταξιοδοτικά συστήματα, με διαφορετικούς ετερόκλητους κανόνες καθένα. Πάσχει από έντονες ανισορροπίες μεταξύ ασφαλισμένων και ταμείων, με αποτέλεσμα άτομα με ίδια κατά τα άλλα χαρακτηριστικά έχουν εντελώς διαφορετικά συνταξιοδοτικά δικαιώματα. Είναι τεράστιες οι διαφορές ανάμεσα στο καθεστώς της μεγάλης πλειοψηφίας (ΙΚΑ, ΟΓΑ, ΤΕΒΕ, ΝΑΤ) και στο καθεστώς των «ευγενών ταμείων», είτε αυτά ασφαλίζουν ισχυρές κοινωνικές ομάδες (νομικοί, μηχανικοί, γιατροί, στρατιωτικοί) είτε τμήματα της μισθωτής εργασίας (Δημόσιο, ΔΕΚΟ, τράπεζες). Δυσμενέστεροι, επίσης, είναι οι κανόνες για τους νεότερους και για τις περισσότερες γυναίκες. Όπως δείχνουν τα πολύ υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανισότητας μεταξύ των ηλικιωμένων, το υπάρχον σύστημα κάθε άλλο παρά υπηρετεί την κοινωνική αλληλεγγύη.

Τόσο σημαντικές είναι οι ανισότητες στο εσωτερικό του συστήματος;

Λίγα παραδείγματα για τους πιο δύσπιστους:

Οι ενισχύσεις των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης από το κράτος, με τη μορφή είτε επιχορηγήσεων είτε «κοινωνικών πόρων», ανέρχονται σε 4% του ΑΕΠ (ένα τρίτο της συνολικής δαπάνης για συντάξεις). Πώς κατανέμεται αυτό το ποσό; Σε απόλυτους όρους η μερίδα του λέοντος πηγαίνει στο ΙΚΑ, τον ΟΓΑ και το ΝΑΤ. Σε σχετικούς όρους (λαμβάνοντας υπόψη το μέγεθος κάθε ταμείου) ευνοούνται οι ασφαλισμένοι στα ταμεία των ΔΕΚΟ, του Τύπου, των ελευθερίων επαγγελμάτων (ΤΣΑΥ, Νομικών και ΤΣΜΕΔΕ – που εισπράττει 1% του προϋπολογισμού των δημοσίων έργων).

Η ηλικία συνταξιοδότησης στο Δημόσιο, στα ταμεία των ΔΕΚΟ και τραπεζών μπορεί να είναι κατά 10 (ακόμη και 15) έτη χαμηλότερη από ό,τι π.χ. στο ΙΚΑ, εκτός για όσους υπάγονται στα ΒΑΕ (βλ. παρακάτω). Οι γυναίκες με ανήλικα παιδιά (δηλ. 16 ή 17 ετών) μπορούν να συνταξιοδοτηθούν στα 50 ή ακόμη και νωρίτερα, δήθεν για την προστασία της μητρότητας.

Ακόμη και στο ΙΚΑ το 40% των ασφαλισμένων (σε μια χώρα χωρίς βαριά βιομηχανία) υπάγεται στο καθεστώς των ΒΑΕ, και έτσι συνταξιοδοτείται 5 έτη νωρίτερα με πλήρη σύνταξη. Η λίστα με τα σχετικά επαγγέλματα προκαλεί θυμηδία: συνοδοί εδάφους, παρουσιαστές τηλεόρασης, κομμωτές, σερβιτόροι κ.ά. Μάλιστα, με το νόμο Ρέππα το καθεστώς αυτό επεκτείνεται και στον δημόσιο τομέα (κτηνίατροι, δεσμοφύλακες, συντηρητές έργων τέχνης). Θυμίζω ότι τα ΒΑΕ είναι ένα είδος «αποζημίωσης» για το χαμηλότερο προσδόκιμο επιβίωσης (π.χ. μεταλλωρύχοι). Αμφιβάλλω αν υπάρχει έστω και ένας κτηνίατρος ή κομμωτής που να φοβάται ότι θα ζήσει λιγότερο επειδή είναι κτηνίατρος ή κομμωτής. Εν τω μεταξύ, στις οικοδομές, στα δημόσια έργα και αλλού συνεχίζουν να πεθαίνουν κάθε χρόνο δεκάδες εργαζόμενοι, αλλά αυτοί είναι ξένοι και ανασφάλιστοι – άρα για αυτούς δεν μιλά κανείς.

Ο περίφημος ΛΑΦΚΑ θεσμοθετήθηκε το 1992 ως προσωρινό μέτρο «φορολόγησης» τών υψηλών συντάξεων προς όφελος των προβληματικών ταμείων. Ήταν σταγόνα στον ωκεανό, αλλά σταγόνα εξισωτικής αναδιανομής. Προτού ψηφιστεί από τη Βουλή εξαιρέθηκαν οι συνταξιούχοι του ταμείου νομικών. Τόσο απλά! Τελικά, ο ΛΑΦΚΑ πριν λίγα χρόνια καταργήθηκε – χωρίς να διαμαρτυρηθούν για αυτό τα συνδικάτα ή τα κόμματα της αριστεράς.

Για όλους αυτούς και πολλούς άλλους λόγους έχουμε όχι ένα αλλά πολλά συστήματα συντάξεων: άλλο καθεστώς (ευνοϊκό) για άνδρες, μεσήλικες, ασφαλισμένους ευγενών ταμείων, εργαζόμενους στο Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες – και άλλο καθεστώς (δυσμενέστερο) για τους νέους, τους εργαζόμενους στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, τους ασφαλισμένους στα «λαϊκά» ταμεία, καθώς και για τις περισσότερες γυναίκες. Όπως είχε πει πριν 5 χρόνια η τότε Ευρωπαία Επίτροπος Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων: «Στην εκλογική μου περιφέρεια υπάρχουν τα εργοστάσια της ΔΕΗ. Εκεί μπορεί να συναντήσετε τρεις εργάτες να δουλεύουν μαζί. Ο πρώτος είναι μόνιμος υπάλληλος της ΔΕΗ: θα συνταξιοδοτηθεί στα 50 και θα παίρνει σύνταξη 1.800 ευρώ το μήνα. Ο δεύτερος είναι υπάλληλος του υπεργολάβου: θα συνταξιοδοτηθεί στα 65 και θα παίρνει σύνταξη 375 ευρώ το μήνα. Ο τρίτος, και αυτός υπάλληλος του υπεργολάβου, είναι μετανάστης: κάποτε θα ‘συνταξιοδοτηθεί’, με την έννοια ότι θα σταματήσει να δουλεύει, όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα πάρει ποτέ σύνταξη.»

Αυτό το (κατ’ ευφημισμόν) σύστημα καλούμαστε να υπερασπιστούμε, και μάλιστα ως αριστεροί;

Συνεπώς;

Συνεπώς, για τους αριστερούς, το πρόβλημα δεν μπορεί να είναι μεταρρύθμιση ναι ή όχι, αλλά ποια μεταρρύθμιση, πότε, με ποιους όρους. Αντιστρόφως, όποιος αρνείται την ανάγκη μεταρρύθμισης και διαλόγου για το περιεχόμενό της, όποιος υπερασπίζεται το σημερινό άδικο και χρεωκοπημένο σύστημα συντάξεων, έστω και αν το κάνει βαστώντας τις σημαίες της αριστεράς, στην πραγματικότητα κάκιστες υπηρεσίες παρέχει στους εργαζόμενους, σημερινούς και αυριανούς.

Μα ούτε η κυβέρνηση Σημίτη δεν κατάφερε να περάσει τη μεταρρύθμιση – γιατί;

Επί Σημίτη/Γιαννίτση φτάσαμε πιο κοντά από ό,τι ποτέ σε μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού με κοινωνική δικαιοσύνη. Τελικά ήταν μια περίπτωση “so close and yet so far”. Πώς έγινε αυτό; Κυρίως επειδή επικρατεί η αντίληψη ότι (α) η μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι κάτι που μας το ζητούν πιεστικά οι διεθνείς οργανισμοί και τα ντόπια φερέφωνά τους από ιδεολογική εχθρότητα στις κατακτήσεις του λαού μας, και ότι (β) κατά βάθος το μόνο που χρειάζεται η κοινωνική πολιτική στην Ελλάδα είναι περισσότερα χρήματα. Η αντίληψη αυτή διαπερνά το σύνολο του πολιτικού φάσματος: από την (νεο)κομμουνιστική αριστερά έως τη λαϊκή δεξιά, με μερικές μάλλον δακτυλοδεικτούμενες εξαιρέσεις.

Φυσικά η αντίληψη αυτή είναι βαθύτατα λαθεμένη. Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού είναι επειγόντως αναγκαία, όχι μόνο για την αποκατάσταση της βιωσιμότητας αλλά και για την εξάλειψη των αδικιών του σημερινού συστήματος. Εξ άλλου, και η αποκατάσταση της βιωσιμότητας θέμα κοινωνικής δικαιοσύνης είναι: έναντι της γενιάς των παιδιών μας ή των παιδιών των παιδιών μας. Η μεταρρύθμιση χρειάζεται για αυτό, όχι λόγω Μάαστριχτ ή ΟΝΕ ή Συμφώνου Σταθερότητας.

Εξ ου και η επιλογή της κυβέρνησης Σημίτη να δώσει τη μάχη για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους με τον άτολμο, σχεδόν «ένοχο» τρόπο που έγινε, εξ ου και η συνεχής επίκληση του Μάαστριχτ και της ΟΝΕ – σαν από εκεί να απέρρεε η πολιτική νομιμοποίηση της μεταρρύθμισης, όχι από τις παταγώδεις αποτυχίες του σημερινού συστήματος. Αν κάτι απέδειξε η τύχη των προτάσεων Γιαννίτση είναι κυρίως αυτό: ότι οι μάχες που δεν δίνονται ανοιχτά, τελικά χάνονται πιο εύκολα και με μεγαλύτερο πολιτικό κόστος.

Φυσικά, οι προτάσεις Γιαννίτση προσέκρουσαν στον σκόπελο των συνδικάτων, παρότι η ΠΑΣΚΕ εδώ και τουλάχιστον 15 χρόνια ελέγχει και τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ.

Δηλαδή το πρόβλημα είναι τα συνδικάτα;

Γενικώς όχι – ει μη τι άλλο επειδή τα καλύτερα παραδείγματα ασφαλιστικής μεταρρύθμισης τα τελευταία 10-15 χρόνια (Ιταλία και Σουηδία) διδάσκουν τι μπορεί να επιτευχθεί όταν τα συνδικάτα μιλούν για όλη την κοινωνία, και όχι μόνο για τα μέλη τους.

Άρα γενικώς όχι, τα συνδικάτα δεν αποτελούν υποχρεωτικά πρόβλημα – ειδικώς όμως ναι.

Το κύριο πρόβλημα με τα συνδικάτα της χώρας μας είναι η στρεβλή αντιπροσώπευση των εργαζομένων από αυτά. Η αναντιστοιχία έχει διάφορες διαστάσεις:

Μεταξύ κλάδων της οικονομίας: η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ ελέγχουν 28% των συνέδρων, 29 στα 45 μέλη ΔΕ της ΓΣΕΕ, 9 στα 15 μέλη ΕΓ και 6 στα 8 μέλη του προεδρείου (στοιχεία 2007), παρότι οι κλάδοι των τραπεζών και της κοινής ωφέλειας απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ). Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι η συνδικαλιστική πυκνότητα στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα είναι γύρω στο 10%.

Μεταξύ των δύο φύλων: 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η αναλογία τους στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ την περίοδο 1992-2004 ήταν κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη. Το 2001 υπήρχε μία μόνο γυναίκα (επί 45 μελών!) στη ΔΕ της ΓΣΕΕ, πράγμα που ίσως εξηγεί γιατί η πρόβλεψη στις προτάσεις Γιαννίτση για 2 έτη πλασματικού χρόνου ασφάλισης (600 ένσημα) για κάθε παιδί, σημαντική ενίσχυση σε χιλιάδες εργαζόμενες που δεν κατορθώνουν να μαζέψουν τα ελάχιστα απαιτούμενα 4500 ένσημα, δεν εκτιμήθηκε (μέσα στη γενική οχλοβοή) όσο της άξιζε.

Μεταξύ ηλικιακών ομάδων: παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι κατά 5 φορές μικρότερη από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών.

Μεταξύ εθνικών ομάδων: με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν κατάφερε (ή δεν προσπάθησε;) να οργανώσει τους ξένους εργάτες, ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε ΔΣ ομοσπονδίας.

Τέλος, μεταξύ ασφαλιστικών ταμείων: παρότι ως γνωστόν το ΙΚΑ ασφαλίζει πάνω από 90% των μισθωτών εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων, το ποσοστό των μελών της ΔΕ της ΓΣΕΕ που είναι ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ δεν υπερβαίνει το 30%.

Όλα αυτά έχουν δύο κρίσιμες συνέπειες. Πρώτον, η εικόνα του μέσου συνδικαλιστή όλο και λιγότερο μοιάζει με την εικόνα του μέσου μισθωτού. Δεύτερον, μια μεταρρυθμιστική πολιτική αριστερής έμπνευσης μπορεί κάλλιστα να εξυπηρετεί τα ταξικά συμφέροντα των μισθωτών, χωρίς να αποσπά την έγκριση της ΓΣΕΕ.

Εν κατακλείδι, κάποια μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους είναι αναπόφευκτη, όμως το περιεχόμενό της («ποια μεταρρύθμιση;») δεν είναι δεδομένο. Το σενάριο μιας γενικής, δραστικής περικοπής κοινωνικών δικαιωμάτων όταν η κατάσταση φτάσει στο απροχώρητο ακόμη δεν είναι ρεαλιστικό, αλλά κάποτε μπορεί να είναι. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το status quo δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ.

Πρόταση υπάρχει;

Είμαι πεισμένος ότι αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι μικρές ή μεγάλες προσαρμογές στο υπάρχον σύστημα, αλλά μια αλλαγή παραδείγματος, μια βαθμιαία μετατόπιση προς ένα εντελώς νέο σύστημα. Προφανώς δεν έχει νόημα να συζητάμε ένα λεπτομερές σχέδιο, το οποίο από τεχνική άποψη δεν θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο. Αντίθετα, θα προσπαθήσω να δώσω το περίγραμμα ενός τέτοιου σχεδίου ώστε να δούμε καλύτερα τις πολιτικές όψεις.

Το σημείο εκκίνησης θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να είναι η συγκέντρωση σε ένα κρατικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα όλων των ενισχύσεων από το κράτος στα ταμεία (με τη μορφή είτε επιχορηγήσεων είτε «κοινωνικών πόρων»), ύψους ενός τρίτου της συνολικής δαπάνης για συντάξεις ή 4% του ΑΕΠ. Σήμερα, το ποσό αυτό κατανέμεται άδικα και ανορθολογικά. Σε ένα νέο σύστημα θα μπορούσε να χρηματοδοτήσει μια Εθνική Σύνταξη / Σύνταξη του Πολίτη. Η σύνταξη αυτή θα μπορούσε να χορηγείται είτε σε συνταξιούχους με χαμηλό εισόδημα, είτε σε κάθε ηλικιωμένο με μόνη προϋπόθεση τη συμπλήρωση του (65ου; 60ου; 67ου;) έτους του/της. Προσωπικά προτιμώ τη δεύτερη λύση, αλλά παραδέχομαι ότι ούτε η πρώτη στερείται πλεονεκτημάτων.

Η χρηματοδότηση της σύνταξης του πολίτη με τους πόρους που σήμερα ενισχύουν τα ταμεία συνεπάγεται ότι τα τελευταία θα λειτουργούν αποκλειστικά με δικούς τους πόρους στο μέλλον (δηλ. μετά την ολοκλήρωση της περιόδου μετάβασης στο νέο σύστημα). Άρα, οι συντάξεις τους θα είναι χαμηλότερου ύψους από τις σημερινές, όμως θα προστίθενται (στα 65) στη σύνταξη του πολίτη. Υποθέτοντας ότι η σύνταξη των ταμείων θα είναι ανταποδοτική, δηλ. ανάλογη με τις συνολικές εισφορές και την ηλικία συνταξιοδότησης κάθε ατόμου, τότε το άθροισμα κρατικής σύνταξης του πολίτη και ανταποδοτικής σύνταξης των ταμείων θα διαμορφώνει υψηλότερες συντάξεις για πολλούς ηλικιωμένους που σήμερα αδικούνται, και φυσικά χαμηλότερες για τους λίγους που σήμερα απολαμβάνουν προνόμια.

Τα προτερήματα ενός τέτοιου συστήματος είναι, ελπίζω, φανερά: Πρώτον, είναι δικαιότερο: εξαλείφει τη φτώχεια των ηλικιωμένων, εξασφαλίζει την ίση μεταχείριση όλων, συνδυάζει την αναδιανομή με την ανταποδοτικότητα. Δεύτερον, θέτει τις βάσεις για τη σταθεροποίηση της κρατικής δαπάνης (στο 4% του ΑΕΠ ή σε όποιο ύψος επιλέγει κάθε φορά η κοινωνία). Τρίτον, περικλείει μια δυναμική βελτιωμένων κινήτρων – κατά της εισφοροδιαφυγής, της πρόωρης συνταξιοδότησης κτλ.

Προφανώς, μια σειρά ζητημάτων παραμένουν ανοιχτά: πώς θα υπολογίζεται η σύνταξη; σε ποια ηλικία θα δίνεται; πώς θα ρυθμίζονται τα ταμεία; Πρόκειται για θέματα σχεδιασμού ή/και επιλογής. Παραδείγματος χάριν, η σύνταξη του πολίτη θα μπορούσε να είναι ίση για όλους και να δίνεται στα 65+ χωρίς άλλες προϋποθέσεις, ενώ η ανταποδοτική σύνταξη θα μπορούσε να δίνεται στην ηλικία που επιλέγει κάθε άτομο (π.χ. από τα 50 έως τα 70 έτη), αρκεί οι συνέπειες της επιλογής αυτής να αναλαμβάνονται από το ίδιο το άτομο και όχι την κοινωνία. Υπάρχει ένα σύστημα που εξασφαλίζει κάτι τέτοιο, και μάλιστα το κάνει με τρόπο διαφανή: είναι το σύστημα της λεγόμενης «νοητής κεφαλαιοποίησης» (το οποίο μιμείται το μηχανισμό του κεφαλαιοποιητικού, παραμένοντας όμως στο πλαίσιο του διανεμητικού). Είναι αυτό που θεσμοθετήθηκε στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας στη Σουηδία, στην Ιταλία, στην Πολωνία και αλλού.

Συμπέρασμα

Προφανώς, τα παραπάνω δεν είναι παρά ασκήσεις επί χάρτου. Δείχνουν, όμως, ότι παρά τις τεχνικές όψεις του, το ασφαλιστικό είναι κυρίως πολιτικό πρόβλημα. Λύσεις υπάρχουν, και μάλιστα ικανές να οδηγήσουν σε αλματώδεις προόδους τόσο στο μέτωπο της ισότητας όσο και σε εκείνο της βιωσιμότητας. Είναι λύσεις αριστερές: και επειδή αναδιανέμουν πόρους και δικαιώματα προς τη σωστή κατεύθυνση, και επειδή εκεί όπου υιοθετήθηκαν αυτό έγινε μετά από μια υπομονετική διαπραγμάτευση με τα συνδικάτα να διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Εξίσου προφανώς, όσα είπαμε σήμερα είναι προορισμένα να παραμείνουν ασκήσεις επί χάρτου όσο εξακολουθεί να κυριαρχεί η διασταύρωση ακραίου κοινωνικού εγωισμού και καταγγελτικής ρητορείας που στη χώρα μας περνιέται για αριστερή πολιτική. Όμως, αυτό είναι μια άλλη ιστορία – εκτός και αν είναι η ίδια ιστορία …