Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» (Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2009)
Ας είμαστε ειλικρινείς. Το ασφαλιστικό είναι το πιο «αντιπαθητικό» από όλα τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση (στην Ελλάδα, αλλού είναι λίγο ευκολότερο). Ειδικά αυτή η κυβέρνηση. Όχι μόνο επειδή τα εκρηκτικά ελλείμματα και οι συνακόλουθες πιέσεις που δέχεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από τις αγορές την υποχρεώνουν να κάνει κάτι για αυτό. Αλλά και επειδή βαθιά μέσα τους τα στελέχη του κυβερνώντος κόμματος θεωρούν το σύστημα συντάξεων κάτι σαν παιδί τους, και νοιώθουν άβολα που πρέπει να το μαζέψουν. Και δεν είναι μόνο η σκέψη του πολιτικού κόστους και η ανάμνηση του φιάσκου του 2001 που τους παραλύει. Είναι και ότι πιστεύουν, είτε το ομολογούν είτε όχι, ότι ένας πραγματικός σοσιαλιστής δεν έχει δουλειά να αγγίζει τις λαϊκές κατακτήσεις, ούτε να παίρνει μέτρα για το ασφαλιστικό μόνο και μόνο επειδή του το ζητά ο κ. Αλμούνια ή ο κ. Γιουνκέρ.
Για αυτό άλλωστε, αντί να έχει έτοιμο κάποιο σχέδιο μεταρρύθμισης, η κυβέρνηση βρίσκεται σήμερα στην αφετηρία – και το κυριότερο, δεν δείχνει να ξέρει προς τα πού πρέπει να πάει, και πώς.
Ίσως τα πράγματα να ήταν απλούστερα εάν λέγαμε τα πράγματα με το όνομά τους. Πριν λίγα χρόνια, η τότε Επίτροπος Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων σε μια ημερίδα για το ασφαλιστικό είχε διηγηθεί μια διδακτική ιστορία. «Στην εκλογική μου περιφέρεια είναι τα μεταλλεία της ΔΕΗ. Εκεί μπορεί να συναντήσετε τρεις εργάτες να δουλεύουν μαζί. Ο πρώτος είναι μόνιμος υπάλληλος της ΔΕΗ: θα συνταξιοδοτηθεί στα 50 και θα παίρνει σύνταξη 1.800 ευρώ το μήνα. Ο δεύτερος είναι υπάλληλος του υπεργολάβου: θα συνταξιοδοτηθεί στα 65 και θα παίρνει σύνταξη 375 ευρώ το μήνα. Ο τρίτος, επίσης υπάλληλος του υπεργολάβου, είναι μετανάστης: κάποτε θα σταματήσει να δουλεύει, δεν είναι όμως καθόλου βέβαιο ότι θα πάρει ποτέ σύνταξη.» Τι σοσιαλιστικό έχει ένα τέτοιο σύστημα;
Είναι κρίμα – αν και μάλλον αναπόφευκτο – που η συζήτηση για το ασφαλιστικό ξανανοίγει σε συνθήκες δημοσιονομικής κατάρρευσης. Σε μια σοβαρή χώρα, που προσπαθεί να λύνει τα προβλήματά της αντί να σφυρίζει αδιάφορα, το ασφαλιστικό θα αντιμετωπιζόταν πρωτίστως ως πρόβλημα δικαιοσύνης.
Πράγματι, τη λύση του ασφαλιστικού δεν την οφείλουμε ούτε στον κ. Αλμούνια ούτε στον κ. Γιουνκέρ. Την οφείλουμε στους εκατοντάδες χιλιάδες σημερινούς εργαζόμενους που δεν είχαν την προνοητικότητα (ή απλώς το «μέσον») να μπουν εγκαίρως στο Δημόσιο, ή σε μια τράπεζα ή σε κάποια ΔΕΚΟ. Την οφείλουμε σε όσους δεν απολαμβάνουν τα φορολογικά προνόμια των γιατρών, ή των δικηγόρων, ή των μηχανικών (προνόμια του φορολογικού ή του «εθιμικού» δικαίου), ούτε είναι μέλη των «ευγενών» ταμείων τους – «ευγενή» με λεφτά δικά μας, εννοείται. Την οφείλουμε σε όσους δεν έγιναν δικαστές να επιδικάζουν ιλιγγιώδεις αυξήσεις στα εφάπαξ και στις άλλες «αποζημιώσεις» τους – ούτε βουλευτές να νομοθετούν σκανδαλώδεις «εξυπηρετήσεις» για τον εαυτό τους. Την οφείλουμε πάνω από όλα στα παιδιά μας, που δεν πρέπει να πληρώσουν τα σπασμένα της δικής μας ανευθυνότητας.
Όπως καταλαβαίνετε, εάν τα παραπάνω ισχύουν (πιστέψτε με: ισχύουν), τότε οι προοπτικές για την επίλυση του ασφαλιστικού δεν πρέπει να είναι και πολύ ρόδινες. Πράγματι, δεν είναι.
Το σημερινό ασφαλιστικό μπορεί να είναι χρεοκοπημένο (πρώτα ηθικά και μετά οικονομικά), αλλά όσοι ωφελούνται από αυτό είναι επαρκώς ισχυροί – και επαρκώς ανάλγητοι – ώστε να ματαιώσουν και αυτή τη μεταρρύθμιση. Στην προσπάθειά τους αυτή θα τους συνδράμει ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων. Κατ’ αρχήν η ΓΣΕΕ (που ελέγχεται από τα συνδικάτα των Τραπεζών και των ΔΕΚΟ) και η ΑΔΕΔΥ (που λόγω της ισχύος της μέσα στο ΠΑΣΟΚ θα είναι η αιχμή του δόρατος της αντιμεταρρύθμισης). Το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, που από τώρα κατήγγειλαν το διάλογο και αποχώρησαν – ας το λύσουν τα μονοπώλια το ασφαλιστικό. Οι Τράπεζες, που με το νόμο Πετραλιά ξεφορτώθηκαν τα ελλειμματικά ταμεία τους στο ΙΚΑ, χωρίς να θιγούν τα ασφαλιστικά προνόμια των τραπεζοϋπαλλήλων (εξ ου και η σιωπηρή συναίνεση της ΟΤΟΕ). Τα ελευθέρια επαγγέλματα της μεσαίας τάξης, που θεωρούν κεκτημένο τους π.χ. να πληρώνει ο κρατικός προϋπολογισμός στο ΤΣΜΕΔΕ το 1% των δαπανών εκτέλεσης δημοσίων έργων (μιλάμε για πολλά λεφτά). Όλοι αυτοί θα αντισταθούν στη μεταρρύθμιση με νύχια και με δόντια – συνεπικουρούμενοι από τους πρωινούς τηλεοπτικούς αστέρες και ραχάτ-ραντικάλ αναλυτές στον σοβαρό (...) Τύπο.
Δύσκολα τα πράγματα λοιπόν. Εκτός και εάν η κυβέρνηση κάνει αυτό που έκαναν οι άλλες σοσιαλδημοκρατικές και κεντροαριστερές κυβερνήσεις (από την Ιταλία έως τη Σουηδία), που κατάφεραν να μειώσουν τα ελλείμματα αυξάνοντας τις χαμηλές συντάξεις και κάνοντας το σύστημα πιο δίκαιο, όχι μόνο πιο βιώσιμο. Τεχνικές λύσεις υπάρχουν. Αυτό που μέχρι τώρα έχει λείψει είναι το θάρρος και η αυτοπεποίθηση.
Ας κάνει διάλογο η κυβέρνηση με τους κοινωνικούς φορείς. Αρκεί να μην έχει αυταπάτες ότι η λύση θα έλθει συζητώντας με εκείνους που «θα βρεθούν για πολλοστή φορά στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με τελικό πάντα στόχο το πως ΔΕΝ θα αλλάξει το σύστημα», που λένε και τα παιδιά της Γενιάς των 700 ευρώ (http://www.newstime.gr/?i=nt.el.article&id=22631). Αρκεί να συνομιλήσει και με τους άλλους, εκείνους που έχουν συμφέρον να κινηθούμε προς ένα δικαιότερο και πιο βιώσιμο σύστημα. Αρκεί να απευθυνθεί σε όσους αποδέχονται την ανάγκη μεταρρύθμισης παρότι προσωπικά ωφελούνται από το σημερινό σύστημα. Ίσως τότε ανακαλύψει ότι όλοι αυτοί είναι περισσότεροι από ό,τι υποψιάζεται.
8 Δεκεμβρίου 2009
1 Δεκεμβρίου 2009
Μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού τώρα! (αύριο θα είναι αργά…)
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Δεκέμβριος 2009)
Και τώρα μερικές πραγματικά δυσάρεστες ειδήσεις. Η δαπάνη για συντάξεις είναι εκτός ελέγχου. Οι ζοφερές προοπτικές του ασφαλιστικού ήδη από σήμερα αυξάνουν το κόστος του διεθνούς δανεισμού. Η παρατεταμένη αδυναμία της κοινωνίας και της πολιτικής να αντιμετωπίσει με ωριμότητα το πρόβλημα απειλεί να αφήσει χωρίς συντάξεις τη γενιά των παιδιών μας. Τόσο απλά.
Κανένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρώπη δεν είναι τόσο χρεωκοπημένο και κυρίως τόσο άδικο όσο το Ελληνικό. Εάν σε κάτι χρωστά τη μακροημέρευσή του αυτό δεν είναι η κοινωνική νομιμοποίησή του – ρωτήστε τα παιδιά της γενιάς των 700 ευρώ τι συντάξεις προσδοκούν ότι θα πάρουν στο μέλλον. Είναι ο ακραίος κοινωνικός εγωισμός των ομάδων που σήμερα ωφελούνται από το σύστημα σε βάρος όλων των υπολοίπων. Είναι η ροπή των media προς την εύκολη καταγγελία και η αποστροφή τους προς τα «δύσκολα» θέματα. Είναι η όχι και τόσο κρυφή ελπίδα των κυβερνήσεων ότι θα καταφέρουν να ολοκληρώσουν τη θητεία τους χωρίς να χρειαστεί να αγγίξουν την καυτή πατάτα του ασφαλιστικού. Κυρίως το τελευταίο.
Η εμπειρία της κυβέρνησης Σημίτη είναι διδακτική. Ο τότε πρωθυπουργός ήξερε το πρόβλημα (είχε γράψει για αυτό). Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του ανέθεσε στον καθηγητή Σπράο να το μελετήσει. Η έκθεση του τελευταίου (Οκτώβριος 1997) περιέγραφε απλώς την κατάσταση – πράγμα που δεν εμπόδισε τον «προοδευτικό» Τύπο, τα συνδικάτα, την αντιπολίτευση (με επικεφαλής τον κ. Έβερτ) και το 90% του ΠΑΣΟΚ να της επιτεθεί με τόση βιαιότητα που ο Σημίτης έκανε πίσω. Μετά τη νίκη του στις εκλογές του 2000 επανήλθε αναθέτοντας στον Γιαννίτση να επεξεργαστεί σχέδιο μεταρρύθμισης. Οι προτάσεις του τελευταίου (Απρίλιος 2001), ανεπαρκώς εξυγιαντικές και εξισωτικές σε σύγκριση με όσα ισχύουν σε χώρες όπου το κοινωνικό κράτος αξίζει το όνομά του, εδώ πολεμήθηκαν ως «ανάλγητες» – με την ίδια μανία, αλλά και με την ίδια ιδιοτέλεια και ανευθυνότητα, από τον ίδιο διακομματικό συνασπισμό που κατασυκοφάντησε την Έκθεση Σπράου. Ο νόμος Ρέππα γράφτηκε από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, για αυτό τα προνόμια των Τραπεζών και των ΔΕΚΟ παρέμειναν άθικτα, και ο θεσμός των βαρέων και ανθυγιεινών (που ανθεί παρότι η χώρα δεν διαθέτει βαριά βιομηχανία) επεκτάθηκε και στο Δημόσιο. Η ειρήνη με τα συνδικάτα δεν έσωσε το ΠΑΣΟΚ από την ήττα στις εκλογές του 2004, επιβεβαίωσε όμως την ηγεμονία των πιο ιδιοτελών και ανεύθυνων απόψεων περί ασφαλιστικού σε μια δύσπιστη και φοβισμένη κοινή γνώμη. Επιβεβαίωσε επίσης ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται στα γραφεία, αλλά μετά από μια σκληρή μάχη ιδεών με έπαθλο «το μυαλό και την καρδιά» των πολιτών.
Τώρα η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα ανοίξει το ασφαλιστικό. Ελπίζουμε να το εννοεί. Η μεταρρύθμιση πρέπει να γίνει τώρα, και να είναι ριζική. Η συναίνεση που τώρα απολαμβάνει η κυβέρνηση δεν θα κρατήσει πάρα πολύ. Εάν δεν περάσει τώρα η πλήρης εξίσωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων (προς τα κάτω, για να έχουν συντάξεις και τα παιδιά μας), αύριο θα είναι αργά. Όσοι σήμερα έχουν εξασφαλίσει προνομιακή μεταχείριση θα οργανωθούν και θα αντιδράσουν. Και αυτοί δεν είναι μόνο η ΓΣΕΕ (που ελέγχεται από τα συνδικάτα των Τραπεζών και των ΔΕΚΟ) και η ΑΔΕΔΥ – παρότι λόγω της ισχύος τους μέσα στο ΠΑΣΟΚ θα είναι η αιχμή του δόρατος της αντιμεταρρύθμισης. Είναι επίσης τα «ευγενή» ταμεία των ιατρών, δικηγόρων και μηχανικών που εισπράττουν απίθανα ποσά από τον κρατικό προϋπολογισμό, συνήθως με τη μορφή κοινωνικών πόρων. Είναι οι στρατιωτικοί, που κατά κανόνα συνταξιοδοτούνται σε ηλικία που άλλοι αρχίζουν να δουλεύουν. Είναι οι δικαστικοί, που απονέμουν οι ίδιοι ιλιγγιώδεις αυξήσεις στις ήδη σκανδαλώδεις «αποζημιώσεις» τους. Είναι οι βουλευτές, που νομοθετούν το ίδιο σκανδαλώδεις «εξυπηρετήσεις» για τον εαυτό τους. Είναι οι Τράπεζες και οι ΔΕΚΟ, που η προηγούμενη κυβέρνηση θεώρησε καλό να απαλλάξει από το βάρος των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων τους, εντάσσοντας τα ταμεία τους (με τους ισχύοντες προνομιακούς όρους συνταξιοδότησης!) στο δύσμοιρο ΙΚΑ.
Ας μην έχει αυταπάτες η νέα κυβέρνηση. Η ασφαλιστική «ατζέντα» δεν συνίσταται στη διευκόλυνση των 140.000 γυναικών δημοσίων υπαλλήλων που ελέω Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου «κινδυνεύουν» να συνταξιοδοτηθούν έως και 17 χρόνια αργότερα από ό,τι σήμερα (κάντε μόνοι σας τον λογαριασμό για το πότε συνταξιοδοτούνται τώρα). Συνίσταται στη μοναδική ευκαιρία που της παρουσιάζεται να διασώσει το σύστημα συντάξεων από τη βέβαιη χρεωκοπία, αποδίδοντας ταυτόχρονα δικαιοσύνη. Δίνοντας δηλ. ελπίδα σε όσους αδικούνται από αυτό σήμερα, ή κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς σύνταξη αύριο. Ο κατάλογος όσων θα βρεθούν απέναντί της εάν το αποτολμήσει είναι μεγάλος, το ίδιο και η ισχύς τους. Κάτι τέτοια όμως ξεχωρίζουν τις κυβερνήσεις παρακμής από τις κυβερνήσεις πνοής – και, όπως όλοι γνωρίζουμε, εκείνες που μένουν στην ιστορία είναι μόνο οι τελευταίες.
Και τώρα μερικές πραγματικά δυσάρεστες ειδήσεις. Η δαπάνη για συντάξεις είναι εκτός ελέγχου. Οι ζοφερές προοπτικές του ασφαλιστικού ήδη από σήμερα αυξάνουν το κόστος του διεθνούς δανεισμού. Η παρατεταμένη αδυναμία της κοινωνίας και της πολιτικής να αντιμετωπίσει με ωριμότητα το πρόβλημα απειλεί να αφήσει χωρίς συντάξεις τη γενιά των παιδιών μας. Τόσο απλά.
Κανένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην Ευρώπη δεν είναι τόσο χρεωκοπημένο και κυρίως τόσο άδικο όσο το Ελληνικό. Εάν σε κάτι χρωστά τη μακροημέρευσή του αυτό δεν είναι η κοινωνική νομιμοποίησή του – ρωτήστε τα παιδιά της γενιάς των 700 ευρώ τι συντάξεις προσδοκούν ότι θα πάρουν στο μέλλον. Είναι ο ακραίος κοινωνικός εγωισμός των ομάδων που σήμερα ωφελούνται από το σύστημα σε βάρος όλων των υπολοίπων. Είναι η ροπή των media προς την εύκολη καταγγελία και η αποστροφή τους προς τα «δύσκολα» θέματα. Είναι η όχι και τόσο κρυφή ελπίδα των κυβερνήσεων ότι θα καταφέρουν να ολοκληρώσουν τη θητεία τους χωρίς να χρειαστεί να αγγίξουν την καυτή πατάτα του ασφαλιστικού. Κυρίως το τελευταίο.
Η εμπειρία της κυβέρνησης Σημίτη είναι διδακτική. Ο τότε πρωθυπουργός ήξερε το πρόβλημα (είχε γράψει για αυτό). Μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά του ανέθεσε στον καθηγητή Σπράο να το μελετήσει. Η έκθεση του τελευταίου (Οκτώβριος 1997) περιέγραφε απλώς την κατάσταση – πράγμα που δεν εμπόδισε τον «προοδευτικό» Τύπο, τα συνδικάτα, την αντιπολίτευση (με επικεφαλής τον κ. Έβερτ) και το 90% του ΠΑΣΟΚ να της επιτεθεί με τόση βιαιότητα που ο Σημίτης έκανε πίσω. Μετά τη νίκη του στις εκλογές του 2000 επανήλθε αναθέτοντας στον Γιαννίτση να επεξεργαστεί σχέδιο μεταρρύθμισης. Οι προτάσεις του τελευταίου (Απρίλιος 2001), ανεπαρκώς εξυγιαντικές και εξισωτικές σε σύγκριση με όσα ισχύουν σε χώρες όπου το κοινωνικό κράτος αξίζει το όνομά του, εδώ πολεμήθηκαν ως «ανάλγητες» – με την ίδια μανία, αλλά και με την ίδια ιδιοτέλεια και ανευθυνότητα, από τον ίδιο διακομματικό συνασπισμό που κατασυκοφάντησε την Έκθεση Σπράου. Ο νόμος Ρέππα γράφτηκε από τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ, για αυτό τα προνόμια των Τραπεζών και των ΔΕΚΟ παρέμειναν άθικτα, και ο θεσμός των βαρέων και ανθυγιεινών (που ανθεί παρότι η χώρα δεν διαθέτει βαριά βιομηχανία) επεκτάθηκε και στο Δημόσιο. Η ειρήνη με τα συνδικάτα δεν έσωσε το ΠΑΣΟΚ από την ήττα στις εκλογές του 2004, επιβεβαίωσε όμως την ηγεμονία των πιο ιδιοτελών και ανεύθυνων απόψεων περί ασφαλιστικού σε μια δύσπιστη και φοβισμένη κοινή γνώμη. Επιβεβαίωσε επίσης ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν γίνονται στα γραφεία, αλλά μετά από μια σκληρή μάχη ιδεών με έπαθλο «το μυαλό και την καρδιά» των πολιτών.
Τώρα η κυβέρνηση δηλώνει ότι θα ανοίξει το ασφαλιστικό. Ελπίζουμε να το εννοεί. Η μεταρρύθμιση πρέπει να γίνει τώρα, και να είναι ριζική. Η συναίνεση που τώρα απολαμβάνει η κυβέρνηση δεν θα κρατήσει πάρα πολύ. Εάν δεν περάσει τώρα η πλήρης εξίσωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων (προς τα κάτω, για να έχουν συντάξεις και τα παιδιά μας), αύριο θα είναι αργά. Όσοι σήμερα έχουν εξασφαλίσει προνομιακή μεταχείριση θα οργανωθούν και θα αντιδράσουν. Και αυτοί δεν είναι μόνο η ΓΣΕΕ (που ελέγχεται από τα συνδικάτα των Τραπεζών και των ΔΕΚΟ) και η ΑΔΕΔΥ – παρότι λόγω της ισχύος τους μέσα στο ΠΑΣΟΚ θα είναι η αιχμή του δόρατος της αντιμεταρρύθμισης. Είναι επίσης τα «ευγενή» ταμεία των ιατρών, δικηγόρων και μηχανικών που εισπράττουν απίθανα ποσά από τον κρατικό προϋπολογισμό, συνήθως με τη μορφή κοινωνικών πόρων. Είναι οι στρατιωτικοί, που κατά κανόνα συνταξιοδοτούνται σε ηλικία που άλλοι αρχίζουν να δουλεύουν. Είναι οι δικαστικοί, που απονέμουν οι ίδιοι ιλιγγιώδεις αυξήσεις στις ήδη σκανδαλώδεις «αποζημιώσεις» τους. Είναι οι βουλευτές, που νομοθετούν το ίδιο σκανδαλώδεις «εξυπηρετήσεις» για τον εαυτό τους. Είναι οι Τράπεζες και οι ΔΕΚΟ, που η προηγούμενη κυβέρνηση θεώρησε καλό να απαλλάξει από το βάρος των συνταξιοδοτικών υποχρεώσεων τους, εντάσσοντας τα ταμεία τους (με τους ισχύοντες προνομιακούς όρους συνταξιοδότησης!) στο δύσμοιρο ΙΚΑ.
Ας μην έχει αυταπάτες η νέα κυβέρνηση. Η ασφαλιστική «ατζέντα» δεν συνίσταται στη διευκόλυνση των 140.000 γυναικών δημοσίων υπαλλήλων που ελέω Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου «κινδυνεύουν» να συνταξιοδοτηθούν έως και 17 χρόνια αργότερα από ό,τι σήμερα (κάντε μόνοι σας τον λογαριασμό για το πότε συνταξιοδοτούνται τώρα). Συνίσταται στη μοναδική ευκαιρία που της παρουσιάζεται να διασώσει το σύστημα συντάξεων από τη βέβαιη χρεωκοπία, αποδίδοντας ταυτόχρονα δικαιοσύνη. Δίνοντας δηλ. ελπίδα σε όσους αδικούνται από αυτό σήμερα, ή κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς σύνταξη αύριο. Ο κατάλογος όσων θα βρεθούν απέναντί της εάν το αποτολμήσει είναι μεγάλος, το ίδιο και η ισχύς τους. Κάτι τέτοια όμως ξεχωρίζουν τις κυβερνήσεις παρακμής από τις κυβερνήσεις πνοής – και, όπως όλοι γνωρίζουμε, εκείνες που μένουν στην ιστορία είναι μόνο οι τελευταίες.
1 Νοεμβρίου 2009
È ritornato l’ottimismo
Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Νοέμβριος 2009)
Nel caso improbabile che qualche lettore abbia trovato profetico il titolo del mio articolo nel numero del mese scorso (‘una sconfitta preannunciata’), devo confessare che si trattava di una profezia troppo facile. Invece, quello che non solo “Eureka” ma proprio nessuno è riuscito ad indovinare è stata la misura della sconfitta del partito conservatore di Nea Democratia, come la misura della vittoria dei socialisti del Pasok (che non è esattamente la stessa cosa). Pure gli exit polls, in teoria infallibili, stimavano la distanza fra i due maggiori partiti attorno al 5%, mentre poi lo scarto vero ha superato il 10%. Pare che - come a volte succede - anche gli opinionisti e i commentatori più autorevoli abbiano sottovalutato il disgusto profondo nella società alla corruzione e l’inaudita incompetenza del governo uscente, e la voglia di voltare pagina.
Oggi, a quattro settimane di distanza, è difficile negare che il cinismo e la paura del futuro hanno lasciato il posto a un diffuso ottimismo, paradossalmente creato dallo stesso risultato inequivocabile delle elezioni, ma poi alimentato dalle prime azioni del nuovo governo. Infatti, il premier Jorgos Papandreu ha gestito la vittoria con ovvia soddisfazione, ma senza trionfalismo, e ha cominciato a lavorare con serietà. La sua squadra conferma che in Grecia il “partito naturale di governo” è ormai quello socialista, capace di produrre una classe dirigente di un certo livello. Quasi tutte le persone che hanno assunto ruoli di primo grado si distinguono per la preparazione e l’integrità personale. Sono prime impressioni, certo, ma spesso contano anche loro.
Primi segni di svolta: L’impegno di due ministri importanti (degli interni e dell’ordine pubblico) di promuovere l’integrazione degli immigrati nella società (diritto di voto agli immigrati di seconda generazione), e nello Stato (posti di lavoro riservati nella polizia e le altre forze dell’ordine). Lo stop del ministro dell’ambiente alle costruzioni sorte nelle aree colpite dagli incendi degli ultimi anni, e la volontà di lavorare insieme agli ambientalisti per la revisione dello quadro legislativo per la protezione dell’ambiente. La franchezza del ministro delle finanze nello sforzo di ridare credibilità alla gestione dei conti da parte del governo, e di vincere la diffidenza dei partner europei. Forse il termine esatto è insofferenza degli altri governi Ue nei confronti dei greci (tutti), presunti - non sempre a torto - campioni del “massaggiare le cifre” e del nascondere la verità, allo scopo di evitare sanzioni e di chiedere nuovi aiuti.
Senz’altro è questa l’impresa più difficile. Tutte le economie dell’Unione Europea sono state colpite dalla crisi, ma nessuna come quella ellenica che deve ancora affrontare difficoltà preesistenti e strutturali. Il deficit del 2009 sembra destinato ad arrivare al 12%, una cifra che impone misure restrittive e limiti severi sulla libertà d’azione del nuovo governo. Comunque, quest’ultimo insiste sul suo programma di sostegni pur modesti ai ceti meno abienti, compensati dalla lotta agli sprecchi e all’evasione fiscale, dal ripristino delle tasse sull’eredità e dall’espansione della base imponibile.
Intanto, il nuovo governo gode di una luna di miele senza precedenti in tempi recenti: l’opinione pubblica è favorevole o quanto meno tollerante, mentre gli altri partiti si affrettano a promettere “un’opposizione costruttiva”, almeno per un po’ – tranne ovviamente KKE, storicamente il più antidiluviano di tutti i partiti comunisti dell’Occidente, il cui tradizionale filosovietismo si è recentemente trasmutato in stalinismo puro (anni ’50, o forse anni ’30, epoca d’oro della persecuzione più spietata di tutti gli oppositori o semplicemente presunti tali).
Per quanto riguarda il partito conservatore di Nea Democratia, il 33,5% ottenuto è il risultato peggiore della sua storia. L’ex premier Kostas Karamanlis ha rassegnato subito dopo la sconfitta le dimissioni ed ha aperto le procedure per l’elezione di un nuovo leader. Lascia un partito demoralizzato, che si trova di fronte a una scelta piuttosto strana. Da una parte c’è Dora Bakoianni, figlia di un’altro ex premier (Kostantinos Mitsotakis), esponente del vecchio centro liberale e perciò largamente considerata “estranea” alle sacre tradizioni conservatrici del partito. Dall’altra parte c’è Antonis Samaràs, l’uomo che ha provocato la caduta del governo Mitsotakis nel 1993, in teoria per dissenso sulla privatizzazione dell’OTE, compagnia statale delle telecomunicazioni, e fautore quale ministro degli esteri del governo Mitsotakis della linea ultranazionalista sulla nuova questione macedone. Tornato nella Nea Democratia dopo il declino del nuovo partito che allora fondò, e privo di qualsiasi idea che non rientri nello solito schema Patria-Religione-Famiglia, si candida oggi a diventarne leader. Resta da vedere se a questo centrodestra rimane ancora qualche piccola dose di spirito di soppravivenza, per non parlare di buon senso.
Nel caso improbabile che qualche lettore abbia trovato profetico il titolo del mio articolo nel numero del mese scorso (‘una sconfitta preannunciata’), devo confessare che si trattava di una profezia troppo facile. Invece, quello che non solo “Eureka” ma proprio nessuno è riuscito ad indovinare è stata la misura della sconfitta del partito conservatore di Nea Democratia, come la misura della vittoria dei socialisti del Pasok (che non è esattamente la stessa cosa). Pure gli exit polls, in teoria infallibili, stimavano la distanza fra i due maggiori partiti attorno al 5%, mentre poi lo scarto vero ha superato il 10%. Pare che - come a volte succede - anche gli opinionisti e i commentatori più autorevoli abbiano sottovalutato il disgusto profondo nella società alla corruzione e l’inaudita incompetenza del governo uscente, e la voglia di voltare pagina.
Oggi, a quattro settimane di distanza, è difficile negare che il cinismo e la paura del futuro hanno lasciato il posto a un diffuso ottimismo, paradossalmente creato dallo stesso risultato inequivocabile delle elezioni, ma poi alimentato dalle prime azioni del nuovo governo. Infatti, il premier Jorgos Papandreu ha gestito la vittoria con ovvia soddisfazione, ma senza trionfalismo, e ha cominciato a lavorare con serietà. La sua squadra conferma che in Grecia il “partito naturale di governo” è ormai quello socialista, capace di produrre una classe dirigente di un certo livello. Quasi tutte le persone che hanno assunto ruoli di primo grado si distinguono per la preparazione e l’integrità personale. Sono prime impressioni, certo, ma spesso contano anche loro.
Primi segni di svolta: L’impegno di due ministri importanti (degli interni e dell’ordine pubblico) di promuovere l’integrazione degli immigrati nella società (diritto di voto agli immigrati di seconda generazione), e nello Stato (posti di lavoro riservati nella polizia e le altre forze dell’ordine). Lo stop del ministro dell’ambiente alle costruzioni sorte nelle aree colpite dagli incendi degli ultimi anni, e la volontà di lavorare insieme agli ambientalisti per la revisione dello quadro legislativo per la protezione dell’ambiente. La franchezza del ministro delle finanze nello sforzo di ridare credibilità alla gestione dei conti da parte del governo, e di vincere la diffidenza dei partner europei. Forse il termine esatto è insofferenza degli altri governi Ue nei confronti dei greci (tutti), presunti - non sempre a torto - campioni del “massaggiare le cifre” e del nascondere la verità, allo scopo di evitare sanzioni e di chiedere nuovi aiuti.
Senz’altro è questa l’impresa più difficile. Tutte le economie dell’Unione Europea sono state colpite dalla crisi, ma nessuna come quella ellenica che deve ancora affrontare difficoltà preesistenti e strutturali. Il deficit del 2009 sembra destinato ad arrivare al 12%, una cifra che impone misure restrittive e limiti severi sulla libertà d’azione del nuovo governo. Comunque, quest’ultimo insiste sul suo programma di sostegni pur modesti ai ceti meno abienti, compensati dalla lotta agli sprecchi e all’evasione fiscale, dal ripristino delle tasse sull’eredità e dall’espansione della base imponibile.
Intanto, il nuovo governo gode di una luna di miele senza precedenti in tempi recenti: l’opinione pubblica è favorevole o quanto meno tollerante, mentre gli altri partiti si affrettano a promettere “un’opposizione costruttiva”, almeno per un po’ – tranne ovviamente KKE, storicamente il più antidiluviano di tutti i partiti comunisti dell’Occidente, il cui tradizionale filosovietismo si è recentemente trasmutato in stalinismo puro (anni ’50, o forse anni ’30, epoca d’oro della persecuzione più spietata di tutti gli oppositori o semplicemente presunti tali).
Per quanto riguarda il partito conservatore di Nea Democratia, il 33,5% ottenuto è il risultato peggiore della sua storia. L’ex premier Kostas Karamanlis ha rassegnato subito dopo la sconfitta le dimissioni ed ha aperto le procedure per l’elezione di un nuovo leader. Lascia un partito demoralizzato, che si trova di fronte a una scelta piuttosto strana. Da una parte c’è Dora Bakoianni, figlia di un’altro ex premier (Kostantinos Mitsotakis), esponente del vecchio centro liberale e perciò largamente considerata “estranea” alle sacre tradizioni conservatrici del partito. Dall’altra parte c’è Antonis Samaràs, l’uomo che ha provocato la caduta del governo Mitsotakis nel 1993, in teoria per dissenso sulla privatizzazione dell’OTE, compagnia statale delle telecomunicazioni, e fautore quale ministro degli esteri del governo Mitsotakis della linea ultranazionalista sulla nuova questione macedone. Tornato nella Nea Democratia dopo il declino del nuovo partito che allora fondò, e privo di qualsiasi idea che non rientri nello solito schema Patria-Religione-Famiglia, si candida oggi a diventarne leader. Resta da vedere se a questo centrodestra rimane ancora qualche piccola dose di spirito di soppravivenza, per non parlare di buon senso.
10 Οκτωβρίου 2009
«Εικόνα σου είμαι κοινωνία και σου μοιάζω» ...
Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» (Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009)
Η ήττα της Νέας Δημοκρατίας – ήττα βαριά, που δείχνει να εγκαινιάζει μια μακρά περίοδο οδυνηρής ενδοσκόπησης – δεν είναι μόνο πολιτική. Αντανακλά μια πιο μακροπρόθεσμη κρίση με πολλές, αλληλοσυνδεόμενες πτυχές. Θα ήθελα να αναφερθώ σε μια μόνο από αυτές, που μου φαίνεται ότι δεν έχει σχολιαστεί επαρκώς. Πρόκειται για αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει «κρίση αξιών».
Η κρίση αυτή αφορά πρώτα-πρώτα το πολιτικό προσωπικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Προφανώς, το κόμμα αυτό δεν διαθέτει πλέον «εθνάρχες» ούτε ευπατρίδηδες της πολιτικής. Λιγότερο προφανώς, εάν κάτι έδειξαν τα 5½ χρόνια στην εξουσία είναι ότι η ΝΔ στερείται μιας ηγετικής ομάδας στελεχών ικανών να συνδυάζουν τη (μέχρις ενός ορίου θεμιτή) φιλοδοξία με μια ορισμένη αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος – όπως φυσικά οι ίδιοι το αντιλαμβάνονται. Δεν παραβλέπω τις εξαιρέσεις, αλλά η γενική εικόνα που εκπέμπει η ΝΔ είναι ότι στελεχώνεται από πολιτικούς χαμηλής ποιότητας και αμφίβολης ακεραιότητας.
Αυτό από μόνο του είναι σοβαρό πρόβλημα – κατ’ αρχήν για την ίδια τη ΝΔ. Γίνεται ακόμη σοβαρότερο εάν αναλογιστεί κανείς ότι εδώ δεν παρατηρούμε τόσο ένα πρόβλημα στρεβλής αντιπροσώπευσης (ότι δηλ. η πολιτική έχει πάψει να προσελκύει υγιή κύτταρα του κοινωνικού ιστού, πράγμα που ισχύει), όσο μια βαθιά κρίση αξιών του ίδιου του κοινωνικού ιστού – στην περίπτωση αυτή των εύπορων μεσοαστικών στρωμάτων τα οποία τροφοδοτούν το πολιτικό προσωπικό της ΝΔ.
Πράγματι, η άποψη ότι απέναντι στην διεφθαρμένη «πολιτική κοινωνία» βρίσκεται μια ενάρετη κοινωνία των πολιτών, παρότι ευρέως διαδεδομένη, δεν πείθει επί του προκειμένου. Υπό μια έννοια, η διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων εκ μέρους των υπουργών της ΝΔ σαν να επρόκειτο για ιδιωτική περιουσία τους είναι απλή προέκταση της παραβατικότητας της κοινωνικής τάξης από την οποία οι ίδιοι προέρχονται. Μια παραβατικότητα εκτεταμένη, χωρίς αναστολές, η οποία εκδηλώνεται με κάθε ευκαιρία: από τη φοροδιαφυγή έως την παράνομη ανέγερση μαιζονετών, από την παραβίαση των λεωφορειολωρίδων έως την αγορά των θεμάτων του international baccalaureate. Και όλα αυτά χωρίς το άγχος της κοινωνικής απόρριψης (ιδίως από ανθρώπους της τάξης τους), σαν μια τέτοια συμπεριφορά να ήταν εντελώς αυτονόητη και συνεπώς ανάξια σχολιασμού: così fan tutte.
Ένας ιστορικός θα παρατηρούσε ότι κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αναπόφευκτο σε μια χώρα όπου οι διορατικοί επιχειρηματίες που αναλαμβάνουν κινδύνους και παράγουν καινοτόμα προϊόντα που να τα ζητά η αγορά είναι σπανίζουν όλο και περισσότερο – και όπου αντίθετα ευδοκιμεί η συνομοταξία των «επιχειρηματιών» που επιδιώκουν το γρήγορο και εύκολο κέρδος, αξιοποιώντας τις γνωριμίες τους για να κάνουν μπίζνες με το κράτος, αδιαφορώντας (προφανώς!) για την ποιότητα του προϊόντος που παράγουν, και συμπιέζοντας (εξίσου προφανώς!) το εργατικό κόστος κάτω από τα νόμιμα όρια. Όταν η επιχειρηματικότητα έχει φτάσει να θεωρείται συνώνυμη της «αρπαχτής», γιατί να μας εντυπωσιάζει η διαφθορά των πολιτικών – ή η διολίσθηση της Ελλάδας πίσω από τη συμπαθή Μποτσουάνα στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας;
Το πρόβλημα της ΝΔ, δηλ. η επικράτηση «αξιών» που – πέραν της ηθικής πλευράς του θέματος – έχουν πάψει από καιρό να αποδίδουν, είναι πρόβλημα μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης. Και το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ – όπως άλλωστε αποδείχθηκε επί διακυβέρνησης του πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού – είναι ότι οι «αξίες» της τάξης αυτής, των εύπορων μεσοαστικών στρωμάτων, είναι ηγεμονικές: δίνουν τον τόνο σε ολόκληρη την κοινωνία.
Χρειαζόμαστε ένα νέο δημόσιο ήθος, εργατικότητας και σοβαρότητας, ολιγάρκειας και ακεραιότητας. Και, φυσικά, δεν θα το αποκτήσουμε ποτέ – ούτε καν θα νομιμοποιούμαστε να το απαιτούμε από τους πολιτικούς μας – εάν δεν αρχίσουμε να το εφαρμόζουμε εμείς οι ίδιοι.
Η ήττα της Νέας Δημοκρατίας – ήττα βαριά, που δείχνει να εγκαινιάζει μια μακρά περίοδο οδυνηρής ενδοσκόπησης – δεν είναι μόνο πολιτική. Αντανακλά μια πιο μακροπρόθεσμη κρίση με πολλές, αλληλοσυνδεόμενες πτυχές. Θα ήθελα να αναφερθώ σε μια μόνο από αυτές, που μου φαίνεται ότι δεν έχει σχολιαστεί επαρκώς. Πρόκειται για αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει «κρίση αξιών».
Η κρίση αυτή αφορά πρώτα-πρώτα το πολιτικό προσωπικό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Προφανώς, το κόμμα αυτό δεν διαθέτει πλέον «εθνάρχες» ούτε ευπατρίδηδες της πολιτικής. Λιγότερο προφανώς, εάν κάτι έδειξαν τα 5½ χρόνια στην εξουσία είναι ότι η ΝΔ στερείται μιας ηγετικής ομάδας στελεχών ικανών να συνδυάζουν τη (μέχρις ενός ορίου θεμιτή) φιλοδοξία με μια ορισμένη αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος – όπως φυσικά οι ίδιοι το αντιλαμβάνονται. Δεν παραβλέπω τις εξαιρέσεις, αλλά η γενική εικόνα που εκπέμπει η ΝΔ είναι ότι στελεχώνεται από πολιτικούς χαμηλής ποιότητας και αμφίβολης ακεραιότητας.
Αυτό από μόνο του είναι σοβαρό πρόβλημα – κατ’ αρχήν για την ίδια τη ΝΔ. Γίνεται ακόμη σοβαρότερο εάν αναλογιστεί κανείς ότι εδώ δεν παρατηρούμε τόσο ένα πρόβλημα στρεβλής αντιπροσώπευσης (ότι δηλ. η πολιτική έχει πάψει να προσελκύει υγιή κύτταρα του κοινωνικού ιστού, πράγμα που ισχύει), όσο μια βαθιά κρίση αξιών του ίδιου του κοινωνικού ιστού – στην περίπτωση αυτή των εύπορων μεσοαστικών στρωμάτων τα οποία τροφοδοτούν το πολιτικό προσωπικό της ΝΔ.
Πράγματι, η άποψη ότι απέναντι στην διεφθαρμένη «πολιτική κοινωνία» βρίσκεται μια ενάρετη κοινωνία των πολιτών, παρότι ευρέως διαδεδομένη, δεν πείθει επί του προκειμένου. Υπό μια έννοια, η διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων εκ μέρους των υπουργών της ΝΔ σαν να επρόκειτο για ιδιωτική περιουσία τους είναι απλή προέκταση της παραβατικότητας της κοινωνικής τάξης από την οποία οι ίδιοι προέρχονται. Μια παραβατικότητα εκτεταμένη, χωρίς αναστολές, η οποία εκδηλώνεται με κάθε ευκαιρία: από τη φοροδιαφυγή έως την παράνομη ανέγερση μαιζονετών, από την παραβίαση των λεωφορειολωρίδων έως την αγορά των θεμάτων του international baccalaureate. Και όλα αυτά χωρίς το άγχος της κοινωνικής απόρριψης (ιδίως από ανθρώπους της τάξης τους), σαν μια τέτοια συμπεριφορά να ήταν εντελώς αυτονόητη και συνεπώς ανάξια σχολιασμού: così fan tutte.
Ένας ιστορικός θα παρατηρούσε ότι κάτι τέτοιο είναι σχεδόν αναπόφευκτο σε μια χώρα όπου οι διορατικοί επιχειρηματίες που αναλαμβάνουν κινδύνους και παράγουν καινοτόμα προϊόντα που να τα ζητά η αγορά είναι σπανίζουν όλο και περισσότερο – και όπου αντίθετα ευδοκιμεί η συνομοταξία των «επιχειρηματιών» που επιδιώκουν το γρήγορο και εύκολο κέρδος, αξιοποιώντας τις γνωριμίες τους για να κάνουν μπίζνες με το κράτος, αδιαφορώντας (προφανώς!) για την ποιότητα του προϊόντος που παράγουν, και συμπιέζοντας (εξίσου προφανώς!) το εργατικό κόστος κάτω από τα νόμιμα όρια. Όταν η επιχειρηματικότητα έχει φτάσει να θεωρείται συνώνυμη της «αρπαχτής», γιατί να μας εντυπωσιάζει η διαφθορά των πολιτικών – ή η διολίσθηση της Ελλάδας πίσω από τη συμπαθή Μποτσουάνα στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας;
Το πρόβλημα της ΝΔ, δηλ. η επικράτηση «αξιών» που – πέραν της ηθικής πλευράς του θέματος – έχουν πάψει από καιρό να αποδίδουν, είναι πρόβλημα μιας ολόκληρης κοινωνικής τάξης. Και το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ – όπως άλλωστε αποδείχθηκε επί διακυβέρνησης του πατέρα του σημερινού πρωθυπουργού – είναι ότι οι «αξίες» της τάξης αυτής, των εύπορων μεσοαστικών στρωμάτων, είναι ηγεμονικές: δίνουν τον τόνο σε ολόκληρη την κοινωνία.
Χρειαζόμαστε ένα νέο δημόσιο ήθος, εργατικότητας και σοβαρότητας, ολιγάρκειας και ακεραιότητας. Και, φυσικά, δεν θα το αποκτήσουμε ποτέ – ούτε καν θα νομιμοποιούμαστε να το απαιτούμε από τους πολιτικούς μας – εάν δεν αρχίσουμε να το εφαρμόζουμε εμείς οι ίδιοι.
7 Οκτωβρίου 2009
Η ΠΟΣΔΕΠ, τα κολέγια και ο «ανταγωνισμός»
Επιστολή στην «Καθημερινή» (δεν δημοσιεύτηκε ποτέ)
Ο αγαπητός κ. Γουσέτης νομίζω ότι αυτή τη φορά αστόχησε («Ο φόβος του ανταγωνισμού», Καθημερινή, 7 Οκτωβρίου 2009). Τα δημόσια πανεπιστήμια δεν «φοβούνται τον ανταγωνισμό» με κολέγια που μετονομάζονται σε πανεπιστήμια από τη μια μέρα στην άλλη. Διαμαρτύρονται για τον αθέμιτο ανταγωνισμό – και νομίζω δικαιούνται να το κάνουν.
Τα περισσότερα κολέγια δεν παρέχουν γνώσεις, πουλάνε πτυχία. Τα πτυχία αυτά, παρά τη σφραγίδα του ξένου πανεπιστημίου (συνήθως όχι πρώτης γραμμής) δεν έχουν σήμερα σοβαρό αντίκρυσμα στην αγορά. Μια μεγάλη επιχείρηση θα προτιμήσει έναν απόφοιτο του Οικονομικού Πανεπιστημίου (στο οποίο διδάσκω) από έναν απόφοιτου του κολεγίου x που συνεργάζεται με το y ξένο πανεπιστήμιο. Η στάση των επιχειρήσεων δεν θα αλλάξει εάν τα κολέγια εξισωθούν τυπικά με τα πανεπιστήμια, ούτε επηρεαζόταν μέχρι τώρα από το ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.
Αλλού είναι το πρόβλημα. Η εξίσωση των κολεγίων με τα πανεπιστήμια αφορά το όνειρο χιλιάδων νέων και των οικογενειών τους για μια θέση στο Δημόσιο. Τα περισσότερα κολέγια προσφέρουν την ευκαιρία μιας εύκολης και χωρίς κόπο (και χωρίς γνώσεις) αποφοίτησης. Ο πρόσφατος νόμος της κυβέρνησης ΝΔ δεν προσπαθεί καν να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι, να αναδείξει κάποια κολέγια τα οποία λέγεται ότι κάνουν πιο σοβαρή δουλειά και να αποκλείσει τα υπόλοιπα. Θέτει προϋποθέσεις άσχετες με την ποιότητα των σπουδών – ακόμη και αυτές ο απερχόμενες υπουργός Παιδείας τις αγνόησε.
Η ΠΟΣΔΕΠ αντιτιθέμενη στο νόμο για τα κολέγια δεν υπερασπίζεται τα στενά συμφέροντα μιας συντεχνίας αλλά το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η ΠΟΣΔΕΠ είναι υπέρ της αξιολόγησης των δημοσίων πανεπιστημίων και υπέρ της αναζήτησης ενός τρόπου συμμόρφωσης με τη κοινοτική νομοθεσία που να μην ευτελίζει το περιεχόμενο των σπουδών και την αξία του πτυχίου.
Όσο για τους ομότιμους καθηγητές που έσπευσαν να θέσουν υπό την προστασία τους τα νέα κολέγια, εμείς ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε να τους «καθαιρέσουμε» - πολύ περισσότερο να τους «ατιμώσουμε». Δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να τους θυμίσουμε ότι είναι άκομψο να χρησιμοποιεί κανείς το κύρος ενός τιμητικού τίτλου του δημόσιου πανεπιστημίου για να υπηρετεί τον (αθέμιτο) ανταγωνισμό – για αυτό άλλωστε τους προτείναμε να αρκεστούν στον τίτλο του πρώην καθηγητή. Θελήσαμε επίσης να θυμίσουμε στις αρχές των πανεπιστημίων ότι ο τίτλος του ομότιμου είναι τιμητικός, και θα πρέπει να απονέμεται με φειδώ και προσοχή.
Τα υπόλοιπα περί Ντρέυφους, Τρότσκι και Μοχάμεντ Άλι (Κάσσους Κλαίυ τότε;) μάλλον οφείλονται σε παρεξήγηση.
Ο αγαπητός κ. Γουσέτης νομίζω ότι αυτή τη φορά αστόχησε («Ο φόβος του ανταγωνισμού», Καθημερινή, 7 Οκτωβρίου 2009). Τα δημόσια πανεπιστήμια δεν «φοβούνται τον ανταγωνισμό» με κολέγια που μετονομάζονται σε πανεπιστήμια από τη μια μέρα στην άλλη. Διαμαρτύρονται για τον αθέμιτο ανταγωνισμό – και νομίζω δικαιούνται να το κάνουν.
Τα περισσότερα κολέγια δεν παρέχουν γνώσεις, πουλάνε πτυχία. Τα πτυχία αυτά, παρά τη σφραγίδα του ξένου πανεπιστημίου (συνήθως όχι πρώτης γραμμής) δεν έχουν σήμερα σοβαρό αντίκρυσμα στην αγορά. Μια μεγάλη επιχείρηση θα προτιμήσει έναν απόφοιτο του Οικονομικού Πανεπιστημίου (στο οποίο διδάσκω) από έναν απόφοιτου του κολεγίου x που συνεργάζεται με το y ξένο πανεπιστήμιο. Η στάση των επιχειρήσεων δεν θα αλλάξει εάν τα κολέγια εξισωθούν τυπικά με τα πανεπιστήμια, ούτε επηρεαζόταν μέχρι τώρα από το ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε.
Αλλού είναι το πρόβλημα. Η εξίσωση των κολεγίων με τα πανεπιστήμια αφορά το όνειρο χιλιάδων νέων και των οικογενειών τους για μια θέση στο Δημόσιο. Τα περισσότερα κολέγια προσφέρουν την ευκαιρία μιας εύκολης και χωρίς κόπο (και χωρίς γνώσεις) αποφοίτησης. Ο πρόσφατος νόμος της κυβέρνησης ΝΔ δεν προσπαθεί καν να ξεχωρίσει την ήρα από το σιτάρι, να αναδείξει κάποια κολέγια τα οποία λέγεται ότι κάνουν πιο σοβαρή δουλειά και να αποκλείσει τα υπόλοιπα. Θέτει προϋποθέσεις άσχετες με την ποιότητα των σπουδών – ακόμη και αυτές ο απερχόμενες υπουργός Παιδείας τις αγνόησε.
Η ΠΟΣΔΕΠ αντιτιθέμενη στο νόμο για τα κολέγια δεν υπερασπίζεται τα στενά συμφέροντα μιας συντεχνίας αλλά το μέλλον της ανώτατης εκπαίδευσης στην Ελλάδα. Η ΠΟΣΔΕΠ είναι υπέρ της αξιολόγησης των δημοσίων πανεπιστημίων και υπέρ της αναζήτησης ενός τρόπου συμμόρφωσης με τη κοινοτική νομοθεσία που να μην ευτελίζει το περιεχόμενο των σπουδών και την αξία του πτυχίου.
Όσο για τους ομότιμους καθηγητές που έσπευσαν να θέσουν υπό την προστασία τους τα νέα κολέγια, εμείς ούτε θέλουμε ούτε μπορούμε να τους «καθαιρέσουμε» - πολύ περισσότερο να τους «ατιμώσουμε». Δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να τους θυμίσουμε ότι είναι άκομψο να χρησιμοποιεί κανείς το κύρος ενός τιμητικού τίτλου του δημόσιου πανεπιστημίου για να υπηρετεί τον (αθέμιτο) ανταγωνισμό – για αυτό άλλωστε τους προτείναμε να αρκεστούν στον τίτλο του πρώην καθηγητή. Θελήσαμε επίσης να θυμίσουμε στις αρχές των πανεπιστημίων ότι ο τίτλος του ομότιμου είναι τιμητικός, και θα πρέπει να απονέμεται με φειδώ και προσοχή.
Τα υπόλοιπα περί Ντρέυφους, Τρότσκι και Μοχάμεντ Άλι (Κάσσους Κλαίυ τότε;) μάλλον οφείλονται σε παρεξήγηση.
1 Οκτωβρίου 2009
Una sconfitta preannunciata
Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Οκτώβριος 2009)
Le elezioni politiche del 4 ottobre sembrano destinate a segnare la fine dell’epoca – tra l’altro piuttosto breve – di maggioranze del centrodestra, ed a riportare i socialisti al governo. Non solo perchè questo ci raccontano i vari sondaggi: ormai sono gli esponenti e gli elettori stessi del partito conservatore di Nea Democratia ad essere rassegnati alla sconfitta, e angosciati dal timore che essa possa rivelarsi schiacciante.
A mio parere, una tale sconfitta sarebbe pienamente meritata. La Grecia è sicuramente stata governata male nel passato, ed è probabile che lo sarà ancora nel futuro. Ma lo storico dovrebbe tornare parecchio indietro nel tempo per imbattersi in un governo altrettanto incompetente e corrotto. Non ha molto senso elencare qua la saga interminabile degli scandali che hanno monopolizzato per un breve periodo ciascuno l’interesse dei media e dell’opinione pubblica, per poi lasciare la scena per fare spazio a quello successivo. Invece mi pare necessario ricordare che sullo sottofondo del degrado morale abbiamo anche vissuto il declino delle istituzioni pubbliche (dalla politica alla giustizia, dalla scuola ai servizi sanitari, dalle forze dell’ordine ai vigili del fuoco). A suo turno, il declino delle istituzioni ha lasciato i cittadini indifesi di fronte a nuovi rischi e insicurezze, ha contribuito a disastri ambientali, ha abbassato il livello di qualità della vita. L’economia, in teoria la carta vincente di tutte le centrodestre, ha perso terreno sul campo cruciale della competitività, retrocessa a livelli raggiunti dai paesi meno disastrati del terzo mondo. Infine, la corruzione sfrontata di ministri e dirigenti politici ha alimentato il logoramento ulteriore di quel poco di senso civico che rimane ancora nella nostra società eufemisticamente detta civile.
Tutto ciò non era per niente scontato cinque anni fa, quando il partito di Costas Caramanlis saliva al potere. Senza dubbio, i governi guidati da Costas Simitis avevano reso la Grecia un paese più europeo, l’economia più ordinata, e la società più aperta. Allo stesso tempo, i suoi governi avevano largamente fallito le riforme necessarie di fronte alla contestazione da parte di sindacati ed altri interessi di parte, mentre l’indiscussa integrità personale del premier stonava sempre di più al confronto con la corruzione abituale di dirigenti socialisti convinti della loro permanenza eterna al potere. In questo contesto, la necessità di un cambio generazionale e la speranza che una nuova classe dirigente potesse governare meglio erano sentite anche da chi non ha votato Nea Democratia alle elezioni del 7 marzo 2004. A pari misura, la delusione con l’operato di Costas Caramanlis e dei suoi governi oggi ha contagiato anche chi cinque anni fa aveva deciso di dare il suo consenso al centrodestra, magari con mille riserve.
Si tratta di una delusione profonda, di carattere quasi esistenziale, che va ben oltre la dialettica normale dell’alternanza politica. Significa che la società politica greca non riesce a produrre, non dico statisti, ma più modestamente politici che riescano a collocare le loro ambizioni in un quadro ampio in cui c’è spazio per una certa concezione (pur inevitabilmente di parte) dell’interesse pubblico. E rivela come il personale politico del centrodestra è contaminato dalle pulsioni primitive della borghesia da cui proviene: la ricerca dell’aricchimento immediato e a qualsiasi costo, nel disprezzo più assoluto delle regole elementari della convivenza civile.
Dunque, se le riflessioni riportate sopra sono fondate, la sconfitta preannunciata di Nea Democratia è da considerarsi meritata. Ciò vuol dire che una eventuale vittoria del Pasok di Giorgio Papandreu lo sarebbe altrettanto? Personalmente non ne sarei così sicuro. Il partito socialista, per volontà del suo fondatore Andreas Papandreu, è storicamente stato più movimento che partito, più abituato a puntare sul carisma del leader che a dibattere idee e programmi, più portato a rimpiangere le glorie del suo passato che a riflettere sulle ragioni delle sue sconfitte. Questo è un fatto rilevante, che può condizionare l’operato di un governo Papandreu, nel senso che è difficile capire non solo le misure concrete che esso potrebbe varare, ma perfino la direzione generale che vorrebbe seguire. Stiamo per essere governati da un partito che rassembla in un cocktail apparentemente incongruo vecchi fedeli al populismo e al clientelismo di Andreas Papandreou, insieme a dirigenti cresciuti ai tempi sobri e laboriosi del modernista Simitis (e soppravissuti alla fine della sua epoca), con l’aggiunta di personalità nuove non ancora messe alla prova. Il suo leader può rimanere paralizzato dai contrasti e dai limiti culturali del suo partito, oppure rivelarsi capace di dare un’impronta unitaria e moderna alle sue tante anime. È tutto da vedere.
Intanto, sarà già un’impresa combattere il cinismo diffuso e restituire ai greci quel senso di ottimismo e di fiducia nella loro capacità collettiva di tracciare un futuro migliore, che in quel nostro anno mirabilis 2004 sembrava così ben radicata, per essere poi smarrita di nuovo. Come nella leggenda di Sisifo, a noi greci non resta che cercare di riprendere il nostro cammino, che è tutto in salita.
Le elezioni politiche del 4 ottobre sembrano destinate a segnare la fine dell’epoca – tra l’altro piuttosto breve – di maggioranze del centrodestra, ed a riportare i socialisti al governo. Non solo perchè questo ci raccontano i vari sondaggi: ormai sono gli esponenti e gli elettori stessi del partito conservatore di Nea Democratia ad essere rassegnati alla sconfitta, e angosciati dal timore che essa possa rivelarsi schiacciante.
A mio parere, una tale sconfitta sarebbe pienamente meritata. La Grecia è sicuramente stata governata male nel passato, ed è probabile che lo sarà ancora nel futuro. Ma lo storico dovrebbe tornare parecchio indietro nel tempo per imbattersi in un governo altrettanto incompetente e corrotto. Non ha molto senso elencare qua la saga interminabile degli scandali che hanno monopolizzato per un breve periodo ciascuno l’interesse dei media e dell’opinione pubblica, per poi lasciare la scena per fare spazio a quello successivo. Invece mi pare necessario ricordare che sullo sottofondo del degrado morale abbiamo anche vissuto il declino delle istituzioni pubbliche (dalla politica alla giustizia, dalla scuola ai servizi sanitari, dalle forze dell’ordine ai vigili del fuoco). A suo turno, il declino delle istituzioni ha lasciato i cittadini indifesi di fronte a nuovi rischi e insicurezze, ha contribuito a disastri ambientali, ha abbassato il livello di qualità della vita. L’economia, in teoria la carta vincente di tutte le centrodestre, ha perso terreno sul campo cruciale della competitività, retrocessa a livelli raggiunti dai paesi meno disastrati del terzo mondo. Infine, la corruzione sfrontata di ministri e dirigenti politici ha alimentato il logoramento ulteriore di quel poco di senso civico che rimane ancora nella nostra società eufemisticamente detta civile.
Tutto ciò non era per niente scontato cinque anni fa, quando il partito di Costas Caramanlis saliva al potere. Senza dubbio, i governi guidati da Costas Simitis avevano reso la Grecia un paese più europeo, l’economia più ordinata, e la società più aperta. Allo stesso tempo, i suoi governi avevano largamente fallito le riforme necessarie di fronte alla contestazione da parte di sindacati ed altri interessi di parte, mentre l’indiscussa integrità personale del premier stonava sempre di più al confronto con la corruzione abituale di dirigenti socialisti convinti della loro permanenza eterna al potere. In questo contesto, la necessità di un cambio generazionale e la speranza che una nuova classe dirigente potesse governare meglio erano sentite anche da chi non ha votato Nea Democratia alle elezioni del 7 marzo 2004. A pari misura, la delusione con l’operato di Costas Caramanlis e dei suoi governi oggi ha contagiato anche chi cinque anni fa aveva deciso di dare il suo consenso al centrodestra, magari con mille riserve.
Si tratta di una delusione profonda, di carattere quasi esistenziale, che va ben oltre la dialettica normale dell’alternanza politica. Significa che la società politica greca non riesce a produrre, non dico statisti, ma più modestamente politici che riescano a collocare le loro ambizioni in un quadro ampio in cui c’è spazio per una certa concezione (pur inevitabilmente di parte) dell’interesse pubblico. E rivela come il personale politico del centrodestra è contaminato dalle pulsioni primitive della borghesia da cui proviene: la ricerca dell’aricchimento immediato e a qualsiasi costo, nel disprezzo più assoluto delle regole elementari della convivenza civile.
Dunque, se le riflessioni riportate sopra sono fondate, la sconfitta preannunciata di Nea Democratia è da considerarsi meritata. Ciò vuol dire che una eventuale vittoria del Pasok di Giorgio Papandreu lo sarebbe altrettanto? Personalmente non ne sarei così sicuro. Il partito socialista, per volontà del suo fondatore Andreas Papandreu, è storicamente stato più movimento che partito, più abituato a puntare sul carisma del leader che a dibattere idee e programmi, più portato a rimpiangere le glorie del suo passato che a riflettere sulle ragioni delle sue sconfitte. Questo è un fatto rilevante, che può condizionare l’operato di un governo Papandreu, nel senso che è difficile capire non solo le misure concrete che esso potrebbe varare, ma perfino la direzione generale che vorrebbe seguire. Stiamo per essere governati da un partito che rassembla in un cocktail apparentemente incongruo vecchi fedeli al populismo e al clientelismo di Andreas Papandreou, insieme a dirigenti cresciuti ai tempi sobri e laboriosi del modernista Simitis (e soppravissuti alla fine della sua epoca), con l’aggiunta di personalità nuove non ancora messe alla prova. Il suo leader può rimanere paralizzato dai contrasti e dai limiti culturali del suo partito, oppure rivelarsi capace di dare un’impronta unitaria e moderna alle sue tante anime. È tutto da vedere.
Intanto, sarà già un’impresa combattere il cinismo diffuso e restituire ai greci quel senso di ottimismo e di fiducia nella loro capacità collettiva di tracciare un futuro migliore, che in quel nostro anno mirabilis 2004 sembrava così ben radicata, per essere poi smarrita di nuovo. Come nella leggenda di Sisifo, a noi greci non resta che cercare di riprendere il nostro cammino, che è tutto in salita.
14 Σεπτεμβρίου 2009
Οι αθέατες πτυχές της ανεργίας των νέων
Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» (Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009)
Πριν λίγες μέρες, με αφορμή τη δημοσιοποίηση των τελευταίων στοιχείων της Eurostat που επιβεβαίωσαν την υψηλή ανεργία των νέων στη χώρα μας, τα Ελληνικά μέσα ενημέρωσης αφιέρωσαν λίγες γραμμές στο θέμα και ... αυτό ήταν όλο. Έχουμε φαίνεται εθιστεί τόσο πολύ σε μερικά πράγματα που δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να ξύσουμε την επιφάνεια για να δούμε τι υπάρχει από κάτω. Και όλα αυτά λίγους μήνες μετά τα Δεκεμβριανά που έφεραν (υποτίθεται) τη νεολαία στο προσκήνιο.
Και όμως, κάτω από την επιφάνεια υπάρχουν πολλά και ενδιαφέροντα. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Η ανεργία των νέων είναι πράγματι πάρα πολύ υψηλή στη χώρα μας: το 2007 (για τις συνέπειες της κρίσης θα πρέπει να περιμένουμε ένα-δύο χρόνια), στην ηλικιακή ομάδα 15-24 (δηλ. στα πρώτα δέκα χρόνια μετά το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης), ήταν 23% έναντι 15,5% στην ΕΕ27. Μόνο η Ιταλία και τρεις ανατολικές χώρες είχαν ποσοστά πάνω από 20%, αλλά και πάλι χαμηλότερα από το δικό μας. «Θλιβερή πρωτιά», όπως λένε μερικοί. Και δεν είναι η μόνη στο θέμα αυτό, όπως θα δούμε σε λίγο.
Ως γνωστόν, η ανεργία ορίζεται ως ποσοστό του «ενεργού πληθυσμού», δηλ. όσων είναι διαθέσιμοι για εργασία. Οι υπόλοιποι είναι μαθητές, φοιτητές, μητέρες που δεν εργάζονται ούτε ψάχνουν για δουλειά, υπηρετούν στο στρατό ή έχουν αποσυρθεί λόγω ασθένειας ή αναπηρίας. Επειδή εάν υπήρχαν ελκυστικές δουλειές κάποιοι από αυτούς θα εργάζονταν, τμήμα του μη ενεργού πληθυσμού βρίσκεται στην πραγματικότητα σε κατάσταση «κρυφής ανεργίας». Για αυτό είναι σημαντικό να κοιτάμε και τα ποσοστά απασχόλησης, τα οποία υπολογίζονται στο σύνολο του πληθυσμού, ενεργού ή μη. Ούτε εκεί δεν πάμε καλά: μόνο 24 στους 100 νέους ηλικίας 15-24 εργάζονταν το 2007, έναντι 37 στην ΕΕ27 (και 41 στην ΕΕ15). Μόνο η Ουγγαρία και το Λουξεμβούργο είχαν χαμηλότερα ποσοστά από ό,τι η Ελλάδα.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο νέοι εργάζονται τόσο καλύτερα; Όχι αναγκαστικά. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που κρατάει πολλά παιδιά στα θρανία πολύ μετά από την ηλικία των 15 μπορεί να είναι καλύτερη επένδυση για το μέλλον (αρκεί βέβαια να λειτουργεί σωστά). Όμως, το ένα δεν αποκλείει το άλλο: σε χώρες με μαζικά πανεπιστήμια και υψηλό μορφωτικό επίπεδο η απασχόληση των νέων είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι εδώ. Το σχετικό ρεκόρ το κατέχει η Ολλανδία, όπου 68 στους 100 νέους ηλικίας 15-24 εργάζονται, με δεύτερη τη Δανία (65). Πολλοί από αυτούς είναι μαθητές ή φοιτητές που δουλεύουν παράλληλα με τις σπουδές τους (part-time) ή στις διακοπές (με προσωρινή απασχόληση). Αντίθετα στην Ελλάδα οι λεγόμενες «ευέλικτες μορφές απασχόλησης» είναι ελάχιστα διαδεδομένες: το 2005, στους 100 νέους (ηλικίας 15-29 αυτή τη φορά) μόνο οι 12 εργάζονταν με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή/και με μερική απασχόληση.
Το πρόβλημά μας δεν είναι απλώς ότι υπερβολικά λίγοι νέοι εργάζονται, αλλά και ότι οι λίγες δουλειές που υπάρχουν είναι κακοπληρωμένες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, τα οποία δεν είναι διαθέσιμα ανά ηλικία (ούτε κατά φύλο), 26% του συνόλου των μισθωτών αμείβονταν το 2007 με μηνιαίες καθαρές αποδοχές έως €750. Η αναλογία των χαμηλόμισθων ήταν υψηλότερη μεταξύ των εργαζομένων με προσωρινή απασχόληση (56%) και φυσικά μεταξύ όσων εργάζονται part-time (86%). Όμως, η βασική διάκριση είναι άλλη: από τους 641 χιλιάδες μισθωτούς με καθαρές αποδοχές έως €750 το μήνα οι 564 χιλιάδες εργάζονταν στον ιδιωτικό τομέα. Μάλιστα, οι περισσότεροι από αυτούς είχαν «κανονικές» συμβάσεις: μόνο 81 χιλιάδες ήταν σε θέσεις εργασίας part-time και μόνο 113 χιλιάδες με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ αρκετοί ανήκαν και στις δύο κατηγορίες ταυτόχρονα. Στους χαμηλά αμειβόμενους θα πρέπει να προστεθεί και ο άγνωστος αριθμός των μισθωτών που (όχι από επιλογή τους) μεταμφιέζονται σε αυτοαπασχολούμενους, και πληρώνονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών ή επαγγελματικής δαπάνης παρότι παρέχουν εργασία σε έναν εργοδότη. Εννοείται ότι η πλειονότητα των χαμηλά αμειβόμενων είναι νέοι.
Χαμηλά ποσοστά απασχόλησης + χαμηλές αποδοχές = παρατεταμένη εξάρτηση των νέων από τους γονείς τους. Εδώ το πρόβλημα έχει πάρει διαστάσεις πραγματικά ανησυχητικές. Το 2005, το ποσοστό των ανδρών που ζουν στο πατρικό τους ακόμη και στην (όχι πια τρυφερή) ηλικία των 30-34 ετών ήταν 43%. Από τις άλλες νοτιοανατολικές χώρες μόνο η Ιταλία με 38% πλησιάζει την αρνητική επίδοση της χώρας μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1985 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 30% στην Ελλάδα (και 18% στην Ιταλία). Τουλάχιστον στη γειτονική χώρα τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους: «είμαστε μια μπλοκαρισμένη κοινωνία» είχε δηλώσει πριν λίγα χρόνια ο (πρωθυπουργός τότε) Massimo D’Alema. Η Ελλάδα είναι ακόμη πιο μπλοκαρισμένη, απλώς εδώ δεν ασχολείται κανείς.
Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης (μερικές φορές και ο συγγραφέας) είθισται να αναφωνεί: «ευτυχώς που υπάρχει και η οικογένεια!» Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω. Η αναβολή του σχηματισμού οικογένειας και η δραματική μείωση των ποσοστών γονιμότητας είναι μερικά από τα ορατότερα επακόλουθα της εκ πρώτης όψεως «σωτήριας» για τους νέους παρέμβασης των γονέων τους. Η οικογενειακή θαλπωρή επιτρέπει μεν στους νέους να απορρίπτουν «μη ελκυστικές» θέσεις εργασίας, αλλά ταυτόχρονα εθίζει σε μια πλασματική ευμάρεια, η οποία με τη σειρά της παρατείνει την ανωριμότητα. Είμαστε σίγουροι ότι αυτό θέλουμε;
Πριν λίγες μέρες, με αφορμή τη δημοσιοποίηση των τελευταίων στοιχείων της Eurostat που επιβεβαίωσαν την υψηλή ανεργία των νέων στη χώρα μας, τα Ελληνικά μέσα ενημέρωσης αφιέρωσαν λίγες γραμμές στο θέμα και ... αυτό ήταν όλο. Έχουμε φαίνεται εθιστεί τόσο πολύ σε μερικά πράγματα που δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να ξύσουμε την επιφάνεια για να δούμε τι υπάρχει από κάτω. Και όλα αυτά λίγους μήνες μετά τα Δεκεμβριανά που έφεραν (υποτίθεται) τη νεολαία στο προσκήνιο.
Και όμως, κάτω από την επιφάνεια υπάρχουν πολλά και ενδιαφέροντα. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Η ανεργία των νέων είναι πράγματι πάρα πολύ υψηλή στη χώρα μας: το 2007 (για τις συνέπειες της κρίσης θα πρέπει να περιμένουμε ένα-δύο χρόνια), στην ηλικιακή ομάδα 15-24 (δηλ. στα πρώτα δέκα χρόνια μετά το τέλος της υποχρεωτικής εκπαίδευσης), ήταν 23% έναντι 15,5% στην ΕΕ27. Μόνο η Ιταλία και τρεις ανατολικές χώρες είχαν ποσοστά πάνω από 20%, αλλά και πάλι χαμηλότερα από το δικό μας. «Θλιβερή πρωτιά», όπως λένε μερικοί. Και δεν είναι η μόνη στο θέμα αυτό, όπως θα δούμε σε λίγο.
Ως γνωστόν, η ανεργία ορίζεται ως ποσοστό του «ενεργού πληθυσμού», δηλ. όσων είναι διαθέσιμοι για εργασία. Οι υπόλοιποι είναι μαθητές, φοιτητές, μητέρες που δεν εργάζονται ούτε ψάχνουν για δουλειά, υπηρετούν στο στρατό ή έχουν αποσυρθεί λόγω ασθένειας ή αναπηρίας. Επειδή εάν υπήρχαν ελκυστικές δουλειές κάποιοι από αυτούς θα εργάζονταν, τμήμα του μη ενεργού πληθυσμού βρίσκεται στην πραγματικότητα σε κατάσταση «κρυφής ανεργίας». Για αυτό είναι σημαντικό να κοιτάμε και τα ποσοστά απασχόλησης, τα οποία υπολογίζονται στο σύνολο του πληθυσμού, ενεργού ή μη. Ούτε εκεί δεν πάμε καλά: μόνο 24 στους 100 νέους ηλικίας 15-24 εργάζονταν το 2007, έναντι 37 στην ΕΕ27 (και 41 στην ΕΕ15). Μόνο η Ουγγαρία και το Λουξεμβούργο είχαν χαμηλότερα ποσοστά από ό,τι η Ελλάδα.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι όσο περισσότερο νέοι εργάζονται τόσο καλύτερα; Όχι αναγκαστικά. Ένα εκπαιδευτικό σύστημα που κρατάει πολλά παιδιά στα θρανία πολύ μετά από την ηλικία των 15 μπορεί να είναι καλύτερη επένδυση για το μέλλον (αρκεί βέβαια να λειτουργεί σωστά). Όμως, το ένα δεν αποκλείει το άλλο: σε χώρες με μαζικά πανεπιστήμια και υψηλό μορφωτικό επίπεδο η απασχόληση των νέων είναι πολύ υψηλότερη από ό,τι εδώ. Το σχετικό ρεκόρ το κατέχει η Ολλανδία, όπου 68 στους 100 νέους ηλικίας 15-24 εργάζονται, με δεύτερη τη Δανία (65). Πολλοί από αυτούς είναι μαθητές ή φοιτητές που δουλεύουν παράλληλα με τις σπουδές τους (part-time) ή στις διακοπές (με προσωρινή απασχόληση). Αντίθετα στην Ελλάδα οι λεγόμενες «ευέλικτες μορφές απασχόλησης» είναι ελάχιστα διαδεδομένες: το 2005, στους 100 νέους (ηλικίας 15-29 αυτή τη φορά) μόνο οι 12 εργάζονταν με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή/και με μερική απασχόληση.
Το πρόβλημά μας δεν είναι απλώς ότι υπερβολικά λίγοι νέοι εργάζονται, αλλά και ότι οι λίγες δουλειές που υπάρχουν είναι κακοπληρωμένες. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, τα οποία δεν είναι διαθέσιμα ανά ηλικία (ούτε κατά φύλο), 26% του συνόλου των μισθωτών αμείβονταν το 2007 με μηνιαίες καθαρές αποδοχές έως €750. Η αναλογία των χαμηλόμισθων ήταν υψηλότερη μεταξύ των εργαζομένων με προσωρινή απασχόληση (56%) και φυσικά μεταξύ όσων εργάζονται part-time (86%). Όμως, η βασική διάκριση είναι άλλη: από τους 641 χιλιάδες μισθωτούς με καθαρές αποδοχές έως €750 το μήνα οι 564 χιλιάδες εργάζονταν στον ιδιωτικό τομέα. Μάλιστα, οι περισσότεροι από αυτούς είχαν «κανονικές» συμβάσεις: μόνο 81 χιλιάδες ήταν σε θέσεις εργασίας part-time και μόνο 113 χιλιάδες με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ενώ αρκετοί ανήκαν και στις δύο κατηγορίες ταυτόχρονα. Στους χαμηλά αμειβόμενους θα πρέπει να προστεθεί και ο άγνωστος αριθμός των μισθωτών που (όχι από επιλογή τους) μεταμφιέζονται σε αυτοαπασχολούμενους, και πληρώνονται με δελτίο παροχής υπηρεσιών ή επαγγελματικής δαπάνης παρότι παρέχουν εργασία σε έναν εργοδότη. Εννοείται ότι η πλειονότητα των χαμηλά αμειβόμενων είναι νέοι.
Χαμηλά ποσοστά απασχόλησης + χαμηλές αποδοχές = παρατεταμένη εξάρτηση των νέων από τους γονείς τους. Εδώ το πρόβλημα έχει πάρει διαστάσεις πραγματικά ανησυχητικές. Το 2005, το ποσοστό των ανδρών που ζουν στο πατρικό τους ακόμη και στην (όχι πια τρυφερή) ηλικία των 30-34 ετών ήταν 43%. Από τις άλλες νοτιοανατολικές χώρες μόνο η Ιταλία με 38% πλησιάζει την αρνητική επίδοση της χώρας μας. Αξίζει να σημειωθεί ότι το 1985 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 30% στην Ελλάδα (και 18% στην Ιταλία). Τουλάχιστον στη γειτονική χώρα τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους: «είμαστε μια μπλοκαρισμένη κοινωνία» είχε δηλώσει πριν λίγα χρόνια ο (πρωθυπουργός τότε) Massimo D’Alema. Η Ελλάδα είναι ακόμη πιο μπλοκαρισμένη, απλώς εδώ δεν ασχολείται κανείς.
Στο σημείο αυτό ο αναγνώστης (μερικές φορές και ο συγγραφέας) είθισται να αναφωνεί: «ευτυχώς που υπάρχει και η οικογένεια!» Ας μου επιτραπεί να διαφωνήσω. Η αναβολή του σχηματισμού οικογένειας και η δραματική μείωση των ποσοστών γονιμότητας είναι μερικά από τα ορατότερα επακόλουθα της εκ πρώτης όψεως «σωτήριας» για τους νέους παρέμβασης των γονέων τους. Η οικογενειακή θαλπωρή επιτρέπει μεν στους νέους να απορρίπτουν «μη ελκυστικές» θέσεις εργασίας, αλλά ταυτόχρονα εθίζει σε μια πλασματική ευμάρεια, η οποία με τη σειρά της παρατείνει την ανωριμότητα. Είμαστε σίγουροι ότι αυτό θέλουμε;
3 Ιουλίου 2009
Δήλωση στο βραδυνό δελτίο ειδήσεων της τηλεόρασης του «ΣΚΑΪ» (Παρασκευή 3 Ιουλίου 2009) σχετικά με τα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός για τον περιορισμό των ελλειμμάτων των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης.
Όλοι όσοι ασχολούνται με τα θέματα αυτά γνωρίζουν ότι είναι ανάγκη να ληφθούν μέτρα και για την αναδιάρθρωση των ταμείων υγείας, και για την αναμόρφωση του καθεστώτος των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, και για τον περιορισμό των πλασματικών αναπηρικών συντάξεων.
Η δική μου ανησυχία είναι ότι οι πρόχειρες και αστόχαστες πρωτοβουλίες μιας κυβέρνησης μπορεί να απομακρύνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις αντί να τις φέρουν πιο κοντά.
Το ερώτημα είναι εάν τέτοια μέτρα μπορούν να λαμβάνονται αιφνιδιαστικά, χωρίς κανενός είδους προετοιμασία ή συζήτηση, μέσα στο καλοκαίρι, μέσα σε ένα μάλλον νοσηρό πολιτικό κλίμα, και από μια κυβέρνηση που δείχνει να έχει χάσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης.
Φοβάμαι πως όχι.
Όλοι όσοι ασχολούνται με τα θέματα αυτά γνωρίζουν ότι είναι ανάγκη να ληφθούν μέτρα και για την αναδιάρθρωση των ταμείων υγείας, και για την αναμόρφωση του καθεστώτος των βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων, και για τον περιορισμό των πλασματικών αναπηρικών συντάξεων.
Η δική μου ανησυχία είναι ότι οι πρόχειρες και αστόχαστες πρωτοβουλίες μιας κυβέρνησης μπορεί να απομακρύνουν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις αντί να τις φέρουν πιο κοντά.
Το ερώτημα είναι εάν τέτοια μέτρα μπορούν να λαμβάνονται αιφνιδιαστικά, χωρίς κανενός είδους προετοιμασία ή συζήτηση, μέσα στο καλοκαίρι, μέσα σε ένα μάλλον νοσηρό πολιτικό κλίμα, και από μια κυβέρνηση που δείχνει να έχει χάσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης.
Φοβάμαι πως όχι.
22 Μαΐου 2009
Ειδήσεις από το μέλλον
Δημοσιεύτηκε στον διαδικτυακό τόπο ενημέρωσης και ανάλυσης «NewsTime» με τον τίτλο «Ο πελατειακός φοιτητικός συνδικαλισμός» (Παρασκευή 22 Μαΐου 2009)
Όσοι μέσα στην απελπισία τους από το αναμφίβολα απογοητευτικό επίπεδο της κομματικής αντιπαράθεσης στην κεντρική πολιτική σκηνή σκέφτονται ότι στο μέλλον τα πράγματα (δεν μπορεί!) θα είναι καλύτερα, αφού μια νέα γενιά ανοιχτόμυαλων / μορφωμένων / έντιμων πολιτικών θα έχει αντικαταστήσει την αποτυχημένη / ανίκανη / διεφθαρμένη [συμπληρώστε το επίθετο της αρεσκείας σας] γενιά που είναι σήμερα στα πράγματα, μάλλον καλά θα κάνουν να το ξανασκεφτούν. Εάν ο φοιτητικός συνδικαλισμός δείχνει την ποιότητα των πολιτικών ελίτ και το επίπεδο της πολιτικής κουλτούρας δέκα με είκοσι χρόνια αργότερα (έτσι δεν γινόταν μέχρι τώρα;), τότε το μέλλον μπορεί να είναι χειρότερο από το παρόν – και μάλιστα πολύ.
Υπερβολές; Λίγα κλικ στα φόρουμ των φοιτητικών παρατάξεων (εκεί που ο λόγος των κομματικοποιημένων φοιτητών εκφράζεται χωρίς διαμεσολάβηση), ή στα φιλμάκια που κυκλοφορούν στο you tube (με θέμα π.χ. κάποια πρόσφατη συμπλοκή μεταξύ αντίπαλων κομματικών στρατών σε κάποιο πανεπιστήμιο), θα πείσουν και τους πιο δύσπιστους για μερικές απλές αλήθειες που δεν λέγονται συχνά, αλλά είναι κομμάτι της καθημερινότητας όσων εργάζονται στα Ελληνικά πανεπιστήμια. Ότι δηλαδή η υπερ-πολιτικοποίηση της πρώτης μεταπολίτευσης έχει σταδιακά μετατραπεί σε μια μαχητικότητα κούφια, που συσπειρώνει σε «tribal» βάση, με ελάχιστα ή καθόλου πολιτικά χαρακτηριστικά, με μια κουλτούρα βίαιη, παρόμοια με αυτή των φανατικών οπαδών, και με φόντο την απάθεια πολλών φοιτητών – ειδικά εκείνων που ενδιαφέρονται για τις σπουδές τους.
Η βία του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου είναι η (σχετικά) περισσότερο συζητημένη πτυχή αυτού του προβλήματος. Η εξέγερση του Δεκεμβρίου («το δεύτερο ‘21», σύμφωνα με έναν από τους θεωρητικούς της) άφησε πίσω της μια κληρονομιά βίας, και ανοχής στη βία, η οποία έχει ήδη δώσει πολλά απεχθή δείγματα γραφής (με πιο πρόσφατο την επίθεση στον Μισέλ Φάις), και σίγουρα θα δώσει και άλλα. Ωστόσο, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών της περασμένης εβδομάδας, η εξέγερση δεν προκάλεσε την παραμικρή μετατόπιση στο επίπεδο της πολιτικής συνείδησης. Ούτως ή άλλως, η αντιεξουσιαστική βία έχει σοβαρά κοινωνικά αίτια, αξιοσημείωτη καταστροφική ισχύ, δυνητικά δραματικές συνέπειες για όσους την υφίστανται, αλλά μικρή πολιτική σημασία. Ίσως η μόνη πολιτική συνέπεια των Δεκεμβριανών (εκτός από την αύξηση της επιρροής του ΛΑΟΣ) ήταν η αποκάλυψη της φτώχειας ιδεών και της ηθικής χρεωκοπίας της ριζοσπαστικής αριστεράς – η οποία, εάν βρήκε κάτι μεμπτό στο εφιαλτικό όραμα και στις ακόμη εφιαλτικότερες μεθόδους των παιδιών με τις κουκούλες, δεν μας το έχει πει ακόμη.
Όμως, θα περίμενε κανείς ότι η βία των αντιεξουσιαστών θα προσέκρουε στην αποφασιστική στάση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικά ενεργών φοιτητών, και ειδικά όσων πρόσκεινται στα κόμματα εξουσίας. Θα ήταν πράγματι λογικό – αλλά απλώς δεν ισχύει. Συχνά η καταδίκη της βίας εκ μέρους μιας από τις μεγάλες παρατάξεις ακούγεται εξίσου πειστική και εξίσου εμφορούμενη από θέσεις αρχής όπως η καταδίκη εκ μέρους κάποιας ΠΑΕ των βιαιοτήτων που διέπραξαν οι οπαδοί κάποιας άλλης ΠΑΕ. Στο πανεπιστήμιό μου, οι οπαδοί των δύο μεγάλων παρατάξεων την τελευταία χρονιά (δηλ. εν μέσω καταλήψεων και εξεγέρσεων) δεν παρέλειψαν να συγκρουστούν κατά μέσο όρο κάθε δύο μήνες, με απίστευτη αγριότητα και πάντοτε με ασήμαντη αφορμή: τις εγγραφές των πρωτοετών, τις μεταγραφές, και άλλα τέτοια υψίστης σημασίας θέματα.
Αυτή η όψη του φοιτητικού συνδικαλισμού, πολύ λιγότερο συζητημένη, δεν αφορά μόνο τις μορφές της πολιτικής αντιπαράθεσης στα πανεπιστήμια, αλλά και το ίδιο της το περιεχόμενο. Οι φοιτητικές παρατάξεις δεν ασχολούνται πλέον με τον τρόπο μετάδοσης της γνώσης, με την αναπαραγωγή της, με το τι έχει να πει το πανεπιστήμιο για όσα συμβαίνουν στον έξω κόσμο, με την καθημερινότητα της φοιτητικής ζωής, με το τι κάνουν οι φοιτητές όταν παύουν να είναι φοιτητές. Ο κομματικός ανταγωνισμός γίνεται πλέον στη βάση παροχών προς τους φοιτητές-πελάτες.
Άλλοτε οι παρατάξεις «ντουμπλάρουν» τις διοικητικές υπηρεσίες: τυπώνουν το πρόγραμμα των μαθημάτων, των εξετάσεων, τις ώρες γραφείου, τα θέματα προηγούμενων εξετάσεων κτλ.
Άλλοτε προσφέρουν διευκολύνσεις που κάνουν τη ζωή των φοιτητών λιγότερο κοπιαστική αλλά ρίχνουν το επίπεδο των σπουδών: πίεση στα όργανα διοίκησης και κατ’ ιδίαν στους καθηγητές για λιγότερη ύλη, ευκολότερα θέματα, καλύτερους βαθμούς, περισσότερες αναβαθμολογήσεις, περισσότερες εξεταστικές περιόδους κτλ.
Άλλοτε υπονομεύουν ανοιχτά το ρόλο του πανεπιστημίου: αυτοσχέδιες ομιλίες την ώρα του μαθήματος παρά τις διαμαρτυρίες του καθηγητή, συστήματα μαζικής αντιγραφής στις εξετάσεις με χρήση προηγμένων τεχνολογικών μεθόδων κ.ά.
Άλλοτε οι παρατάξεις συνάπτουν συμφωνίες υποστήριξης υποψηφίων πρυτάνεων ή κοσμητόρων με αντάλλαγμα υλικά οφέλη: θέσεις εργασίας, θέσεις σε μεταπτυχιακά προγράμματα, δικαίωμα οργάνωσης πάρτυ (με εισιτήριο!) μέσα στους χώρους του πανεπιστημίου, δικαίωμα λόγου στις εργολαβίες του πανεπιστημίου (π.χ. για το κυλικείο ή το εστιατόριο) και άλλα παρόμοια.
Πράγματα δηλ. που πριν δύο μόλις δεκαετίες ήταν εντελώς αδιανόητα.
Και φυσικά όλα αυτά με φόντο τη συνεχιζόμενη ανυπαρξία της ΕΦΕΕ, το μαρασμό των διοικητικών συμβουλίων, τον εκφυλισμό των γενικών συνελεύσεων, την απουσία κοινά αποδεκτών κανόνων σχετικά με το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Έχουν σημασία όλα αυτά; Νομίζω πως ναι. Οι φοιτητικές παρατάξεις αποτελούν φυσιολογικό κανάλι ανανέωσης του στελεχικού δυναμικού των κομμάτων, και όχι μόνο στη χώρα μας. Εάν αυτό το κανάλι αντί για λαμπρούς επιστήμονες με πολιτική συνείδηση αρχίσει να παράγει στελέχη με νοοτροπία φανατικού οπαδού ή εθισμένα στη συναλλαγή ή στην περιφρόνηση των δημοκρατικών κανόνων ή όλα αυτά μαζί, τότε τι ελπίδα υπάρχει;
Όσοι μέσα στην απελπισία τους από το αναμφίβολα απογοητευτικό επίπεδο της κομματικής αντιπαράθεσης στην κεντρική πολιτική σκηνή σκέφτονται ότι στο μέλλον τα πράγματα (δεν μπορεί!) θα είναι καλύτερα, αφού μια νέα γενιά ανοιχτόμυαλων / μορφωμένων / έντιμων πολιτικών θα έχει αντικαταστήσει την αποτυχημένη / ανίκανη / διεφθαρμένη [συμπληρώστε το επίθετο της αρεσκείας σας] γενιά που είναι σήμερα στα πράγματα, μάλλον καλά θα κάνουν να το ξανασκεφτούν. Εάν ο φοιτητικός συνδικαλισμός δείχνει την ποιότητα των πολιτικών ελίτ και το επίπεδο της πολιτικής κουλτούρας δέκα με είκοσι χρόνια αργότερα (έτσι δεν γινόταν μέχρι τώρα;), τότε το μέλλον μπορεί να είναι χειρότερο από το παρόν – και μάλιστα πολύ.
Υπερβολές; Λίγα κλικ στα φόρουμ των φοιτητικών παρατάξεων (εκεί που ο λόγος των κομματικοποιημένων φοιτητών εκφράζεται χωρίς διαμεσολάβηση), ή στα φιλμάκια που κυκλοφορούν στο you tube (με θέμα π.χ. κάποια πρόσφατη συμπλοκή μεταξύ αντίπαλων κομματικών στρατών σε κάποιο πανεπιστήμιο), θα πείσουν και τους πιο δύσπιστους για μερικές απλές αλήθειες που δεν λέγονται συχνά, αλλά είναι κομμάτι της καθημερινότητας όσων εργάζονται στα Ελληνικά πανεπιστήμια. Ότι δηλαδή η υπερ-πολιτικοποίηση της πρώτης μεταπολίτευσης έχει σταδιακά μετατραπεί σε μια μαχητικότητα κούφια, που συσπειρώνει σε «tribal» βάση, με ελάχιστα ή καθόλου πολιτικά χαρακτηριστικά, με μια κουλτούρα βίαιη, παρόμοια με αυτή των φανατικών οπαδών, και με φόντο την απάθεια πολλών φοιτητών – ειδικά εκείνων που ενδιαφέρονται για τις σπουδές τους.
Η βία του λεγόμενου αντιεξουσιαστικού χώρου είναι η (σχετικά) περισσότερο συζητημένη πτυχή αυτού του προβλήματος. Η εξέγερση του Δεκεμβρίου («το δεύτερο ‘21», σύμφωνα με έναν από τους θεωρητικούς της) άφησε πίσω της μια κληρονομιά βίας, και ανοχής στη βία, η οποία έχει ήδη δώσει πολλά απεχθή δείγματα γραφής (με πιο πρόσφατο την επίθεση στον Μισέλ Φάις), και σίγουρα θα δώσει και άλλα. Ωστόσο, όπως έδειξαν τα αποτελέσματα των φοιτητικών εκλογών της περασμένης εβδομάδας, η εξέγερση δεν προκάλεσε την παραμικρή μετατόπιση στο επίπεδο της πολιτικής συνείδησης. Ούτως ή άλλως, η αντιεξουσιαστική βία έχει σοβαρά κοινωνικά αίτια, αξιοσημείωτη καταστροφική ισχύ, δυνητικά δραματικές συνέπειες για όσους την υφίστανται, αλλά μικρή πολιτική σημασία. Ίσως η μόνη πολιτική συνέπεια των Δεκεμβριανών (εκτός από την αύξηση της επιρροής του ΛΑΟΣ) ήταν η αποκάλυψη της φτώχειας ιδεών και της ηθικής χρεωκοπίας της ριζοσπαστικής αριστεράς – η οποία, εάν βρήκε κάτι μεμπτό στο εφιαλτικό όραμα και στις ακόμη εφιαλτικότερες μεθόδους των παιδιών με τις κουκούλες, δεν μας το έχει πει ακόμη.
Όμως, θα περίμενε κανείς ότι η βία των αντιεξουσιαστών θα προσέκρουε στην αποφασιστική στάση της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικά ενεργών φοιτητών, και ειδικά όσων πρόσκεινται στα κόμματα εξουσίας. Θα ήταν πράγματι λογικό – αλλά απλώς δεν ισχύει. Συχνά η καταδίκη της βίας εκ μέρους μιας από τις μεγάλες παρατάξεις ακούγεται εξίσου πειστική και εξίσου εμφορούμενη από θέσεις αρχής όπως η καταδίκη εκ μέρους κάποιας ΠΑΕ των βιαιοτήτων που διέπραξαν οι οπαδοί κάποιας άλλης ΠΑΕ. Στο πανεπιστήμιό μου, οι οπαδοί των δύο μεγάλων παρατάξεων την τελευταία χρονιά (δηλ. εν μέσω καταλήψεων και εξεγέρσεων) δεν παρέλειψαν να συγκρουστούν κατά μέσο όρο κάθε δύο μήνες, με απίστευτη αγριότητα και πάντοτε με ασήμαντη αφορμή: τις εγγραφές των πρωτοετών, τις μεταγραφές, και άλλα τέτοια υψίστης σημασίας θέματα.
Αυτή η όψη του φοιτητικού συνδικαλισμού, πολύ λιγότερο συζητημένη, δεν αφορά μόνο τις μορφές της πολιτικής αντιπαράθεσης στα πανεπιστήμια, αλλά και το ίδιο της το περιεχόμενο. Οι φοιτητικές παρατάξεις δεν ασχολούνται πλέον με τον τρόπο μετάδοσης της γνώσης, με την αναπαραγωγή της, με το τι έχει να πει το πανεπιστήμιο για όσα συμβαίνουν στον έξω κόσμο, με την καθημερινότητα της φοιτητικής ζωής, με το τι κάνουν οι φοιτητές όταν παύουν να είναι φοιτητές. Ο κομματικός ανταγωνισμός γίνεται πλέον στη βάση παροχών προς τους φοιτητές-πελάτες.
Άλλοτε οι παρατάξεις «ντουμπλάρουν» τις διοικητικές υπηρεσίες: τυπώνουν το πρόγραμμα των μαθημάτων, των εξετάσεων, τις ώρες γραφείου, τα θέματα προηγούμενων εξετάσεων κτλ.
Άλλοτε προσφέρουν διευκολύνσεις που κάνουν τη ζωή των φοιτητών λιγότερο κοπιαστική αλλά ρίχνουν το επίπεδο των σπουδών: πίεση στα όργανα διοίκησης και κατ’ ιδίαν στους καθηγητές για λιγότερη ύλη, ευκολότερα θέματα, καλύτερους βαθμούς, περισσότερες αναβαθμολογήσεις, περισσότερες εξεταστικές περιόδους κτλ.
Άλλοτε υπονομεύουν ανοιχτά το ρόλο του πανεπιστημίου: αυτοσχέδιες ομιλίες την ώρα του μαθήματος παρά τις διαμαρτυρίες του καθηγητή, συστήματα μαζικής αντιγραφής στις εξετάσεις με χρήση προηγμένων τεχνολογικών μεθόδων κ.ά.
Άλλοτε οι παρατάξεις συνάπτουν συμφωνίες υποστήριξης υποψηφίων πρυτάνεων ή κοσμητόρων με αντάλλαγμα υλικά οφέλη: θέσεις εργασίας, θέσεις σε μεταπτυχιακά προγράμματα, δικαίωμα οργάνωσης πάρτυ (με εισιτήριο!) μέσα στους χώρους του πανεπιστημίου, δικαίωμα λόγου στις εργολαβίες του πανεπιστημίου (π.χ. για το κυλικείο ή το εστιατόριο) και άλλα παρόμοια.
Πράγματα δηλ. που πριν δύο μόλις δεκαετίες ήταν εντελώς αδιανόητα.
Και φυσικά όλα αυτά με φόντο τη συνεχιζόμενη ανυπαρξία της ΕΦΕΕ, το μαρασμό των διοικητικών συμβουλίων, τον εκφυλισμό των γενικών συνελεύσεων, την απουσία κοινά αποδεκτών κανόνων σχετικά με το πώς λαμβάνονται οι αποφάσεις.
Έχουν σημασία όλα αυτά; Νομίζω πως ναι. Οι φοιτητικές παρατάξεις αποτελούν φυσιολογικό κανάλι ανανέωσης του στελεχικού δυναμικού των κομμάτων, και όχι μόνο στη χώρα μας. Εάν αυτό το κανάλι αντί για λαμπρούς επιστήμονες με πολιτική συνείδηση αρχίσει να παράγει στελέχη με νοοτροπία φανατικού οπαδού ή εθισμένα στη συναλλαγή ή στην περιφρόνηση των δημοκρατικών κανόνων ή όλα αυτά μαζί, τότε τι ελπίδα υπάρχει;
1 Μαΐου 2009
Facing up to the culture of violence
Δημοσιεύτηκε στο συλλογικό τόμο του Hellenic Observatory (London School of Economics) με τίτλο «The return of street politics? essays on the December riots in Greece» σε επιμέλεια Spyros Economides & Vassilis Monastiriotis (Μάιος 2009)
It is probablly too soon for a full understanding of what caused the events of December 2008. All I can offer is a random reflection on the state we in Greece find ourselves in, three months later.
A policeman who uses his regulation firearm to kill (cold-bloodedly, according to most accounts) a 15-year old only because the latter shouted abuse at him is obviously an exceptional case. However, the sense of impunity of our security forces, and their perception that they are above the law, is the rule. Not all of them are murderers, certainly. But it is true that the police too often acts with gratuitous brutality (e.g. when dealing with foreign immigrants), that corruption in their ranks is too diffuse, and above all that violent and/or corrupt policemen can always count on the complicity of their colleagues and superiors, as on the “understanding” of judges. Clearly, things are more complicated when there is a dead man (and as young as that), but a way to transform a life sentence at first grade into a mere three-year imprisonment on appeal can always be found. It has happenned before (in the mid-1980s). Why think it will be different this time?
The lack of trust in the willingness and the capacity of the high ranks of the security forces to punish the guilty and take all necessary measures to ensure that no such incidences happen again fits in the context of a more general lack of trust in institutions – all of them. A quick look at the front pages of our daily papers over the past two or three years leaves no doubt. Judges protecting organised crime. Priests, nay monks, going around by helicopter (“to save time”), clinching million euro deals (“for the benefit of our monasteries”), keeping millions on offshore accounts. And, obviously, ministers who use state funds as if these were their private property. A moral degradation never seen before – and all in the reign of a prime minister who came to power with the promise to defeat powerful interests (or literally, with his characteristic elegance, “to beat the pimps”).
To this cocktail, pretty explosive as it is, one ought to add the fact that for too many youths everyday life and future prospects are rather bleak. As shown by international comparisons, our teenagers study more and learn less than most of their European counterparts. Our best universities do a decent job in extremely adverse conditions, but are left little space to breath, squeezed as they are by a suffocating state beaurocracy intent on micro-management of academic affairs on the one hand, and by the endemic contestation (often assuming violent forms) on the part of a minority of their students on the other hand. Youth unemployment is second only to certain lawless regions of the Italian South. The few who do have a job must come to terms with low wages and work insecurity. And, at the background, the asfyxiating presence of a hyper-protective family, which no longer believes in hard work as a value, but likes to cultivate unrealistically high expectations instead.
Crucially, the difficult task of integrating one million recent immigrants (in a native population of 10 million) has been shamefully neglected. Their children spend most of their time in their own ethnically homogeneous neighborhoods in Athens and elsewhere. They go to local state schools, that are gradually abandoned by Greek kids as their families move out, and where they are taught basic numeracy and literacy by increasingly demoralised (and increasingly resigned) teachers. Outside school, in workplaces and in their dealings with the state, they face hostility or, at best, indifference. They have no faith in, and feel no loyalty to, the country that hosts them – and who can blame them?
The above may help make sense of the intensity of so many adolescents’ reaction to the killing of a boy their age. But in order to explain the violence, the damage to banks, the looting of shops, as well as the destruction of state universities, public libraries and national theatres, one needs to turn elsewhere; beyond the repulsion of the middle classes, which might have been more convincing had they been less accustomed to evading taxes and ignoring rules when it suits them; and beyond the hollow words of our radicals, who christen “social revolt” (and by implication, worth our respect) every act of blind and indiscriminate violence at the expense of universities, libraries, theatres and the rest of our public (and, incidentally, defenseless) cultural institutions.
To explain the great number of youth committing acts of violence, and the even greater number of those tolerating such violence, one would have to tackle rather uncomfortable issues. Like the profound indifference (if not open complacence) of many Greeks with respect to the actions of the “17 November” terrorist group that was operative from the early 1970s to the beginning of the current decade. Like the spontaneous solidarity of an overwhelming majority of Greeks to the bloodiest regimes and leaders of our time (Slobodan Milošević, Saddam Hussein and others), on the grounds that they stood up to the Americans. Like the silence of our trade unions, and the lack of attention of our public opinion, to the victims (all foreign workers) of the many accidents at work caused by the reckless drive to complete the stadiums and supporting infrastructure in time for the 2004 Athens Olympics. Like the tacit acceptance of, and the enthusiastic participation to, the collapse of the most elementary rules of civil coexistence that is the everyday chaos of motor traffic. Like the resignation of so many in front of the regular and perfectly organised clashes between rival football fans.
Early responses to the crisis on the part of the political elite have often verged on overt or covert indulgence, of the “these-kids-have-good-reasons-to-be-violent” variety. This show of remorse is too shallow and insincere to be convincing. In any case, it will take much more than that for an exit from the current political crisis, just as the economic crisis begins to bite. The culture of violence is not easy to defeat, not by a polity that lacks the moral authority to combat it, nor in a society that refuses to acknowledge its existence. This time, no short cuts are on offer. As the saying goes, a crisis can be an opportunity to amend the bad old ways and make a fresh start. Will we Greeks be up to it?
It is probablly too soon for a full understanding of what caused the events of December 2008. All I can offer is a random reflection on the state we in Greece find ourselves in, three months later.
A policeman who uses his regulation firearm to kill (cold-bloodedly, according to most accounts) a 15-year old only because the latter shouted abuse at him is obviously an exceptional case. However, the sense of impunity of our security forces, and their perception that they are above the law, is the rule. Not all of them are murderers, certainly. But it is true that the police too often acts with gratuitous brutality (e.g. when dealing with foreign immigrants), that corruption in their ranks is too diffuse, and above all that violent and/or corrupt policemen can always count on the complicity of their colleagues and superiors, as on the “understanding” of judges. Clearly, things are more complicated when there is a dead man (and as young as that), but a way to transform a life sentence at first grade into a mere three-year imprisonment on appeal can always be found. It has happenned before (in the mid-1980s). Why think it will be different this time?
The lack of trust in the willingness and the capacity of the high ranks of the security forces to punish the guilty and take all necessary measures to ensure that no such incidences happen again fits in the context of a more general lack of trust in institutions – all of them. A quick look at the front pages of our daily papers over the past two or three years leaves no doubt. Judges protecting organised crime. Priests, nay monks, going around by helicopter (“to save time”), clinching million euro deals (“for the benefit of our monasteries”), keeping millions on offshore accounts. And, obviously, ministers who use state funds as if these were their private property. A moral degradation never seen before – and all in the reign of a prime minister who came to power with the promise to defeat powerful interests (or literally, with his characteristic elegance, “to beat the pimps”).
To this cocktail, pretty explosive as it is, one ought to add the fact that for too many youths everyday life and future prospects are rather bleak. As shown by international comparisons, our teenagers study more and learn less than most of their European counterparts. Our best universities do a decent job in extremely adverse conditions, but are left little space to breath, squeezed as they are by a suffocating state beaurocracy intent on micro-management of academic affairs on the one hand, and by the endemic contestation (often assuming violent forms) on the part of a minority of their students on the other hand. Youth unemployment is second only to certain lawless regions of the Italian South. The few who do have a job must come to terms with low wages and work insecurity. And, at the background, the asfyxiating presence of a hyper-protective family, which no longer believes in hard work as a value, but likes to cultivate unrealistically high expectations instead.
Crucially, the difficult task of integrating one million recent immigrants (in a native population of 10 million) has been shamefully neglected. Their children spend most of their time in their own ethnically homogeneous neighborhoods in Athens and elsewhere. They go to local state schools, that are gradually abandoned by Greek kids as their families move out, and where they are taught basic numeracy and literacy by increasingly demoralised (and increasingly resigned) teachers. Outside school, in workplaces and in their dealings with the state, they face hostility or, at best, indifference. They have no faith in, and feel no loyalty to, the country that hosts them – and who can blame them?
The above may help make sense of the intensity of so many adolescents’ reaction to the killing of a boy their age. But in order to explain the violence, the damage to banks, the looting of shops, as well as the destruction of state universities, public libraries and national theatres, one needs to turn elsewhere; beyond the repulsion of the middle classes, which might have been more convincing had they been less accustomed to evading taxes and ignoring rules when it suits them; and beyond the hollow words of our radicals, who christen “social revolt” (and by implication, worth our respect) every act of blind and indiscriminate violence at the expense of universities, libraries, theatres and the rest of our public (and, incidentally, defenseless) cultural institutions.
To explain the great number of youth committing acts of violence, and the even greater number of those tolerating such violence, one would have to tackle rather uncomfortable issues. Like the profound indifference (if not open complacence) of many Greeks with respect to the actions of the “17 November” terrorist group that was operative from the early 1970s to the beginning of the current decade. Like the spontaneous solidarity of an overwhelming majority of Greeks to the bloodiest regimes and leaders of our time (Slobodan Milošević, Saddam Hussein and others), on the grounds that they stood up to the Americans. Like the silence of our trade unions, and the lack of attention of our public opinion, to the victims (all foreign workers) of the many accidents at work caused by the reckless drive to complete the stadiums and supporting infrastructure in time for the 2004 Athens Olympics. Like the tacit acceptance of, and the enthusiastic participation to, the collapse of the most elementary rules of civil coexistence that is the everyday chaos of motor traffic. Like the resignation of so many in front of the regular and perfectly organised clashes between rival football fans.
Early responses to the crisis on the part of the political elite have often verged on overt or covert indulgence, of the “these-kids-have-good-reasons-to-be-violent” variety. This show of remorse is too shallow and insincere to be convincing. In any case, it will take much more than that for an exit from the current political crisis, just as the economic crisis begins to bite. The culture of violence is not easy to defeat, not by a polity that lacks the moral authority to combat it, nor in a society that refuses to acknowledge its existence. This time, no short cuts are on offer. As the saying goes, a crisis can be an opportunity to amend the bad old ways and make a fresh start. Will we Greeks be up to it?
8 Απριλίου 2009
Η ευελιξία με ασφάλεια και η εκσυγχρονιστική κεντροαριστερά
Ομιλία στην εκδήλωση του Ομίλου Προβληματισμού για τον Εκσυγχρονισμό της Κοινωνίας (ΟΠΕΚ) με θέμα «Στο περιθώριο της αγοράς εργασίας: επισφαλής εργασία και ανεργία» (Τετάρτη 8 Απριλίου 2009)
Θα δοκιμάσω να απαντήσω στα ερωτήματα της πρόσκλησης, με εξαίρεση το πρώτο («Πόσο νέο φαινόμενο είναι η επισφαλής εργασία;») που θα το αφήσω στον Αντώνη Λιάκο ως καθ’ ύλην αρμόδιο.
Ταυτίζεται η επισφαλής εργασία με την ευέλικτη εργασία;
Γενικώς, όχι. Δεν είναι υποχρεωτικό η ευέλικτη εργασία να είναι επίσης επισφαλής. Παραδείγματα οργάνωσης της εργασίας ώστε να είναι και ευέλικτη (π.χ. part-time) και «ασφαλής» (με την έννοια του εργατικού δικαίου αλλά και της κοινωνικής προστασίας) υπάρχουν διεθνώς πολλά – σε λίγο θα αναφέρω κάποια.
Ειδικώς, συχνά ναι. Το «ευέλικτο» κομμάτι της αγοράς εργασίας τείνει να απασχολεί εργαζόμενους που δεν ανήκουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και που είναι ευάλωτοι στους χώρους δουλειάς έναντι του εργοδότη: μετανάστες, γυναίκες, νέοι, ανειδίκευτοι, και διάφοροι συνδυασμοί αυτών των ιδιοτήτων. Πρόκειται για κατ’ εξοχήν πρόβλημα συσχετισμού ισχύος, στο οποίο θα επανέλθω στη συνέχεια.
Κατά πόσον ισχύει η διχοτόμηση των ανθρώπων σε δυο κόσμους: τον κόσμο των «εντός» προνομίων και προστασίας, και τον κόσμο των «εκτός»;
Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας παρατηρείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, αλλά δεν είναι το ίδιο έντονος παντού. Για παράδειγμα, στις Σκανδιναβικές χώρες και στην Ολλανδία οι outsiders έχουν περισσότερη προστασία από ό,τι αλλού, ενώ στη Βρετανία και στην Ιρλανδία οι insiders έχουν λιγότερη ασφάλεια από ό,τι αλλού. Το χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων είναι βαθύτερο στις αγορές εργασίας της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Βελγιο κτλ.). Πουθενά όμως δεν είναι τόσο βαθύ όσο στην Ελλάδα.
Ως ποιο σημείο συμπίπτουν και πού αποκλίνουν τα συμφέροντα των «κανονικών» εργαζομένων, των «επισφαλών» εργαζομένων και των ανέργων;
Το εάν τα συμφέροντα συμπίπτουν ή αποκλίνουν εξαρτάται, κυρίως από το πώς τα αντιλαμβάνονται οι insiders. Η βιβλιογραφία σε θέματα industrial relations κάνει διάκριση μεταξύ «περιεκτικών» (encompassing) και συντεχνιακών συνδικάτων. Στην πρώτη περίπτωση, οι συνδικαλιστές καταβάλλουν προσπάθεια να εκπροσωπήσουν το σύνολο της εργατικής τάξης, ενώ επίσης θεωρούν προτεραιότητά τους την αύξηση της παρουσίας και της επιρροής των συνδικάτων στον «άτυπο» τομέα. Στη δεύτερη περίπτωση, οι συνδικαλιστές έχουν πρακτικά διαγράψει από την οπτική τους τα προβλήματα των outsiders (ως άλυτα, ενδεχομένως) και έχουν αποκλειστικά στραμμένο το ενδιαφέρον τους στην υπεράσπιση των «κεκτημένων» των προνομιούχων ομάδων από τις οποίες οι ίδιοι προέρχονται.
Πόσο αντιπροσωπεύονται οι επισφαλώς εργαζόμενοι/ες και οι άνεργοι/ες από τα συνδικάτα;
Στη χώρα μας, όπου ο συνδικαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη θαλπωρή της δημόσιας απασχόλησης, οι επισφαλώς εργαζόμενοι και οι άνεργοι αντιπροσωπεύονται ελάχιστα ή καθόλου.
Οι αριθμοί μιλάνε μόνοι τους.
Υπάρχει «Ευρωπαϊκή διαδρομή» προς τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας;
Υπάρχει, και είναι σαφώς «Ευρωπαϊκή», με την έννοια ότι απορρίπτει την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας τύπου ΗΠΑ ή Βρετανίας, χωρίς από την άλλη να αρνείται την ανάγκη μεταρρύθμισης. Να προσθέσω ότι είναι πνευματικό παιδί του «χώρου», αφενός επειδή ήδη εφαρμόζεται σε «σοσιαλδημοκρατικές» χώρες, αφετέρου επειδή οι πιο δραστήριοι υποστηρικτές της (Tito Boeri κ.ά.) πρόσκεινται στην κεντροαριστερά. Πρόκειται για τη (μάλλον συκοφαντημένη στην Ελλάδα) στρατηγική της ευελιξίας με ασφάλεια ή flexicurity.
Η κεντρική ιδέα της flexicurity είναι η μείωση του χάσματος μεταξύ insiders και outsiders: μεγαλύτερη ελαστικότητα και λιγότερα προνόμια για τους μεν, με αντάλλαγμα καλύτερη κοινωνική προστασία και εργασιακή ασφάλεια για τους δε.
Η ευελιξία με ασφάλεια έχει εφαρμοστεί με ιδιαίτερη επιτυχία κυρίως στη Δανία και στην Ολλανδία. Έχω μελετήσει κάπως καλύτερα την περίπτωση της Ολλανδίας. Έχω, λοιπόν, να αναφέρω ότι η στροφή των Ολλανδικών συνομοσπονδιών εργαζομένων «υπέρ του σεβασμού του πλουραλισμού και της ποικιλομορφίας των μορφών απασχόλησης, και υπέρ των ίσων δικαιωμάτων των εργαζομένων σε άτυπες μορφές απασχόλησης» (στροφή που επιτεύχθηκε μετά από μακρόχρονους αγώνες των ομοσπονδιών με μεγάλη γυναικεία παρουσία) επέτρεψε τη σύναψη διμερών συμφωνιών που οδήγησαν στο «Ολλανδικό θαύμα»: αύξηση της απασχόλησης και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, μείωση της φτώχειας και της ανισότητας.
Η ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης και μείωση της φτώχειας λόγω της ευελιξίας με ασφάλεια στην Ολλανδία (και αλλού) είναι λιγότερο ευκαταφρόνητο επίτευγμα από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η ευελιξία χωρίς ασφάλεια στη Βρετανία και στις ΗΠΑ είχε μεν θεαματικές επιδόσεις στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά είχε επίσης τίμημα την έκρηξη της φτώχειας των εργαζομένων. Να προσθέσω, τέλος, ότι η στροφή των Ολλανδικών συνδικάτων υπέρ της ευελιξίας με ασφάλεια αύξησε το κύρος και την επιρροή τους στην κοινωνία, αλλά και τον αριθμό των μελών τους, λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους στον άτυπο τομέα.
Μεταφέρεται η εμπειρία της Ολλανδίας (ή της Δανίας) αλλού, π.χ. στην Ελλάδα; Οι ίδιοι οι υποστηρικτές της (Tito Boeri κ.ά.) αναγνωρίζουν, και μάλιστα σε επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η επιτυχία της στρατηγικής της ευελιξίας με ασφάλεια στις χώρες αυτές βασίστηκε αφενός στη μακρά παράδοση συλλογικών διαπραγματεύσεων και διμερών συμφωνιών, και αφετέρου στον αμοιβαίο σεβασμό των κοινωνικών εταίρων και στην εμπιστοσύνη τους ότι τα συμφωνηθέντα θα τηρηθούν. Εκεί όπου οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, οι «εθνικές διαδρομές» προς την ευελιξία με ασφάλεια κατ’ ανάγκη περιπλέκονται – αν, και κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν καθιστά λιγότερο επείγουσα την ανάγκη γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ insiders και outsiders.
Τι μας διδάσκουν τα παραπάνω για τις προοπτικές της αγοράς εργασίας (και για τη στάση της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς) στην Ελλάδα;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τρία πράγματα.
Πρώτον, ότι η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας θα πρέπει να επιχειρηθεί ταυτόχρονα με τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Ήδη αναφέρθηκα στην κατεύθυνση της ευελιξίας με ασφάλεια προς την οποία θα πρέπει να κινηθεί η πρώτη. Όσο για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, εδώ ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η γενναία αναδιανομή πόρων από τις κοινωνικά αντιπαραγωγικές δαπάνες (όπως είναι τα σκανδαλώδη συνταξιοδοτικά προνόμια πολλών ομάδων) προς τις κοινωνικές υπηρεσίες (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, βοήθεια στο σπίτι), καθώς και στη στήριξη του εισοδήματος (επιδόματα παιδιών, επιδόματα ανέργων, επιδόματα κατοικίας, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα).
Δεύτερον, ότι αν και η παραπάνω διαδρομή είναι ίσως βραχυπρόθεσμα επώδυνη για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τουλάχιστον υπόσχεται την αναστήλωση του (χαμηλού σήμερα) κύρους τους στην κοινωνία και την αύξηση της πολιτικής και αριθμητικής επιρροής τους. Αντίθετα, η πεπατημένη της με νύχια και δόντια υπεράσπισης των «κεκτημένων» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην οριστική παρακμή τους.
Τρίτον, ότι η στρατηγική της ευελιξίας με ασφάλεια δεν προϋποθέτει μόνο την αλλαγή πορείας των συνδικάτων, αλλά και την αξιοπιστία των εργοδοτικών οργανώσεων (it takes two to tango). Στη χώρα μας, όπου η αστική τάξη αποστρέφεται τα ρίσκα και αναζητά εναγωνίως το σίγουρο κέρδος στη σκιά του πελατειακού κράτους, όπου πάρα πολλοί επιχειρηματίες θεωρούν την επιχειρηματικότητα συνώνυμο της «αρπαχτής», και όπου η κερδοφορία συνήθως δεν είναι επιστέγασμα κάποιας καινοτόμου ιδέας για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που ζητά η αγορά, αλλά αποτέλεσμα της ανελέητης συμπίεσης του εργατικού κόστους (τύπου «εσύ υπογράφεις για €700 και εγώ σου δίνω €400») – τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει;
Καμμία ελπίδα – εκτός εάν μια υγιέστερη επιχειρηματική κουλτούρα επικρατήσει (πώς;), και εκτός εάν ο συσχετισμός ισχύος στον ιδιωτικό τομέα αλλάξει υπέρ των εργαζομένων.
Μπορεί να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις υπέρ των «εκτός» χωρίς να θιγούν τα κεκτημένα των «εντός»;
Φοβάμαι πως κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε εφικτό αλλά ούτε και επιθυμητό.
Δεν είναι εφικτό επειδή το «πολιτικό κεφάλαιο» που διαθέτουν τα συνδικάτα και τα κόμματα της ευρείας αριστεράς είναι πεπερασμένο. Στα λόγια όλοι είναι υπέρ της βελτίωσης της θέσης των «εκτός». Όταν όμως τα συνδικάτα επιλέγουν να δώσουν τις ηρωικότερες μάχες τους για να μην αλλάξει τίποτε (όπως έγινε στο παρελθόν με τις προτάσεις Γιαννίτση για το ασφαλιστικό), ή για τη διατήρηση του δικαιώματος των «εντός» να συνταξιοδοτούνται μέχρι και 17 χρόνια νωρίτερα από όλους τους άλλους (όπως έγινε πιο πρόσφατα με αφορμή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου), δεν περισσεύει και πολύς χρόνος και ενέργεια για τα πιο πεζά προβλήματα της Κούνεβα και των άλλων θαρραλέων συνδικαλιστριών του Σωματείου της.
Τα κεκτημένα των «εντός» δεν είναι εφικτό λοιπόν να μείνουν άθικτα, εάν θέλουμε να βελτιωθεί η θέση των «εκτός». Δεν είναι όμως ούτε επιθυμητό. Αφενός, γιατί η ύπαρξη των κεκτημένων αυτών προσβάλλει την αρχή της ισονομίας των πολιτών και κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης. Αφετέρου, γιατί ποιος θα ήθελε να ζει σε μια χώρα όπου όλοι οι εργαζόμενοι συμπεριφέρονται ως δημόσιοι υπάλληλοι (και όπου όλες οι αεροπορικές εταιρίες είναι σαν την Ολυμπιακή, όλες οι Τράπεζες σαν την Εθνική κ.ο.κ.);
Εγώ πάντως όχι.
Θα δοκιμάσω να απαντήσω στα ερωτήματα της πρόσκλησης, με εξαίρεση το πρώτο («Πόσο νέο φαινόμενο είναι η επισφαλής εργασία;») που θα το αφήσω στον Αντώνη Λιάκο ως καθ’ ύλην αρμόδιο.
Ταυτίζεται η επισφαλής εργασία με την ευέλικτη εργασία;
Γενικώς, όχι. Δεν είναι υποχρεωτικό η ευέλικτη εργασία να είναι επίσης επισφαλής. Παραδείγματα οργάνωσης της εργασίας ώστε να είναι και ευέλικτη (π.χ. part-time) και «ασφαλής» (με την έννοια του εργατικού δικαίου αλλά και της κοινωνικής προστασίας) υπάρχουν διεθνώς πολλά – σε λίγο θα αναφέρω κάποια.
Ειδικώς, συχνά ναι. Το «ευέλικτο» κομμάτι της αγοράς εργασίας τείνει να απασχολεί εργαζόμενους που δεν ανήκουν σε συνδικαλιστικές οργανώσεις και που είναι ευάλωτοι στους χώρους δουλειάς έναντι του εργοδότη: μετανάστες, γυναίκες, νέοι, ανειδίκευτοι, και διάφοροι συνδυασμοί αυτών των ιδιοτήτων. Πρόκειται για κατ’ εξοχήν πρόβλημα συσχετισμού ισχύος, στο οποίο θα επανέλθω στη συνέχεια.
Κατά πόσον ισχύει η διχοτόμηση των ανθρώπων σε δυο κόσμους: τον κόσμο των «εντός» προνομίων και προστασίας, και τον κόσμο των «εκτός»;
Ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας παρατηρείται σε όλες τις Ευρωπαϊκές αγορές εργασίας, αλλά δεν είναι το ίδιο έντονος παντού. Για παράδειγμα, στις Σκανδιναβικές χώρες και στην Ολλανδία οι outsiders έχουν περισσότερη προστασία από ό,τι αλλού, ενώ στη Βρετανία και στην Ιρλανδία οι insiders έχουν λιγότερη ασφάλεια από ό,τι αλλού. Το χάσμα μεταξύ των δύο κόσμων είναι βαθύτερο στις αγορές εργασίας της Ηπειρωτικής Ευρώπης (Γερμανία, Γαλλία, Βελγιο κτλ.). Πουθενά όμως δεν είναι τόσο βαθύ όσο στην Ελλάδα.
Ως ποιο σημείο συμπίπτουν και πού αποκλίνουν τα συμφέροντα των «κανονικών» εργαζομένων, των «επισφαλών» εργαζομένων και των ανέργων;
Το εάν τα συμφέροντα συμπίπτουν ή αποκλίνουν εξαρτάται, κυρίως από το πώς τα αντιλαμβάνονται οι insiders. Η βιβλιογραφία σε θέματα industrial relations κάνει διάκριση μεταξύ «περιεκτικών» (encompassing) και συντεχνιακών συνδικάτων. Στην πρώτη περίπτωση, οι συνδικαλιστές καταβάλλουν προσπάθεια να εκπροσωπήσουν το σύνολο της εργατικής τάξης, ενώ επίσης θεωρούν προτεραιότητά τους την αύξηση της παρουσίας και της επιρροής των συνδικάτων στον «άτυπο» τομέα. Στη δεύτερη περίπτωση, οι συνδικαλιστές έχουν πρακτικά διαγράψει από την οπτική τους τα προβλήματα των outsiders (ως άλυτα, ενδεχομένως) και έχουν αποκλειστικά στραμμένο το ενδιαφέρον τους στην υπεράσπιση των «κεκτημένων» των προνομιούχων ομάδων από τις οποίες οι ίδιοι προέρχονται.
Πόσο αντιπροσωπεύονται οι επισφαλώς εργαζόμενοι/ες και οι άνεργοι/ες από τα συνδικάτα;
Στη χώρα μας, όπου ο συνδικαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη θαλπωρή της δημόσιας απασχόλησης, οι επισφαλώς εργαζόμενοι και οι άνεργοι αντιπροσωπεύονται ελάχιστα ή καθόλου.
Οι αριθμοί μιλάνε μόνοι τους.
- Οι κλάδοι της κοινής ωφέλειας και των τραπεζών απασχολούν μόλις το 8% των μισθωτών (εκτός μονίμων δημοσίων υπαλλήλων που οργανώνονται στην ΑΔΕΔΥ), όμως η ΟΤΟΕ και τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ έχουν τη συντριπτική πλειοψηφία στα όργανα της ΓΣΕΕ. Αντίθετα, η παρουσία των συνδικάτων στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα είναι ισχνή.
- Το 40% των μισθωτών είναι γυναίκες, αλλά η «φυλετική» αναλογία στην Διοικούσα Επιτροπή της ΓΣΕΕ τις τελευταίες δύο δεκαετίες είναι κατά μέσο όρο 3 γυναίκες σε 45 μέλη.
- Παλαιότερη δημοσκόπηση για λογαριασμό της ΓΣΕΕ έδειξε ότι η συμμετοχή των νέων εργαζομένων στα συνδικάτα είναι κατά 5 φορές μικρότερη από ό,τι των μεγαλύτερων ηλικιών.
- Τέλος, με την τιμητική εξαίρεση του Συνδικάτου Οικοδόμων, καμιά άλλη συνδικαλιστική οργάνωση δεν έχει προσπαθήσει να οργανώσει τους ξένους εργάτες, ούτε έχει εκλέξει κάποιον από αυτούς σε διοικητικό συμβούλιο ομοσπονδίας.
Υπάρχει «Ευρωπαϊκή διαδρομή» προς τη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας;
Υπάρχει, και είναι σαφώς «Ευρωπαϊκή», με την έννοια ότι απορρίπτει την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας τύπου ΗΠΑ ή Βρετανίας, χωρίς από την άλλη να αρνείται την ανάγκη μεταρρύθμισης. Να προσθέσω ότι είναι πνευματικό παιδί του «χώρου», αφενός επειδή ήδη εφαρμόζεται σε «σοσιαλδημοκρατικές» χώρες, αφετέρου επειδή οι πιο δραστήριοι υποστηρικτές της (Tito Boeri κ.ά.) πρόσκεινται στην κεντροαριστερά. Πρόκειται για τη (μάλλον συκοφαντημένη στην Ελλάδα) στρατηγική της ευελιξίας με ασφάλεια ή flexicurity.
Η κεντρική ιδέα της flexicurity είναι η μείωση του χάσματος μεταξύ insiders και outsiders: μεγαλύτερη ελαστικότητα και λιγότερα προνόμια για τους μεν, με αντάλλαγμα καλύτερη κοινωνική προστασία και εργασιακή ασφάλεια για τους δε.
Η ευελιξία με ασφάλεια έχει εφαρμοστεί με ιδιαίτερη επιτυχία κυρίως στη Δανία και στην Ολλανδία. Έχω μελετήσει κάπως καλύτερα την περίπτωση της Ολλανδίας. Έχω, λοιπόν, να αναφέρω ότι η στροφή των Ολλανδικών συνομοσπονδιών εργαζομένων «υπέρ του σεβασμού του πλουραλισμού και της ποικιλομορφίας των μορφών απασχόλησης, και υπέρ των ίσων δικαιωμάτων των εργαζομένων σε άτυπες μορφές απασχόλησης» (στροφή που επιτεύχθηκε μετά από μακρόχρονους αγώνες των ομοσπονδιών με μεγάλη γυναικεία παρουσία) επέτρεψε τη σύναψη διμερών συμφωνιών που οδήγησαν στο «Ολλανδικό θαύμα»: αύξηση της απασχόλησης και του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας, μείωση της φτώχειας και της ανισότητας.
Η ταυτόχρονη αύξηση της απασχόλησης και μείωση της φτώχειας λόγω της ευελιξίας με ασφάλεια στην Ολλανδία (και αλλού) είναι λιγότερο ευκαταφρόνητο επίτευγμα από ό,τι φαίνεται εκ πρώτης όψεως. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι η ευελιξία χωρίς ασφάλεια στη Βρετανία και στις ΗΠΑ είχε μεν θεαματικές επιδόσεις στη δημιουργία θέσεων εργασίας, αλλά είχε επίσης τίμημα την έκρηξη της φτώχειας των εργαζομένων. Να προσθέσω, τέλος, ότι η στροφή των Ολλανδικών συνδικάτων υπέρ της ευελιξίας με ασφάλεια αύξησε το κύρος και την επιρροή τους στην κοινωνία, αλλά και τον αριθμό των μελών τους, λόγω της μεγαλύτερης διεισδυτικότητάς τους στον άτυπο τομέα.
Μεταφέρεται η εμπειρία της Ολλανδίας (ή της Δανίας) αλλού, π.χ. στην Ελλάδα; Οι ίδιοι οι υποστηρικτές της (Tito Boeri κ.ά.) αναγνωρίζουν, και μάλιστα σε επίσημα έγγραφα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ότι η επιτυχία της στρατηγικής της ευελιξίας με ασφάλεια στις χώρες αυτές βασίστηκε αφενός στη μακρά παράδοση συλλογικών διαπραγματεύσεων και διμερών συμφωνιών, και αφετέρου στον αμοιβαίο σεβασμό των κοινωνικών εταίρων και στην εμπιστοσύνη τους ότι τα συμφωνηθέντα θα τηρηθούν. Εκεί όπου οι προϋποθέσεις αυτές δεν πληρούνται, οι «εθνικές διαδρομές» προς την ευελιξία με ασφάλεια κατ’ ανάγκη περιπλέκονται – αν, και κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν καθιστά λιγότερο επείγουσα την ανάγκη γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ insiders και outsiders.
Τι μας διδάσκουν τα παραπάνω για τις προοπτικές της αγοράς εργασίας (και για τη στάση της εκσυγχρονιστικής κεντροαριστεράς) στην Ελλάδα;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, τρία πράγματα.
Πρώτον, ότι η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας θα πρέπει να επιχειρηθεί ταυτόχρονα με τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής προστασίας. Ήδη αναφέρθηκα στην κατεύθυνση της ευελιξίας με ασφάλεια προς την οποία θα πρέπει να κινηθεί η πρώτη. Όσο για τη μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους, εδώ ο στόχος δεν μπορεί παρά να είναι η γενναία αναδιανομή πόρων από τις κοινωνικά αντιπαραγωγικές δαπάνες (όπως είναι τα σκανδαλώδη συνταξιοδοτικά προνόμια πολλών ομάδων) προς τις κοινωνικές υπηρεσίες (π.χ. βρεφονηπιακοί σταθμοί, βοήθεια στο σπίτι), καθώς και στη στήριξη του εισοδήματος (επιδόματα παιδιών, επιδόματα ανέργων, επιδόματα κατοικίας, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα).
Δεύτερον, ότι αν και η παραπάνω διαδρομή είναι ίσως βραχυπρόθεσμα επώδυνη για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, τουλάχιστον υπόσχεται την αναστήλωση του (χαμηλού σήμερα) κύρους τους στην κοινωνία και την αύξηση της πολιτικής και αριθμητικής επιρροής τους. Αντίθετα, η πεπατημένη της με νύχια και δόντια υπεράσπισης των «κεκτημένων» οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην οριστική παρακμή τους.
Τρίτον, ότι η στρατηγική της ευελιξίας με ασφάλεια δεν προϋποθέτει μόνο την αλλαγή πορείας των συνδικάτων, αλλά και την αξιοπιστία των εργοδοτικών οργανώσεων (it takes two to tango). Στη χώρα μας, όπου η αστική τάξη αποστρέφεται τα ρίσκα και αναζητά εναγωνίως το σίγουρο κέρδος στη σκιά του πελατειακού κράτους, όπου πάρα πολλοί επιχειρηματίες θεωρούν την επιχειρηματικότητα συνώνυμο της «αρπαχτής», και όπου η κερδοφορία συνήθως δεν είναι επιστέγασμα κάποιας καινοτόμου ιδέας για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών που ζητά η αγορά, αλλά αποτέλεσμα της ανελέητης συμπίεσης του εργατικού κόστους (τύπου «εσύ υπογράφεις για €700 και εγώ σου δίνω €400») – τι ελπίδα μπορεί να υπάρχει;
Καμμία ελπίδα – εκτός εάν μια υγιέστερη επιχειρηματική κουλτούρα επικρατήσει (πώς;), και εκτός εάν ο συσχετισμός ισχύος στον ιδιωτικό τομέα αλλάξει υπέρ των εργαζομένων.
Μπορεί να προχωρήσουν μεταρρυθμίσεις υπέρ των «εκτός» χωρίς να θιγούν τα κεκτημένα των «εντός»;
Φοβάμαι πως κάτι τέτοιο δεν είναι ούτε εφικτό αλλά ούτε και επιθυμητό.
Δεν είναι εφικτό επειδή το «πολιτικό κεφάλαιο» που διαθέτουν τα συνδικάτα και τα κόμματα της ευρείας αριστεράς είναι πεπερασμένο. Στα λόγια όλοι είναι υπέρ της βελτίωσης της θέσης των «εκτός». Όταν όμως τα συνδικάτα επιλέγουν να δώσουν τις ηρωικότερες μάχες τους για να μην αλλάξει τίποτε (όπως έγινε στο παρελθόν με τις προτάσεις Γιαννίτση για το ασφαλιστικό), ή για τη διατήρηση του δικαιώματος των «εντός» να συνταξιοδοτούνται μέχρι και 17 χρόνια νωρίτερα από όλους τους άλλους (όπως έγινε πιο πρόσφατα με αφορμή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου), δεν περισσεύει και πολύς χρόνος και ενέργεια για τα πιο πεζά προβλήματα της Κούνεβα και των άλλων θαρραλέων συνδικαλιστριών του Σωματείου της.
Τα κεκτημένα των «εντός» δεν είναι εφικτό λοιπόν να μείνουν άθικτα, εάν θέλουμε να βελτιωθεί η θέση των «εκτός». Δεν είναι όμως ούτε επιθυμητό. Αφενός, γιατί η ύπαρξη των κεκτημένων αυτών προσβάλλει την αρχή της ισονομίας των πολιτών και κάθε έννοια κοινωνικής δικαιοσύνης. Αφετέρου, γιατί ποιος θα ήθελε να ζει σε μια χώρα όπου όλοι οι εργαζόμενοι συμπεριφέρονται ως δημόσιοι υπάλληλοι (και όπου όλες οι αεροπορικές εταιρίες είναι σαν την Ολυμπιακή, όλες οι Τράπεζες σαν την Εθνική κ.ο.κ.);
Εγώ πάντως όχι.
1 Απριλίου 2009
Η κοινωνική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας (2004-09): ένας κριτικός απολογισμός
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Μεταρρύθμιση» (Απρίλιος 2009)
Μια μάλλον διαδεδομένη πεποίθηση θέλει τις συντηρητικές κυβερνήσεις να υστερούν «ποσοτικά» στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής έναντι των σοσιαλιστικών – π.χ. όσον αφορά το ύψος της κοινωνικής δαπάνης. Πρόκειται περί παρεξήγησης. Η περιοριστική πολιτική (π.χ. περικοπές) υποστηρίζεται από οπαδούς του ελάχιστου κράτους – αν και, όπως διαπίστωσε η κ. Θάτσερ τη δεκαετία του ’80, αυτό είναι ευκολότερο να επιτευχθεί στη θεωρία παρά στην πράξη. Αντίθετα, τα συντηρητικά κόμματα τύπου ΝΔ δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν το κράτος για τους δικούς τους σκοπούς, οι οποίοι (ακόμη και όταν δεν είναι ιδιοτελείς) φέρουν τα σημάδια της συντηρητικής ιδεολογίας.
Τα τελευταία 5 χρόνια η κοινωνική δαπάνη συνέχισε να αυξάνεται (από 20,0% του ΑΕΠ το 2004 σε 21,1% το 2008 σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης). Κατά ένα μικρό μέρος, αυτό οφείλεται στη θεσμοθέτηση νέων πολιτικών ή στη διεύρυνση άλλων. Κατά ένα μεγάλο μέρος, η αύξηση της κοινωνικής δαπάνης αντανακλά την «κεκτημένη ταχύτητα» ενός υπερτροφικού συστήματος συντάξεων στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Το «ποιοτικό» χαρακτηριστικό της πολιτικής των κυβερνήσεων ΝΔ – αλλά, δυστυχώς, όχι μόνον αυτών – είναι ότι το σύστημα κοινωνικής προστασίας που έχουμε παραμένει αναχρονιστικό, αναποτελεσματικό και άδικο.
Οι κυριότερες πρωτοβουλίες την τελευταία πενταετία ήταν επιγραμματικά οι εξής.
Φορολογική μεταρρύθμιση
Η μείωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (η οποία άρχισε επί Χριστοδουλάκη) συνεχίστηκε επί Αλογοσκούφη. Όμως, εάν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, οι φορολογούμενοι με ετήσιο εισόδημα 15.000 ευρώ πληρώνουν σήμερα περισσότερο φόρο από ό,τι το 2004, ενώ κερδισμένοι είναι όσοι δηλώνουν μέχρι 75.000 ευρώ το χρόνο. Επίσης, η μετατροπή της μείωσης φόρου λόγω παιδιών σε προσαύξηση του αφορολογήτου ορίου ωφελεί οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά, ιδίως εάν έχουν εισόδημα πάνω από 22.000 ευρώ. Επί πλέον, η μείωση των συντελεστών του φόρου κληρονομιάς (από 5%-30% σε 1%) και η αύξηση του αφορολογήτου ορίου σε 95.000 ευρώ (επί της αντικειμενικής αξίας) συνεπάγεται μηδενική ή συμβολική φορολόγηση ακόμη περισσότερων μεταβιβάσεων ακίνητης περιουσίας. Γενικά, η επίπτωση της μείωσης φόρου είναι αντίστροφα προοδευτική – διπλά: και επειδή ευνοεί τους πλούσιους λιγότερο από ό,τι τους φτωχούς, αλλά και επειδή στερεί από το κράτος έσοδα τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αναδιανεμητικές πολιτικές υπέρ των τελευταίων.
Κατάργηση του ΛΑΦΚΑ
Ο Λογαριασμός Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης είχε συσταθεί με το νόμο 2084 (Μάνου-Σιούφα) το 1992 ως προσωρινό μέτρο για την ενίσχυση των προβληματικών ταμείων, εν αναμονή της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Ήταν στην ουσία μια προοδευτική εισφορά, με την έννοια ότι επιβάρυνε τις χαμηλές συντάξεις πολύ λιγότερο από τις υψηλές[1]. Η κατάργηση του ΛΑΦΚΑ το 2004 (το πρώτο μέτρο κοινωνικής πολιτικής της ΝΔ) εξάλειψε το μοναδικό μηχανισμό ανακατανομής πόρων στο εσωτερικό του συνταξιοδοτικού συστήματος και αύξησε τις εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των ηλικιωμένων.
Παροχές στις τρίτεκνες οικογένειες
Με το νόμο 3454/2006 οι παροχές υπέρ πολύτεκνων (γενναιόδωρα επιδόματα, φορολογικές ελαφρύνσεις, προνομιακή μεταχείριση στις προσλήψεις στο δημόσιο, στην έκδοση αδειών, στην ανώτατη εκπαίδευση κτλ.) επεκτάθηκαν στις τρίτεκνες οικογένειες. Η μεροληψία υπέρ των πολυτέκνων ήταν προσφιλής στα καθεστώτα του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Φράνκο και του Σαλαζάρ, μα έχει εκλείψει έκτοτε στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Εν τω μεταξύ οι παροχές προς οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά – στις οποίες άλλωστε αντιστοιχεί η μεγάλη πλειονότητα των παιδιών, καθώς και η πλειονότητα των φτωχών παιδιών – παραμένουν ασήμαντες.
Αναπροσαρμογή επιδομάτων
Ενώ στο παρελθόν οι χαμηλές συντάξεις αυξάνονταν περισσότερο από ό,τι οι υψηλές, από το 2005 όλες οι συντάξεις αναπροσαρμόζονται με το ίδιο ποσοστό (1.3% σε πραγματικές τιμές την τελευταία τετραετία). Αντίθετα, το ΕΚΑΣ, η σύνταξη ανασφαλίστων και η βασική σύνταξη ΟΓΑ αυξήθηκαν κατά 42% την περίοδο 2004-08. Το επίδομα ανεργίας «ξεπάγωσε» μόλις το 2007, αλλά αυξήθηκε αρκετά από τότε (+13% σε πραγματικές τιμές σε σχέση με το 2004). Οι κατώτατες αποδοχές αυξήθηκαν επίσης κατά 10% σε πραγματικές τιμές την τετραετία 2004-08, παρότι έχασαν και άλλο έδαφος σε σχέση με τις μέσες αποδοχές.
Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής
Με το νόμο 3552/2008 ιδρύθηκε Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, με «προίκα» 500 εκατ. ευρώ το 2008 και στόχο τα 2 δις ευρώ το 2010. Μέχρι τώρα, το Ταμείο έχει χρηματοδοτήσει την επέκταση των πολυτεκνικών παροχών σε τρίτεκνες οικογένειες, την έκτακτη ενίσχυση των πληγέντων από τις πυρκαγιές του Αυγούστου 2007, καθώς και τα «μέτρα υπέρ οικονομικά αδυνάμων» του Δεκεμβρίου 2008 (δηλ. τη χορήγηση δύο εκτάκτων επιδομάτων: «κοινωνικής συνοχής» αξίας 100-200 ευρώ και «στεγαστικού δανείου» αξίας 500 ευρώ σε συνταξιούχους ΟΓΑ, δικαιούχους ΕΚΑΣ και εγγεγραμμένους ανέργους ΟΑΕΔ).
Ασφαλιστική μεταρρύθμιση
Ο νόμος 3655/2008 προβλέπει (α) την ομαδοποίηση των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, (β) τη σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης για ορισμένες κατηγορίες (ασφαλισμένοι ειδικών ταμείων, μητέρες ανηλίκων, 35ετία) από το 2013, και (γ) τη σύσταση «Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών» για την αντιμετώπιση των μελλοντικών ελλειμμάτων, με χρηματοδότηση από διάφορες πηγές (10% των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις, 4% των εσόδων του ΦΠΑ, 10% των «κοινωνικών πόρων» των ειδικών ταμείων κτλ).
Πώς αθροίζονται όλα αυτά; Παρά την πληκτική ρητορεία περί του αντιθέτου, το κοινωνικό κράτος στη χώρα μας δεν «αποδομήθηκε» την τελευταία 5ετία. Όμως, οι κυβερνήσεις ΝΔ όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε για να εκσυγχρονίσουν το σύστημα κοινωνικής προστασίας, αλλά επέτειναν ορισμένες από τις παραδοσιακές στρεβλώσεις του.
Η τρέχουσα οικονομική κρίση – για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οποίας το κοινωνικό κράτος που έχουμε είναι εντελώς ακατάλληλο – έρχεται να προστεθεί στα προϋπάρχοντα προβλήματα οικονομικής βιωσιμότητας, αναντιστοιχίας με τις ανάγκες, αναπαραγωγής (και όχι καταπολέμησης) των ανισοτήτων.
Η τραγωδία είναι ότι σε αυτό ακριβώς το σύστημα κοινωνικής προστασίας παραμένει δέσμια η πολιτική ελίτ στο σύνολο της (κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κόμματα και συνδικάτα). Μια ελίτ που βλέπει το αδιέξοδο, αλλά πασχίζει να αποφύγει το περίφημο «πολιτικό κόστος» της αναγκαίας μεταρρύθμισης. Μεταθέτοντας έτσι το κοινωνικό κόστος της μη μεταρρύθμισης στα ασθενέστερα στρώματα, στους νέους, στις επόμενες γενιές.
[1] Ας σημειωθεί ότι, για αδιευκρίνιστους λόγους αλλά με διακομματική συναίνεση, οι συνταξιούχοι του Ταμείου Νομικών το 1992 είχαν εξαιρεθεί από την υποχρέωση καταβολής της εισφοράς στο ΛΑΦΚΑ.
Μια μάλλον διαδεδομένη πεποίθηση θέλει τις συντηρητικές κυβερνήσεις να υστερούν «ποσοτικά» στο πεδίο της κοινωνικής πολιτικής έναντι των σοσιαλιστικών – π.χ. όσον αφορά το ύψος της κοινωνικής δαπάνης. Πρόκειται περί παρεξήγησης. Η περιοριστική πολιτική (π.χ. περικοπές) υποστηρίζεται από οπαδούς του ελάχιστου κράτους – αν και, όπως διαπίστωσε η κ. Θάτσερ τη δεκαετία του ’80, αυτό είναι ευκολότερο να επιτευχθεί στη θεωρία παρά στην πράξη. Αντίθετα, τα συντηρητικά κόμματα τύπου ΝΔ δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν το κράτος για τους δικούς τους σκοπούς, οι οποίοι (ακόμη και όταν δεν είναι ιδιοτελείς) φέρουν τα σημάδια της συντηρητικής ιδεολογίας.
Τα τελευταία 5 χρόνια η κοινωνική δαπάνη συνέχισε να αυξάνεται (από 20,0% του ΑΕΠ το 2004 σε 21,1% το 2008 σύμφωνα με τα στοιχεία της κυβέρνησης). Κατά ένα μικρό μέρος, αυτό οφείλεται στη θεσμοθέτηση νέων πολιτικών ή στη διεύρυνση άλλων. Κατά ένα μεγάλο μέρος, η αύξηση της κοινωνικής δαπάνης αντανακλά την «κεκτημένη ταχύτητα» ενός υπερτροφικού συστήματος συντάξεων στα πρόθυρα της χρεωκοπίας. Το «ποιοτικό» χαρακτηριστικό της πολιτικής των κυβερνήσεων ΝΔ – αλλά, δυστυχώς, όχι μόνον αυτών – είναι ότι το σύστημα κοινωνικής προστασίας που έχουμε παραμένει αναχρονιστικό, αναποτελεσματικό και άδικο.
Οι κυριότερες πρωτοβουλίες την τελευταία πενταετία ήταν επιγραμματικά οι εξής.
Φορολογική μεταρρύθμιση
Η μείωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (η οποία άρχισε επί Χριστοδουλάκη) συνεχίστηκε επί Αλογοσκούφη. Όμως, εάν ληφθεί υπόψη ο πληθωρισμός, οι φορολογούμενοι με ετήσιο εισόδημα 15.000 ευρώ πληρώνουν σήμερα περισσότερο φόρο από ό,τι το 2004, ενώ κερδισμένοι είναι όσοι δηλώνουν μέχρι 75.000 ευρώ το χρόνο. Επίσης, η μετατροπή της μείωσης φόρου λόγω παιδιών σε προσαύξηση του αφορολογήτου ορίου ωφελεί οικογένειες με τρία ή περισσότερα παιδιά, ιδίως εάν έχουν εισόδημα πάνω από 22.000 ευρώ. Επί πλέον, η μείωση των συντελεστών του φόρου κληρονομιάς (από 5%-30% σε 1%) και η αύξηση του αφορολογήτου ορίου σε 95.000 ευρώ (επί της αντικειμενικής αξίας) συνεπάγεται μηδενική ή συμβολική φορολόγηση ακόμη περισσότερων μεταβιβάσεων ακίνητης περιουσίας. Γενικά, η επίπτωση της μείωσης φόρου είναι αντίστροφα προοδευτική – διπλά: και επειδή ευνοεί τους πλούσιους λιγότερο από ό,τι τους φτωχούς, αλλά και επειδή στερεί από το κράτος έσοδα τα οποία θα μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν αναδιανεμητικές πολιτικές υπέρ των τελευταίων.
Κατάργηση του ΛΑΦΚΑ
Ο Λογαριασμός Αλληλεγγύης Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης είχε συσταθεί με το νόμο 2084 (Μάνου-Σιούφα) το 1992 ως προσωρινό μέτρο για την ενίσχυση των προβληματικών ταμείων, εν αναμονή της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης που τελικά δεν ήρθε ποτέ. Ήταν στην ουσία μια προοδευτική εισφορά, με την έννοια ότι επιβάρυνε τις χαμηλές συντάξεις πολύ λιγότερο από τις υψηλές[1]. Η κατάργηση του ΛΑΦΚΑ το 2004 (το πρώτο μέτρο κοινωνικής πολιτικής της ΝΔ) εξάλειψε το μοναδικό μηχανισμό ανακατανομής πόρων στο εσωτερικό του συνταξιοδοτικού συστήματος και αύξησε τις εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των ηλικιωμένων.
Παροχές στις τρίτεκνες οικογένειες
Με το νόμο 3454/2006 οι παροχές υπέρ πολύτεκνων (γενναιόδωρα επιδόματα, φορολογικές ελαφρύνσεις, προνομιακή μεταχείριση στις προσλήψεις στο δημόσιο, στην έκδοση αδειών, στην ανώτατη εκπαίδευση κτλ.) επεκτάθηκαν στις τρίτεκνες οικογένειες. Η μεροληψία υπέρ των πολυτέκνων ήταν προσφιλής στα καθεστώτα του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Φράνκο και του Σαλαζάρ, μα έχει εκλείψει έκτοτε στις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες. Εν τω μεταξύ οι παροχές προς οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά – στις οποίες άλλωστε αντιστοιχεί η μεγάλη πλειονότητα των παιδιών, καθώς και η πλειονότητα των φτωχών παιδιών – παραμένουν ασήμαντες.
Αναπροσαρμογή επιδομάτων
Ενώ στο παρελθόν οι χαμηλές συντάξεις αυξάνονταν περισσότερο από ό,τι οι υψηλές, από το 2005 όλες οι συντάξεις αναπροσαρμόζονται με το ίδιο ποσοστό (1.3% σε πραγματικές τιμές την τελευταία τετραετία). Αντίθετα, το ΕΚΑΣ, η σύνταξη ανασφαλίστων και η βασική σύνταξη ΟΓΑ αυξήθηκαν κατά 42% την περίοδο 2004-08. Το επίδομα ανεργίας «ξεπάγωσε» μόλις το 2007, αλλά αυξήθηκε αρκετά από τότε (+13% σε πραγματικές τιμές σε σχέση με το 2004). Οι κατώτατες αποδοχές αυξήθηκαν επίσης κατά 10% σε πραγματικές τιμές την τετραετία 2004-08, παρότι έχασαν και άλλο έδαφος σε σχέση με τις μέσες αποδοχές.
Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής
Με το νόμο 3552/2008 ιδρύθηκε Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, με «προίκα» 500 εκατ. ευρώ το 2008 και στόχο τα 2 δις ευρώ το 2010. Μέχρι τώρα, το Ταμείο έχει χρηματοδοτήσει την επέκταση των πολυτεκνικών παροχών σε τρίτεκνες οικογένειες, την έκτακτη ενίσχυση των πληγέντων από τις πυρκαγιές του Αυγούστου 2007, καθώς και τα «μέτρα υπέρ οικονομικά αδυνάμων» του Δεκεμβρίου 2008 (δηλ. τη χορήγηση δύο εκτάκτων επιδομάτων: «κοινωνικής συνοχής» αξίας 100-200 ευρώ και «στεγαστικού δανείου» αξίας 500 ευρώ σε συνταξιούχους ΟΓΑ, δικαιούχους ΕΚΑΣ και εγγεγραμμένους ανέργους ΟΑΕΔ).
Ασφαλιστική μεταρρύθμιση
Ο νόμος 3655/2008 προβλέπει (α) την ομαδοποίηση των ταμείων κοινωνικής ασφάλισης, (β) τη σταδιακή αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης για ορισμένες κατηγορίες (ασφαλισμένοι ειδικών ταμείων, μητέρες ανηλίκων, 35ετία) από το 2013, και (γ) τη σύσταση «Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών» για την αντιμετώπιση των μελλοντικών ελλειμμάτων, με χρηματοδότηση από διάφορες πηγές (10% των εσόδων από τις αποκρατικοποιήσεις, 4% των εσόδων του ΦΠΑ, 10% των «κοινωνικών πόρων» των ειδικών ταμείων κτλ).
Πώς αθροίζονται όλα αυτά; Παρά την πληκτική ρητορεία περί του αντιθέτου, το κοινωνικό κράτος στη χώρα μας δεν «αποδομήθηκε» την τελευταία 5ετία. Όμως, οι κυβερνήσεις ΝΔ όχι μόνο δεν έκαναν τίποτε για να εκσυγχρονίσουν το σύστημα κοινωνικής προστασίας, αλλά επέτειναν ορισμένες από τις παραδοσιακές στρεβλώσεις του.
Η τρέχουσα οικονομική κρίση – για την αντιμετώπιση των συνεπειών της οποίας το κοινωνικό κράτος που έχουμε είναι εντελώς ακατάλληλο – έρχεται να προστεθεί στα προϋπάρχοντα προβλήματα οικονομικής βιωσιμότητας, αναντιστοιχίας με τις ανάγκες, αναπαραγωγής (και όχι καταπολέμησης) των ανισοτήτων.
Η τραγωδία είναι ότι σε αυτό ακριβώς το σύστημα κοινωνικής προστασίας παραμένει δέσμια η πολιτική ελίτ στο σύνολο της (κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κόμματα και συνδικάτα). Μια ελίτ που βλέπει το αδιέξοδο, αλλά πασχίζει να αποφύγει το περίφημο «πολιτικό κόστος» της αναγκαίας μεταρρύθμισης. Μεταθέτοντας έτσι το κοινωνικό κόστος της μη μεταρρύθμισης στα ασθενέστερα στρώματα, στους νέους, στις επόμενες γενιές.
[1] Ας σημειωθεί ότι, για αδιευκρίνιστους λόγους αλλά με διακομματική συναίνεση, οι συνταξιούχοι του Ταμείου Νομικών το 1992 είχαν εξαιρεθεί από την υποχρέωση καταβολής της εισφοράς στο ΛΑΦΚΑ.
21 Μαρτίου 2009
Το κύμα φυγής από το Δημόσιο και τα αδιέξοδα του ασφαλιστικού
Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Σάββατο 21 Μαρτίου 2009)
Σύμφωνα με τη σχετική ειδησεογραφία, χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι (στην πλειονότητά τους γυναίκες) σπεύδουν να συνταξιοδοτηθούν προτού τεθούν σε ισχύ τα νέα «αντιασφαλιστικά» μέτρα. Τα συνδικάτα υπερασπίζονται τα κεκτημένα και αμφισβητούν ότι ο περιορισμός τους θα κάνει το σύστημα πιο βιώσιμο. Η αντιπολίτευση καταγγέλλει την κυβέρνηση για «κοινωνική αναλγησία». Τα κόμματα της Αριστεράς καταφέρονται εναντίον του δικομματισμού. Ακούγεται οικείο; Μα είναι: οι πρόσφατοι τίτλοι των εφημερίδων αντιγράφουν με ελάχιστες παραλλαγές εκείνους του Απριλίου 2001, και οι τελευταίοι τους τίτλους του Σεπτεμβρίου 1992.
Κύμα φυγής από το Δημόσιο λοιπόν. Είναι λογικό, και ταυτόχρονα καταστροφικό. Από τη σκοπιά των άμεσα ενδιαφερομένων, κάθε μεταβολή των όρων συνταξιοδότησης συνιστά αθέτηση του ασφαλιστικού συμβολαίου όπως αυτό ίσχυε τη στιγμή που προσλήφθηκαν. Από τη σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος, η συντεταγμένη υποχώρηση από ρυθμίσεις υψηλού κόστους και αμφίβολης σκοπιμότητας είναι στοιχειώδης προϋπόθεση επιβίωσης για ένα ασφαλιστικό σύστημα που βασίζεται στην αλληλεγγύη των γενεών και στην αξιοπιστία των υποσχέσεων του.
Το ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις είναι κοινωνικά ασύμφορες δεν είναι όσο προφανές θα έπρεπε. Το δικαίωμα των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων να συνταξιοδοτούνται από 5 έως και 17 έτη (στις περιπτώσεις υπαλλήλων με 3 παιδιά) νωρίτερα από τους άνδρες συναδέλφους τους, που και αυτοί συνταξιοδοτούνται πολύ νωρίτερα από τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ, θεωρείται περίπου ιερό. Οι άλλες χώρες ασκούν οικογενειακή πολιτική μέσω κρατικών βρεφονηπιακών σταθμών για όλες τις μητέρες, μέσω παιδικών επιδομάτων για όλα τα παιδιά, μέσω γονικών αδειών για όλους τους γονείς (και τους πατέρες). Εμείς έχουμε πολυτεκνικά επιδόματα και την πρόωρη συνταξιοδότηση των μητέρων – εάν εργάζονται στο Δημόσιο, στις Τράπεζες ή στις ΔΕΚΟ, και όταν τα παιδιά τους είναι σε προχωρημένη εφηβεία. Χάρη σε έναν δηλητηριώδη λαϊκισμό που έχει διαχυθεί στο σύνολο της πολιτικής ελίτ, στα κόμματα, στα συνδικάτα, στα μέσα ενημέρωσης και στο σύνολο της κοινωνίας, τα «κεκτημένα» θεωρούνται ιερά, ακόμη και όταν έρχονται σε αντίθεση με την κοινή λογική, όχι μόνο με το δημόσιο συμφέρον. Και φυσικά η επικείμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που θα υποχρεώσει την κυβέρνηση να εξισώσει τα όρια συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών στο Δημόσιο, θεωρείται ιερόσυλη – και απόδειξη της «νεοφιλελεύθερης αναλγησίας» της Δύσης.
Το θέμα είναι τι μπορούμε να κάνουμε. Όσο ακολουθούμε τη λαϊκιστική πεπατημένη, τίποτε. Εάν αποφασίσουμε να σοβαρευτούμε, αναλογιζόμενοι ότι την εξυγίανση του ασφαλιστικού τη χρωστάμε όχι στον Αλμούνια ή στο Μπαρόζο αλλά στα παιδιά μας, πολλά. Λένε ότι οι κρίσεις βοηθούν να πάρουμε στα σοβαρά λύσεις που μέχρι χθες φάνταζαν υπερβολικά τολμηρές. Ας το αποδείξουμε.
Σύμφωνα με τη σχετική ειδησεογραφία, χιλιάδες δημόσιοι υπάλληλοι (στην πλειονότητά τους γυναίκες) σπεύδουν να συνταξιοδοτηθούν προτού τεθούν σε ισχύ τα νέα «αντιασφαλιστικά» μέτρα. Τα συνδικάτα υπερασπίζονται τα κεκτημένα και αμφισβητούν ότι ο περιορισμός τους θα κάνει το σύστημα πιο βιώσιμο. Η αντιπολίτευση καταγγέλλει την κυβέρνηση για «κοινωνική αναλγησία». Τα κόμματα της Αριστεράς καταφέρονται εναντίον του δικομματισμού. Ακούγεται οικείο; Μα είναι: οι πρόσφατοι τίτλοι των εφημερίδων αντιγράφουν με ελάχιστες παραλλαγές εκείνους του Απριλίου 2001, και οι τελευταίοι τους τίτλους του Σεπτεμβρίου 1992.
Κύμα φυγής από το Δημόσιο λοιπόν. Είναι λογικό, και ταυτόχρονα καταστροφικό. Από τη σκοπιά των άμεσα ενδιαφερομένων, κάθε μεταβολή των όρων συνταξιοδότησης συνιστά αθέτηση του ασφαλιστικού συμβολαίου όπως αυτό ίσχυε τη στιγμή που προσλήφθηκαν. Από τη σκοπιά του δημοσίου συμφέροντος, η συντεταγμένη υποχώρηση από ρυθμίσεις υψηλού κόστους και αμφίβολης σκοπιμότητας είναι στοιχειώδης προϋπόθεση επιβίωσης για ένα ασφαλιστικό σύστημα που βασίζεται στην αλληλεγγύη των γενεών και στην αξιοπιστία των υποσχέσεων του.
Το ότι οι επίμαχες ρυθμίσεις είναι κοινωνικά ασύμφορες δεν είναι όσο προφανές θα έπρεπε. Το δικαίωμα των γυναικών δημοσίων υπαλλήλων να συνταξιοδοτούνται από 5 έως και 17 έτη (στις περιπτώσεις υπαλλήλων με 3 παιδιά) νωρίτερα από τους άνδρες συναδέλφους τους, που και αυτοί συνταξιοδοτούνται πολύ νωρίτερα από τους ασφαλισμένους στο ΙΚΑ, θεωρείται περίπου ιερό. Οι άλλες χώρες ασκούν οικογενειακή πολιτική μέσω κρατικών βρεφονηπιακών σταθμών για όλες τις μητέρες, μέσω παιδικών επιδομάτων για όλα τα παιδιά, μέσω γονικών αδειών για όλους τους γονείς (και τους πατέρες). Εμείς έχουμε πολυτεκνικά επιδόματα και την πρόωρη συνταξιοδότηση των μητέρων – εάν εργάζονται στο Δημόσιο, στις Τράπεζες ή στις ΔΕΚΟ, και όταν τα παιδιά τους είναι σε προχωρημένη εφηβεία. Χάρη σε έναν δηλητηριώδη λαϊκισμό που έχει διαχυθεί στο σύνολο της πολιτικής ελίτ, στα κόμματα, στα συνδικάτα, στα μέσα ενημέρωσης και στο σύνολο της κοινωνίας, τα «κεκτημένα» θεωρούνται ιερά, ακόμη και όταν έρχονται σε αντίθεση με την κοινή λογική, όχι μόνο με το δημόσιο συμφέρον. Και φυσικά η επικείμενη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, που θα υποχρεώσει την κυβέρνηση να εξισώσει τα όρια συνταξιοδότησης ανδρών και γυναικών στο Δημόσιο, θεωρείται ιερόσυλη – και απόδειξη της «νεοφιλελεύθερης αναλγησίας» της Δύσης.
Το θέμα είναι τι μπορούμε να κάνουμε. Όσο ακολουθούμε τη λαϊκιστική πεπατημένη, τίποτε. Εάν αποφασίσουμε να σοβαρευτούμε, αναλογιζόμενοι ότι την εξυγίανση του ασφαλιστικού τη χρωστάμε όχι στον Αλμούνια ή στο Μπαρόζο αλλά στα παιδιά μας, πολλά. Λένε ότι οι κρίσεις βοηθούν να πάρουμε στα σοβαρά λύσεις που μέχρι χθες φάνταζαν υπερβολικά τολμηρές. Ας το αποδείξουμε.
9 Μαρτίου 2009
Μια προσωπική ματιά στο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ
Γράφω αυτό το σύντομο σημείωμα για να ενημερώσω τα μέλη του συλλόγου μελών ΔΕΠ του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και όποιον άλλον μπορεί να ενδιαφέρεται για το τι έγινε στο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ που ολοκληρώθηκε χθες.
Βασικά δεδομένα
Το ζήτημα του ΟΠΑ
Την επόμενη ημέρα, μπροστά στο διαφαινόμενο κίνδυνο διάλυσης του συνεδρίου, ένα τμήμα της Συσπείρωσης υποχώρησε. Συγκροτήθηκε προεδρείο και κατατέθηκε πρόταση από τον εκπρόσωπο της ΚΙΠΑΝ να τοποθετηθεί το συνέδριο επί του ζητήματος. Ο εκπρόσωπος της Συσπείρωσης δήλωσε ότι η παράταξή του επιμένει στη θέση της ότι η διαδικασία στο ΟΠΑ ήταν παράνομη αλλά «χάριν της ενότητας» θα ψηφίσει λευκό. Τελικά, στην ψηφοφορία που ακολούθησε, μόνο η ΔΗΠΑΚ ψήφισε κατά της νομιμοποίησής μας. Με (σχετικά) σύντομες διαδικασίες νομιμοποιήθηκαν και οι αντιπρόσωποι όλων των άλλων συλλόγων. Μετά από όλα αυτά, το απόγευμα του Σαββάτου καταφέραμε να πάρουμε στα χέρια μας τις κάρτες συνέδρων ...
Είναι περιττό να προσθέσω όσα δήλωσα από το βήμα του συνεδρίου και κατ’ ιδίαν στον ίδιο τον Ε. Τσακαλώτο, ότι δηλαδή η στάση του δείχνει ότι δεν ξέρει να χάνει, και ότι το μόνο για το οποίο μπορεί να μας κατηγορήσει κανείς είναι ότι δεν τον ψηφίσαμε.
Η δική μου στάση
Μια πρώτη εκτίμηση
Βασικά δεδομένα
Στις διαδικασίες εκλογής αντιπροσώπων που είχαν προηγηθεί του συνεδρίου πήραν μέρος περίπου 4.500 διδάσκοντες (έναντι 3.000 το 2007). Η συμμετοχή ήταν υψηλότερη από κάθε άλλη φορά, αλλά δεν ξεπέρασε το 45% των μελών ΔΕΠ σε όλη τη χώρα. Στο συνέδριο πήραν μέρος 288 σύνεδροι (έναντι 203 το 2007).
Το μεγαλύτερο μέρος του συνεδρίου αναλώθηκε σε διαδικαστικές αψιμαχίες. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εργασίες ολόκληρης της πρώτης μέρας και της μισής δεύτερης αφιερώθηκαν στο ζήτημα της νομιμοποίησης ή μη των συνέδρων του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (βλ. παρακάτω). Και λόγω έλλειψης χρόνου, συζήτηση για τα ζητήματα ουσίας δεν έγινε.
Μετά από συμβιβαστική πρόταση του Ν. Σταυρακάκη (πιθανού νέου προέδρου της ΠΟΣΔΕΠ), ψηφοφορία για τον απολογισμό της απερχόμενης διοίκησης δεν έγινε.
Η συζήτηση για τον προγραμματισμό άρχισε αργά το πρωί της τελευταίας μέρας, παράλληλα με τη ψηφοφορία για την εκλογή νέας διοίκησης σε άλλη αίθουσα. Καθώς πολλοί σύνεδροι (κυρίως από την επαρχία) μετά τη συμμετοχή τους στην εκλογή νέας διοίκησης αποχωρούσαν, ψηφοφορία για τα εναλλακτικά κείμενα προγραμματισμού δεν έγινε. Αντί προγραμματισμού, εγκρίθηκε με ενδεικτική ψηφοφορία ένα γενικόλογο κείμενο.
Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για την εκλογή νέας διοικούσας επιτροπής (σε παρένθεση το αποτέλεσμα του συνεδρίου του 2007) παρατίθενται στον πίνακα.
Η νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ θα οριστεί στην πρώτη συνεδρίαση της νέας διοικούσας επιτροπής.
Το ζήτημα του ΟΠΑ
Κατά την άφιξή μας στο χώρο του συνεδρίου την Παρασκευή το απόγευμα, οι εκπρόσωποι του συλλόγου μας πληροφορηθήκαμε ότι δεν μπορούσαμε να πάρουμε κάρτες συνέδρων επειδή «εκκρεμεί ένσταση».
Η ένσταση είχε κατατεθεί από τον Ε. Τσακαλώτο στην απερχόμενη εκτελεστική γραμματεία, με επιχείρημα ότι στο ΟΠΑ επιβλήθηκε «σκληρό πλειοψηφικό σύστημα με σκοπό τον αποκλεισμό της μειοψηφίας».
Πράγματι, προτού ακόμη οριστεί προεδρείο που να διευθύνει τις εργασίες του συνεδρίου, προτάθηκε από τον απερχόμενο πρόεδρο Λ. Απέκη να μην νομιμοποιηθούν οι σύνεδροι του ΟΠΑ, ούτε να γίνουν δεκτοί οι εκπρόσωποι σειράς νέων συλλόγων (π.χ. της Ιατρικής ΑΠΘ, του Παιδαγωγικού Αθηνών, του Ιονίου Πανεπιστημίου, του ΕΑΠ κτλ).
Στη (διαδικαστική) συζήτηση που επακολούθησε, πολλοί σύνεδροι – και 4 εκπρόσωποι του συλλόγου μας – πήραν το λόγο για να εξηγήσουν ότι:
(α) η διαδικασία εκλογής στο ΟΠΑ ήταν διαφανής και σύμφωνη με το καταστατικό του συλλόγου,
(β) με το ίδιο σύστημα εκλέγονται αντιπρόσωποι σε δεκάδες άλλους συλλόγους, και στο ίδιο το ΟΠΑ στο παρελθόν, χωρίς ποτέ να τεθεί ζήτημα νομιμότητας,
(γ) ακόμη και να υπήρχε τέτοιο ζήτημα θα έπρεπε να τεθεί στην εφορευτική επιτροπή του συλλόγου μας που είχε την ευθύνη της εκλογικής διαδικασίας,
(δ) η απερχόμενη διοίκηση δεν είναι εκλογοδικείο και δεν έχει την παραμικρή αρμοδιότητα να αποφανθεί επί του ζητήματος, και
(ε) ο επιχειρούμενος αποκλεισμός των συνέδρων του ΟΠΑ και άλλων πανεπιστημίων ούτε λίγο ούτε πολύ συνιστά εκλογικό πραξικόπημα, με σκοπό την διαιώνιση της προηγούμενης πλειοψηφίας μέσω της παραχάραξης της εκφρασμένης βούλησης όσων πήραν μέρος στην εκλογή αντιπροσώπων στους συλλόγους.
Η συζήτηση έκλεισε μετά τα μεσάνυχτα της Παρασκευής με νέα απόφαση της απερχόμενης εκτελεστικής γραμματείας να μην νομιμοποιηθούν οι σύνεδροι του ΟΠΑ!
Την επόμενη ημέρα, μπροστά στο διαφαινόμενο κίνδυνο διάλυσης του συνεδρίου, ένα τμήμα της Συσπείρωσης υποχώρησε. Συγκροτήθηκε προεδρείο και κατατέθηκε πρόταση από τον εκπρόσωπο της ΚΙΠΑΝ να τοποθετηθεί το συνέδριο επί του ζητήματος. Ο εκπρόσωπος της Συσπείρωσης δήλωσε ότι η παράταξή του επιμένει στη θέση της ότι η διαδικασία στο ΟΠΑ ήταν παράνομη αλλά «χάριν της ενότητας» θα ψηφίσει λευκό. Τελικά, στην ψηφοφορία που ακολούθησε, μόνο η ΔΗΠΑΚ ψήφισε κατά της νομιμοποίησής μας. Με (σχετικά) σύντομες διαδικασίες νομιμοποιήθηκαν και οι αντιπρόσωποι όλων των άλλων συλλόγων. Μετά από όλα αυτά, το απόγευμα του Σαββάτου καταφέραμε να πάρουμε στα χέρια μας τις κάρτες συνέδρων ...
Είναι περιττό να προσθέσω όσα δήλωσα από το βήμα του συνεδρίου και κατ’ ιδίαν στον ίδιο τον Ε. Τσακαλώτο, ότι δηλαδή η στάση του δείχνει ότι δεν ξέρει να χάνει, και ότι το μόνο για το οποίο μπορεί να μας κατηγορήσει κανείς είναι ότι δεν τον ψηφίσαμε.
Η δική μου στάση
Ψήφισα υπέρ της νομιμοποίησης των υπολοίπων συλλόγων και κατά της συμβιβαστικής πρότασης του Ν. Σταυρακάκη (επικεφαλής της ΚΙΠΑΝ) να μην γίνει ψηφοφορία για τον απολογισμό της απερχόμενης διοίκησης. Δεν πήρα μέρος στην ενδεικτική ψηφοφορία στο τέλος της συζήτησης για τον προγραμματισμό.
Στην εκλογή για τη νέα διοίκηση ήμουν και πάλι υποψήφιος με το ψηφοδέλτιο της ΑΡΜΕ, και επανεξελέγην στη διοικούσα επιτροπή της ΠΟΣΔΕΠ. Συμφώνησα να μοιραστώ τη διετή θητεία στη θέση αυτή με κάποιον άλλο υποψήφιο του ίδιου ψηφοδελτίου.
Η ομιλία μου στη συζήτηση για τον προγραμματισμό (η οποία αντιμετωπίστηκε από τους συνέδρους της ΔΗΠΑΚ και, κυρίως, της Συσπείρωσης με την ευπρέπεια με την οποία συνήθως αντιμετωπίζεται ποδοσφαιριστής αθηναϊκής ομάδας που επιχειρεί να κτυπήσει κόρνερ στην Τούμπα) παρατίθεται σε χωριστό κείμενο.
Μια πρώτη εκτίμηση
Η προσπάθεια που ξεκίνησε την επομένη του προηγουμένου συνεδρίου της ΠΟΣΔΕΠ να αναδειχθεί μια πιο λογική (και πιο αντιπροσωπευτική) διοίκηση σε μεγάλο βαθμό πέτυχε. Η συνεργασία της άκρας αριστεράς υπέστη σημαντική μείωση ψήφων (από 59% σε 37%) και εδρών (από 20 σε 12). Εξίσου σημαντικά ενισχύθηκε η «κεντροαριστερή» συνεργασία, αφού υποστηρίχτηκε από το 47% των συνέδρων (28% το 2007) και έλαβε 15 έδρες (έναντι 9).
Πάντως, η επικράτηση αυτή δεν ήταν απόλυτη. Τα πεπραγμένα της απερχόμενης διοίκησης δεν καταδικάστηκαν με την απαιτούμενη σαφήνεια. Το εγχείρημα της Συσπείρωσης να μην αφήσει περιθώρια να εκφραστεί καθαρά η απόρριψη της πολιτικής της (επιστρατεύοντας για το σκοπό αυτό ολόκληρο το διαδικαστικό οπλοστάσιο του πιο ξεπερασμένου συνδικαλισμού και του πιο παρηκμασμένου κοινοβουλευτισμού) εν μέρει πέτυχε. Η κατά τη γνώμη μου αναγκαία αλλαγή πορείας – μάλλον λόγω απειρίας – δεν αποτυπώθηκε στα ψηφίσματα του συνεδρίου, παρότι υποστηριζόταν από την πλειοψηφία των συνέδρων.
Από την άλλη, η νέα διοίκηση θα είναι οπωσδήποτε νηφαλιότερη, και θα έχει την ευκαιρία να πολιτευθεί με σύνεση, μετριοπάθεια και σοβαρότητα. Το αν θα ανταποκριθεί στις προσδοκίες των εκατοντάδων πανεπιστημιακών που συνέβαλαν στην ανάδειξή της μένει να αποδειχθεί.
8 Μαρτίου 2009
Ομιλία στο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ
Η απερχόμενη ηγεσία έφερε την ΠΟΣΔΕΠ στο ναδίρ της ανυποληψίας. Η εντολή που έχουμε από τους συλλόγους μας είναι πεντακάθαρη: clean break με το παρελθόν, η ομοσπονδία να γυρίσει σελίδα. Αυτή την εντολή πρέπει να την τιμήσουμε.
Θα μιλήσω για τρία θέματα αρχής, τα οποία έχουν αναδειχθεί ως σημεία αιχμής στις – πρωτοφανούς μαζικότητας – συνελεύσεις των συλλόγων, και από τα οποία η νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ δεν θα πρέπει να κάνει ούτε μισό βήμα πίσω.
Το πρώτο θέμα αρχής αφορά την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας και των ακαδημαϊκών ελευθεριών. Η προηγούμενη πλειοψηφία αδιαφόρησε για την επί μακρόν απονέκρωση κάθε διδακτικής και ερευνητικής διαδικασίας, συναίνεσε στη διάλυση των συνελεύσεων των θεσμικών οργάνων, θεώρησε την εξάπλωση της βίας στο εσωτερικό των πανεπιστημίων «εσωτερικό ζήτημα του κινήματος της νεολαίας», ακόμη και όταν θύματά της ήταν πανεπιστημιακοί. Αυτό λέγεται εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα και παραβίαση των πιο στοιχειωδών ακαδημαϊκών ελευθεριών, χωρίς τις οποίες δεν νοείται πανεπιστήμιο.
Η νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ έχει χρέος να επιλέξει μορφές διεκδίκησης που δεν εμποδίζουν την καθημερινή λειτουργία του πανεπιστημίου αλλά την εμπλουτίζουν· να καταδικάσει χωρίς περιστροφές τις φοιτητικές παρατάξεις που θεωρούν δικαίωμά τους να διαλύουν συνελεύσεις, να αρπάζουν κάλπες, να χτίζουν καθηγητές στα γραφεία τους, να ξυλοκοπούν τους αντιπάλους τους· να απομονώσει τις ομάδες που θέλουν να μετατρέψουν το πανεπιστήμιο σε αρχηγείο και ορμητήριο για το αντάρτικο πόλης που φαντασιώνονται· να στείλει σε κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί την παραμικρή βιαιοπραγία σε βάρος οποιουδήποτε μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου – είτε είναι διδάσκων, είτε φοιτητής, είτε υπάλληλος, είτε επισκέπτης. Έτσι καταλαβαίνουμε εμείς το πανεπιστημιακό άσυλο.
Το δεύτερο θέμα αρχής αφορά το διάλογο. Η προηγούμενη πλειοψηφία συμπεριφέρθηκε σαν ανάγωγο και κακομαθημένο παιδάκι: δεν μίλαγε με κανέναν και για κανένα θέμα. Κάθε πρόσκληση για διάλογο ήταν εκ προοιμίου απορριπτέα – είτε όταν ο συνομιλητής μας είχε προτάσεις (οπότε ο διάλογος καταγγελλόταν ως «προσχηματικός» και προπέτασμα καπνού για τη νομιμοποίηση προειλημμένων αποφάσεων), είτε όταν είχε ανοιχτή θεματολογία (οπότε καταγγελλόταν ως «παρωδία»).
Η νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ πρέπει να μιλάει με όλους και για όλα, και κυρίως για τα ζητήματα που θέτει η ίδια, μέσα στα ιδρύματα και έξω από αυτά, πάντοτε από θέσεις αυτονομίας. Έτσι καταλαβαίνουμε εμείς το ρόλο του συνδικάτου.
Το τρίτο θέμα αρχής αφορά τη λειτουργία των συλλόγων και το ρόλο της ομοσπονδίας. Η προηγούμενη πλειοψηφία δεν ήθελε μαζικούς συλλόγους, τους φοβόταν όπως ο διάβολος το λιβάνι – ήθελε λίγα μέλη και καλά. Δεν ήθελε ζωντανούς συλλόγους που προβληματίζονται και συζητάνε, ήθελε βιομηχανίες παραγωγής ψηφισμάτων. Για τα σοβαρά ζητήματα αποφάσιζε η ΠΟΣΔΕΠ, δηλαδή το Προεδρείο. Το οποίο είχε ξεχάσει και αυτό να σκέφτεται, αφού τα ήξερε όλα, είχε απάντηση, πάντοτε την ίδια, σε κάθε ερώτηση: «όχι».
Η νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ πρέπει και σε αυτό το ζήτημα να κάνει μια νέα αρχή. Να αξιοποιήσει το πολυτιμότερο περουσιακό στοιχείο που έχουμε: την γνώση και την εμπειρία των μελών μας, που αποτελούν ένα από τα πιο υγιή κομμάτια της κοινωνίας μας. Τέλος στην ΠΟΣΔΕΠ «ξερόλα», που έχει άποψη για όλα τα θέματα (για να πει «όχι» σε όλα), που δεν στοχάζεται και δεν αμφιβάλλει για τίποτε. Η νέα ΠΟΣΔΕΠ πρέπει να δώσει πίσω το λόγο σε όσους έχουν κάτι να πουν για τα θέματα που μας απασχολούν – στους απλούς πανεπιστημιακούς που ασχολούνται με αυτά είτε ως ερευνητές είτε ως ενεργοί πληροφορημένοι πολίτες. Έτσι καταλαβαίνουμε εμείς το ρόλο της ομοσπονδίας.
Η απερχόμενη ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ και οι παρατάξεις που την στήριξαν μέχρι την τελευταία στιγμή (και μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια της σταλινικής χορογραφίας), κατασυκοφάντησαν οποιονδήποτε αντιστάθηκε στην ακραία πολιτική της και τα μειωμένα δημοκρατικά αντανακλαστικά της. Εμάς δεν μας ενδιαφέρει να πάρουμε ρεβάνς – δεν είμαστε εκδικητικοί άνθρωποι. Ούτε όμως υποκριτές. Τα τελευταία χρόνια δουλέψαμε σκληρά, παραμελώντας τη δουλειά που αγαπάμε, παραμελώντας και τους ανθρώπους που αγαπάμε, για να μπει φρένο στην καταστροφική πορεία της ομοσπονδίας στην οποία ανήκουμε. Είμαστε περήφανοι για αυτό – και θα είμαστε ευτυχείς να ολοκληρώσουμε το έργο μας με την ανάδειξη μιας νέας πλειοψηφίας.
Αγαπητοί συνάδελφοι της Συσπείρωσης και της ΔΗΠΑΚ, όσο περνάει από το χέρι μας, την επόμενη περίοδο θα είσαστε στη μειοψηφία. Επαναλαμβάνω: όχι για να πάρουμε ρεβάνς. Αλλά επειδή η έξαλλη πολιτική σας τα τελευταία χρόνια σας οδήγησε στην απομόνωση. Αυτό ακόμη δεν το έχετε καταλάβει. Ακόμη και μέσα στο συνέδριο σπαταλήσατε χρόνο και ενέργεια όχι για να μας πείσετε με επιχειρήματα, αλλά για να στρεβλώσετε με διαδικαστικά κόλπα την καταδικαστική για εσάς ετυμηγορία των εκλογέων. Είναι προφανές ότι έχετε ανάγκη από ξεκούραση. Σας λέω εκ πείρας, και χωρίς ίχνος ειρωνείας, ότι μια ήττα μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση σε όποιον διαθέτει αρκετή ωριμότητα και γενναιότητα για να στοχαστεί πάνω σε αυτήν. Νομίζω ότι η ήττα θα σας κάνει καλό. Δείτε την ως ευκαιρία. Σας εύχομαι να την αξιοποιήσετε.
Θα μιλήσω για τρία θέματα αρχής, τα οποία έχουν αναδειχθεί ως σημεία αιχμής στις – πρωτοφανούς μαζικότητας – συνελεύσεις των συλλόγων, και από τα οποία η νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ δεν θα πρέπει να κάνει ούτε μισό βήμα πίσω.
Το πρώτο θέμα αρχής αφορά την αποκατάσταση της δημοκρατικής ομαλότητας και των ακαδημαϊκών ελευθεριών. Η προηγούμενη πλειοψηφία αδιαφόρησε για την επί μακρόν απονέκρωση κάθε διδακτικής και ερευνητικής διαδικασίας, συναίνεσε στη διάλυση των συνελεύσεων των θεσμικών οργάνων, θεώρησε την εξάπλωση της βίας στο εσωτερικό των πανεπιστημίων «εσωτερικό ζήτημα του κινήματος της νεολαίας», ακόμη και όταν θύματά της ήταν πανεπιστημιακοί. Αυτό λέγεται εκτροπή από τη δημοκρατική ομαλότητα και παραβίαση των πιο στοιχειωδών ακαδημαϊκών ελευθεριών, χωρίς τις οποίες δεν νοείται πανεπιστήμιο.
Η νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ έχει χρέος να επιλέξει μορφές διεκδίκησης που δεν εμποδίζουν την καθημερινή λειτουργία του πανεπιστημίου αλλά την εμπλουτίζουν· να καταδικάσει χωρίς περιστροφές τις φοιτητικές παρατάξεις που θεωρούν δικαίωμά τους να διαλύουν συνελεύσεις, να αρπάζουν κάλπες, να χτίζουν καθηγητές στα γραφεία τους, να ξυλοκοπούν τους αντιπάλους τους· να απομονώσει τις ομάδες που θέλουν να μετατρέψουν το πανεπιστήμιο σε αρχηγείο και ορμητήριο για το αντάρτικο πόλης που φαντασιώνονται· να στείλει σε κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί την παραμικρή βιαιοπραγία σε βάρος οποιουδήποτε μέσα στο χώρο του πανεπιστημίου – είτε είναι διδάσκων, είτε φοιτητής, είτε υπάλληλος, είτε επισκέπτης. Έτσι καταλαβαίνουμε εμείς το πανεπιστημιακό άσυλο.
Το δεύτερο θέμα αρχής αφορά το διάλογο. Η προηγούμενη πλειοψηφία συμπεριφέρθηκε σαν ανάγωγο και κακομαθημένο παιδάκι: δεν μίλαγε με κανέναν και για κανένα θέμα. Κάθε πρόσκληση για διάλογο ήταν εκ προοιμίου απορριπτέα – είτε όταν ο συνομιλητής μας είχε προτάσεις (οπότε ο διάλογος καταγγελλόταν ως «προσχηματικός» και προπέτασμα καπνού για τη νομιμοποίηση προειλημμένων αποφάσεων), είτε όταν είχε ανοιχτή θεματολογία (οπότε καταγγελλόταν ως «παρωδία»).
Η νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ πρέπει να μιλάει με όλους και για όλα, και κυρίως για τα ζητήματα που θέτει η ίδια, μέσα στα ιδρύματα και έξω από αυτά, πάντοτε από θέσεις αυτονομίας. Έτσι καταλαβαίνουμε εμείς το ρόλο του συνδικάτου.
Το τρίτο θέμα αρχής αφορά τη λειτουργία των συλλόγων και το ρόλο της ομοσπονδίας. Η προηγούμενη πλειοψηφία δεν ήθελε μαζικούς συλλόγους, τους φοβόταν όπως ο διάβολος το λιβάνι – ήθελε λίγα μέλη και καλά. Δεν ήθελε ζωντανούς συλλόγους που προβληματίζονται και συζητάνε, ήθελε βιομηχανίες παραγωγής ψηφισμάτων. Για τα σοβαρά ζητήματα αποφάσιζε η ΠΟΣΔΕΠ, δηλαδή το Προεδρείο. Το οποίο είχε ξεχάσει και αυτό να σκέφτεται, αφού τα ήξερε όλα, είχε απάντηση, πάντοτε την ίδια, σε κάθε ερώτηση: «όχι».
Η νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ πρέπει και σε αυτό το ζήτημα να κάνει μια νέα αρχή. Να αξιοποιήσει το πολυτιμότερο περουσιακό στοιχείο που έχουμε: την γνώση και την εμπειρία των μελών μας, που αποτελούν ένα από τα πιο υγιή κομμάτια της κοινωνίας μας. Τέλος στην ΠΟΣΔΕΠ «ξερόλα», που έχει άποψη για όλα τα θέματα (για να πει «όχι» σε όλα), που δεν στοχάζεται και δεν αμφιβάλλει για τίποτε. Η νέα ΠΟΣΔΕΠ πρέπει να δώσει πίσω το λόγο σε όσους έχουν κάτι να πουν για τα θέματα που μας απασχολούν – στους απλούς πανεπιστημιακούς που ασχολούνται με αυτά είτε ως ερευνητές είτε ως ενεργοί πληροφορημένοι πολίτες. Έτσι καταλαβαίνουμε εμείς το ρόλο της ομοσπονδίας.
Η απερχόμενη ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ και οι παρατάξεις που την στήριξαν μέχρι την τελευταία στιγμή (και μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια της σταλινικής χορογραφίας), κατασυκοφάντησαν οποιονδήποτε αντιστάθηκε στην ακραία πολιτική της και τα μειωμένα δημοκρατικά αντανακλαστικά της. Εμάς δεν μας ενδιαφέρει να πάρουμε ρεβάνς – δεν είμαστε εκδικητικοί άνθρωποι. Ούτε όμως υποκριτές. Τα τελευταία χρόνια δουλέψαμε σκληρά, παραμελώντας τη δουλειά που αγαπάμε, παραμελώντας και τους ανθρώπους που αγαπάμε, για να μπει φρένο στην καταστροφική πορεία της ομοσπονδίας στην οποία ανήκουμε. Είμαστε περήφανοι για αυτό – και θα είμαστε ευτυχείς να ολοκληρώσουμε το έργο μας με την ανάδειξη μιας νέας πλειοψηφίας.
Αγαπητοί συνάδελφοι της Συσπείρωσης και της ΔΗΠΑΚ, όσο περνάει από το χέρι μας, την επόμενη περίοδο θα είσαστε στη μειοψηφία. Επαναλαμβάνω: όχι για να πάρουμε ρεβάνς. Αλλά επειδή η έξαλλη πολιτική σας τα τελευταία χρόνια σας οδήγησε στην απομόνωση. Αυτό ακόμη δεν το έχετε καταλάβει. Ακόμη και μέσα στο συνέδριο σπαταλήσατε χρόνο και ενέργεια όχι για να μας πείσετε με επιχειρήματα, αλλά για να στρεβλώσετε με διαδικαστικά κόλπα την καταδικαστική για εσάς ετυμηγορία των εκλογέων. Είναι προφανές ότι έχετε ανάγκη από ξεκούραση. Σας λέω εκ πείρας, και χωρίς ίχνος ειρωνείας, ότι μια ήττα μπορεί να έχει ευεργετική επίδραση σε όποιον διαθέτει αρκετή ωριμότητα και γενναιότητα για να στοχαστεί πάνω σε αυτήν. Νομίζω ότι η ήττα θα σας κάνει καλό. Δείτε την ως ευκαιρία. Σας εύχομαι να την αξιοποιήσετε.
7 Μαρτίου 2009
Τα όρια του νεοκεϋνσιανισμού à la grecque
Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Σάββατο 7 Μαρτίου 2009)
Γενικώς, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η λελογισμένη χαλάρωση των περιορισμών που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης στη δημοσιονομική επέκταση μπορεί και να μην είναι κακή ιδέα.
Ειδικώς, στις συνθήκες της Ελλάδας, μια τέτοια επιλογή θα ήταν μάλλον ριψοκίνδυνη – για πολλούς λόγους.
Πρώτον, παρότι οι ανάγκες σε κοινωνικές υπηρεσίες (βρεφονηπιακοί σταθμοί, βοήθεια στο σπίτι, ενισχυτική διδασκαλία σε παιδιά μεταναστών κ.ά.) είναι μεγάλες, η αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα παραμένει απελπιστικά χαμηλή. Για να βελτιωθεί χρειαζόμαστε καλύτερη κατανομή μεταξύ προγραμμάτων, καλύτερο σχεδιασμό, καλύτερες υποδομές, εντιμότερη διαχείριση, κάποια διάθεση προσφοράς στον πολίτη. Χωρίς όλα αυτά, ούτε η αύξηση του προσωπικού ούτε η βελτίωση των μισθών θα έφτανε για να γίνει παραγωγικότερη η δημόσια διοίκηση, ή τα κρατικά νοσοκομεία, ή τα σχολεία, ακόμη και τα πανεπιστήμια – για να μην μιλήσουμε για τις πολεοδομίες, τις εφορίες ή τις φυλακές.
Δεύτερον, χωρίς ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, χωρίς επιδόματα παιδιών για οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά, χωρίς παροχές μητρότητας στις ανασφάλιστες, χωρίς επιδόματα ανεργίας στους νέους ανέργους με χαμηλό εισόδημα – χωρίς δηλαδή μια γενναία ανακατανομή της κοινωνικής δαπάνης, η αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων δεν θα είχε σπουδαίο κοινωνικό αντίκτυπο, με την έννοια της μείωσης της φτώχειας και της ανισότητας. Ούτε η αύξηση των κατώτατων αποδοχών θα απέτρεπε τα φαινόμενα ακραίας εκμετάλλευσης που έφερε στο φώς η υπόθεση Κούνεβα.
Τρίτον, στη χώρα μας η αναγκαστική χρηματοδότηση του πρόσθετου ελλείμματος εξ αιτίας της δημοσιονομικής επέκτασης θα είχε μεγαλύτερο κόστος από ό,τι αλλού. Επειδή τα χρόνια των σχετικώς παχύτερων αγελάδων δεν καταφέραμε να μειώσουμε το δημόσιο χρέος, ούτε να αντιμετωπίσουμε τα εκρηκτικά ελλείμματα του ασφαλιστικού στο (όχι και τόσο μακρυνό) μέλλον, οι αγορές ζητούν υψηλότερα επιτόκια για να δεχθούν να μας δανείσουν. Όπως και στην προ Σημίτη εποχή, η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους κινδυνεύει να γίνει ξανά ένα από τα ακριβότερα κονδύλια του προϋπολογισμού.
Τέταρτον, γιατί σε μια χώρα με αναιμική παραγωγική βάση, όπως είναι πλέον η Ελλάδα, η κλασική κεϋνσιανή συνταγή της ώθησης της παραγωγής και της απασχόλησης μέσω της τόνωσης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων δεν μπορεί να έχει εφαρμογή. Όπως είδαμε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, τα πρόσθετα εισοδήματα αγοράζουν προϊόντα που εισάγουμε από αλλού. Αυτό μπορεί να είναι καλό για τους εργαζόμενους στην Κίνα ή στην Κορέα, αλλά ως στρατηγική για την αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα δεν μου φαίνεται πειστική.
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλους λόγους σκεπτικισμού ως προς τις προοπτικές ενός νεοκεϋνσιανισμού à la grecque που δείχνει να γυρνά στη μόδα. Είναι μάλλον περιττό.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι είναι προτιμότερο να περιμένουμε στωικά να περάσει η κρίση; Όχι, σημαίνει, απλώς, ότι πρέπει να δυσπιστούμε στις εύκολες συνταγές. Λύσεις υπάρχουν, αλλά είναι «δύσκολες». Οι αναγκαίες επενδύσεις (στο περιβάλλον, στην καινοτομία, στις δημόσιες μεταφορές, στις ποιοτικές υπηρεσίες) θα ενοχλήσουν όσους είχαν συνηθίσει στο εύκολο χρήμα της συναλλαγής και της διαφθοράς. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις (στην υγεία, στην παιδεία, στις συντάξεις, στην αγορά εργασίας) θα ξεβολέψουν όσους ωφελούνται από τη σημερινή παρακμή. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν ...
Γενικώς, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, η λελογισμένη χαλάρωση των περιορισμών που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης στη δημοσιονομική επέκταση μπορεί και να μην είναι κακή ιδέα.
Ειδικώς, στις συνθήκες της Ελλάδας, μια τέτοια επιλογή θα ήταν μάλλον ριψοκίνδυνη – για πολλούς λόγους.
Πρώτον, παρότι οι ανάγκες σε κοινωνικές υπηρεσίες (βρεφονηπιακοί σταθμοί, βοήθεια στο σπίτι, ενισχυτική διδασκαλία σε παιδιά μεταναστών κ.ά.) είναι μεγάλες, η αποδοτικότητα του δημόσιου τομέα παραμένει απελπιστικά χαμηλή. Για να βελτιωθεί χρειαζόμαστε καλύτερη κατανομή μεταξύ προγραμμάτων, καλύτερο σχεδιασμό, καλύτερες υποδομές, εντιμότερη διαχείριση, κάποια διάθεση προσφοράς στον πολίτη. Χωρίς όλα αυτά, ούτε η αύξηση του προσωπικού ούτε η βελτίωση των μισθών θα έφτανε για να γίνει παραγωγικότερη η δημόσια διοίκηση, ή τα κρατικά νοσοκομεία, ή τα σχολεία, ακόμη και τα πανεπιστήμια – για να μην μιλήσουμε για τις πολεοδομίες, τις εφορίες ή τις φυλακές.
Δεύτερον, χωρίς ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, χωρίς επιδόματα παιδιών για οικογένειες με ένα ή δύο παιδιά, χωρίς παροχές μητρότητας στις ανασφάλιστες, χωρίς επιδόματα ανεργίας στους νέους ανέργους με χαμηλό εισόδημα – χωρίς δηλαδή μια γενναία ανακατανομή της κοινωνικής δαπάνης, η αύξηση των κοινωνικών επιδομάτων δεν θα είχε σπουδαίο κοινωνικό αντίκτυπο, με την έννοια της μείωσης της φτώχειας και της ανισότητας. Ούτε η αύξηση των κατώτατων αποδοχών θα απέτρεπε τα φαινόμενα ακραίας εκμετάλλευσης που έφερε στο φώς η υπόθεση Κούνεβα.
Τρίτον, στη χώρα μας η αναγκαστική χρηματοδότηση του πρόσθετου ελλείμματος εξ αιτίας της δημοσιονομικής επέκτασης θα είχε μεγαλύτερο κόστος από ό,τι αλλού. Επειδή τα χρόνια των σχετικώς παχύτερων αγελάδων δεν καταφέραμε να μειώσουμε το δημόσιο χρέος, ούτε να αντιμετωπίσουμε τα εκρηκτικά ελλείμματα του ασφαλιστικού στο (όχι και τόσο μακρυνό) μέλλον, οι αγορές ζητούν υψηλότερα επιτόκια για να δεχθούν να μας δανείσουν. Όπως και στην προ Σημίτη εποχή, η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους κινδυνεύει να γίνει ξανά ένα από τα ακριβότερα κονδύλια του προϋπολογισμού.
Τέταρτον, γιατί σε μια χώρα με αναιμική παραγωγική βάση, όπως είναι πλέον η Ελλάδα, η κλασική κεϋνσιανή συνταγή της ώθησης της παραγωγής και της απασχόλησης μέσω της τόνωσης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων δεν μπορεί να έχει εφαρμογή. Όπως είδαμε στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’80, τα πρόσθετα εισοδήματα αγοράζουν προϊόντα που εισάγουμε από αλλού. Αυτό μπορεί να είναι καλό για τους εργαζόμενους στην Κίνα ή στην Κορέα, αλλά ως στρατηγική για την αύξηση της απασχόλησης στην Ελλάδα δεν μου φαίνεται πειστική.
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλους λόγους σκεπτικισμού ως προς τις προοπτικές ενός νεοκεϋνσιανισμού à la grecque που δείχνει να γυρνά στη μόδα. Είναι μάλλον περιττό.
Μήπως αυτό σημαίνει ότι είναι προτιμότερο να περιμένουμε στωικά να περάσει η κρίση; Όχι, σημαίνει, απλώς, ότι πρέπει να δυσπιστούμε στις εύκολες συνταγές. Λύσεις υπάρχουν, αλλά είναι «δύσκολες». Οι αναγκαίες επενδύσεις (στο περιβάλλον, στην καινοτομία, στις δημόσιες μεταφορές, στις ποιοτικές υπηρεσίες) θα ενοχλήσουν όσους είχαν συνηθίσει στο εύκολο χρήμα της συναλλαγής και της διαφθοράς. Οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις (στην υγεία, στην παιδεία, στις συντάξεις, στην αγορά εργασίας) θα ξεβολέψουν όσους ωφελούνται από τη σημερινή παρακμή. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν ...
18 Φεβρουαρίου 2009
Το δίλημμα των πανεπιστημιακών
Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009)
Οι εκπρόσωποι των πανεπιστημιακών θα κληθούν από τη σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ (συμμαχία του ΚΚΕ με τη νεοκομμουνιστική πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ) να υπερψηφίσουν στο συνέδριο τον απολογισμό των δύο τελευταίων ετών. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με ψήφο εμπιστοσύνης. Προτού λοιπόν χαρίσουμε στη σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ το δικαίωμα να μας εκπροσωπεί για άλλα δύο χρόνια, είτε εκλέγοντας υποστηρικτές της στους συλλόγους, είτε (συνηθέστερα) απέχοντας από την εκλογική διαδικασία, ας το σκεφτούμε καλά.
Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ έχει επιλέξει τη μετωπική σύγκρουση (με διαφορετικό κάθε φορά πρόσχημα) και τη συμπόρευση με τις πιο σκοταδιστικές δυνάμεις του φοιτητικού συνδικαλισμού. Η πολιτική αυτή υποσκάπτει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Οι συνεχείς απεργίες αποδεκατίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι συνεχείς διαδηλώσεις, στις οποίες συμμετέχουν όλο και λιγότεροι πανεπιστημιακοί, σχεδόν πάντοτε καταλήγουν σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Οι συνεχείς καταλήψεις, τις οποίες η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ ανοιχτά ενθαρρύνει, σχεδόν πάντοτε καταλήγουν σε κατάλυση των ελευθεριών και εκτεταμένες καταστροφές.
Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ απορρίπτει κάθε συζήτηση για μεταρρύθμιση, προτού καν ακούσει ποια είναι η πρόταση. Προκειμένου να ξορκίσει τις αλλαγές που χρειάζεται το δημόσιο πανεπιστήμιο, δεν διστάζει να γίνει απολογητής των πιο εκφυλιστικών όψεων της σημερινής λειτουργίας του (π.χ. του νεποτισμού σε ορισμένα Τμήματα). Εν τω μεταξύ, μεταχειρίζεται τα μισθολογικά και άλλα αιτήματα ως πρόσχημα για να συντηρεί την αναταραχή για την αναταραχή.
Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ έχει οδηγήσει το δημόσιο πανεπιστήμιο σε παρακμή, τους πανεπιστημιακούς σε ανυποληψία, τους συλλόγους σε αποξένωση από το κοινό αίσθημα των μελών τους.
Για πόσο ακόμη θα επιτρέπουμε σε αυτή την ηγεσία να μας εκπροσωπεί; Όσοι θέλουμε ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο, που προάγει την επιστήμη και την έρευνα, και διδάσκει την ανεκτικότητα και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συμμετέχουμε στις διαδικασίες, ενισχύοντας τις δυνάμεις που υπερασπίζονται τη δημοκρατία, την ομαλότητα και τη μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
Οι εκπρόσωποι των πανεπιστημιακών θα κληθούν από τη σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ (συμμαχία του ΚΚΕ με τη νεοκομμουνιστική πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ) να υπερψηφίσουν στο συνέδριο τον απολογισμό των δύο τελευταίων ετών. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με ψήφο εμπιστοσύνης. Προτού λοιπόν χαρίσουμε στη σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ το δικαίωμα να μας εκπροσωπεί για άλλα δύο χρόνια, είτε εκλέγοντας υποστηρικτές της στους συλλόγους, είτε (συνηθέστερα) απέχοντας από την εκλογική διαδικασία, ας το σκεφτούμε καλά.
Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ έχει επιλέξει τη μετωπική σύγκρουση (με διαφορετικό κάθε φορά πρόσχημα) και τη συμπόρευση με τις πιο σκοταδιστικές δυνάμεις του φοιτητικού συνδικαλισμού. Η πολιτική αυτή υποσκάπτει το δημόσιο πανεπιστήμιο. Οι συνεχείς απεργίες αποδεκατίζουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Οι συνεχείς διαδηλώσεις, στις οποίες συμμετέχουν όλο και λιγότεροι πανεπιστημιακοί, σχεδόν πάντοτε καταλήγουν σε συγκρούσεις με την αστυνομία. Οι συνεχείς καταλήψεις, τις οποίες η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ ανοιχτά ενθαρρύνει, σχεδόν πάντοτε καταλήγουν σε κατάλυση των ελευθεριών και εκτεταμένες καταστροφές.
Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ απορρίπτει κάθε συζήτηση για μεταρρύθμιση, προτού καν ακούσει ποια είναι η πρόταση. Προκειμένου να ξορκίσει τις αλλαγές που χρειάζεται το δημόσιο πανεπιστήμιο, δεν διστάζει να γίνει απολογητής των πιο εκφυλιστικών όψεων της σημερινής λειτουργίας του (π.χ. του νεποτισμού σε ορισμένα Τμήματα). Εν τω μεταξύ, μεταχειρίζεται τα μισθολογικά και άλλα αιτήματα ως πρόσχημα για να συντηρεί την αναταραχή για την αναταραχή.
Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ έχει οδηγήσει το δημόσιο πανεπιστήμιο σε παρακμή, τους πανεπιστημιακούς σε ανυποληψία, τους συλλόγους σε αποξένωση από το κοινό αίσθημα των μελών τους.
Για πόσο ακόμη θα επιτρέπουμε σε αυτή την ηγεσία να μας εκπροσωπεί; Όσοι θέλουμε ένα ανοιχτό πανεπιστήμιο, που προάγει την επιστήμη και την έρευνα, και διδάσκει την ανεκτικότητα και την ελεύθερη διακίνηση ιδεών, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να συμμετέχουμε στις διαδικασίες, ενισχύοντας τις δυνάμεις που υπερασπίζονται τη δημοκρατία, την ομαλότητα και τη μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
4 Φεβρουαρίου 2009
Το Ελληνικό «κοινωνικό μοντέλο»: εξασφαλισμένη ανελαστικότητα και άναρχη ευελιξία
Ομιλία σε ημερίδα του τομέα γυναικών του ΠΑΣΟΚ με θέμα «Αντιμετωπίζουμε την οικονομική κρίση – στηρίζουμε τη γυναίκα» (Αθήνα 4 Φεβρουαρίου 2009)
Η γυναικεία απασχόληση είναι υπερβολικά χαμηλή στην Ελλάδα. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες (συνήθως νέες) ψάχνουν για δουλειά, άλλες τόσες (πολλές μητέρες) τα έχουν παρατήσει και τώρα πια δεν καταγράφονται καν ως άνεργες. Η αύξηση της γυναικείας απασχόλησης είναι προϋπόθεση για μια δυναμικότερη οικονομία, καθώς και για μια πιο σύγχρονη και πιο ανοιχτή κοινωνία. Επί πλέον, είναι προϋπόθεση για περισσότερη ισότητα μεταξύ των δύο φύλων και μια δικαιότερη κατανομή των ρόλων και των υποχρεώσεων στην εργασία και στην οικογένεια.
Η απορρόφηση των εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών που θα ήθελαν να εργαστούν δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας, καθώς και η ύπαρξη χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας, αποτελούν δομικά εμπόδια. Η κρίση κάνει προφανώς τα πράγματα δυσκολότερα. Αυτό που όμως συχνά υποτιμάται είναι η αρνητική συμβολή του Ελληνικού «κοινωνικού μοντέλου», δηλαδή του τρόπου με τον οποίο η κοινωνική προστασία και ασφάλιση αλληλεπιδρά με την αγορά εργασίας και την οικογένεια.
Είναι σημαντικό ότι η σημερινή ημερίδα καλύπτει και την κοινωνική προστασία, και την αγορά εργασίας και την οικογένεια. Συχνά παρατηρείται η αντίθετη τάση: να εξετάζεται η καθεμιά συνιστώσα του κοινωνικού μοντέλου χωριστά, αγνοώντας την αλληλεπίδρασή της με τις άλλες δύο. Η τάση αυτή είναι κατανοητή και σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτη – οδηγεί, όμως, σε συγκεχυμένες αναλύσεις και αντιφατικές πολιτικές.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα η επίσημη αγορά εργασίας είναι υπερβολικά ανελαστική, ενώ ταυτόχρονα η ανεπίσημη είναι υπερβολικά ελαστική.
Στο Δημόσιο, στις ΔΕΚΟ και στις Τράπεζες (αν και εκεί όλο και λιγότερο) κατά κανόνα έχουμε μονιμότητα ή συμβάσεις αορίστου χρόνου, οι αμοιβές είναι σχετικά ικανοποιητικές, οι κοινωνικές παροχές είναι συγκριτικά ευνοϊκότερες, τα ωράρια γενικά τηρούνται.
Στην υπόλοιπη αγορά εργασίας οι αμοιβές είναι συνήθως χαμηλές, οι υπερωρίες συχνά δεν πληρώνονται, τα ένσημα δεν γράφονται πάντοτε, οι κοινωνικές παροχές είναι χαμηλότερου επιπέδου, οι συμβάσεις είναι ορισμένου χρόνου, ή έργου, ή εμφανίζονται ως «συνεργασίες» με υπαλλήλους μεταμφιεσμένους σε ελεύθερους επαγγελματίες.
Ο δυϊσμός αυτός της αγοράς εργασίας είναι καταστροφικός. Η ανελαστικότητα του προστατευμένου τομέα – σε συνδυασμό με τη χαμηλή παραγωγικότητα – κάνει απαγορευτικό το κόστος της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Αντίθετα, η επέκταση της απασχόλησης δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τον απροστάτευτο τομέα, ο οποίος κατάφερε να απορροφήσει μισό εκατομμύριο περίπου ξένους εργάτες στη δεκαετία του ’90.
Με τι τίμημα όμως: τις χαμηλές αμοιβές και τη συστηματική καταστρατήγηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Το τρομερό συμβάν της κτηνώδους επίθεσης εναντίον μιας θαρραλέας γυναίκας, της Κωνσταντίνας Κούνεβα, φανέρωσε σε μια ανυποψίαστη (;) κοινωνία μέχρι πού ακριβώς μπορεί να φτάσει η άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων (συχνά γένους θηλυκού) σε αυτό το άναρχα ευέλικτο τμήμα της αγοράς εργασίας.
Σε τελευταία ανάλυση έχουμε ένα κλασσικό πρόβλημα «πολιτικής οικονομίας». Οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ελίτ, ακόμη και στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, τροφοδοτούνται κυρίως από το προστατευμένο τμήμα της αγοράς εργασίας. Τα μέλη και κυρίως τα στελέχη τους προέρχονται από το Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ ή τις Τράπεζες – όταν δεν είναι γιατροί, δικηγόροι ή μηχανικοί. Όμως, ο κορμός της απασχόλησης (και ειδικά της γυναικείας απασχόλησης) δουλεύει στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, συνήθως σε κακοπληρωμένες δουλειές, συχνά δουλειές του ποδαριού, με λίγα ή καθόλου ένσημα, με ανεπαρκή ή καθόλου ασφάλιση για ασθένεια, μητρότητα κτλ.
Αυτή η ασυμμετρία εκπροσώπησης είναι – μέχρι ενός σημείου – αναπόφευκτη. Όταν, όμως, η δημόσια συζήτηση μονοπωλείται από την πολιτική agenda των εργασιακών σχέσεων στον πιο προστατευμένο τομέα της αγοράς εργασίας, αγνοώντας τα απείρως οξύτερα προβλήματα εκεί που ο «εργασιακός μεσαίωνας» έχει επικρατήσει στα αλήθεια, τότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί σε τι χρησιμεύουν τα κόμματα και τα συνδικάτα της ευρύτερης αριστεράς.
Φοβάμαι πως κάτι τέτοιο συμβαίνει στη χώρα μας. Πρέπει να αλλάξουμε ρότα, και εύχομαι η σημερινή εκδήλωση να συμβάλλει σε αυτό.
Η γυναικεία απασχόληση είναι υπερβολικά χαμηλή στην Ελλάδα. Εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες (συνήθως νέες) ψάχνουν για δουλειά, άλλες τόσες (πολλές μητέρες) τα έχουν παρατήσει και τώρα πια δεν καταγράφονται καν ως άνεργες. Η αύξηση της γυναικείας απασχόλησης είναι προϋπόθεση για μια δυναμικότερη οικονομία, καθώς και για μια πιο σύγχρονη και πιο ανοιχτή κοινωνία. Επί πλέον, είναι προϋπόθεση για περισσότερη ισότητα μεταξύ των δύο φύλων και μια δικαιότερη κατανομή των ρόλων και των υποχρεώσεων στην εργασία και στην οικογένεια.
Η απορρόφηση των εκατοντάδων χιλιάδων γυναικών που θα ήθελαν να εργαστούν δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας, καθώς και η ύπαρξη χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων με σοβαρά προβλήματα βιωσιμότητας, αποτελούν δομικά εμπόδια. Η κρίση κάνει προφανώς τα πράγματα δυσκολότερα. Αυτό που όμως συχνά υποτιμάται είναι η αρνητική συμβολή του Ελληνικού «κοινωνικού μοντέλου», δηλαδή του τρόπου με τον οποίο η κοινωνική προστασία και ασφάλιση αλληλεπιδρά με την αγορά εργασίας και την οικογένεια.
Είναι σημαντικό ότι η σημερινή ημερίδα καλύπτει και την κοινωνική προστασία, και την αγορά εργασίας και την οικογένεια. Συχνά παρατηρείται η αντίθετη τάση: να εξετάζεται η καθεμιά συνιστώσα του κοινωνικού μοντέλου χωριστά, αγνοώντας την αλληλεπίδρασή της με τις άλλες δύο. Η τάση αυτή είναι κατανοητή και σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτη – οδηγεί, όμως, σε συγκεχυμένες αναλύσεις και αντιφατικές πολιτικές.
Το πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα η επίσημη αγορά εργασίας είναι υπερβολικά ανελαστική, ενώ ταυτόχρονα η ανεπίσημη είναι υπερβολικά ελαστική.
Στο Δημόσιο, στις ΔΕΚΟ και στις Τράπεζες (αν και εκεί όλο και λιγότερο) κατά κανόνα έχουμε μονιμότητα ή συμβάσεις αορίστου χρόνου, οι αμοιβές είναι σχετικά ικανοποιητικές, οι κοινωνικές παροχές είναι συγκριτικά ευνοϊκότερες, τα ωράρια γενικά τηρούνται.
Στην υπόλοιπη αγορά εργασίας οι αμοιβές είναι συνήθως χαμηλές, οι υπερωρίες συχνά δεν πληρώνονται, τα ένσημα δεν γράφονται πάντοτε, οι κοινωνικές παροχές είναι χαμηλότερου επιπέδου, οι συμβάσεις είναι ορισμένου χρόνου, ή έργου, ή εμφανίζονται ως «συνεργασίες» με υπαλλήλους μεταμφιεσμένους σε ελεύθερους επαγγελματίες.
Ο δυϊσμός αυτός της αγοράς εργασίας είναι καταστροφικός. Η ανελαστικότητα του προστατευμένου τομέα – σε συνδυασμό με τη χαμηλή παραγωγικότητα – κάνει απαγορευτικό το κόστος της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Αντίθετα, η επέκταση της απασχόλησης δεν αποτελεί σοβαρό πρόβλημα για τον απροστάτευτο τομέα, ο οποίος κατάφερε να απορροφήσει μισό εκατομμύριο περίπου ξένους εργάτες στη δεκαετία του ’90.
Με τι τίμημα όμως: τις χαμηλές αμοιβές και τη συστηματική καταστρατήγηση της εργατικής και ασφαλιστικής νομοθεσίας. Το τρομερό συμβάν της κτηνώδους επίθεσης εναντίον μιας θαρραλέας γυναίκας, της Κωνσταντίνας Κούνεβα, φανέρωσε σε μια ανυποψίαστη (;) κοινωνία μέχρι πού ακριβώς μπορεί να φτάσει η άγρια εκμετάλλευση των εργαζομένων (συχνά γένους θηλυκού) σε αυτό το άναρχα ευέλικτο τμήμα της αγοράς εργασίας.
Σε τελευταία ανάλυση έχουμε ένα κλασσικό πρόβλημα «πολιτικής οικονομίας». Οι πολιτικές και συνδικαλιστικές ελίτ, ακόμη και στον χώρο της ευρύτερης αριστεράς, τροφοδοτούνται κυρίως από το προστατευμένο τμήμα της αγοράς εργασίας. Τα μέλη και κυρίως τα στελέχη τους προέρχονται από το Δημόσιο, τις ΔΕΚΟ ή τις Τράπεζες – όταν δεν είναι γιατροί, δικηγόροι ή μηχανικοί. Όμως, ο κορμός της απασχόλησης (και ειδικά της γυναικείας απασχόλησης) δουλεύει στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, συνήθως σε κακοπληρωμένες δουλειές, συχνά δουλειές του ποδαριού, με λίγα ή καθόλου ένσημα, με ανεπαρκή ή καθόλου ασφάλιση για ασθένεια, μητρότητα κτλ.
Αυτή η ασυμμετρία εκπροσώπησης είναι – μέχρι ενός σημείου – αναπόφευκτη. Όταν, όμως, η δημόσια συζήτηση μονοπωλείται από την πολιτική agenda των εργασιακών σχέσεων στον πιο προστατευμένο τομέα της αγοράς εργασίας, αγνοώντας τα απείρως οξύτερα προβλήματα εκεί που ο «εργασιακός μεσαίωνας» έχει επικρατήσει στα αλήθεια, τότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί σε τι χρησιμεύουν τα κόμματα και τα συνδικάτα της ευρύτερης αριστεράς.
Φοβάμαι πως κάτι τέτοιο συμβαίνει στη χώρα μας. Πρέπει να αλλάξουμε ρότα, και εύχομαι η σημερινή εκδήλωση να συμβάλλει σε αυτό.
20 Ιανουαρίου 2009
Calvin and Hobbes
18 Ιανουαρίου 2009
Τι διακυβεύεται στο συνέδριο της ΠΟΣΔΕΠ;
Γράφτηκε από κοινού με τον Γιώργο Παγουλάτο. Δημοσιεύτηκε στην «Καθημερινή» (Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2009)
Τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τους τελευταίους μήνες, τα πανεπιστήμια έχουν καταστεί επίκεντρο της βίας που συνταράσσει την ελληνική κοινωνία. Όχι μόνο επειδή εξαιτίας του ασύλου προσφέρονται ως ορμητήρια ομάδων σε διαρκή πόλεμο με την αστυνομία. Αλλά και επειδή μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει αποδειχθεί ανίκανη να κατανοήσει ότι χωρίς ελευθερία έκφρασης και χωρίς δημοκρατική λειτουργία δεν νοείται πανεπιστήμιο.
Ο κατάλογος των κρουσμάτων βίας είναι μακρύς. Φοιτητικές παρατάξεις λύνουν τις διαφορές τους με γροθιές, καρεκλοπόδαρα και σιδερένιους λοστούς. Ομάδες φοιτητών εισβάλλουν σε συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων, τις διαλύουν για να αποτρέψουν αποφάσεις που δεν είναι του γούστου τους, και κρατούν τους καθηγητές ομήρους μέχρι να τα καταφέρουν. Φοιτητές αρπάζουν κάλπες για να εμποδίσουν την εκλογή πρυτανικών αρχών. Συνεργεία φοιτητών-οικοδόμων χτίζουν τις πόρτες σε γραφεία καθηγητών. Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι προπηλακίζονται, με αποτέλεσμα τη διακομιδή των πιο άτυχων στο νοσοκομείο. Εκδηλώσεις διαλύονται από αγανακτισμένους «αντιεξουσιαστές», που ενίοτε φτάνουν έως τον άγριο ξυλοδαρμό των ομιλητών. Να προσθέσουμε και τη συστηματική καταστροφή της πανεπιστημιακής περιουσίας, με βανδαλισμούς σε εργαστήρια, γραφεία καθηγητών, αίθουσες διδασκαλίας και γραμματείες, με το ανεμπόδιστο πλιάτσικο σε εργαλεία και εξοπλισμό. Πρόκειται ούτε λίγο ούτε πολύ για την κατάλυση στην πράξη του πανεπιστημιακού ασύλου – το οποίο, θυμίζουμε, θεσμοθετήθηκε για να προάγει ακριβώς την ελεύθερη έκφραση και διακίνηση ιδεών στο πανεπιστήμιο.
Ποιος ευθύνεται για όλα αυτά; Κατ’ αρχήν, προφανώς, οι φυσικοί αυτουργοί των επεισοδίων αυτών. Όχι, όμως, μόνο αυτοί. Μεγάλο μέρος της ευθύνης βαρύνει επίσης όσους από τυχοδιωκτισμό ή ανευθυνότητα προσφέρουν πολιτική κάλυψη στα φαινόμενα γενικευμένης ανομίας στα πανεπιστήμια. Ανάμεσα στους τελευταίους, πρώτη φιγουράρει η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ. Αντί να προστατεύσει τα μέλη της (όπως είναι η στοιχειώδης υποχρέωση κάθε συνδικάτου), έχει επιδοθεί σε ένα πρωτοφανές κρεσέντο «επαναστατικής» δημαγωγίας και πολιτικής ανευθυνότητας. Τα ανακλαστικά της (ταχύτατα όταν πρόκειται π.χ. για την αστυνομική βία ή το μεσανατολικό) γίνονται κατατονικά όποτε πρέπει να καταδικάσει το πολλοστό κρούσμα βιαιοπραγίας στα πανεπιστήμια. Όμως, η ανοχή στη βία είναι συνενοχή.
Η «μπλαζέ» στάση της ηγεσίας της ΠΟΣΔΕΠ μπροστά στους τραμπουκισμούς των ακραίων ομάδων (με θύματα μέλη της!) ή στις καταστροφές στα πανεπιστήμια είναι το θλιβερό προϊόν μιας πολιτικής επιλογής που έγινε εδώ και αρκετό καιρό και έκτοτε εφαρμόζεται με συνέπεια: από τη μια στείρα άρνηση και συνεχής σύγκρουση, από την άλλη συμμαχία με τις πιο σκοταδιστικές δυνάμεις του φοιτητικού συνδικαλισμού.
Η ΠΟΣΔΕΠ έχει περιέλθει στον έλεγχο μιας ακραίας μειοψηφίας διότι η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών δεν συμμετέχει στις συλλογικές διαδικασίες. Κατανοητό, καθώς η εικόνα συνδικαλιστικής εκπροσώπησης του κλάδου απογοητεύει και εξοργίζει. Οι περισσότεροι σοβαροί πανεπιστημιακοί δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με την ΠΟΣΔΕΠ. Όμως στην αποχή των πολλών μετριοπαθών βασίζεται και η επικράτηση των λίγων ακραίων που σήμερα διαφεντεύουν την ΠΟΣΔΕΠ. Η αποχή της μεγάλης πλειονότητας των πανεπιστημιακών δεν είναι λύση, αντιθέτως είναι η ρίζα του προβλήματος. Το κενό που αφήνει η απουσία των καλύτερων σπεύδουν πάντα να το καλύψουν οι χειρότεροι. Για τους πανεπιστημιακούς δεν υπάρχει φυγή από την κατάντια του ελληνικού πανεπιστημίου. Υπάρχει μόνο συμμετοχή για να αντιστρέψουμε την πορεία απαξίωσης.
Είτε τους γυρίσουμε την πλάτη είτε όχι, οι εκπρόσωποι της ΠΟΣΔΕΠ θα συνεχίσουν να μιλάνε στο όνομά μας και για λογαριασμό μας. Τα ΜΜΕ θα συνεχίσουν να αναμεταδίδουν τις ακραίες θέσεις τους ως τάχα θέσεις «των πανεπιστημιακών», και η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ θα εξακολουθήσει να προσφέρει κάλυψη στην κουλτούρα της βίας και δυσανεξίας που έχει για τα καλά εγκατασταθεί στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Η πορεία ανάταξης του δημόσιου πανεπιστημίου ξεκινά από την ανάδειξη εκπροσώπων που θα αντιπροσωπεύουν πραγματικά το πανεπιστήμιο. Η αρχή έγινε πρόπερσι με την κίνηση των «χιλίων» πανεπιστημιακών. Παράλληλα, στην ΠΟΣΔΕΠ υπάρχει και μειοψηφία, που αντιτάσσεται σθεναρά στην πολιτική της κυρίαρχης ομάδας.
Τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, ξεκινώντας 20 Ιανουαρίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, οι ανά σχολή σύλλογοι θα στείλουν εκπροσώπους στο συνέδριο που τον Μάρτιο θα αναδείξει τη νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ. Οι περίπου δέκα χιλιάδες πανεπιστημιακοί της χώρας πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας ένα ερώτημα: θα εξακολουθήσουμε να επιτρέπουμε στη σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ να μας εκπροσωπεί; Αν η απάντηση είναι όχι, τότε μας μένει μία επιλογή. Να συμμετέχουμε μαζικά στις διαδικασίες, ενισχύοντας τις δυνάμεις που απορρίπτουν τη στείρα σύγκρουση και τη βία και υπερασπίζονται τη δημοκρατία, την ομαλότητα και τη μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
Τα τελευταία χρόνια, με αποκορύφωμα τους τελευταίους μήνες, τα πανεπιστήμια έχουν καταστεί επίκεντρο της βίας που συνταράσσει την ελληνική κοινωνία. Όχι μόνο επειδή εξαιτίας του ασύλου προσφέρονται ως ορμητήρια ομάδων σε διαρκή πόλεμο με την αστυνομία. Αλλά και επειδή μέρος της πανεπιστημιακής κοινότητας έχει αποδειχθεί ανίκανη να κατανοήσει ότι χωρίς ελευθερία έκφρασης και χωρίς δημοκρατική λειτουργία δεν νοείται πανεπιστήμιο.
Ο κατάλογος των κρουσμάτων βίας είναι μακρύς. Φοιτητικές παρατάξεις λύνουν τις διαφορές τους με γροθιές, καρεκλοπόδαρα και σιδερένιους λοστούς. Ομάδες φοιτητών εισβάλλουν σε συνεδριάσεις συλλογικών οργάνων, τις διαλύουν για να αποτρέψουν αποφάσεις που δεν είναι του γούστου τους, και κρατούν τους καθηγητές ομήρους μέχρι να τα καταφέρουν. Φοιτητές αρπάζουν κάλπες για να εμποδίσουν την εκλογή πρυτανικών αρχών. Συνεργεία φοιτητών-οικοδόμων χτίζουν τις πόρτες σε γραφεία καθηγητών. Πανεπιστημιακοί δάσκαλοι προπηλακίζονται, με αποτέλεσμα τη διακομιδή των πιο άτυχων στο νοσοκομείο. Εκδηλώσεις διαλύονται από αγανακτισμένους «αντιεξουσιαστές», που ενίοτε φτάνουν έως τον άγριο ξυλοδαρμό των ομιλητών. Να προσθέσουμε και τη συστηματική καταστροφή της πανεπιστημιακής περιουσίας, με βανδαλισμούς σε εργαστήρια, γραφεία καθηγητών, αίθουσες διδασκαλίας και γραμματείες, με το ανεμπόδιστο πλιάτσικο σε εργαλεία και εξοπλισμό. Πρόκειται ούτε λίγο ούτε πολύ για την κατάλυση στην πράξη του πανεπιστημιακού ασύλου – το οποίο, θυμίζουμε, θεσμοθετήθηκε για να προάγει ακριβώς την ελεύθερη έκφραση και διακίνηση ιδεών στο πανεπιστήμιο.
Ποιος ευθύνεται για όλα αυτά; Κατ’ αρχήν, προφανώς, οι φυσικοί αυτουργοί των επεισοδίων αυτών. Όχι, όμως, μόνο αυτοί. Μεγάλο μέρος της ευθύνης βαρύνει επίσης όσους από τυχοδιωκτισμό ή ανευθυνότητα προσφέρουν πολιτική κάλυψη στα φαινόμενα γενικευμένης ανομίας στα πανεπιστήμια. Ανάμεσα στους τελευταίους, πρώτη φιγουράρει η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ. Αντί να προστατεύσει τα μέλη της (όπως είναι η στοιχειώδης υποχρέωση κάθε συνδικάτου), έχει επιδοθεί σε ένα πρωτοφανές κρεσέντο «επαναστατικής» δημαγωγίας και πολιτικής ανευθυνότητας. Τα ανακλαστικά της (ταχύτατα όταν πρόκειται π.χ. για την αστυνομική βία ή το μεσανατολικό) γίνονται κατατονικά όποτε πρέπει να καταδικάσει το πολλοστό κρούσμα βιαιοπραγίας στα πανεπιστήμια. Όμως, η ανοχή στη βία είναι συνενοχή.
Η «μπλαζέ» στάση της ηγεσίας της ΠΟΣΔΕΠ μπροστά στους τραμπουκισμούς των ακραίων ομάδων (με θύματα μέλη της!) ή στις καταστροφές στα πανεπιστήμια είναι το θλιβερό προϊόν μιας πολιτικής επιλογής που έγινε εδώ και αρκετό καιρό και έκτοτε εφαρμόζεται με συνέπεια: από τη μια στείρα άρνηση και συνεχής σύγκρουση, από την άλλη συμμαχία με τις πιο σκοταδιστικές δυνάμεις του φοιτητικού συνδικαλισμού.
Η ΠΟΣΔΕΠ έχει περιέλθει στον έλεγχο μιας ακραίας μειοψηφίας διότι η πλειοψηφία των πανεπιστημιακών δεν συμμετέχει στις συλλογικές διαδικασίες. Κατανοητό, καθώς η εικόνα συνδικαλιστικής εκπροσώπησης του κλάδου απογοητεύει και εξοργίζει. Οι περισσότεροι σοβαροί πανεπιστημιακοί δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με την ΠΟΣΔΕΠ. Όμως στην αποχή των πολλών μετριοπαθών βασίζεται και η επικράτηση των λίγων ακραίων που σήμερα διαφεντεύουν την ΠΟΣΔΕΠ. Η αποχή της μεγάλης πλειονότητας των πανεπιστημιακών δεν είναι λύση, αντιθέτως είναι η ρίζα του προβλήματος. Το κενό που αφήνει η απουσία των καλύτερων σπεύδουν πάντα να το καλύψουν οι χειρότεροι. Για τους πανεπιστημιακούς δεν υπάρχει φυγή από την κατάντια του ελληνικού πανεπιστημίου. Υπάρχει μόνο συμμετοχή για να αντιστρέψουμε την πορεία απαξίωσης.
Είτε τους γυρίσουμε την πλάτη είτε όχι, οι εκπρόσωποι της ΠΟΣΔΕΠ θα συνεχίσουν να μιλάνε στο όνομά μας και για λογαριασμό μας. Τα ΜΜΕ θα συνεχίσουν να αναμεταδίδουν τις ακραίες θέσεις τους ως τάχα θέσεις «των πανεπιστημιακών», και η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ θα εξακολουθήσει να προσφέρει κάλυψη στην κουλτούρα της βίας και δυσανεξίας που έχει για τα καλά εγκατασταθεί στο ελληνικό πανεπιστήμιο. Η πορεία ανάταξης του δημόσιου πανεπιστημίου ξεκινά από την ανάδειξη εκπροσώπων που θα αντιπροσωπεύουν πραγματικά το πανεπιστήμιο. Η αρχή έγινε πρόπερσι με την κίνηση των «χιλίων» πανεπιστημιακών. Παράλληλα, στην ΠΟΣΔΕΠ υπάρχει και μειοψηφία, που αντιτάσσεται σθεναρά στην πολιτική της κυρίαρχης ομάδας.
Τις αμέσως επόμενες εβδομάδες, ξεκινώντας 20 Ιανουαρίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, οι ανά σχολή σύλλογοι θα στείλουν εκπροσώπους στο συνέδριο που τον Μάρτιο θα αναδείξει τη νέα ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ. Οι περίπου δέκα χιλιάδες πανεπιστημιακοί της χώρας πρέπει να θέσουμε στον εαυτό μας ένα ερώτημα: θα εξακολουθήσουμε να επιτρέπουμε στη σημερινή ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ να μας εκπροσωπεί; Αν η απάντηση είναι όχι, τότε μας μένει μία επιλογή. Να συμμετέχουμε μαζικά στις διαδικασίες, ενισχύοντας τις δυνάμεις που απορρίπτουν τη στείρα σύγκρουση και τη βία και υπερασπίζονται τη δημοκρατία, την ομαλότητα και τη μεταρρύθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου.
1 Ιανουαρίου 2009
Il caldo inverno greco
Δημοσιεύτηκε στη μηνιαία εφημερίδα «Eureka» (Ιανουάριος 2009)
Anche se è ancora troppo presto per stabilire che cosa ha causato la “ribellione” dei giovani, proviamo a riordinare le nostre idee.
Un agente della polizia che usa la sua arma per uccidere (a quanto pare, a sangue freddo) un 15enne perchè lo ha insultato è ovviamente un caso eccezionale. Il senso d’impunità dei nostri poliziotti e la loro percezione di stare al di sopra della legge è invece la regola. Non tutti sono assassini, certo. Ma è vero che la polizia agisce troppo spesso con brutalità gratuita (per esempio nei confronti degli immigrati), è vero che nei suoi ranghi la corruzione è troppo diffusa, e soppratutto è vero che i poliziotti violenti e/o corrotti possono sempre contare sulla complicità di colleghi e superiori, e sulla “comprensione” dei giudici. La faccenda si complica assai quando c’è un morto (e così giovane poi) – ma, come è successo prima, un modo per trasformare una sentenza di ergastolo di primo grado in appena tre anni di reclusione, e poi la libertà, si trova sempre. Perchè pensare che questa volta andrà diversamente?
Questa sfiducia nella capacità della polizia e dei suoi vertici di punire i colpevoli e di sradicare quello che è marcio al suo interno si colloca in un contesto di sfiducia generale nei confronti delle istituzioni – tutte. Basta sfogliare i titoli dei quotidiani negli ultimi due o tre anni: giudici che proteggono i criminali; monaci che vanno in giro in elicottero (“per fare più in fretta”) e hanno offshore accounts milionari; e, ovviamente, ministri che usano le risorse dello stato come se fosse loro proprietà privata. Un degrado morale mai visto prima, durante il regno di un primo ministro cha aveva promesso di sconfiggere i poteri forti (o, testualmente, con eleganza tipica, di “abbattere i ruffiani”).
In questo cocktail già poco promettente si deve aggiungere il fatto che la quotidianità attuale e le prospettive future dei giovani sono piuttosto cupe. Come mostrano gli studi internazionali, i nostri liceali studiano più e imparano meno di tanti altri europei loro coetanei. Le università migliori lavorano bene, ma escono sconfitte dalla burocrazia statale e lo scombussolamento provocato dalla contestazione endemica e cieca da parte di una minoranza dei loro studenti. Il livello di disoccupazione dei giovani è paragonabile solo al sud d’Italia. Anche chi lavora deve fare i conti con stipendi bassissimi e contratti precari. E, in sottofondo, la presenza soffocante di una famiglia iperprottettiva che non crede più al lavoro come valore ma coltiva invece aspettative alte e infondate.
Tutto questo aiuta a capire l’intensità della reazione di tanti adolescenti all’uccisione del loro coetaneo. Ma per spiegare la violenza, i danni alle banche e ai negozi, e la distruzione delle università statali, delle bibliotecche pubbliche, dei teatri nazionali, ci vuole ben altro. Bisogna andare oltre la repulsione dei borghesi, che sicuramente sembrerebbe meno inverosimile se non fossero così abituati ad evadere le tasse e ad ignorare le regole quando gli fa comodo. Bisogna anche mettere da parte le analisi (auto-)assolutorie dei nostri rivoluzionari finti che battezzano “rivolta sociale” (e dunque, si intende, degna di rispetto) ogni violenza cieca e indiscriminata nei confronti delle università, delle biblioteche, dei teatri – tutte istituzioni pubbliche e, guarda caso, tutte indifese.
Per capire la violenza di un numero elevato di giovani, e la complicità alla violenza di un numero ancora più elevato di giovani e meno giovani, bisogna invece affrontare temi e argomenti piuttosto scomodi. Come l’indifferenza profonda – se non il compiacimento aperto – di una stragrande maggioranza dei greci nei confronti delle varie azioni dei terroristi del gruppo “17 novembre”. Come la solidarietà spontanea di una maggioranza altrettanto ampia ai regimi e ai leader più sanguinosi del nostro tempo (Milosevich, Saddam e altri) per il solo merito del loro antiamericanismo. Come il silenzio dei sindacati e la scarsa attenzione del pubblico alle decine di vittime (tutti immigrati) della corsa pazza per completare in tempo gli stadi e le altre strutture dell’olimpiade di Atene. Come la tacita accettazione e, spesso, entusiasta partecipazione al crollo delle più elementari regole di convivenza civile che è il caos del traffico quotidiano. Come la rassegnazione di tutti davanti agli scontri settimanali e perfettamente organizzati fra tifoserie rivali.
Certo, la cultura della violenza non è del tutto sconosciuta nell’Europa occidentale: era abbastanza diffusa nel medioevo, durante le grandi guerre, negli anni di piombo. Né è del tutto sconosciuta nel mondo di oggi: è abbastanza diffusa in quello che una volta veniva chiamato il Terzo Mondo. Forse noi greci, eredi della culla della civiltà, abbiamo solo sbagliato secolo – o continente.
Anche se è ancora troppo presto per stabilire che cosa ha causato la “ribellione” dei giovani, proviamo a riordinare le nostre idee.
Un agente della polizia che usa la sua arma per uccidere (a quanto pare, a sangue freddo) un 15enne perchè lo ha insultato è ovviamente un caso eccezionale. Il senso d’impunità dei nostri poliziotti e la loro percezione di stare al di sopra della legge è invece la regola. Non tutti sono assassini, certo. Ma è vero che la polizia agisce troppo spesso con brutalità gratuita (per esempio nei confronti degli immigrati), è vero che nei suoi ranghi la corruzione è troppo diffusa, e soppratutto è vero che i poliziotti violenti e/o corrotti possono sempre contare sulla complicità di colleghi e superiori, e sulla “comprensione” dei giudici. La faccenda si complica assai quando c’è un morto (e così giovane poi) – ma, come è successo prima, un modo per trasformare una sentenza di ergastolo di primo grado in appena tre anni di reclusione, e poi la libertà, si trova sempre. Perchè pensare che questa volta andrà diversamente?
Questa sfiducia nella capacità della polizia e dei suoi vertici di punire i colpevoli e di sradicare quello che è marcio al suo interno si colloca in un contesto di sfiducia generale nei confronti delle istituzioni – tutte. Basta sfogliare i titoli dei quotidiani negli ultimi due o tre anni: giudici che proteggono i criminali; monaci che vanno in giro in elicottero (“per fare più in fretta”) e hanno offshore accounts milionari; e, ovviamente, ministri che usano le risorse dello stato come se fosse loro proprietà privata. Un degrado morale mai visto prima, durante il regno di un primo ministro cha aveva promesso di sconfiggere i poteri forti (o, testualmente, con eleganza tipica, di “abbattere i ruffiani”).
In questo cocktail già poco promettente si deve aggiungere il fatto che la quotidianità attuale e le prospettive future dei giovani sono piuttosto cupe. Come mostrano gli studi internazionali, i nostri liceali studiano più e imparano meno di tanti altri europei loro coetanei. Le università migliori lavorano bene, ma escono sconfitte dalla burocrazia statale e lo scombussolamento provocato dalla contestazione endemica e cieca da parte di una minoranza dei loro studenti. Il livello di disoccupazione dei giovani è paragonabile solo al sud d’Italia. Anche chi lavora deve fare i conti con stipendi bassissimi e contratti precari. E, in sottofondo, la presenza soffocante di una famiglia iperprottettiva che non crede più al lavoro come valore ma coltiva invece aspettative alte e infondate.
Tutto questo aiuta a capire l’intensità della reazione di tanti adolescenti all’uccisione del loro coetaneo. Ma per spiegare la violenza, i danni alle banche e ai negozi, e la distruzione delle università statali, delle bibliotecche pubbliche, dei teatri nazionali, ci vuole ben altro. Bisogna andare oltre la repulsione dei borghesi, che sicuramente sembrerebbe meno inverosimile se non fossero così abituati ad evadere le tasse e ad ignorare le regole quando gli fa comodo. Bisogna anche mettere da parte le analisi (auto-)assolutorie dei nostri rivoluzionari finti che battezzano “rivolta sociale” (e dunque, si intende, degna di rispetto) ogni violenza cieca e indiscriminata nei confronti delle università, delle biblioteche, dei teatri – tutte istituzioni pubbliche e, guarda caso, tutte indifese.
Per capire la violenza di un numero elevato di giovani, e la complicità alla violenza di un numero ancora più elevato di giovani e meno giovani, bisogna invece affrontare temi e argomenti piuttosto scomodi. Come l’indifferenza profonda – se non il compiacimento aperto – di una stragrande maggioranza dei greci nei confronti delle varie azioni dei terroristi del gruppo “17 novembre”. Come la solidarietà spontanea di una maggioranza altrettanto ampia ai regimi e ai leader più sanguinosi del nostro tempo (Milosevich, Saddam e altri) per il solo merito del loro antiamericanismo. Come il silenzio dei sindacati e la scarsa attenzione del pubblico alle decine di vittime (tutti immigrati) della corsa pazza per completare in tempo gli stadi e le altre strutture dell’olimpiade di Atene. Come la tacita accettazione e, spesso, entusiasta partecipazione al crollo delle più elementari regole di convivenza civile che è il caos del traffico quotidiano. Come la rassegnazione di tutti davanti agli scontri settimanali e perfettamente organizzati fra tifoserie rivali.
Certo, la cultura della violenza non è del tutto sconosciuta nell’Europa occidentale: era abbastanza diffusa nel medioevo, durante le grandi guerre, negli anni di piombo. Né è del tutto sconosciuta nel mondo di oggi: è abbastanza diffusa in quello che una volta veniva chiamato il Terzo Mondo. Forse noi greci, eredi della culla della civiltà, abbiamo solo sbagliato secolo – o continente.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)